Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Το Κομπολόϊ των Μαυρομιχαλαίων-το ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλλ

 ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ

Ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλ (Leconte de Lisle)
 Le Chapelet des Mavromikhalis

Α. [1]Της γριάς της Μάνης τα παιδιά οι Μαυρομιχαλαίοι
τριακόσιους Τούρκους κλείσανε στην άγρια λαγκαδιά[2]
κι απ’ το πουρνό ως το πρωί φανήκανε γενναίοι,
βόλια και πέτρες ρίχνανε, τους βάλανε φωτιά.

Και το ξερό προσάναμμα καίγεται, λαμπαδιάζει,
κι ο ήχος απ’ τις τουφεκιές γίνεται πιο σκληρός,
αντιλαλούνε οι πλαγιές και οι σφαίρες σα χαλάζι
σφυρίζοντας καρφώνονται, σκοτώνεται ο εχθρός.

Μπαρούτη, ανάσες και  καπνοί ξεχύνονται στο λόγγο,
θανάτου απλώνεται βοή, μαζί με τις φωτιές,
ανάκατα ν΄ ακούγονται βλαστήμιες με το βόγγο
και άγριες ασυγκράτητες ελληνικές βρισιές.

Κραυγές, «Άγιε Χριστέ, Αλλάχ, Λύκοι, εσείς Γουρούνια».
-Στο Διάλο στείλτε την Τουρκιά μαζί και Αλβανούς,
τους κλέφτες της Πατρίδας μας που ήρθανε μιλιούνια.
-Σχοινί, σπαθί, παλούκωμα σ’ όλους τους Χριστιανούς.


Κυριάκου Δ. Κάσση. "Η μάχη της Βέργας του Αλμυρού". Από τι βιβλίο του "Στορίσματα και ζωγραφικά 1950-1980". 

-Ελάτε αρνάκια στη σφαγή, θα σας καλοδεχτούμε,
Γέλια, στην ανημπόρια σας να φύγετε μακριά μας,
του θάνατου το ρόγχο σας θέλουμε ν’ ακούμε,
τον σκοτωμό σας μέγιστη να νιώθουμε χαρά μας.

Κομματιασμένοι τρέχανε μέσα στα ουρλιαχτά τους
ανάμεσα στα φρύγανα, στα χαμηλά τ΄ αμπέλια,
φουσκώναν την μανία τους μέσα στα σωθικά τους,
ξερίζωναν τα γένεια τους, κι οι φούχτες τους κουρέλια.

Κι απ’ το καρφάρι[3] το ψηλό βλέπαν τον όλεθρό τους
γυναίκες δίπλα σε παιδιά, στων πύργων τα κανόνια,
ενώ τα Σπαρτιατόγγονα θέριζαν τον εχθρό τους
τα νια λυκάκια γρύλιζαν και δείχναν άσπρα δόντια.

Σα θαύμα τους φαινότανε, της Παναγιάς βοήθεια,
κι ο ύστερος από τους οχτρούς φεύγει να μη τον πιάσουν,
τα όρνια έμπηγαν βαθιά τη μύτη τους στα στήθια,
με Τούρκου το νεκρό κορμί πλούσια να χορτάσουν.

«[4]Κόψετε τα κεφάλια αυτά κι απάνω καρφωμένα
στο τοίχο αραδιάστε τα του πύργου ένα-ένα.
Βροντοφωνούν από ψηλά του Καπετάνιου οι λόγοι
«μ’ αυτά τα πιο καλύτερα θα κάμω κομπολόγι
κι όταν περάσουνε καιροί κι όταν διαβούν τα χρόνια
μέσα τους θε να στήσουνε φωλιά τα χελιδόνια».






Γρύπας Πολεμιστής. Η πέτρα απεικονίζει έναν πολεμιστή να μαχαιρώνει έναν οπλισμένο εχθρό, ενώ ένας άλλος πεθαίνει στα πόδια του. Σφραγιδόλιθος που βρέθηκε το 2015 πολύ κοντά στο μυκηναϊκό ανάκτορο του Νέστορα, στον ‘Ανω Εγκλιανό, στη Χώρα του Δήμου Πύλου-Νέστορος.
Σε σύγκριση με την αγριότητα του Μανιάτη πολεμιστή από τον πιο πάνω πίνακα του Κυρ, Κάσση.



Της Μάνης ήρθαν Θεριστές[5] και σκυθρωποί Χειμώνες
ξεράθηκαν και στέγνωσαν στο αίμα βουτηγμένα,
κι αργότερα πρασίνησαν του τόπου οι λειμώνες,
κεφάλια μείναν στο καρφί παντοτινά μπηγμένα.

Εχάθη εκείνη η γενιά, στον Άδη κατεβήκαν,
είτ’ από βόλι ή σπαθί, αλώβητος κανείς τους,
μ΄ αφήσανε τον ίσκιο τους κι οι γιοί τους τονέ βρήκαν
στην πέτρα πάνω χάραξαν το σχήμα της ψυχής τους.

Γενναίοι Άντρες και σκληροί, κι όχι λησμονημένοι,
ποτέ δε ζήσανε χαρές, τον κόσμο στα καλά του,
ποτέ τους δεν τους είδανε με μέση λυγισμένη,
στον Κάτω Κόσμο βρίσκονται, στη δεξιά πλευρά του.

Ετούτοι χάθηκαν νωρίς μα οι Πύργοι όρθιοι μένουν,
βάτα, μουριές, φραγκοσυκιές παρέα τώρα έχουν,
των γδικιωμών που πέρασαν τα χρόνια δεν προσμένουν,
του μπρούσκλη[6] το κελάηδησμα ακούν και το προσέχουν.

Κρανία Τούρκων λάμπουνε σα  νάναι γυαλισμένα
κι ασπάλαθοι φυτρώνουνε στην άκρη των σπηλαίων
τσοπάνοι βόσκουν πρόβατα και όλα αρμονισμένα,
το κομπολόϊ χαιρετούν των Μαυρομιχαλαίων.

                                                                  Leconte de Lisle

Β. Παρατίθεται το αυθεντικό ποίημα εις την γαλλική γλώσσα.
Le Chapelet des Mavromikhalis
Les Mavromikhalis, les aigles du vieux Magne,
Ont traqué trois cents Turks dans le défilé noir,
Et, de l’aube à midi, font siffler et pleuvoir
Balles et rocs du faîte ardu de la montagne.

L’amorce sèche brûle et jaillit par éclair
D’où sort en tournoyant la fumerolle grêle ;
L’écho multiplié verse comme une grêle
Les coups de feu pressés qui crépitent dans l’air.
Une âcre odeur de poudre et de chaudes haleines
S’exhale de la gorge étroite aux longs circuits
Qui mêle, en un vacarme enflé de mille bruits,
Le blasphème barbare aux injures hellènes :

— Saint Christ ! — Allah ! Chacals ! — Porcs sans prépuce ! — Tiens !
Crache ton âme infecte au Diable qui la happe ! —
À l’assaut ! Que pas un de ces voleurs n’échappe !
Sus ! La corde et le pal à ces chiens de Chrétiens ! —
Arrivez, mes agneaux, qu’on vous rompe les côtes ! —
Tels les rires, les cris, les exécrations,
Râles de mort, fureurs et détonations
Vont et viennent sans fin le long des parois hautes.
Et tous les circoncis, effarés et hurlants,
Parmi les buissons roux et les vignes rampantes
Montent, la rage au ventre, et roulent sur les pentes,
Et s’arrachent la barbe avec leurs poings sanglants.
Les femmes du Pyrgos, en de tranquilles poses,
D’en haut, sur le massacre ouvrent de larges yeux,
Tandis que leurs garçons font luire, tout joyeux,
Leurs dents de jeunes loups entre leurs lèvres roses.
Par la Vierge ! la chose est faite. Le dernier
Des Turks crève, le poil roidi sur sa peau rêche.
Les oiseaux carnassiers, gorgés de viande fraîche,
Deviendront gras à lard dans ce riche charnier.
— Alerte ! tranchez-moi ces crânes d’infidèles,
Dit le Chef. En guirlande à mon mur clouez-les.
Ce sera le plus beau de tous mes chapelets,
Et j’y ferai nicher les bonnes hirondelles ! —

Pendant bien des étés, bien des mornes hivers,
Le roi du Magne a vu, le long de sa muraille,
Ces têtes, dont la peau se dessèche et s’éraille,
Blanchir, chacune au clou qui s’enfonce au travers.
Depuis, tous sont morts, lui, ses enfants et ses proches,
Par la balle ou le sabre, ou vaincus ou vainqueurs.
Leur souvenir farouche emplit les jeunes cœurs,
Et leurs spectres, la nuit, hantent les sombres roches.
C’étaient des hommes durs, violents et hardis,
Âpres à la vengeance, orgueilleux de leur race,
Ne sachant demander merci, ni
faire grâce,
Et, pour cela, certains d’aller en Paradis.
Au rebord du ravin abrupt et sans issue,
Sous la ronce, au milieu des sauvages mûriers,
L’ancien Pyrgos, gercé par les ans meurtriers,
Dresse encore sa masse ébréchée et moussue.
Les crânes turks, autour, luisent comme des lys ;
Et le berger, vêtu de sa cotte de laine,
Qui paît ses moutons noirs au-dessus de la plaine,
Sourit au Chapelet des Mavromikhalis.

Β.  Διαμορφώνοντας μια μελέτη με θέμα «Μαυρομιχαλαίοι: Επικήδειοι, νεκρολογίες και άλλα τινά», βρήκα, σε άρθρο[7] του σπουδαίου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Θεόδωρου Βελλιανίτη[8], την είδηση πως είχε κάνει την μετάφραση του ποιήματος του Γάλλου ποιητή το 1897[9].
Καταθέτω ολόκληρη την μετάφραση του ποιήματος[10] σε ύστερη δημοσίευση.

«Της γρηάς Μάνης οι αητοί, οι Μαυρομιχαλαίοι,
τρακόσους Τούρκους κλείσανε στη Μαύρη ρεματιά,
Κι’ απ’ τη στιγμή που έφεξεν έως το μεσημέρι
Αδιάκοπα τα όπλα τους εσκόρπιζαν φωτιά.
Από τις τσακμακόπετρες π’ άκοπα σπινθηρίζουν
φωτιά και λαύρα χύνεται, οι ρεματιές βουϊζουν.
Και η μυριόστομη ηχώ αντιλαλεί και μοιάζει
σαν σίφωνας όπου περνά και σπέρνει το χαλάζι.
Από μπαρούτι κι’ αίματα μια μυρωδιά σμιγμένη
απ’ της κλεισούρας τα στενά επάνω ανεβαίνει.
Κι’ ανακατεύει στη βοή και φέρνει στον αγέρα
της μάχης τους αλαλαγμούς, των Τούρκων τη φοβέρα.
Ιησού Χριστέ! -Παληόσκυλλα! -Αλλάχ! -Τσακάλια! -Να!
Τη βρωμερή σου την ψυχή φτύσε στον σατανά.
Που την αρπάζει. -Κι’ απ’ αυτούς κανένας μη σωθή.
Κρεμάλα στους Γκιαούρηδες, σούβλισμα και σπαθί.
-Ελάτ’ αρνιά μου, και εγώ σας σπάζω τα πλευρά,
έτσι η λύσσα, η βοή, της νίκης η χαρά,
Οι βόγγοι αυτών που ξεψυχούν, μέσα σε χίλιους ήχους,
Περνούν και φεύγουν άπαυστα ανάμεσα στους τοίχους.
Και όλοι οι Κονιάρηδες χλωμοί λυσσομανούνε,
σέρνονται στα χαμόκλαδα και θέλουν ν’ ανεβούνε,
όμως τα βόλια τούς μιλούν εκεί που σκαρφαλώνουν,
και πέφτοντας τα γένεια τους τα μαύρα ξεριζώνουν.
Οι νηές του Πύργου αμέριμνες από ψηλά κυττάζουν
τους άντρες των π’ αλύπητα μες΄ την κλεισούρα σφάζουν,
και τα παιδιά χαρούμενα στης μάνας τη αγκάλη,
λύκωνε δόντια δείχνουνε σε στόμα από κοράλλι.
Μα την Παρθένα! Τελείωσε αυτό το πανηγύρι!
Οι υστερνοί Αγαρηνοί πεθαίνουν στα χαντάκια,
και χορτασμένα από νωπά κρέατα τα κοράκια,
πολύν καιρό θα βρουν τροφή σ’ αυτό το χωνευτήρι.
Κόψετε τα κεφάλια αυτά κι΄ επάνω καρφωμένα
στον τοίχο αραδιάσετε του Πύργου ένα-ένα,
βροντοφωνούν από ψηλά του Καπετάνιου οι λόγοι
μ’ αυτά τα πιο καλύτερα θα κάμω κομπολόγι,
και σαν περάσουν οι καιροί κι’ όταν διαβούνε χρόνια
μέσα τους θε να στήσουνε φωλιά τα χελιδόνια,
πολλές περάσαν άνοιξες, πολλά ελυώσαν χιόνια
της Μάνης βλέπει ο Βασιλιάς που μείναν με τα χρόνια,
τόσα κεφάλια Αγαρηνών γυμνά ξεσαρκωμένα,
αραδιαστά στον πύργο του εις τα καρφιά μπηγμένα,
έπειτα όλοι πέθαναν, κτυπώντας εις την Μάνη,
άλλους το βόλι έφαγε κι’ άλλους το γιαταγάνι,
κι’ όταν ήσαν νικηταί και όταν νικημένοι,
η μνήμη του κάθε καρδιά παλληκαριού θερμαίνει.
Και οι σκιές των η νυχτιά η μαύρη σαν προβάλλει,
στους βράχους της πατρίδος των ξαναγυρίζουν πάλι.
Ήτανε άνδρες άγριοι κι’ εζούσαν εκεί πέρα,
τον τύραννο του γένους των κτυπώντες νύχτα μέρα.
Ποτέ τους δεν τους είδανε με μέτωπα σκυμμένα,
κι ούτε χάρι έδωκαν ποτέ τους σε κανένα.
Τώρα εκεί στη ρεματιά ο πύργος ραγισμένος,
από τα χρόνια φαίνεται βαρύς, χορταριασμένος,
κι’ όταν στους μαύρους τοίχους του η πρώτη πέφτει αχτίνα,
οι κάρες των Αγαρηνών ασπρίζουνε σαν κρίνα,
και ο βοσκός που οδηγεί τα μαύρα πρόβατά του,
στέκεται λίγο και θωρεί απ’ το λιβάδι κάτου.
 Τον Πύργο, που αλύπητα ο χρόνος τονέ τρώγει,
κι’ αναγαλιάζει βλέποντας ψηλά το κομπολόγι».

                              Παναγιώταρου πύργος στους Μύλους Μαντίνειας Καλαμάτας.
                                              Εδώ δόθηκε η τελευταία μάχη των Ορλωφικών.

Γ.  Με το ίδιο θέμα έχει ασχοληθεί η λογοτέχνης Ρεβέκκα συζ. Στυλιανού Μαυρομιχάλη με ιδιαίτερη δημοσίευση[11] :
«
ΣΧΟΛΙΟ Σ΄ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΚΟΝΤ ΝΤΕ ΛΙΛ
      «ΟΙ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΟΙ»

Ήταν ένα χαρούμενο ξάφνιασμα. Ένα συγκινητικό συναπάντημα όταν, σπουδάστρια, τότε, της Γαλλικής φιλολογίας, διάβασα, στη βιβλιοθήκη του φιλόξενου Γαλλικού Ινστιτούτου της οδού Σίνα, το ποίημα του Ελληνολάτρη Leconte de Lisle «Το Κομπολόϊ των Μαυρομιχαλαίων» («Le Chapelet des Mavromichalis»). Το ανακάλυψα στην ποιητική του συλλογή «Poemes tragiques», έκδοση του οίκου Alpfonse Lemerre 23-33, Passage Croiseul, 23-33, Paris. Έτος εκδόσεως δεν αναγράφεται πουθενά. Το συγκεκριμένο όμως ποίημα, συμπεραίνω, σχεδόν με βεβαιότητα ότι θα γράφτηκε το 1876 και θα το αποδείξω αυτό πιο κάτω. Η φωνή του Ποιητή ερχότανε πό πολύ μακριά και από τα βάθη μιας εκατοντάδας χρόνων. Οι σελίδες του ήταν κιτρινισμένες σαν να είχαν τσουρουφλιστεί ;πό την καυτή ανάσα του. Από τον καπνό του μπαρουτιού και την ανεμοζάλη της μάχης, που τη ζούσε ο Ποιητής, με την φλογερή φαντασία του, αυτή τη στιγμή της έξαψης, της έμπνευσης και της σύνθεσης. Συγκλονισμένη μάζευα σπίθες Ελληνικές, ηρωισμούς, γενναία αισθήματα, φωτιά και κουρνιαχτό. Γευόμουνα τη μέθη, αλλά και τη σκληρότητα του νικητή. Μα λίγο πιο εκεί, μερικές αράδες, γέμιζαν την ψυχή με τρυφερότητα. Διάβαινε ανάμεσά τους η χάρη της γυναίκας, η στοργή του παιδιού κι ακόμη μια φευγαλέα σκιά χελιδονιού. Ο Λεκόντ ντε Λίλ αγαπούσε την Ελλάδα. Είχε μελετήσει την αρχαία Ελληνική γλώσσα και την ιστορία μας, πιο συστηματικά τα χρόνια που έζησε στη Rennes.Έγραψε θαυμάσιες μεταφράσεις στη Γαλλική του Ησιόδου, του Ομήρου, του Αισχύλου, του Ευριπίδη κ.α. Οι καλύτερες ποιητικές συλλογές του ήταν «Poemes antiques” 1852, “Poemes et Poesies” 1854, “Poemes barbares” 1862 και “Poemes tragiques”. Εκλέχτηκε Ακαδημαϊκός στην ορφανή έδρα του Victor Hugo to 1855 και τον θεωρούσαν τον κορυφαίο του γαλλικού «Παρνασσού». Είχε γεννηθεί στην ile Bourdon. Ο Ποιητής μας είχε διαβάσει ή είχε ακούσει για τα Ορλωφικά. Γνώριζε για την φονική μάχη της Λαγκάδας, έξω από την Τρίπολη. Εκεί οι Μανιάτες με αρχηγό τους τον ατρόμητο Ιωάννη Μαυρομιχάλη, που τον αποκαλούσαν Σκυλογιάννη (1726-1769), αδελφό τού πατέρα τού Πετρόμπεη, περικυκλώσανε και εξολοθρέψανε τους 300 τούρκους πολεμιστές του Πασά της Τρίπολης, Χατζή-Οσμάν. Αυτό το γεγονός και όσα επακολούθησαν είναι το θέμα του ποιήματος «Το Κομπολόϊ των Μαυρομιχαλαίων». Για να μεταλλάξει όμως και να αναβλύσει σαν ποίημα από την καρδιά του Leconte de Lisle, συνετέλεσε μια ρομαντική[12] ιστορία που διαδραματίστηκε στο Παρίσι, το 1876[13]. Δυό πρίγκηπες Ελληνικής καταγωγής, ο Σούτσος και ο Στούρζας[14] μονομάχησαν, για ασήμαντη αφορμή. Ο Στούρζας σκοτώθηκε. Ο Σούτσος είχε προσκαλέσει, σαν  μάρτυρά του, τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, που συμπτωματικά βρισκόταν στο Παρίσι, λοχαγός τότε και αργότερα στρατηγός και διαγγελέας της Βασίλισσας Όλγας. Ήταν συγγενείς, γιατί ο θείος του Πέτρος, γιός του πολέμαρχου Κυριακούλη, που έπεσε ηρωικά μαζί με τους περισσότερους Μανιάτες του στην Ήπειρο (Σπλάντζα) είχε παντρευτεί την αδελφή του, πριγκίπισσα Ευφροσύνη Σούτσου. Ο Γαλλικός νόμος, αυστηρότατος, για να σταματήσει τις μονομαχίες, τιμωρούσε και τους μάρτυρες ακόμη. Η εξαιρετική θέση των δύο μονομάχων είχε προκαλέσει το θερμό ενδιαφέρον της ανώτερης κοινωνίας του Παρισιού, που γέμισε την αίθουσα του Δικαστηρίου του Αγίου Γερμανού. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Leconte de Lisle. Η εμφάνιση του μάρτυρα Γ. Μαυρομιχάλη με το περήφανο αθλητικό παράστημα, το καλλίγραμμο πρόσωπο, αλλά και την εξαιρετική ευγενική συμπεριφορά, έκανε μεγάλη εντύπωση στον ποιητή. Θυμήθηκε ό,τι είχε διαβάσει και ό,τι είχε ακούσει, για τους νεραϊδογέννητους Μαυρομιχαλαίους και σε μια στιγμή γόνιμη, που του δημιούργησε ο θαυμασμός, έγραψε αυτό το αριστούργημα. Το έγραψε μετά τη δίκη για τη μονομαχία, που έγινε το 1876.
Ο αείμνηστος Θεόδωρος Βελλιανίτης, ιστορικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός καλών τεχνών, δημοσιογράφος και Υπουργός Παιδείας, παρουσίασε μια μετάφραση, το 1926[15], μόνο για 24 στίχους (6 τετράστιχα) από το ποίημα «Το Κομπολόι των Μαυρομιχαλαίων». Ολόκληρο όμως το ποίημα έχει 56 στίχους (14 τετράστιχα). Η μετάφραση του αξιόλογου και σεβαστού αυτού λογίου είναι ευχάριστη, έχει ποιητικό παλμό και μουσική. Νομίζω όμως ότι είναι υπερβολικά ελεύθερη. Έχει προσθέσει φράσεις ολόκληρες, που δεν υπάρχουν στο αυθεντικό κείμενο, όπως : «Ποτέ τους δεν τους είδανε με μέτωπα σκυμμένα», ή «τον τύραννο του γένους των κτυπώντας νύκτα μέρα» κ.α. Προσπάθησα και τολμώ να παρουσιάσω μια δική μου μετάφραση για ολόκληρο το ποίημα. Γι’ αυτά που εκείνος έγραψε. Για όσα εκείνος ήθελε να ειπεί:

ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ
Οι Μαυρομιχαλαίοι, οι αετοί της γέρικης Μάνης
περικυκλώσανε τριακόσιους Τούρκους στη λαγκάδα
κι απ’ την αυγή μέχρι το μεσημέρι, σφυρίζανε και πέφτανε
βόλια και πέτρες, απ’ την απόκρημνη βουνοκορφή.

Το ξερό προσάναμα καίγεται και λαμπαδιάζει
κι όπου ξεπετάγεται, στριφογυρίζει το καπνισμένο το χαλάζι.
Ο ήχος πολλαπλασιάζει τις μπιστολιές που πέφτουνε
και που σφυρίζει μες τον αγέρα.

Μια αψιά μυρουδιά από μπαρούτι και ζεστές ανάσες
ξεχύνεται από το βαθύ φαράγγι, σ’ όλο το μακρύ περίγυρο
κι’ ανακατώνει, σε μια βοή φουσκωμένη από χίλιους θορύβους,
τις βλαστήμιες των βαρβάρων κι τις Ελληνικές βρισιές.

‘Αγιε Χριστέ! Αλλάχ! Τσακάλια! Γουρούνια….
Φτύσε την ψυχή σου στο Διάβολο, που τη χάφτει.
Ορμάτε! Από αυτούς τους κλέφτες κανείς να μην ξεφύγει.
Εμπρός! Το σχοινί και το παλούκι γι’ αυτά τα σκυλιά τους Χριστιανούς.

Ελάτε αρνάκια μου να σας σπάσουμε τα πλευρά.
Τέτοια γέλια, κραυγές, βδελυγμίες,
ρόγχοι πεθαμένων, αγριότητες,
πηγαίνουν κι έρχονταν δίχως τέλος, κατά μήκος των ψηλών οχυρών.

Κι όλοι κατακομματιασμένοι, τρομαγμένοι και ουρλιάζοντας,
ανάμεσα στους κοκκινισμένους θάμνους και τα χαμηλά αμπέλια,
φουσκώνουν τη μανία μες στα σωθικά τους, κατρακυλώντας στις πλαγιές
και ξεριζώνοντας τα γένεια με τις ματωμένες χούφτες τους.

Οι γυναίκες του Πύργου ήρεμες,
βλέπουν τη σφαγή, από ψηλά, μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια,
ενώ τα αρσενικά παιδιά τους έλαμπαν χαρούμενα
με τα δόντια τους, σαν νέων λύκων, ανάμεσα στα τριανταφυλλένια χείλη τους.

Με την βοήθεια της Παναγιάς έγινε το θαύμα! Ο τελευταίος
από τους Τούρκους, τις σκληρές τρίχες ξεριζώνει απ’ το τραχύ δέρμα του.
Τα σαρκοβόρα τα πουλιά, από το φρέσκο χορτασμένο κρέας
θα γίνουνε παχειά, για λαρδί, μέσα σ΄ αυτό το πλούσιο μακελειό.

Γρηγορείτε! Κόψτε τα κεφάλια των απίστων,
φωνάζει ο αρχηγός. Και στον τοίχο μου επάνω καρφώστε τα γιρλάντα.
Θάναι το πιο όμορφο απ’ όλα τα κομπολόγια
και θα κάνω, των καλών χελιδονιών φωλιές.

Στο πέρασμα πολλών καλοκαιριών και σκυθρωπών χειμώνων
της Μάνης, είδε ο Βασιλιάς, σε όλο το μακρύ του τείχος,
το δέρμα να ξεφτίζει και να ξεραίνεται σε τούτα τα κεφάλια.
Ν’ ασπρίζει το καθένα τους, απάνω στο καρφί που ήτανε μπηγμένα.

Ύστερα όλοι πέθαναν, εκείνοι, τα παιδιά κι οι συγγενείς τους.
Από βόλι, το σπαθί, ή νικητές ή νικημένοι.
Μα η άγρια μνήμη τους, γεμίζει τις καρδιές των νέων
και τα φαντάσματά τους, τις νύχτες στοιχειώνουν στους σκοτεινούς βράχους.

Άνδρες ήταν σκληροί, βίαιοι, θαρραλέοι
έτοιμοι για εκδίκηση, περήφανοι για τη γενιά τους.
μην ξέροντας να λένε ευχαριστώ, ούτε να δίνουν χάρη.
Για τούτο, μερικοί από αυτούς, θα πάνε στον Παράδεισο.

Στο χείλος της απόκρημνης, δίχως διέξοδο χαράδρας,
κάτω από τους βάτους και ανάμεσα στις άγριες μουριές,
ερειπωμένος ο Πύργος ο παλιός, από τα φονικά τα χρόνια
υψώνει ακόμη το χορταριασμένο και ρημαγμένο όγκο του.

Τα Τούρκικα κρανία ολόγυρα, λάμπουνε σαν τους κρίνους
και ο βοσκός, που τη μάλλινη φορώντας κάπα του,
βόσκει τα μαύρα πρόβατά του, κάτω στην κοιλάδα,
στο κομπολόϊ, χαμογελάει, των Μαυρομιχαλαίων.

Αθήνα 2 Οκτωβρίου 1989
Ελεύθερη απόδοση : Ρεβέκκας Μαυρομιχάλη».

Δ. Ο ιστοριοδίφης Ελευθέριος Σκιαδάς έχει αναφερθεί στα περιστατικά και έχει γράψει:
«Στα λογοτεχνικά κοσμήματα που παρήγαγε η ευρωπαϊκή λογοτεχνία έχοντας ως πηγή έμπνευσης επεισόδια της Ελληνικής Επανάστασης περιλαμβάνεται και το ποίημα «Το κομπολόι των Μαυρομιχαλαίων». Γραμμένο από τον Γάλλο συμβολιστή ποιητή Λεκόντ ντε Λιλ (Charles Marie Rene Leconte de Lisle, 1818-1894), δημοσιεύτηκε στη συλλογή του «Βαρβαρικά ποιήματα» (1862[16]). Εντυπωσιάζει τόσο για τη σύλληψη όσο και για τη δύναμη των στίχων του δράματος που εξελίσσεται κατά την εισβολή των Τούρκων στη Μάνη. Περιγράφει την έξαψη των αγωνιστών και τη μάχη.
Αφού οι Μαυρομιχαλαίοι στρίμωξαν σε μια κλεισώρεια τριακόσιους Τούρκους, κατόρθωσαν να τους εξοντώσουν. Η γη ήταν σπαρμένη με πτώματα και ο αρχηγός των Μανιατών έδινε εντολή λέγοντας: «Κόψτε τα κεφάλια τους κι απάνω καρφωμένα / στον τοίχο αραδιάστε τα του Πύργου ένα – ένα / Βροντοφωνούν από ψηλά του καπετάνιου οι λόγοι: / – Μ’ αυτά το πιο καλύτερο θα κάνω κομπολόγι…»!
Αλλά πώς και πότε εμπνεύστηκε το ποίημα ο ιδρυτής της σχολής των Παρνασσιστών και ο πιο γνωστός -μετά τον Ουγκό- Γάλλος ποιητής της εποχής; Την απάντηση μας δίνει ο Θεόδωρος Βελλιανίτης, ο οποίος και έκανε γνωστό το ποίημα στο ευρύ ελληνικό κοινό, το κρίσιμο και πολεμικό 1897, προσπαθώντας να μεταδώσει μέρος από την απροσπέλαστη δύναμη των στίχων του μεγάλου ποιητή. Τριάντα χρόνια αργότερα[17] ο ίδιος αφηγήθηκε πότε και πώς, από μια τραγική αφορμή, εμπνεύστηκε ο Γάλλος ποιητής, συνδέοντας την έμπνευσή του με τον αξιωματικό Γεώργιο Μαυρομιχάλη, στον οποίο αναφερθήκαμε στο χθεσινό μας δημοσίευμα.
Γράφει, λοιπόν, ο Θ. Βελλιανίτης πως κάποτε ο Γ. Μαυρομιχάλης βρέθηκε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εκεί εντάχθηκε στους κόλπους της γαλλικής αριστοκρατίας και συνδέθηκε ιδιαίτερα με τους ελληνικής καταγωγής Ρουμάνους πρίγκιπες. Σε κάποια συγκέντρωση σημειώθηκε παρεξήγηση μεταξύ των πριγκίπων Σούτσου και Γκίκα. Ήταν τόσο σφοδρή η παρεξήγηση, ώστε κατέληξε σε μονομαχία μεταξύ των δύο νεαρών ανδρών. Ο Γ. Μαυρομιχάλης υπήρξε ένας από τους μάρτυρες του Σούτσου. Στη μονομαχία όμως φονεύθηκε ο πρίγκιπας Γκίκας.
Σύμφωνα με τον νόμο που ίσχυε στη Γαλλία, μαζί με τον Σούτσο παραπέμφθηκαν σε δίκη και οι μάρτυρες. Η παραπομπή, το τραγικό τέλος του Γκίκα και εν γένει τα πρόσωπα που συμμετείχαν στη μονομαχία προκάλεσαν το ενδιαφέρον της γαλλικής κοινής γνώμης.
Οι εφημερίδες γέμισαν με περιγραφές και όταν άρχισε η δίκη, η αίθουσα του δικαστηρίου γέμισε κόσμο. Εκεί βρέθηκαν το κοσμικό Παρίσι, ρομαντικές ατθίδες αλλά και ο Λεκόντ ντε Λιλ. Ο τελευταίος εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του Γ. Μαυρομιχάλη και ο οίστρος του εμφάνιζε τον νεαρό Έλληνα αξιωματικό ως ανδριάντα με σάρκα και οστά!»

Ε. «ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ[18]

     Και το περίφημο ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλ και πως αυτό προέκυψε.
     Στο  τεύχος της 1/4/1990, σελ. 445-448, του παλιού και γνωστού μας φιλολογικού περιοδικού «Ν. Εστία», η χήρα του αείμνηστου προέδρου του Αρείου Πάγου-και υπηρεσιακού πρωθυπουργού Στυλιανού Μαυρομιχάλη, Ρεβέκκα Μαυρομιχάλη, έγραψε ένα σχετικό κείμενο (σχόλιο μάλλον) για ένα άγνωστο  για τους πολλούς ποίημα με τίτλο «Το κομπολόϊ των Μαυρομιχαλαίων», του Γάλλου ποιητή Λεκόντ  ντε Λίλ, η αξία και το έργο του ένθερμου αυτού φιλέλληνα, που είναι η δόξα των Γαλλικών Γραμμάτων. Η Ρεβέκκα Μαυρομιχάλη γράφει πως …. ανακάλυψε στη συλλογή «Τραγικά ποιήματα». Ωστόσο όμως θα έπρεπε να γνωρίζει, αφού ήταν γυναίκα Μαυρομιχάλη-και μάλιστα επιφανούς και η ίδια διανοούμενη-πως εκτός από την συλλογή ποιημάτων του Λεκόντ ντε Λίλ, υπήρχε και στο βιβλίο για τους Μαυρομιχαλαίους «Οι Μαυρομιχάλαι»…. Το ποίημα αυτό, κατά την άποψη τής Μαυρομιχάλη, είναι εμπνευσμένο στο Γάλλο ποιητή από τη μάχη της Λαγκάδας (κάνει λάθος πως έγινε κάποια μάχη την εποχή των Ορλωφικών (1769) κοντά στην Τρίπολη. Μάχη της Λαγκάδας δεν αναφέρεται ούτε από την ιστορία, ούτε από την παράδοση με αρχηγό τον Σκυλογιάννη ενάντια στους Τούρκους….)…..
Παρατίθεται εδώ πλήρες το ποίημα αυτό του Γάλλου ποιητή, σε μετάφραση του γράφοντος. Και το οποίο είναι πραγματικά ένας παιάνας της παληκαριάς της δρακογενιάς των Μαυρομιχάληδων και των πολεμιστών της Μάνης στην πριν από το ’21 ένοπλης αντίστασης ενάντια στις τούρκικες ορδές, πολύ πιθανόν κοντά στα Ορλωφικά (1769-1770).

Το κομπολόϊ των Μαυρομιχαλιάνων
1. Της γριάς Μάνης τα ξεφτέρια οι Μαυρομιχαλιάνοι
τρακόσους Τούρκους στρίμωξαν στη μαύρη λαγκαδιά
κι’ απ’ την αυγή, βουργά, βουργά, μέχρι το μεσημέρι
σφυρίζανε και πέφτανε βροχή, σφαίρες και πέτρες, ψηλά απ’ το βουνό.

2. Και το σκληρό καψούλι παίρνει φωτιά
και αστραπές τοξεύει και απ’ όπου βγαίνει,
στριφογυρίζοντας, χαλάζι ηφαιστιακό,
ανακατεύεται με κοσμοχαλασιά από κρότους.

3. Μια στιφή οσμή από μπαρούτη και καφτή ανασεμιά ξεχύνεται
και μέσα απ’ το στενό φαράγγι απλώνεται στα πέριξ
και μπερδεύεται μένα «μπαλέστρο»[19] από χίλιους κρότους
με τις βαρβαρικές βλαστήμιες και τις χυδαίες βρισιές των Ελλήνων.

4. Το Χριστό σας, πούστηδες, Αλλάχ! Παλιογουρούνια!
Φτύστε την ψυχή σας στο σατανά, που τις καταβροχθίζει!
Εμπρός, απάνου τους! Κανείς απ’ τους γκιαούρηδες να μη γλυτώσει!
Εμπρός, απάνου τους! Σκοινί κα ιπαλούκι σ’ αυτούς τους σκύλους τους χριστιανούς.

5. Ζυγώστε, αρνάκια μου να σας τσακίσω το πλευρό!
Αυτοί οι καγχασμοί, τα ουρλιαχτά, οι κατάρες,
ο επιθανάτιος ρόγχος, οι λυσσασμένες παράφωνες κραυγές,
πάνε κι έρχονται ακατάπαυστα στο μάκρος των αψηλών τειχών.

6. Κι όλοι οι περίτμητοι, έντρομοι και ουρλιάζοντας
ανάμεσα στους κόκκινους θάμνους και στα χαμπηλόσωμα ταμπέλια,
σκαρφαλώνοντας με λύσα στην ψυχή, και κατρακυλώντας στις κατηφοριές,
ξερίζωναν τα γένια τους με τις ματωμένες τους παλάμες.

7. Οι κοπελιές του Πύργου ατάραχες, από ψηλά,
κοιτάζανε το μακελιό, με γουρλωμένα μάτια,
ενώ ταγόρια τους λάμπανε από χαρά, με τα δόντια τους,
σαν τα λυκάκια, μέσα από τα πορφυρένια χείλη τους.

8. Μα την παρθένα (Παναγιά)! Το κακό ετούτο ετελείωσε
κι ο στερνός Τουρκαλάς ψόφιος, μαδά τις τρίχες του,
τα σαρκοφάγα όρνια χορτασμένα από τη σάρκα τη νωπή
θενά φουσκώσουν για λαρδί, μέσα σε τούτο το σφαγείο.

9. Στα όπλα! Κόφτε μου τα κεφάλια αυτών των απίστων
σκούζει ο καπετάνιος! Και στο μακρί τον τοίχο, σαν γιρλάντα παλουκόστε τα.
Αυτό θάναι το φίνο κομπολόι μου
και θα το κάνω φωλιά στα όμορφα χελιδονάκια!

10. Και στων ωραίων καλοκαιριών το πέρασμα,
μα και του σκυθρωπού χειμώνα, ο βασιλιάς της Μάνης,
αντίκρυζε, σόλο του τείχους του το μάκρος
αυτές τις κεφαλές, τις ξεγδαρμένες και ξερές
νασπρίζουν, η καθεμιά τους, απάνω στο καρφί, πούταν βαθιά μπηγμένο.

11. Έπειτα, όλοι χάθηκαν, παιδιά και συγγενείς τους
από το βόλι ή το σπαθί, είτε είταν νικητές, είτε και ηττημένοι.
Όμως η άγρια μνήμη τους τις νιές καρδιές φορτίζει
κι οι σκιές τους, όταν η νύχτα πέφτει, στοιχειώνουνε τους ζοφερούς τους βράχους.

12. Είτανε παληκάρια σκληρά, ορμητικά και άφοβα,
εκδικητές τραχιοί, περήφανοι για τη φυλή τους.
Δεν ήξεραν να ζητούν έλεος, ούτε να δίνουν χάρη
και γι’ αυτό κάποιοι απ’ αυτούς θα μπούνε στον Παράδεισο.

13. Στο χείλος του χωρίς έξοδο λαγκαδιού
κάτω από τους βάτους και τις αγριομουριές,
ο πύργος ο παλιός, σαρακοφαγωμένος, ορθώνει,
ακόμα το μουσκεμένο και ρημαγμένο του κορμί.

14. Γύρω τα κόκαλα των Τούρκων, λάμπουνε σαν κρίνα
και ο βοσκός με την κοντή, τη μάλλινή του κάπα,
που βόσκει τα λάγια πρόβατά του, στην κοιλάδα κάτου,
χαμογελά στο κομπολόι των Μαυρομιχαλιάνων».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

       Πιστεύω πως ο προσεκτικός αναγνώστης βεβαιώθηκε πως το υπέροχο ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλ γράφτηκε μετά την δίκη, τον Φεβρουάριο του 1874, των υπεύθυνων της μονομαχίας που έγινε το Νοέμβριο του 1873 μεταξύ των Σούτσου και Γκίκα με την τραγική κατάληξη σκοτωμού του δεύτερου. Ο μάρτυρας της μονομαχίας από την πλευρά του Σούτσου, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης που ήταν συγγενής του, επειδή ο θείος του, ο Πέτρος Κυριακούλη Μαυρομιχάλης, είχε παντρευτεί την αδελφή του Σούτσου, την Ευφροσύνη, ήταν και η έμπνευση του Λεκόντ ντε Λίλ. Υψηλός, με αδρά χαρακτηριστικά, γαλλικού τύπου υπογένιο και γαλλικό μύστακα, σοβαρός και μετρημένος, το 1874 ήταν 39 ετών, εντυπωσίασε τον ποιητή και μαθαίνοντας την οικογενειακή του προέλευση, εμπνεύστηκε το θείο αυτό ποίημα, του οποίου η οποιαδήποτε μετάφραση το αδικεί.
        Ο Λεκόντ ντε Λίλ είχε περίσσια μόρφωση και γνώριζε πολλά για την Ελλάδα. Πολλοί Γάλλοι Φιλέλληνες είχαν πολεμήσει στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 και είχαν δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά τους. Φυσικό είναι να τα γνώριζε ο ποιητής. Ως ποιητής δεν του ήταν αρκετό να εμπνευστεί από ένα ανύπαρκτο περιστατικό σαν αυτό της Λαγκάδας έξω από την Τρίπολη, καθώς γράφει η Ρεβέκκα Μαυρομιχάλη. Οι θυσίες της οικογένειας Μαυρομιχάλη ήταν πάρα πολλές, σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Οι μάχες που έδωσαν πολεμώντας μπροστά ήταν πάμπολλες. Τα νεκρά κορμιά των Μαυρομιχαλαίων και των Μανιατών  ήταν, και είναι, σπαρμένα σε όλη την Ελλάδα. Δεν θα χρειαζόταν καμία φανταστική Λαγκάδα αφού είχε μπροστά του γραμμένες έναν μεγάλο αριθμό παρόμοιων περιστατικών σαν τις αληθινές μάχες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, στη Βέργα, στο Διρό και στον Πολυάραβο.
         Δυστυχώς μεταεπαναστατικά, και κυρίως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, επικράτησε μεγάλο μίσος και για τους Μαυρομιχαλαίους και για τους Μανιάτες, αγνοώντας πως χωρίς τους Μανιάτες και τους Μαυρομιχαλαίους δεν θα πετύχαινε καμία απελευθερωτική Επανάσταση και σήμερα θα είμασταν τούρκικη επαρχία, σαν τους Κούρδους. Δυστυχώς επίσης που κάποιοι, εκ των υστέρων, πρωταγωνιστές της Επαναστάσεως, σαν τον Κολοκοτρώνη, δεν βρήκαν να γράψουν μια καλή κουβέντα γι’ αυτούς που του έδωσαν στρατιώτες μετά την δοξολογία της Καλαμάτας για να κάνει σερμαγιά. Και ακόμα πολλοί τους μίσησαν για τις μετέπειτα πολιτικές τους επιλογές και θέσεις.
Και γι’ αυτό βέβαια τα μετέπειτα του 1821 χρόνια δημιουργήθηκαν παροιμίες σαν αυτές :
-«Εκ Μάνης δύναται τι αγαθόν είναι;», κατά παράφραση της φράσεως του Ευαγγελίου του «κατά Ιωάννην α΄ 35-52» που γράφει «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;».
«Ο Μανιάτης άγιος κι αν γενεί σκατένια δόξα θα’ χει» κατά παράφραση της παροιμίας που καταγράφηκε το 1889 από τον Κ. Νεστορίδη για το Κέντρο Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας και ήταν στην αρχική της μορφή «Ο Μανιάτης άρχος κι αν γενή σκατένια δόξα θα’ χης» ή «Με τον Μανιάτη φίλος κι αν γενής σκατένια δόξα θα’ χης».

         Η αγνοημένη όμως προσφορά των Μανιατών σε όλους τους Εθνικούς αγώνες, κυρίως σε αυτόν του 1821 και κυρίως της οικογένειας Μαυρομιχάλη, είναι κάτι που τα τελευταία χρόνια ανατρέπεται. Ιστορικοί και ιστοριογράφοι παρουσιάζουν άγνωστα ιστορικά στοιχεία και επιτυγχάνεται η αναθεώρηση πολλών θεμάτων. Δεν έγραψε ιστορία και απομνημονεύματα κανένας Μανιάτης, εκτός του Ηλία Σαλαφατίνου, και έτσι επικράτησαν οι απόψεις αυτών που έγραψαν. Εξ άλλου αυτός που «συνέταξε» την παροιμία «Μανιάτης και άγιος να γενή σκατένια δόξα θάχει» τα λέει όλα.  Το άγος της δολοφονίας του Καποδίστρια και ο τρόμος από την συμπεριφορά των φτωχών και σκληρών πολεμιστών τούς έκανε μισητούς και ο μέσος Έλληνας αυτή την εντύπωση έχει.
        Δεν τελειώνει όμως εδώ το θέμα. Το παραπάνω κείμενο εξιστόρησε επιφανειακώς την αιτία που συντέθηκε το υπέροχο ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλ. Το επόμενο δημοσίευμα θα αναφέρεται λεπτομερώς στα αίτια της σύγκρουσης των δύο Ελλήνων στο Παρίσι, την δίκη τους και τα αποτελέσματά της. Και βέβαια στο μεθεπόμενο τρίτο μέρος θα αφιερωθεί στον υπέροχο πατριώτη, αξιωματικό του Ελληνικού στρατού, τον Γεώργιο Αναστασίου Μαυρομιχάλη, γιό των Αναστασίου Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Χρυσηίδος Παγώνη-Μαυρομιχάλη, αδελφού της πανέμορφης Φωτεινής Μαυρομιχάλη και του λογοτέχνη Γιαννούκου Μαυρομιχάλη, πρόωρα χαμένων και των δύο, οι φωτογραφίες των οποίων κοσμούσαν το γραφείο του Γεωργίου μέχρι το τέλος της ζωής του.-



[1] Ζερίτης Ν. Χρήστος. «Ηρωική ποίηση, μοιρολόγια και ελεγεία σε Μανιάτες». Ανέκδοτη μελέτη. Ελεύθερη μετάφραση του ποιήματος του Λεκόντ ντε Λίλ.

[2] Οι δύο πρώτοι στίχοι είναι γραμμένοι από τον Θεόδωρο Βελλιανίτη και η αναφορά υπάρχει σε κείμενο του λογοτέχνη Στέφανου Δάφνη στο περιοδικό «Μπουκέτο» της 9/2/1928.

[3] Καρφάρι (το). Το ψηλότερο μέρος του μανιάτικου πυργόσπιτου.

[4] Οι έξι αυτοί στίχοι είναι του Θεόδωρου Βελλιανίτη και πρόκειται για αυτούς που βρήκα στην εφημ. «Εμπρός» της 12/2/1926 σε άρθρο του με τίτλο «Ιστορικαί οικίαι» και αναφέρεται στο σπίτι που έζησε ο Πετρόμπεης στην Αθήνα.

[5] Θεριστής (ο). Ο μήνας Ιούνιος που θέριζαν στα στάχυα.

[6] Μπρούσκλης (ο). Ωδικό μικρόσωμο πουλάκι που χτίζει φωλιές στη σκιά των βράχων.

[7] Ό. π. υποσημείωση 4.

[8] Βελλιανίτης Θεόδωρος (1863-1935). Σπουδαία λογοτεχνική μορφή, δημοσιογράφος, περιηγητής και πολιτικός. Συνδέθηκε με μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη και κατέγραψε πολλά ανέκδοτα στοιχεία της.

[9] Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης μετάφρασε το ποίημα και έκανε τότε την δημοσίευση για να εμπνεύσει νέους εθελοντές να καταταγούν στο μέτωπο στον άτυχο πόλεμο της Θεσσαλίας το 1897.

[10] Οι Μαυρομιχάλαι. Αθήναι 1903, σελ. 242,3.

[11] Μαυρομιχάλη Ρεβέκκα. «Σχόλιο σε ένα ποίημα του Λεκόντ ντε Λίλ». Περιοδικό «Νέα Εστία». Τεύχος 1506 σελ.445, έτους 1990.

[12] Κάθε άλλο από ρομαντική ιστορία. Επρόκειτο για μια ιστορία μίσους και έχθρας.

[13] Όπως θα διαβάσει στο επόμενο ιστορικό σημείωμα ο αναγνώστης το περιστατικό της μονομαχίας έγινε το 1873.

[14] Είναι λανθασμένη η αναφορά. Στην πραγματικότητα ήταν οι Κωνσταντίνος Σούτσος και ο Νικόλαος Γκίκας.

[15] Και πάλι κάνει λάθος η συγγραφέας. Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης είχε μεταφράσει το ποίημα από το 1897 και τα μετέπειτα χρόνια παρουσίαζε κάποια μέρη του σε δημοσιεύματά του.

[16] Ήταν μεγάλη απορία μου το πως το ποίημα αυτό που γράφτηκε για περιστατικό (η δίκη) του 1874 βρέθηκε σε μια συλλογή ποιημάτων που δημοσιεύθηκε το 1862. Το έψαξα περισσότερο και βεβαιώθηκα πως όλοι όσοι το ισχυρίστηκαν είχαν πλανηθεί. Βασίστηκαν βέβαια στο κείμενο του Θ. Βελλιανίτη αλλά δεν αναρωτήθηκαν για την διαφορά των χρόνων. Το ποίημα λοιπόν του Leconte de Lisle  με τον τίτλο «Le Chapelet des Mavromikhalis» ανήκει στην συλλογή Poèmes tragiques, συλλογή που εκδόθηκε το 1884, όπως εύστοχα είχε σημειώσει η Ρεβέκκα Μαυρομιχάλη.

[17] Δυστυχώς δεν αναφέρει τις πηγές του ο εξαιρετικός ιστοριοδίφης Ελευθέριος Σκιαδάς (Γενικός Διευθυντής της καθημερινής απογευματινής εφημερίδος «Εστία», Πρόεδρος του «Συλλόγου των Αθηναίων», Ισόβιο Μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Ιστορικών του Ολυμπισμού, Μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Υπεύθυνος του Τμήματος Αρχειακών Μελετών & Εκδόσεων του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου Ευταξία» που εκδίδει και την παραδοσιακή εφημερίδα «Ο Μικρός Ρωμηός»).

 [18] Μαντούβαλος-Μανωλάκος Γιάννης. «Οι Φιλέλληνες ποιητές». Εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 2002, σελ.143-149.

[19] Μπαλέστρο : Ιδιωματισμός της λαλιάς της Μέσα Μάνης και σημαίνει μεγάλη φασαρία-θόρυβο, κακό, κοσμοχαλασιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου