ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ
Ποίημα
του Λεκόντ ντε Λίλ (Leconte
de
Lisle)
Le Chapelet des Mavromikhalis
Α. [1]Της γριάς
της Μάνης τα παιδιά οι Μαυρομιχαλαίοι
τριακόσιους Τούρκους κλείσανε στην άγρια λαγκαδιά[2]
κι απ’ το πουρνό ως το πρωί φανήκανε γενναίοι,
βόλια και πέτρες ρίχνανε, τους βάλανε φωτιά.
Και το ξερό προσάναμμα καίγεται, λαμπαδιάζει,
κι ο ήχος απ’ τις τουφεκιές γίνεται πιο σκληρός,
αντιλαλούνε οι πλαγιές και οι σφαίρες σα χαλάζι
σφυρίζοντας καρφώνονται, σκοτώνεται ο εχθρός.
Μπαρούτη, ανάσες και καπνοί ξεχύνονται στο
λόγγο,
θανάτου απλώνεται βοή, μαζί με τις φωτιές,
ανάκατα ν΄ ακούγονται βλαστήμιες με το βόγγο
και άγριες ασυγκράτητες ελληνικές βρισιές.
Κραυγές, «Άγιε Χριστέ, Αλλάχ, Λύκοι, εσείς Γουρούνια».
-Στο Διάλο στείλτε την Τουρκιά μαζί και Αλβανούς,
τους κλέφτες της Πατρίδας μας που ήρθανε μιλιούνια.
-Σχοινί, σπαθί, παλούκωμα σ’ όλους τους Χριστιανούς.
Κυριάκου Δ. Κάσση. "Η μάχη της Βέργας του Αλμυρού". Από τι βιβλίο του "Στορίσματα και ζωγραφικά 1950-1980".
-Ελάτε αρνάκια στη σφαγή, θα σας καλοδεχτούμε,
Γέλια, στην ανημπόρια σας να φύγετε μακριά μας,
του θάνατου το ρόγχο σας θέλουμε ν’ ακούμε,
τον σκοτωμό σας μέγιστη να νιώθουμε χαρά μας.
Κομματιασμένοι τρέχανε μέσα στα ουρλιαχτά τους
ανάμεσα στα φρύγανα, στα χαμηλά τ΄ αμπέλια,
φουσκώναν την μανία τους μέσα στα σωθικά τους,
ξερίζωναν τα γένεια τους, κι οι φούχτες τους κουρέλια.
Κι απ’ το καρφάρι[3] το ψηλό
βλέπαν τον όλεθρό τους
γυναίκες δίπλα σε παιδιά, στων πύργων τα κανόνια,
ενώ τα Σπαρτιατόγγονα θέριζαν τον εχθρό τους
τα νια λυκάκια γρύλιζαν και δείχναν άσπρα δόντια.
Σα θαύμα τους φαινότανε, της Παναγιάς βοήθεια,
κι ο ύστερος από τους οχτρούς φεύγει να μη τον πιάσουν,
τα όρνια έμπηγαν βαθιά τη μύτη τους στα στήθια,
με Τούρκου το νεκρό κορμί πλούσια να χορτάσουν.
«[4]Κόψετε τα
κεφάλια αυτά κι απάνω καρφωμένα
στο τοίχο αραδιάστε τα του πύργου ένα-ένα.
Βροντοφωνούν από ψηλά του Καπετάνιου οι λόγοι
«μ’ αυτά τα πιο καλύτερα θα κάμω κομπολόγι
κι όταν περάσουνε καιροί κι όταν διαβούν τα χρόνια
μέσα τους θε να στήσουνε φωλιά τα χελιδόνια».
Γρύπας Πολεμιστής. Η πέτρα απεικονίζει έναν πολεμιστή να μαχαιρώνει έναν
οπλισμένο εχθρό, ενώ ένας άλλος πεθαίνει στα πόδια του. Σφραγιδόλιθος που βρέθηκε το 2015 πολύ κοντά στο μυκηναϊκό ανάκτορο του Νέστορα, στον ‘Ανω Εγκλιανό, στη Χώρα του Δήμου Πύλου-Νέστορος.
Σε σύγκριση με την αγριότητα του Μανιάτη πολεμιστή από τον πιο πάνω πίνακα του Κυρ, Κάσση.
Της Μάνης ήρθαν Θεριστές[5]
και σκυθρωποί Χειμώνες
ξεράθηκαν και στέγνωσαν στο αίμα βουτηγμένα,
κι αργότερα πρασίνησαν του τόπου οι λειμώνες,
κεφάλια μείναν στο καρφί παντοτινά μπηγμένα.
Εχάθη εκείνη η γενιά, στον Άδη
κατεβήκαν,
είτ’ από βόλι ή σπαθί, αλώβητος κανείς τους,
μ΄ αφήσανε τον ίσκιο τους κι οι γιοί τους τονέ βρήκαν
στην πέτρα πάνω χάραξαν το σχήμα της ψυχής τους.
Γενναίοι Άντρες και σκληροί, κι όχι λησμονημένοι,
ποτέ δε ζήσανε χαρές, τον κόσμο στα καλά του,
ποτέ τους δεν τους είδανε με μέση λυγισμένη,
στον Κάτω Κόσμο βρίσκονται, στη δεξιά πλευρά του.
Ετούτοι χάθηκαν νωρίς μα οι Πύργοι όρθιοι
μένουν,
βάτα, μουριές, φραγκοσυκιές παρέα τώρα έχουν,
των γδικιωμών που πέρασαν τα χρόνια δεν προσμένουν,
του μπρούσκλη[6]
το κελάηδησμα ακούν και το προσέχουν.
Κρανία Τούρκων λάμπουνε σα νάναι γυαλισμένα
κι ασπάλαθοι φυτρώνουνε στην άκρη των σπηλαίων
τσοπάνοι βόσκουν πρόβατα και όλα αρμονισμένα,
το κομπολόϊ χαιρετούν των Μαυρομιχαλαίων.
Leconte de Lisle
Β. Παρατίθεται το αυθεντικό ποίημα εις την γαλλική γλώσσα.
Le Chapelet des Mavromikhalis
Les Mavromikhalis, les aigles du vieux Magne,
Ont traqué trois cents Turks dans le défilé noir,
Et, de l’aube à midi, font siffler et pleuvoir
Balles et rocs du faîte ardu de la montagne.
L’amorce sèche brûle et jaillit par éclair
D’où sort en tournoyant la fumerolle grêle ;
L’écho multiplié verse comme une grêle
Les coups de feu pressés qui crépitent dans l’air.
Une âcre odeur de poudre et de chaudes haleines
S’exhale de la gorge étroite aux longs circuits
Qui mêle, en un vacarme enflé de mille bruits,
Le blasphème barbare aux injures hellènes :
— Saint Christ ! — Allah ! Chacals ! — Porcs sans
prépuce ! — Tiens !
Crache ton âme infecte au Diable qui la happe ! —
À l’assaut ! Que pas un de ces voleurs n’échappe !
Sus ! La corde et le pal à ces chiens de Chrétiens ! —
Arrivez, mes agneaux, qu’on vous rompe les côtes ! —
Tels les rires, les cris, les exécrations,
Râles de mort, fureurs et détonations
Vont et viennent sans fin le long des parois hautes.
Et tous les circoncis, effarés et hurlants,
Parmi les buissons roux et les vignes rampantes
Montent, la rage au ventre, et roulent sur les pentes,
Et s’arrachent la barbe avec leurs poings sanglants.
Les femmes du Pyrgos, en de tranquilles poses,
D’en haut, sur le massacre ouvrent de larges yeux,
Tandis que leurs garçons font luire, tout joyeux,
Leurs dents de jeunes loups entre leurs lèvres roses.
Par la Vierge ! la chose est faite. Le dernier
Des Turks crève, le poil roidi sur sa peau rêche.
Les oiseaux carnassiers, gorgés de viande fraîche,
Deviendront gras à lard dans ce riche charnier.
— Alerte ! tranchez-moi ces crânes d’infidèles,
Dit le Chef. En guirlande à mon mur clouez-les.
Ce sera le plus beau de tous mes chapelets,
Et j’y ferai nicher les bonnes hirondelles ! —
Pendant bien des étés, bien des mornes hivers,
Le roi du Magne a vu, le long de sa muraille,
Ces têtes, dont la peau se dessèche et s’éraille,
Blanchir, chacune au clou qui s’enfonce au travers.
Depuis, tous sont morts, lui, ses enfants et ses proches,
Par la balle ou le sabre, ou vaincus ou vainqueurs.
Leur souvenir farouche emplit les jeunes cœurs,
Et leurs spectres, la nuit, hantent les sombres roches.
C’étaient des hommes durs, violents et hardis,
Âpres à la vengeance, orgueilleux de leur race,
Ne sachant demander merci, ni faire grâce,
Et, pour cela, certains d’aller en Paradis.
Au rebord du ravin abrupt et sans issue,
Sous la ronce, au milieu des sauvages mûriers,
L’ancien Pyrgos, gercé par les ans meurtriers,
Dresse encore sa masse ébréchée et moussue.
Les crânes turks, autour, luisent comme des lys ;
Et le berger, vêtu de sa cotte de laine,
Qui paît ses moutons noirs au-dessus de la plaine,
Sourit au Chapelet des Mavromikhalis.
«Της γρηάς Μάνης οι αητοί, οι Μαυρομιχαλαίοι,
τρακόσους Τούρκους κλείσανε στη Μαύρη ρεματιά,
Κι’ απ’ τη στιγμή που έφεξεν έως το μεσημέρι
Αδιάκοπα τα όπλα τους εσκόρπιζαν φωτιά.
Από τις τσακμακόπετρες π’ άκοπα σπινθηρίζουν
φωτιά και λαύρα χύνεται, οι ρεματιές βουϊζουν.
Και η μυριόστομη ηχώ αντιλαλεί και μοιάζει
σαν σίφωνας όπου περνά και σπέρνει το χαλάζι.
Από μπαρούτι κι’ αίματα μια μυρωδιά σμιγμένη
απ’ της κλεισούρας τα στενά επάνω ανεβαίνει.
Κι’ ανακατεύει στη βοή και φέρνει στον αγέρα
της μάχης τους αλαλαγμούς, των Τούρκων τη φοβέρα.
Ιησού Χριστέ! -Παληόσκυλλα! -Αλλάχ! -Τσακάλια! -Να!
Τη βρωμερή σου την ψυχή φτύσε στον σατανά.
Που την αρπάζει. -Κι’ απ’ αυτούς κανένας μη σωθή.
Κρεμάλα στους Γκιαούρηδες, σούβλισμα και σπαθί.
-Ελάτ’ αρνιά μου, και εγώ σας σπάζω τα πλευρά,
έτσι η λύσσα, η βοή, της νίκης η χαρά,
Οι βόγγοι αυτών που ξεψυχούν, μέσα σε χίλιους ήχους,
Περνούν και φεύγουν άπαυστα ανάμεσα στους τοίχους.
Και όλοι οι Κονιάρηδες χλωμοί λυσσομανούνε,
σέρνονται στα χαμόκλαδα και θέλουν ν’ ανεβούνε,
όμως τα βόλια τούς μιλούν εκεί που σκαρφαλώνουν,
και πέφτοντας τα γένεια τους τα μαύρα ξεριζώνουν.
Οι νηές του Πύργου αμέριμνες από ψηλά κυττάζουν
τους άντρες των π’ αλύπητα μες΄ την κλεισούρα σφάζουν,
και τα παιδιά χαρούμενα στης μάνας τη αγκάλη,
λύκωνε δόντια δείχνουνε σε στόμα από κοράλλι.
Μα την Παρθένα! Τελείωσε αυτό το πανηγύρι!
Οι υστερνοί Αγαρηνοί πεθαίνουν στα χαντάκια,
και χορτασμένα από νωπά κρέατα τα κοράκια,
πολύν καιρό θα βρουν τροφή σ’ αυτό το χωνευτήρι.
Κόψετε τα κεφάλια αυτά κι΄ επάνω καρφωμένα
στον τοίχο αραδιάσετε του Πύργου ένα-ένα,
βροντοφωνούν από ψηλά του Καπετάνιου οι λόγοι
μ’ αυτά τα πιο καλύτερα θα κάμω κομπολόγι,
και σαν περάσουν οι καιροί κι’ όταν διαβούνε χρόνια
μέσα τους θε να στήσουνε φωλιά τα χελιδόνια,
πολλές περάσαν άνοιξες, πολλά ελυώσαν χιόνια
της Μάνης βλέπει ο Βασιλιάς που μείναν με τα χρόνια,
τόσα κεφάλια Αγαρηνών γυμνά ξεσαρκωμένα,
αραδιαστά στον πύργο του εις τα καρφιά μπηγμένα,
έπειτα όλοι πέθαναν, κτυπώντας εις την Μάνη,
άλλους το βόλι έφαγε κι’ άλλους το γιαταγάνι,
κι’ όταν ήσαν νικηταί και όταν νικημένοι,
η μνήμη του κάθε καρδιά παλληκαριού θερμαίνει.
Και οι σκιές των η νυχτιά η μαύρη σαν προβάλλει,
στους βράχους της πατρίδος των ξαναγυρίζουν πάλι.
Ήτανε άνδρες άγριοι κι’ εζούσαν εκεί πέρα,
τον τύραννο του γένους των κτυπώντες νύχτα μέρα.
Ποτέ τους δεν τους είδανε με μέτωπα σκυμμένα,
κι ούτε χάρι έδωκαν ποτέ τους σε κανένα.
Τώρα εκεί στη ρεματιά ο πύργος ραγισμένος,
από τα χρόνια φαίνεται βαρύς, χορταριασμένος,
κι’ όταν στους μαύρους τοίχους του η πρώτη πέφτει αχτίνα,
οι κάρες των Αγαρηνών ασπρίζουνε σαν κρίνα,
και ο βοσκός που οδηγεί τα μαύρα πρόβατά του,
στέκεται λίγο και θωρεί απ’ το λιβάδι κάτου.
Τον Πύργο, που αλύπητα ο χρόνος τονέ
τρώγει,
κι’ αναγαλιάζει βλέποντας ψηλά το κομπολόγι».
Εδώ δόθηκε η τελευταία μάχη των Ορλωφικών.
Γ. Με το ίδιο θέμα έχει ασχοληθεί η λογοτέχνης
Ρεβέκκα συζ. Στυλιανού Μαυρομιχάλη με ιδιαίτερη δημοσίευση[11]
:
«ΣΧΟΛΙΟ
Σ΄ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΚΟΝΤ ΝΤΕ ΛΙΛ
«ΟΙ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΟΙ»
ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ
Οι Μαυρομιχαλαίοι, οι αετοί της γέρικης Μάνης
περικυκλώσανε τριακόσιους Τούρκους στη λαγκάδα
κι απ’ την αυγή μέχρι το μεσημέρι, σφυρίζανε και πέφτανε
βόλια και πέτρες, απ’ την απόκρημνη βουνοκορφή.
Το ξερό προσάναμα καίγεται και λαμπαδιάζει
κι όπου ξεπετάγεται, στριφογυρίζει το καπνισμένο το χαλάζι.
Ο ήχος πολλαπλασιάζει τις μπιστολιές που πέφτουνε
και που σφυρίζει μες τον αγέρα.
Μια αψιά μυρουδιά από μπαρούτι και ζεστές ανάσες
ξεχύνεται από το βαθύ φαράγγι, σ’ όλο το μακρύ περίγυρο
κι’ ανακατώνει, σε μια βοή φουσκωμένη από χίλιους θορύβους,
τις βλαστήμιες των βαρβάρων κι τις Ελληνικές βρισιές.
‘Αγιε Χριστέ! Αλλάχ! Τσακάλια! Γουρούνια….
Φτύσε την ψυχή σου στο Διάβολο, που τη χάφτει.
Ορμάτε! Από αυτούς τους κλέφτες κανείς να μην ξεφύγει.
Εμπρός! Το σχοινί και το παλούκι γι’ αυτά τα σκυλιά τους Χριστιανούς.
Ελάτε αρνάκια μου να σας σπάσουμε τα πλευρά.
Τέτοια γέλια, κραυγές, βδελυγμίες,
ρόγχοι πεθαμένων, αγριότητες,
πηγαίνουν κι έρχονταν δίχως τέλος, κατά μήκος των ψηλών οχυρών.
Κι όλοι κατακομματιασμένοι, τρομαγμένοι και
ουρλιάζοντας,
ανάμεσα στους κοκκινισμένους θάμνους και τα χαμηλά αμπέλια,
φουσκώνουν τη μανία μες στα σωθικά τους, κατρακυλώντας στις πλαγιές
και ξεριζώνοντας τα γένεια με τις ματωμένες χούφτες τους.
Οι γυναίκες του Πύργου ήρεμες,
βλέπουν τη σφαγή, από ψηλά, μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια,
ενώ τα αρσενικά παιδιά τους έλαμπαν χαρούμενα
με τα δόντια τους, σαν νέων λύκων, ανάμεσα στα τριανταφυλλένια χείλη τους.
Με την βοήθεια της Παναγιάς έγινε το θαύμα! Ο τελευταίος
από τους Τούρκους, τις σκληρές τρίχες ξεριζώνει απ’ το τραχύ δέρμα του.
Τα σαρκοβόρα τα πουλιά, από το φρέσκο χορτασμένο κρέας
θα γίνουνε παχειά, για λαρδί, μέσα σ΄ αυτό το πλούσιο μακελειό.
Γρηγορείτε! Κόψτε τα κεφάλια των απίστων,
φωνάζει ο αρχηγός. Και στον τοίχο μου επάνω καρφώστε τα γιρλάντα.
Θάναι το πιο όμορφο απ’ όλα τα κομπολόγια
και θα κάνω, των καλών χελιδονιών φωλιές.
Στο πέρασμα πολλών καλοκαιριών και σκυθρωπών χειμώνων
της Μάνης, είδε ο Βασιλιάς, σε όλο το μακρύ του τείχος,
το δέρμα να ξεφτίζει και να ξεραίνεται σε τούτα τα κεφάλια.
Ν’ ασπρίζει το καθένα τους, απάνω στο καρφί που ήτανε μπηγμένα.
Ύστερα όλοι πέθαναν, εκείνοι, τα παιδιά κι οι συγγενείς τους.
Από βόλι, το σπαθί, ή νικητές ή νικημένοι.
Μα η άγρια μνήμη τους, γεμίζει τις καρδιές των νέων
και τα φαντάσματά τους, τις νύχτες στοιχειώνουν στους σκοτεινούς βράχους.
Άνδρες ήταν σκληροί, βίαιοι, θαρραλέοι
έτοιμοι για εκδίκηση, περήφανοι για τη γενιά τους.
μην ξέροντας να λένε ευχαριστώ, ούτε να δίνουν χάρη.
Για τούτο, μερικοί από αυτούς, θα πάνε στον Παράδεισο.
Στο χείλος της απόκρημνης, δίχως διέξοδο χαράδρας,
κάτω από τους βάτους και ανάμεσα στις άγριες μουριές,
ερειπωμένος ο Πύργος ο παλιός, από τα φονικά τα χρόνια
υψώνει ακόμη το χορταριασμένο και ρημαγμένο όγκο του.
Τα Τούρκικα κρανία ολόγυρα, λάμπουνε σαν τους
κρίνους
και ο βοσκός, που τη μάλλινη φορώντας κάπα του,
βόσκει τα μαύρα πρόβατά του, κάτω στην κοιλάδα,
στο κομπολόϊ, χαμογελάει, των Μαυρομιχαλαίων.
Αθήνα 2 Οκτωβρίου 1989
Ελεύθερη απόδοση : Ρεβέκκας Μαυρομιχάλη».
Ε. «ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ[18]
Το κομπολόϊ των Μαυρομιχαλιάνων
1. Της γριάς Μάνης τα ξεφτέρια οι Μαυρομιχαλιάνοι
τρακόσους Τούρκους στρίμωξαν στη μαύρη λαγκαδιά
κι’ απ’ την αυγή, βουργά, βουργά, μέχρι το μεσημέρι
σφυρίζανε και πέφτανε βροχή, σφαίρες και πέτρες, ψηλά απ’ το βουνό.
2. Και το σκληρό καψούλι παίρνει φωτιά
και αστραπές τοξεύει και απ’ όπου βγαίνει,
στριφογυρίζοντας, χαλάζι ηφαιστιακό,
ανακατεύεται με κοσμοχαλασιά από κρότους.
3. Μια στιφή οσμή από μπαρούτη και
καφτή ανασεμιά ξεχύνεται
και μέσα απ’ το στενό φαράγγι απλώνεται στα πέριξ
και μπερδεύεται μένα «μπαλέστρο»[19]
από χίλιους κρότους
με τις βαρβαρικές βλαστήμιες και τις χυδαίες βρισιές των Ελλήνων.
4. Το Χριστό σας, πούστηδες, Αλλάχ!
Παλιογουρούνια!
Φτύστε την ψυχή σας στο σατανά, που τις καταβροχθίζει!
Εμπρός, απάνου τους! Κανείς απ’ τους γκιαούρηδες να μη γλυτώσει!
Εμπρός, απάνου τους! Σκοινί κα ιπαλούκι σ’ αυτούς τους σκύλους τους
χριστιανούς.
5. Ζυγώστε, αρνάκια μου να σας τσακίσω
το πλευρό!
Αυτοί οι καγχασμοί, τα ουρλιαχτά, οι κατάρες,
ο επιθανάτιος ρόγχος, οι λυσσασμένες παράφωνες κραυγές,
πάνε κι έρχονται ακατάπαυστα στο μάκρος των αψηλών τειχών.
6. Κι όλοι οι περίτμητοι, έντρομοι και ουρλιάζοντας
ανάμεσα στους κόκκινους θάμνους και στα χαμπηλόσωμα ταμπέλια,
σκαρφαλώνοντας με λύσα στην ψυχή, και κατρακυλώντας στις κατηφοριές,
ξερίζωναν τα γένια τους με τις ματωμένες τους παλάμες.
7. Οι κοπελιές του Πύργου ατάραχες,
από ψηλά,
κοιτάζανε το μακελιό, με γουρλωμένα μάτια,
ενώ ταγόρια τους λάμπανε από χαρά, με τα δόντια τους,
σαν τα λυκάκια, μέσα από τα πορφυρένια χείλη τους.
8. Μα την παρθένα (Παναγιά)! Το κακό
ετούτο ετελείωσε
κι ο στερνός Τουρκαλάς ψόφιος, μαδά τις τρίχες του,
τα σαρκοφάγα όρνια χορτασμένα από τη σάρκα τη νωπή
θενά φουσκώσουν για λαρδί, μέσα σε τούτο το σφαγείο.
9. Στα όπλα! Κόφτε μου τα κεφάλια
αυτών των απίστων
σκούζει ο καπετάνιος! Και στο μακρί τον τοίχο, σαν γιρλάντα παλουκόστε τα.
Αυτό θάναι το φίνο κομπολόι μου
και θα το κάνω φωλιά στα όμορφα χελιδονάκια!
10. Και στων ωραίων καλοκαιριών το
πέρασμα,
μα και του σκυθρωπού χειμώνα, ο βασιλιάς της Μάνης,
αντίκρυζε, σόλο του τείχους του το μάκρος
αυτές τις κεφαλές, τις ξεγδαρμένες και ξερές
νασπρίζουν, η καθεμιά τους, απάνω στο καρφί, πούταν βαθιά μπηγμένο.
11. Έπειτα, όλοι χάθηκαν, παιδιά και
συγγενείς τους
από το βόλι ή το σπαθί, είτε είταν νικητές, είτε και ηττημένοι.
Όμως η άγρια μνήμη τους τις νιές καρδιές φορτίζει
κι οι σκιές τους, όταν η νύχτα πέφτει, στοιχειώνουνε τους ζοφερούς τους
βράχους.
12. Είτανε παληκάρια σκληρά, ορμητικά
και άφοβα,
εκδικητές τραχιοί, περήφανοι για τη φυλή τους.
Δεν ήξεραν να ζητούν έλεος, ούτε να δίνουν χάρη
και γι’ αυτό κάποιοι απ’ αυτούς θα μπούνε στον Παράδεισο.
13. Στο χείλος του χωρίς έξοδο
λαγκαδιού
κάτω από τους βάτους και τις αγριομουριές,
ο πύργος ο παλιός, σαρακοφαγωμένος, ορθώνει,
ακόμα το μουσκεμένο και ρημαγμένο του κορμί.
14. Γύρω τα κόκαλα των Τούρκων,
λάμπουνε σαν κρίνα
και ο βοσκός με την κοντή, τη μάλλινή του κάπα,
που βόσκει τα λάγια πρόβατά του, στην κοιλάδα κάτου,
χαμογελά στο κομπολόι των Μαυρομιχαλιάνων».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
[1] Ζερίτης Ν. Χρήστος. «Ηρωική ποίηση, μοιρολόγια και ελεγεία σε Μανιάτες». Ανέκδοτη
μελέτη. Ελεύθερη μετάφραση του ποιήματος του Λεκόντ ντε Λίλ.
[2] Οι δύο
πρώτοι στίχοι είναι γραμμένοι από τον Θεόδωρο Βελλιανίτη και η αναφορά υπάρχει
σε κείμενο του λογοτέχνη Στέφανου Δάφνη στο περιοδικό «Μπουκέτο» της 9/2/1928.
[3] Καρφάρι
(το). Το ψηλότερο μέρος του μανιάτικου πυργόσπιτου.
[4] Οι έξι
αυτοί στίχοι είναι του Θεόδωρου Βελλιανίτη και πρόκειται για αυτούς που βρήκα
στην εφημ. «Εμπρός» της 12/2/1926 σε άρθρο του με τίτλο «Ιστορικαί οικίαι» και
αναφέρεται στο σπίτι που έζησε ο Πετρόμπεης στην Αθήνα.
[5] Θεριστής
(ο). Ο μήνας Ιούνιος που θέριζαν στα στάχυα.
[6]
Μπρούσκλης (ο). Ωδικό μικρόσωμο πουλάκι που χτίζει φωλιές στη σκιά των βράχων.
[7] Ό. π.
υποσημείωση 4.
[8]
Βελλιανίτης Θεόδωρος (1863-1935). Σπουδαία λογοτεχνική μορφή, δημοσιογράφος,
περιηγητής και πολιτικός. Συνδέθηκε με μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη και
κατέγραψε πολλά ανέκδοτα στοιχεία της.
[9] Ο
Θεόδωρος Βελλιανίτης μετάφρασε το ποίημα και έκανε τότε την δημοσίευση για να
εμπνεύσει νέους εθελοντές να καταταγούν στο μέτωπο στον άτυχο πόλεμο της
Θεσσαλίας το 1897.
[10] Οι
Μαυρομιχάλαι. Αθήναι 1903, σελ. 242,3.
[11]
Μαυρομιχάλη Ρεβέκκα. «Σχόλιο σε ένα ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλ». Περιοδικό «Νέα
Εστία». Τεύχος 1506 σελ.445, έτους 1990.
[12] Κάθε
άλλο από ρομαντική ιστορία. Επρόκειτο για μια ιστορία μίσους και έχθρας.
[13] Όπως θα
διαβάσει στο επόμενο ιστορικό σημείωμα ο αναγνώστης το περιστατικό της
μονομαχίας έγινε το 1873.
[14] Είναι
λανθασμένη η αναφορά. Στην πραγματικότητα ήταν οι Κωνσταντίνος Σούτσος και ο
Νικόλαος Γκίκας.
[15] Και
πάλι κάνει λάθος η συγγραφέας. Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης είχε μεταφράσει το ποίημα
από το 1897 και τα μετέπειτα χρόνια παρουσίαζε κάποια μέρη του σε δημοσιεύματά
του.
[16] Ήταν
μεγάλη απορία μου το πως το ποίημα αυτό που γράφτηκε για περιστατικό (η δίκη)
του 1874 βρέθηκε σε μια συλλογή ποιημάτων που δημοσιεύθηκε το 1862. Το έψαξα
περισσότερο και βεβαιώθηκα πως όλοι όσοι το ισχυρίστηκαν είχαν πλανηθεί.
Βασίστηκαν βέβαια στο κείμενο του Θ. Βελλιανίτη αλλά δεν αναρωτήθηκαν για την
διαφορά των χρόνων. Το ποίημα λοιπόν του Leconte de Lisle με τον τίτλο «Le Chapelet des Mavromikhalis» ανήκει στην συλλογή Poèmes tragiques, συλλογή που εκδόθηκε το 1884,
όπως εύστοχα είχε σημειώσει η Ρεβέκκα Μαυρομιχάλη.
[17]
Δυστυχώς δεν αναφέρει τις πηγές του ο εξαιρετικός ιστοριοδίφης Ελευθέριος Σκιαδάς (Γενικός Διευθυντής της
καθημερινής απογευματινής εφημερίδος «Εστία», Πρόεδρος του «Συλλόγου των
Αθηναίων», Ισόβιο Μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Ιστορικών του Ολυμπισμού, Μέλος
της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Υπεύθυνος του Τμήματος
Αρχειακών Μελετών & Εκδόσεων του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών –
Ιδρύματος Βούρου Ευταξία» που εκδίδει και την παραδοσιακή εφημερίδα «Ο Μικρός
Ρωμηός»).
[19]
Μπαλέστρο : Ιδιωματισμός της λαλιάς της Μέσα Μάνης και σημαίνει μεγάλη
φασαρία-θόρυβο, κακό, κοσμοχαλασιά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου