Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ΩΠΑ και πάλι ΩΠΑ ΤΗΣ



ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ   Δήγματα

                     ΩΠΑ και πάλι ΩΠΑ της

                                                      (όσα πάνε κι όσα ΄ρθούνε)
              
8 π.μ.
Ο Δίας. Καθισμένος στο θρόνο του με τις πυτζάμες, έχει τις ποδάρες του σε μια λεκάνη με χλιαρό αλατόνερο και στο κεφάλι του μια θερμοφόρα.
-Καλημέρα μπαμπά. Μπαίνει στο δωμάτιο μια κοπελάρα.
-Ποια είσαι συ βρε ;
-Η Τερψιχόρη μπαμπά, η Μούσα.
-Βρε καλώς τη μουσίτσα. Και τη θέλεις πρωί-πρωί που μ’ενοχλείς και είμαι βερέμης από τον πονοκέφαλο και τον πονόκοιλο ;
-Μπαμπά θέλω μια χάρη.
-Τι χάρη βρε τσούπρα ; Μήπως πέταξε κανάς φίλος σου γιαούρτι στο Λυκειάρχη του ; Ή μήπως θες κανα διορισμό για πάρτυ σου  σε καμιά Δεή, Οτέ, Ιντρακόμ, ή γουστάρεις να σε κάμω Διευθύντρια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 004 π.Χ που έχει και καλύτερους μισθούς, μέχρι και 30.000.000 μέδιμνους το μήνα ;
-Όχι καλέ μπαμπά τίποτα από αυτά δεν θέλω. Ούτε και με ενδιαφέρουνε οι Ολυμπιακοί Αγώνες έτσι όπως τους καταντήσανε. Εξ άλλου το ξέχασες πως τους έχεις δώσει ρεκούπερο στη Γιάννα μέχρι το 2004 μ.Χ. Άλλο θέλω εγώ.
-Λέγε γρήγορα γιατί δεν μου φεύγει ο πονοκέφαλος με τίποτα, τέσσερα ντεπόνια και τρία αλκασέτζερ έχω πάρει από την ώρα που γύρισα.
-Από πού γύρισες ;
-Να…..είχαμε πάει….. τέλος πάντων, πήγα με κάτι φίλους και το ρίξαμε έξω χθες βράδυ. Να κάτι Σιτσοβίτικα τσίπουρα, να κάτι Θρακιώτικα λουκάνικα με πράσσο, να κάτι ζευμπεκιές, γίναμε βουτσιά.
-Καλέ μπαμπά γι αυτό ήρθα εδώ. Εγώ, όπως πρέπει να ξέρεις, είμαι του Χορού……
-Στη Δόρα Στράτου ή στο….
-Όχι καλέ μπαμπά, είμαι θεά, Μούσα του Χορού και της διασκέδασης. Το ξέχασες. Εσύ δεν μούδωσες τη θέση……
-Σιγά μη θυμάμαι ποιους διορίζω και πόσους βαφτίζω.
-Δία πατέρα μου βόηθα. Έχασα τον έλεγχο στο Υπουργείο μου. Ο λαός δεν διασκεδάζει πια όπως λένε οι νόμοι, οι εγκύκλιοι και κυρίως οι παραδόσεις μας σαν Έλληνες.
-Για κάτσε ρε Τέρψη τι λες. Κάνε το μου λιανά.
--Άκουσε μπαμπά. Όταν ανέλαβα το υπουργείο όλα ήταν σωστά. Ο κόσμος γλένταγε σοβαρά, όχι κάθε μέρα μη το σιχαθεί, σεβότανε τους μουσικούς, σεβότανε τους διπλανούς, έπινε το κρασάκι του, άκουγε τις πενιές του, συγνώμη λυριές του ήθελα να πω, έριχνε καμιά ζευμπεκιά και μετά πήγαινε για τούφες στο σπιτάκι του. Το ωράριο των καλλιτεχνών ήταν ανθρώπινο, χωρίς να χρειάζεται βούρδουλας, οι γυναίκες ήτανε σοβαρές-κυρίες, κι αν τύχαινε καμιά ελαφριά, έ με δυο φάπες ξενέρωνε και καθότανε σούζα. Άμα τύχαινε τώρα κανάς άντρας και ξηγιότανε κουνιστή πολυθρόνα τον μπασκώνανε οι άλλοι θαμώνες και τον σερβίρανε μπλέ.  Τι έγινε τώρα και μέσα σε λίγα χρόνια όλα αυτά αλλάξανε και χάσαμε το έλεγχο ούτε κατάλαβα.
-Για κάτσε ρε Τέρψη γιατί, όπως μου τα λες πάνε για επανάσταση ;
-Όχι καλέ μπαμπά. Τι επανάσταση. Με τις σούρες που έχουνε τα ελληνάκια δεν πάνε για επανάσταση, στα νεκροταφεία πάνε. Και σου εξηγώ ακριβώς πως έχει η κατάσταση να σκεφτείς τη μάκαινα να τους φέρουμε στο φερμεζότο.

         Παλιά είχαμε μόνο ωραία τραγουδάκια που μιλάγανε για έρωτα, για πάθος, για ξενιτιά, για φτώχεια, για πόλεμο και ειρήνη, για εργατιά και απεργίες, για γάμους και βαφτίσια, για ξενύχτια και γλέντια όμορφα . Σήμερα τραγούδια με τέτοια θέματ είναι το 10%. Τώρα τα τραγούδια μιλάνε για καψούρα, για γκόμενες και γκόμενους, για σφηνάκια και ουίσκια , για ξεβρακώματα και καμπριολέ αμαξοψώνια, άσε που όλα τσιφτετελίζουμε και τους ξεφτιλίζουνε.
         Παλιά οι καλλιτέχνες ήτανε σοβαροί και στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά. Άσε που για να βγείς στο πάλκο έπρεπε νάχεις και φωνή. Τώρα βγαίνουν κάτι λουλούκες, άλλες με τα μίνια τους και άλλοι με τις μπακλαβωτές φαβορίτες τους, ή μουσάκι και μουστακάκι ποντικοουρά, σαν Ιταλοί προδότες, ψάρια του αφρού, που ρίχνουν και τα βαρύγδουπα συνθήματα στο χαζονοήμον κοινό τους του στυλ «είσαστε τζαμάτοι που ήρθατε να με δείτε»(και να κάνω αέρα κονόμι).
         Παλιά οι θαμώνες σεβόντουσαν τους τραγουδιστές. Όταν τραγουδάγανε, οι κάτω ακούγανε και κάνανε μούγγο. Τώρα πάνε τάχατες να ακούσουν και δεν ακούνε από τις πολλές φωνές. «Εκεί κάνουμε τις κοινωνικές μας επαφές» μου είπε τις προάλλες ένας γνωστός. Και η Ελένη ξελαρυγγιάζεται και απογοητεύεται που δεν την ακούνε, άσε που δυναμώνουνε τα ηχητικά και γίνεται χάβρα. Και το χειρότερο είναι η κάπνα από  τα τσιγάρα. Ούτε εξαερισμός ούτε τίποτα δεν τους σώνει. Μαγαζιά σαν Λονδρέζικη ομίχλη.
         Παλιά άμα γούσταρες να χορέψεις έπαιρνες δυο στροφές και καθόσουνα. Δεν χόρευες τρίωρο για πάρτυ σου. Ούτε πήδαγες στα τραπέζια να σε δούνε που κουνάς τον απαυτό σου. Ούτε άμα χόρευες άφηνες τους φίλους σου να σε κυκλώνουνε και να σου βαράνε παλαμάκια, δηλαδή ξεφτίλες πράγματα για γαλατόμαγκες.
         Παλιά δεν πήγαινες για γλέντι ντυμένη στο «όλα χύμα, όλα έξω», πήγαινες σοβαρά, είτε κυριλάτα είτε εργατικάτα. Ούτε φόραγες  πρωί-μεσημέρι-βράδυ δερματοπέτσινα της Αγιατριάδας. Ούτε γόβα με τακούνι στιλέτο ή καλλικατζαρέικα χοντροπάπουτσα. Και βέβαια ούτε φαρδιά παντελόνια με τον καβάλο στις κλιτσινάρες.
         Παλιά το κρασάκι το έπινες νερωμένο, έπινες πολύ, είχες καθαρό κεφάλι και ήσουν σε ευθυμία και πήγαινες ζωντανός σπίτι σου. Τώρα με τα αλογοκάτουρα που πίνουνε μέχρι πρωίας, γίνουνται τούμπανα, είναι αρκετοί που πρώτα καβαλάνε τις ελιές με τα αμάξια τους  και μετά καβαλάνε τα φέρετρα για πάντα.
         Παλιά το μόνο που επιτρεπόταν στο τσακίρ-κέφι ήταν να σπάσει κανά πιάτο. Μετά αρχίσανε να ρίχνουνε τίποτε γαρύφαλλα. Αργότερα κανά πανεράκι με λουλούδια. Τώρα οι φιγουρατζήδες Γιάννηδες ρίχνουνε τα άοσμα άνθη με τη παδέλα.
         Παλιά τα μαγαζιά είχαν αξιοπρέπεια, φτωχικά ή όχι, μπορεί στους καμπινέδες να είχαν για χαρτί υγείας εφημερίδες, τώρα όμως έχουν κωλόχαρτο πολυτελείας και δίπλα προφυλακτικά.
         -Δία πατέρα μου σώσε την κατάσταση γιατί εγώ δεν έχω τη δύναμη να αλλάξω τίποτα.
        -Άσε ρε Τερψιχοράκι μάτια μου, αυτή η κατηφόρα είναι σαν του  Χρηματιστηρίου. Θα ανατραπεί μόνο με σοβαρά μέτρα. Αλλά άμα βάλουμε πάλι κάποιον Παπαθεμελή να καθαρίσει και ξεσηκωθεί η νεολαία μπορεί να κλειστούνε σε κανά Μπαρ-οτεχνείο κι άντε βγάλτους κι άντε κράτα τους.. Θες νάχουμε καμιά επαναστασούλα και να χάσουμε τις θεσούλες μας μαζί με τα κεφαλάκια μας. Κάνε τη κορόιδα λοιπόν, άστους κι όπου βγεί. Τους νεοέλληνες ούτε ο θεός, εγώ δηλαδή, δεν μπορεί αν τους σώσει.-

Χρήστος Νικ. Ζερίτης                        21.1.2001   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου