Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΗΤΙΑΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ-ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΗΤΙΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ-ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Του Θάνου Μούρραη Βελλούδιου
Η ιστορία των καλικαντζάρων καλκάδων ή παγανών
Δωδεκαημερήτικα Πνεύματα

Οι Έλληνες σαν λαός που έχει μεγάλο και σπουδαίο πολιτισμό, κράτησαν ζωντανές τις αρχαίες παραδόσεις τους με τον πιο εορταστικό και χαριτωμένο τρόπο. Τις πλούτισαν μάλιστα με πολλή ευφυία και τις έκαναν πιο παραστατικές. Ήθελαν κι αυτοί πάντοτε, όπως και οι πολύ αρχαίοι πρόγονοί τους, να εξευμενίσουν με ευγένεια τα πονηρά ή άτακτα πνεύματα και με οργιώδη φαντασία που έβλεπε Κόβαλους, δαιμόνια και τέρατα, έδειχνα ν την ευλαβική τους προσήλωση στην αίσθηση του μέτρου του καλού και του ωραίου, που είναι χαρακτηριστικό του πολιτισμού τους. Οι αρχαίοι Έλληνες π.χ. έλεγαν τις Ερινύες Ευμενίδες, τον άξενο Πόντο Εύξεινο, έτσι και οι νέοι Έλληνες λένε την τρικυμία φουρτούνα δηλαδή τύχη, το ξύδι γλυκάδι κλπ.
Μια από τις πιο ευγενικές νεοελληνικές παραδόσεις είναι εκείνη των Καλκάδων Καλικαντζάρων ή Παγανών, που είναι και από τις πιο πολύτιμες γιατί είναι η πιο πλούσια από τις χριστουγεννιάτικες παραδόσεις όλου του Κόσμου και αναφέρεται σε ολόκληρο το Δωδεκαήμερο, δηλαδή τη χρονική περίοδο που περιλαμβάνει τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.
Η ιστορία των Καλικάντζαρων μας μαθαίνει πολλά από τα παράξενα ονόματά τους: Αερικά, Ξωτικά, Παγανά, Καλκακυράδες (της αθηναϊκής συνοικίας της Πλάκας), Βερζεβούδες, Τζόγιες, Καλοκυράδες κλπ. Τα εξευμενιστικά ονόματα Τζόγιες, Καλοκυράδες κλπ τους τα δίνουν για να τα καλοπιάνουν, αφού όλο αταξίες και πειράγματα έχουν στο νού τους να κάνουν. Καμώματα που μοιάζουν με του Κόβαλου Gobelin Puck. Οι Καλικάντζαροι έρχονται το Δωδεκαήμερο με τα Χριστούγεννα και φεύγουν με τα Φώτα. Όλες αυτές τις ημέρες μικροί και μεγάλοι αισθάνονται τις πιο πολλές αταξίες των Καλικάντζαρων, αλλά δεν τους βλέπουν πάντοτε, γιατί έρχονται στη γη αόρατα Αερικά, χώνονται παντού και τους νοιώθει κανείς ακόμα και στον αέρα (Gremlins). Βγαίνουν κυρίως από τα πηγάδια και από τις πηγές που αναβλύζουν από τα έγκατα της γης.
Είναι όλο το χρόνο κρυμμένοι μέσα σε πελώρια Σπηλιά, δηλ. στο εσωτερικό της γης, που την φανταζόμαστε πως έχει το σχήμα ενός πορτοκαλιού. Πάνω στη γη, στο φως ζει ο κόσμος. Μέσα στη γη στο σκοτάδι, ζούνε οι Καλκάδες Καλικάντζαροι. Με την ανανέωση κάθε χρόνο των δυνάμεων του Καλού, που συμβολίζεται με την γέννηση του Χριστού, έχουν θα λέγαμε την ευκαιρία και οι επιρροές εκείνες που αντιστρατεύονται το εποικοδομητικό πνεύμα και συμβολίζονται με τους Καλικάντζαρους και βγαίνουν και αυτές ταυτόχρονα στην επιφάνεια της γης, για να δράσουν στον ίδιο στίβο. Γίνεται έτσι μια άμιλλα μεταξύ των αντιρρόπων αυτών δυνάμεων για το ποιες θα επικρατήσουν, αλλά με τα επιφάνεια στα Φώτα, του Αγίου Πνεύματος, δηλ. του θεϊκού στοιχείου κάθε εποικοδομητικής προσπάθειας, δαμάζεται κάθε αντίθετη επιρροή και οι ανανεωμένες δυνάμεις του Καλού δεν εξουδετερώνονται. Έτσι οι Καλικάντζαροι αναγκάζονται να υποχωρήσουν από την επιφάνεια της γης και να επιστρέψουν στο σκοτάδι της.
Παραθέτουμε εδώ τα ονόματα των Κοβάλων, που πήγαινα μαζί με τον αρχαίο θεό Βάκχο, που μας ήρθε από την Βακτριανή της Ινδίας, όπως τους λένε σήμερα στα διάφορα μέρη της Ελλάδος:
Τα Καλκανθρωπίσματα (Αττική), τα Καρκαντζέλια (Στερεά Ελλάδα), τα Κρούσματα (Σκιάθος), οι Σκάλικοι ή Σκαλκώταδοι (Νήσοι), οι Καρκάντζαλοι (Κρήτη), οι Κολιτσάνγγαροι (Θράκη), οι Καρακατζόληδες (Θεσσαλία), οι Καλιτσάντεροι (Ικαρία), οι Καλοί κι Άντζαροι (Ικαρία), οι Καλοβρύσηδες Χρυσαφένταδοι (Νησιά, Πόντος), τα Τσαλιτσανγγαρούδια (Μεσσηνία), οι Καλκαντζήδες (Μακεδονία), τα Καρκαντζελούδια (Ναύπακτος), τα Τσιλικρωτά (Μάνη), τα Λυκοτσάρδια (Παρνασσός, Μικρασία), οι Καρτσάνγκαλοι (Πόντος), οι Καλικάντζαροι (Αττική, Πόλη, κοινή ονομασία παντού, οι Καλκάδες (Αττική, Κυνουρία, κοινή ονομασία παντού), τα Γκατζώνια (Χελμός), οι Γκαριτζάγγαροι (Δαρδανέλλια), τα Καλπούσια (Μήλος), τα Καλικαντζούδια (Πελοπόννησος), οι Κατσικαντάρηδες (Χίος), οι Αρωίτες Πήλιο), τα Γκαντζιγέννια (Καλάβρυτα), τα Καρκάντζαλα (Βέρμιο), τα Λοκαντζάρια (Αγυιά), οι Γκατζόμαροι (Όσσα), οι Κατσουμάροι (Μελίβοια), οι Τζόγες (Κεραμίδι), οι Καλισπούδες (Ήπειρος).
Όλα αυτά τα μισοδαιμονικά καταγίνονται, λένε, όλο το χρόνο με το χάλασμα του χοντρού κορμού του Δέντρου, που τα κλαριά του και τη φυλλωσιά του κρατάει τη φλούδα της Γης. Πάνω σ΄ αυτήν είναι χτισμένος ο Κόσμος.
Θέλουν με αυτό τον τρόπο να ενοχλήσουν και να πειράξουν τους ανθρώπους που έχουν αντίθετη γνώμη από αυτά και σκαρφίζονται για το λόγο αυτό ένα σωρό πράγματα. Είναι «εξωτικά όντα» και έχουν μορφή μάλλον ανθρώπου παρά ζώου. Μοιάζουν με πιθηκαοειδή χωρίς κέρατα, έχουν μεγάλα αυτιά και ουρά. Το χρώμα τους είναι μαύρο ή σκούρο καφέ και κάπου-κάπου κόκκινο ή μαβί. Τα πόδια τους είναι συχνά αλογίσια ή γαιδουρινά, τραγίσια, βατραχίσια ή πετεινίσια. Το τρίχωμά τους είναι πολύ πυκνό ή πολύ αραιό, μπορεί όμως και να μην έχουν καθόλου τρίχες. Οι Καλικάντζαροι δεν έχουν δύναμη, δεν πολυφοβούνται το κρύο, δεν θέλουν όμως ούτε τη φωτιά. Τη φωτιά μάλιστα τη φοβούνται όπως ο διάβολος φοβάται το λιβάνι. Εκτός από τη φωτιά φοβούνται και τους πολλούς ανθρώπους, γι αυτό δουλεύουν με τα κοφτερά δόντια και τα τσεκούρια τους όλο το χρόνο, για να κόψουν το Δέντρο που κρατάει τον Κόσμο, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί και να εκδικηθούν τους ανθρώπους.
Μόλις όμως φτάσει η παραμονή των Χριστουγέννων και η φλούδα της Γης είναι έτοιμη να βουλιάξει, τότε συμβαίνει ένα πολύ μεγάλο γεγονός. Από του Ουρανό η Παναγία φέρνει στον Κόσμο τον Χριστό κι Εκείνος με την Αγάπη του και με την απέραντη Καλοσύνη Του στεριώνει τη Γη και δεν αφήνει τους ανθρώπους να χαθούν. Για να γιορτάσει το μεγάλο αυτό θαύμα ο κόσμος βρίσκεται την παραμονή σε ζωηρή κίνηση: πλένει, καθαρίζει, φτιάχνει γλυκά.
Ακούγοντας όλη αυτή τη φασαρία πάνω από τα κεφάλια του οι Καλκάδες Καλικάντζαροι, αφήνουν τη δουλειά τους και ξεχύνονται στον επάνω Κόσμο για να δουν τι τρέχει. Πληροφορούνται τη Γέννηση του Χριστού και θέλοντας και αυτοί να δράσουν με τον δικό τους θα λέγαμε τρόπο, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να πειράζουν τους ανθρώπους.
Ο Μαντρακούκος Ζυμαρομύτης Παρορίτης
Είναι ο αρχηγός των Καλικάντζαρων. Κρατάει για σκήπτρο την ποιμαντορική γκλίτσα του, συχνάζει στα μαντριά και στα βοσκοτόπια, φοράει σαν αλουργίδα την παπλωματένια κάπα (αιγίδα) του και σέρνει τα μονοκόμματα ατόφια τσαρούχια του. Η σκούφια του, που την έχει υφάνει μόνος του από γουρουνότριχες, δεν φτάνει να σκεπάσει τα αυτιά του, που είναι μεγάλα σαν του Μίδα της Φρυγίας. Η μακριά μύτη του κρέμεται σαν σκληρομάλακο ζυμάρι. Τα ανθρωπόφτερα μανικοκάπια του (έλυτρα) τον σηκώνουν στον αέρα.
Στον καπνολόγο του τζακιού είναι έτοιμο ένα χριστόψωμο. Δίπλα στη φωτιά, στη στιά, είναι το ροί του λαδιού και ένα τρύπιο παλιοτσάρουχο για να το κάψουνε (η μυρωδιά του διώχνει τους Καλικαντζάρους). Η οικογένεια του χωριού ετοιμάζεται να γιορτάσει το «πάσχα των χοιρινών» δηλ τα Χριστούγεννα με το χοιρομέρι στο τραπέζι και τα λουκάνικα στη χύτρα.
Ο Μαντρακούκος ρίχνει ένα τσιγγέλι από την καπνοδόχο και τραβάει τα λουκάνικα από τη χύτρα που βράζει. Όλοι σταυροκοπιούνται και ο χωρικός, που φοράει ντουλαμά, αρπάζει το θυμιατήρι για να λιβανίσει. Ο γιός του που φορεί μπαρμπάτσικα τον αγκαλιάζει και η μαύρη γάτα νιαουρίζει κι αυτή φοβισμένη.
Τα χαλαροκούδουνα, που απεικονίζονται επίσης, τροκάνια, κυπριά κλπ από την Κύπρο, βρίσκονται πάντοτε σε χρήση, κουδουνίζοντας χωρίς σταματημό και στη βοσκή της μέρας και στο σκάρο της νύχτας, από άκρη σε άκρη σε ολόκληρη την Ελλάδα, στο πνεύμα και τον πολιτισμό της οποίας ανήκει το νησί αυτό.
Ο Μαντρακούκος. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας

Ο Ανέμης Κοψομεσίτης
Έχει τέσσερα χέρια. Τρεμουλιάζει ολόκληρος σαν τη ζελατίνα και γυρίζει από τη μέση και πάνω σαν τη σβούρα, σαν το αδράχτι της Μοίρας Κλωθούς. Μπερδεύεται στο στημόνι και στο υφάδι του αργαλειού, όπως και στην ανέμη, και κόβει όλες τις κλωστές, ακόμη και της αράχνης. Στο τζάκι καίνε ένα ήμερο και άγριο ξύλο μαζί, που παραμένει άσβηστο, για το «Γάμο της φωτιάς», δηλ. για τον εορτασμό της χειμερινής τροπής του Ήλιου. Η τροπή αυτή υπογραμμίζεται επίσης με το άναμμα των κεριών του δέντρου και τη γιορτή των Χριστουγέννων.
Ο Ανέμης Κοψομεσίτης. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας
Ο Τραγοποδιάρης Σμυρδάκης
Είναι η επιβίωση ως τις μέρες μας, μέσα από χιλιετίες, του μεγάλου Πάνα. Με την ορμητική του εμφάνιση δημιουργείται Πανικός. Το κέφι του είναι πειραχτικό και σκανταλιάρικο. Ρουθουνίζει με ιερή μανία στον αέρα, η ματιά και η φωνή του είναι «τραγικές» και χοροπηδάει μαγαρίζοντας δεξιά και αριστερά τα ξεσκέπαστα φαγώσιμα των γιορτών.
Η λύρα, η τσότρα κα τα πορτοκάλια υποδηλώνουν την ύπαρξη του Πάνα και στην Κρήτη. Τα μελομακάρονα τα έφεραν για πρώτη φορά από τη Φοινίκη. Τα σουντζούκια από κρέας και τα γιορταστικά του μούστου τα συνήθισαν οι Σελτζούκοι.
Ο Τραγοποδιάρης Σμυρδάκης. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας

Η Πικασσόμπρα Ζεμπεκάνα Χορεύει ζεϋμπέκικο, δηλ. τον αρχαίο ελληνικό Αρτοζήνα και ετοιμάζεται να πάρει τις "ανάλιες", δηλ. να ενισχυθεί στο εκούσιο πάθος του κατανυκτικού χορού, στον οποίο προσέρχεται, γονατίζει δηλ. για να πάρει νέες δυνάμεις από τη μητέρα Γη αγγίζοντάς την, όπως ο αρχαίος Ανταίος. Προβάλλεται γενναία στον μεταξύ χρόνου και διαστήματος χώρο, πέρα από το Καλό και το Κακό. Με τα εφόδια αυτά προκρίθηκε σαν αβλαβής για την απεικόνιση αυτή η χρησιμοποίηση της τεχνοτροπίας των μοντέρνων ζωγράφων με επικεφαλής τον Πικασσό. Το όνομα Πικασσόμπρα μπορεί να προέρχεται από τους Μεσαιωνικούς Φράγκους κατακτητές, γιατί αυτοί έχουν το ίσκιωμα (ombre) που σπάει (casse), δηλ. το πνεύμα του μοχθηρού γασμούλου, που θέλει να διαλύσει τις γεμάτες φαντασία συνθέσεις ή αντικείμενα και σκεύη των καλών ανθρώπων.
Η Πικασσόμπρα Ζεμπεκάνα. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας.
Ξιφώτης Πρισκομούρης
Έχει καύκαλο που μοιάζει με προϊστορικού ανθρώπου, πηδάει στα ξέφωτα σα νάναι τόπι και ογκανίζει. Οι αγγλόφωνοι έχουν τον Χαμπή-Δάμπτη που του μοιάζει.
Ξιφώτης Πρισκομούρης. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.
Ο Παγανός Καλικάντζαρος Τρίχας
Κατάγεται από τη Θήρα. Είναι ασήμαντος σαν μια τρίχα και βρίσκεται πάντα με τα σκέλη ανοικτά. Κατοικεί στα καμπαναριά, από όπου προσπαθεί να δει την πόλη και αγνοεί το θυμωμένο ηφαίστειο του νησιού που χοχλάζει. Φαντάζεται ότι είναι Κολοσσός, ενώ δεν είναι παρά ένας μωρός και κουτός "Τρίχας". Κρατάει ένα σαντορινιό κριθαροκούλουρο κι ένα αρχαίο ποτήρι "Κάνθαρο" για το περίφημο σαντορινιό κρασί. Η σαντορινιά τομάτα προορίζεται επίσης γι' αυτόν. Τα δελφίνια της σαντορινιάς σημαίας όπως είναι γνωστό απεικονίζονται στα αρχαία νομίσματα του νησιού. Το πήδημα των φλογών φέρνει στο νου την ετήσια γιορτή του Κλήδωνα. Τη μέρα αυτή (θερινή τροπή του ήλιου) γεννιέται ο Αντίχριστος και για αντιστάθμισμα γεννιέται την επομένη ακριβώς ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αυτός του Σωτήρα μας Χριστού.
Ο Παγανός Καλικάντζαρος Τρίχας. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.
Ο Ψιλοβελώνης Μακαρόνης
Πάει μπροστά παό όλους, είναι πολύ μακρύς και λιγνός και μπορεί να περάσει μέσα από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Από πίσω του σέρνει όλους ακόμη και τον Μαντρακούκο
Ο Ψιλοβελώνης Μακαρόνης. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας.

Ο Πλανήταρχος Καρλάφτης
Έχει πελώρια αυτιά σαν του χοίρου και μύτη που μοιάζει με ράμφος αγκιστρωτό. Είναι πλάνητας αλλά και πηδάει σαν ψύλλος. Μπορεί να πηδήξει πάνω και από τους ψηλότερους τοίχους των σπιτιών και των μοναστηριών για να παίξει με τους ανθρώπους.
Ο Πλανήρχος Σκαρλάφτης. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας.

Βερζεβού Τρίμουρη Τζόγια
Είναι η επιβίωση ως τις μέρες μας, μέσα από χιλιετίες, της τριπρόσωπης Εκάτης δηλ. των φασμάτων Βαβώ, Μορμώ και Καρκώ σε ένα πρόσωπο και σε ένα κατεξοχήν νυκτόβιο όν.
Η Βερζεβού Τρίμουρη Τζόγια. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας.

Ο Καλησέντης Καλισπούδης Φάφουτας
Η φιγούρα που εικονίζεται να πέφτει, η μαυρισμένη, έχει κάνει καλές σπουδές στα τυχερά παιχνίδια, είναι ο αρχαίος Τυχηεύς, το γουρλίδικο παιδί της Τύχης και γι' αυτό κρατάει στο ένα χέρι το ελληνικό σύμβολο της Δημοκρατίας, δηλ. το στέμμα-φρούριο της Αντιοχείας ή Λυτεκίας (Παρισιού) ή και της Σμύρνης (του Λυσιμάχου) και στο άλλο τους τέσσερεις άσσους, για εκείνους που δίνουν τα χέρια.
Ο Εύζωνας σαλπίζει από το Κάστρο της Αθήνας, την Ακρόπολη, το: "καλώς τον νέο χρόνο", που ήλθε στην Ελλάδα με τους Βαυαρούς κατά τον περασμένο αιώνα. Οι βηματισμοί των ευζώνων μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη είναι ένα είδος αντρικού μπαλλέτου με προέλευση το Αννόβερο. Τα τείχη και το φρούριο-στέμμα που έχει στο κεφάλι η θεά Τύχη, των πόλεων ου αναφέρθηκαν παραπάνω, συμβολίζουν τη δύναμη που αυτόματα έχει κάθε τυχερός. Αυτό εκφράζεται χαρακτηριστικά με το λαϊκό : "αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα". Το ελληνικό σύμβολο της Δημοκρατίας είναι η κορωνίδα αυτή της θεάς Τύχης και όχι το σκουφί της γαλλικής "Μαριάννας". Ο Πάρις, όπως και Μίδας της Φρυγίας απεικονίζονται από τους μεγάλους ζωγράφους με τον χαρακτηριστικό σκούφο του δικού μας τόπου. Ο Δημοκράτης βασιλιάς Οδυσσέας, αλλά και οι Νεοέλληνες ναυτικοί του 1821, όπως και οι προγενέστεροι, φορούν σκούφους και φέσια, γυρτά, δημοκρατικότατα, προς τα εμπρός.
Ο Καλησέντης Καλισπούδης Φάφουτας. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας.

Ο Παγανός Μονόματος Γουρλός
Είναι ό,τι απέμεινε σαν ζωντανή παράδοση από τον γιό του Ποσειδώνα, τον Κύκλωπα Πολύφημο που του έκαψε το μοναδικό του μάτι ο αρχαίος Οδυσσέας. Το σχοινί με το οποίο είναι δεμένος, πρέπει να είναι με κόκκινη κλωστή για να τον κρατήσει. Το κόσκινο του το δίνουν για να μετράει τις τρύπες του και να μην κάνει αταξίες ως ότου λαλήσει για τρίτη φορά τη νύχτα ο μαύρος πετεινός. Αυτό τον κάνει και φεύγει. Ο Άγιος Βασίλειος από την Καισαρεία, ιστορείται κατά την βυζαντινή παράδοση. Στέκεται μπρος στον Ιερό Βράχο της Αθήνας και ευλογεί την πόλη καθώς και τα αγιοβασιλιάτικα είδη (εκκλησάκι για τα κάλαντα, μικρό μπαμπαγιούρο κλπ), αλλά και τον ξένο Άη Βασίλη. Μπροστά στην ευλογία στέκεται ο Άγιος Κυρίου και θαυμάζει. Επειδή οι Καλικάντζαροι είναι απλά πειραχτήρια κι όχι δαιμόνια, φοβούνται τον μαύρο πετεινό της μαύρης μαγείας του Εωσφόρου. Επίσης, επειδή δεν είναι διάβολοι παρά μόνο σκανταλιάρηδες, φοβούνται και τη φωτιά, δηλ. το πύρ της Κόλασης, όσοι πιστεύουν σ' αυτήν. Ό Άγιος Βασίλειος της Εκκλησίας και των ελληνικών παραδόσεων δεν έχει καμιά σχέση με τον ξενόφερτο Άη-Βασίλη, που συμβολίζει το πνεύμα του νέου χρόνου.
Ο Παγανός Μονόματος Γουρλός. Ζωγράφος Γεώργιος Γλιάτας.
Ο Βουρβούκαλκας Σκαλούμπακας
Είναι ίσως απόγονος του παλιού Βυζαντινού Βουβουκικάριου ή και του αρχαίου Πέλορα και συχνάζει στα νερά και στη λάσπη, δηλαδή στο βόρβορο. Η κοιλιά του κάνει σκάλες και δίπλες που υπογραμμίζονται από το βυζαντινότροπο λουτρικό του. Γι' αυτό ονομάζεται Βουρβούκαλκας Σκαλούμπακας. Τρώει νεροφίδες και βατράχια, είναι πελώριος σαν τελώνιο και φουσκωμένος σα μπαλόνι. Βγαίνει μπροστά σ' εκείνους που πηγαίνουν κατά το Δωδεκαήμερο να αλέσουν τα σιτηρά τους στο μύλο και τους τρομάζει. Βάζει δηλ. εμπόδια στη ζωοδοτική και θρεφτική δύναμη του σιταριού, που οι κόκκοι του οι οποίου βρέθηκαν στον τάφο του Τουταγχαμών και φυτεύτηκαν, ξαναβλάστησαν ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια. Τα τελώνια της περιοχής Ερεσσού Λέσβου είναι σπινθηρίζουσες ηλεκτρικές εκκενώσεις ορατές στις κορυφές των εκεί ψηλών δένδρων. Στην περιοχή αυτή καλλιεργούνται τα καλύτερα σύκα του κόσμου που μπορούν να φαγωθούν φρέσκα με τις λεπτότατες φλούδες τους. Εκεί είχε το περίφημο οικοτροφείο της για κορίτσια η ένδοξη μεγάλη ποιήτρια Σαπφώ ή Ψάπφα. Στην παραλία της μπορεί να θαυμάσει κανείς στη γαλάζια θάλασσα, κατά τα τέλη Αυγούστου, ωραιότατες ολόμπλαβες μισοδιάφανες γαλάζιες μέδουσες. Το διπλοκαζανιασμένο περίφημο ούζο παράγεται λίγο πιο ανατολικά από το Πλωμάρι.
Ο Βουρβούκαλκας Σκαλούμπακας. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης
Ο Τρικλοπόδης Τριπλοπόδης
Το λυκοτσάρδι αυτό περδικλώνει όποιον συναντήσει και για χέρια έχει πλοκάμια χταποδιού καθώς και τρία πόδια κολλημένα στο κεφάλι του. Γυρίζει στον αέρα σαν έλικας και στο έδαφος σαν τροχός και θυμίζει το αρχαίο σύμβολο της Λυκίας για τον αέναο ρου της ζωής. δηλ. το Τρισκελές ή Τρίκετρουμ, με κέντρο τον Ήλιο, δηλ. το κεφάλι του Απόλλωνα της Λυκίας. Στην ίδια χώρα (σημερινό Σαντζάκιο της Ατταλείας) σώζεται από τον 3ο αιώνα μ. Χ. η σαρκοφάγος και ο ναός του Αγίου Νικολάου Μύρων. Το λιμάνι που απεικονίζεται είναι της Αδριατικής από όπου ξεκίνησε ο Απόστολος Παύλος για το μοιραίο ταξίδι του στη Ρώμη. Οι Λυκιανοί τάφοι στο βάθος φέρουν επιγραφές γραμμένες συνήθως "βουστροφηδόν" (βιδωτά) με ελληνικό αλφάβητο, που όμως δεν μπόρεσε κανείς ως σήμερα να ερμηνεύσει.
Ο Τρικλοπόδης Τριπλοπόδης. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.

Ο Παγανός Λυκοκάντζαρος Ζαρτούλανος
Είναι το λυκοτσάρδι με κεφάλι λύκου. Έχει γαμψά νύχια αρπακτικού και φοράει παντελόνι που είναι στολισμένο με σαρακατσανάνικα κεντίδια. Οι Σαρακατσάνηδες από τις πιο αμιγείς αρχαίες ελληνικές φυλές (Λάπιθες, Λιάπηδες) στον Παρνασσό, στο Πήλιο και σε άλλα βουνά όπου έχουν βοσκοτόπια, στήνουν γύρω από τα μαντριά τους πασάλους με μυτερή κορυφή, όπου μπήγουν τις γνωστές αγριοκρεμμύδες, Χριστοβασιλίτσες ή Ασκέλλες (η Σκέλλα του Πυθαγόρα) για να κρατούν μακριά από τα ζώα τους τα αρπακτικά λυκοτσάρδια. Ο νεοελληνικός ναός που απεικονίζεται στη στέγη από σχιστολιθικές πλάκες του Προπάν και περιστύλιο από πρωτόγονες ξύλινες κολόνες, θυμίζοντας έτσι τον πρώτο-πρώτο Παρθενώνα και τους μινωικούς ξύλινους στύλους.
Ο Παγανός Λυκοκάντζαρος Ζαρτούλανος. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.

Η Μουρράγια Ντάπια
Γυρίζει στα τείχη, στα μουράγια, στις ντάπιες και στα πλιά σπίτια. Έχει απεικονιστεί με τον τρόπο του ζωγράφου Κάρολου Μούρραη, αφού λέγεται Μουρράγια και της δόθηκαν γι' αυτό και τα μεσαιωνικά οικόσημα και το κλαδωτό ύφασμα της οικογένειας του ζωγράφου αυτού. Στα μουράγια του Μεσολογγίου ένας πρόγονός του, ο πέμπτος Δούκας του Άθωλλ, με το ίδιο όνομα είχε χτίσει ένα μηνοειδές πρόχωμα, μια ντάπια. Δίδασκε στους Έλληνες την πυροβολική και έδωσε τελικά τη ζωή του, όπως και ο λόρδος Βύρων, για την Ελλάδα. Οι Σκωτσέζοι της φρουράς του Βυζαντίου κατέφυγαν μετά την Άλωσή του στην Άνδρο. Στο δήμο Άρνης της βόρειας Άνδρου συναντάει κανείς και σήμερα τύπους με πυρόξανθα μαλλιά που θυμίζουν πολύ τους Σκωτσέζους. Μερικοί από αυτούς προσπάθησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους Σκωτία και μερικοί έμειναν σαν ψαράδες στο χωριό Ναζαρέ της Πορτογαλίας. Φορούν πάντοτε κλαδωτά πουκάμισα και παντελόνια, όπως οι Σκωτσέζοι. Στην Αθήνα υπάρχει οδός Λόρδου Μούρραη.
Η Καλικαντζού Μουρράγια Ντάπια. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.

Ο Καλικάντζαρος Κάνθαρος
Προέρχεται από τη Ρόδο και έχει παρθεί από περίφημο κάνθαρο του 8ου αιώνα π.Χ. δηλ. από ένα αρχαίο κρασοπότηρο από τα Δωδεκάνησα. Η ποδιά του έχει ροδίτικα κεντήματα. Στην ελληνική σημαία της Ρόδου απεικονίζεται το κεφάλι ενός σύγχρονου νέου που ακτινοβολεί από νιάτα και ομορφιά. Όπως είναι γνωστό στα αρχαία νομίσματα του νησιού υπάρχει το κεφάλι του Ήλιου. Για να υπογραμμιστεί περισσότερο η ελληνικότητα της Ρόδου, απεικονίζεται και η Ελλάδα με τον τύπο πλοίου που καταπλέει στην πανάρχαιη και διάσημη Λίνδο του "Γνώθι σαυτόν" και "Μηδέν άγαν".
Ο Καλικάντζαρος Κάνθαρος. Ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης

ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΘΑΝΟ ΜΟΥΡΡΑΗ ΒΕΛΟΥΔΙΟ
https://www.lifo.gr/various/ena-afieroma-ston-mysti-thano-moyrrai-belloydio

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου