ΣΤΥΛΙΤΕΣ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ.
ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΣΚΗΤΩΝ. ΚΟΛΩΝΕΣ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΙΣΤΟΡΙΑ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ.
Πρόλογος
Ένα εύρημα που με εντυπωσίασε μοιράζομαι
μαζί σου αγαπητέ αναγνώστη. Αναδιφώντας
παλιές εφημερίδες βρήκα κατά τύχη την ημερομηνία που αφαιρέθηκε η σκήτη των
στυλιτών,
η οποία ήταν
κατασκευασμένη στην κορυφή των εναπομενουσών κολόνων στο Ολυμπιείον, το οποίο βρίσκεται στη νότια πλευρά των Αθηνών, ανάμεσα στην
Ακρόπολη και τον ποταμό Ιλισσό. Ενθουσιάστηκα, διότι τα τελευταία χρόνια
αναζητώ φωτογραφίες των πρώτων Ελλήνων και ξένων φωτογράφων. Διαθέτοντας τρεις
καταπληκτικές μελέτες[2] του κυριότερου Έλληνα
ειδικού στην τέχνη και την ιστορία της φωτογραφίας, του συντοπίτη μας Άλκη Ξ.
Ξανθάκη, είχα βεβαιωθεί πως οι ιστορικοί τοποθετούν, κατ’ εκτίμηση, το
γκρέμισμα της σκήτης επί του ναού περί το 1874-1875. Βεβαιώνεται λοιπόν και με
την παραπάνω είδηση που παρατίθεται, πως μετά τις πολλές υπάρχουσες φωτογραφίες
των ετών 1865,6,7,8,9[3] στις οποίες απεικονίζεται
η σκήτη, η επόμενη εικόνα των ερειπίων του ναού, μια φωτογραφία, την οποία διαθέτω
στο αρχείο μου, είναι του έτους 1870, είναι χωρίς την σκήτη.
Καθώς και ένας ζωγραφικός
πίνακας του 1873 αποδεικνύει και ασφαλίζει το συμπέρασμά μου.
Πρόκειται για το ιερό
του Ολυμπίου Διός στο οποίο κτίστηκε ένας από τους μεγαλύτερους ναούς του
αρχαίου κόσμου που ήταν αφιερωμένος στο Δία.
Το δημοσίευμα του γκρεμίσματος
«Εκ[4]
τινών στηλών του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείου) κατακρημνίζουσι τα περισωθέντα
λείψανα της σκήτης τινών στυλιτών αγίων και Δερβισάδων. Ο φιλόσοφος
Χαντζερλής όστις εσχάτως προς θαυμασμόν και έκπληξιν των φιλοσοφούντων ενεφάνη
υπέρμαχος του στηλιτισμού ως δείγματος και προτύπου της εγκρατείας και
σωφροσύνης και αντίμαχος του Κοραή και του Κοραϊσμού, πως σιωπά και δεν
διαμαρτύρεται τουλάχιστον περί της εκτελουμένης ταύτης ανοσιουργίας και
αθεμιτουργίας; Πως δεν επικαλείται τα ονόματα και την σκιάν των στυλιτών τούτων
αγίων δια τινος φιλοσοφικής διατριβής του;».
Μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί βέβαια η ύπαρξη Στυλιτών επί σκήτης επάνω στο
Επιστήλιο του διασωθέντος ναού και γι’ αυτό αναζητήθηκαν και άλλα στοιχεία.
Αναζητώντας λοιπόν επιπλέον
πληροφορίες για το περιστατικό βρήκα πολλά σχετικά και σκέφθηκα πως καλό θα ήταν
να συγκεντρωθούν εδώ κάποια από αυτά τα στοιχεία, τα οποία κρύβουν εντυπωσιακές
ειδήσεις:
1. Η πρώτη πληροφορία που κατατίθεται είναι
από το περιοδικό «Ο ΜΕΝΤΩΡ»[5], το «χρονογραφικό και
ιστοριοδιφικό δελτίο της εν Αθήναις αρχαιολογικής εταιρείας» και είναι η
επιστημονική επιβεβαίωση της κατεδαφίσεως της σκήτης. Ομιλία του Β.Χ.Πετράκου :
{Η
ΚΑΛΥΒΗ ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΤΟΥ. Όσοι από εταίρους ασχολούνται με την Αθήνα του 19ου
αιώνα, έχουν δει χαλκογραφίες και φωτογραφίες των στύλων του ναού του Ολυμπίου
Διός πάνω στους οποίους υπάρχει μικρό κτίσμα. Πρόκειται για την καλύβα στην
οποία ζούσε ασκητής. Η ιδιοτυπία αυτή, μοναχοί να ζουν πάνω σε στύλους,
γεννήθηκε στη Συρία κατά τον 5ο αιώνα και διάσημος είναι ο άγιος
Συμεών ο Στυλίτης, Σύρος από την Αντιόχεια (5ος ή 6ος
αι.), ο οποίος εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 24 Μαΐου. Η καθαίρεση
της καλύβας αποφασίστηκε και έγινε ως μέρος της όλης επιχείρησης αποκατάστασης
των αρχαίων μνημείων. Η αποκατάσταση είχε ως προϋπόθεση την καθαίρεση των
βυζαντινών και των χρόνων της τουρκοκρατίας προσθηκών που είχαν γίνει στα
μνημεία. Η Ακρόπολη είχε μεταβληθεί σε κατοικίδιο συνοικία με τα κλασικά
μνημεία πνιγμένα από τα νεώτερα κτίσματα. Τα Προπύλαια είχαν γίνει ανάκτορα,
στον Παρθενώνα είχε κτισθεί τζαμί. Η κάθαρση των ερειπίων της αρχαιότητος
προκάλεσε και προκαλεί συζητήσεις και αντιδράσεις. Οι Έλληνες του 19ου
αιώνα ονειρεύτηκαν την επαναφορά των μνημείων στην πρώτη τους λαμπρότητα…..
Στα ακατάτακτα έγγραφα του Υπουργείου
Παιδείας, τα οποία απόκεινται στα ΓΑΚ, βρίσκεται η αναφορά του Παναγιώτη
Ευστρατιάδη (1815-1888), Γενικού Εφόρου των Αρχαιοτήτων, με την οποία αναγγέλλεται
η κατεδάφισή της καλύβας τού στυλίτου. «Αρ. 901/ 7 Ιουλίου 1870. Η Γενική
Εφορεία προς το Υπουργείον Εκκλησιαστικών κλπ. Η επί των στηλών του Ολυμπιείου
καλύβη του στυλίτου, ήτις επαπείλει να καταπέση εφ’ εαυτής και να φέρη βλάβην
και εις το μνημείον και εις τους εν αυτώ περιδιαβάζοντας, κατεδαφίσθη υπό του
Αναστασίου Ερνέρη, όστις ανέλαβε την εργασίαν προθύμως. Εν ώ δε άλλοι μεν 600
και 800, άλλοι δε 500 και 300 δραχ. εζήτουν δια την κατεδάφισιν, ο Αναστάσιος
Ερνέρης ανέλαβε την εργασίαν αντί εκατόν πεντήκοντα δραχ. Και έφερε μεν αυτήν
εις πέρας, αλλά μετά πολλού κόπου και δαπάνης. Η Εφορεία νομίζει δίκαιον να
προστεθώσιν έτι δραχ. δέκα εις αντιμίσθιον της εργασίας, ώστε να πληρωθώσιν
αυτώ δραχ. 160, εκατόν εξήκοντα. Ευρέθησαν
δε εν τοις λίθοις και τινες ενεπίγραφοι. Ευπειθέστατος ο Γεν. Έφορος
των Αρχαιοτήτων Π. Ευστρατιάδης}.
2. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου υπήρξε σπουδαίος
ιστοριοδίφης και οι μελέτες του επικεντρώθηκαν κυρίως στην Αθήνα της εποχή της
τουρκοκρατίας. Το 1894 στέλνει επιστολή στην εφημερίδα «Άστυ»[6] και γράφει : {Ο στυλίτης του Ολυμπιείου.
Τέσσαρες κίονες του Ολυμπιείου περιεκλείοντο ποτέ εντός εκκλησίας καλουμένης
«Άγιος Ιωάννης στις Κολώνες». Επί δύο εκ των κιόνων τούτων, έχων περίκομψον
οικίσκον, ησκήτευε Στυλίτης, πολλήν επί αγιοσύνη χαίρων φήμην, δις της ημέρας
καταβιβάζων δια σχοινίου τον κάλαθόν του, εντός του οποίου οι πιστοί έθετον
τροφάς και άλλα χρειώδη. Κατόπιν όμως, πιθανότατα μετά την εγκατάληψιν της
πόλεως τω 1688, ότε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου κατεστράφη και η περιοχή αυτής
κατελήφθη υπό των Τούρκων, τον ημέτερον ασκητήν, ούτινος αγνοείται το τέλος,
διεδέχθη εις το ύψος της κατοικίας του Τούρκος Χόντζας. Λεπτομερείας άλλας περί
του ναού και του Στυλίτου ακόμη δεν ηδυνήθην να εύρω. Επειδή εις τους κίονας
του Ολυμπιείου ενεκαλύφθησαν υπό του καθηγητού Σπ. Λάμπρου, εις όν πολλά οφείλουσιν
αι Αθήναι, χρησιμώτατα ιστορικά σημειώματα, ήλπισα μήπως εύρω τοιαύτα και εις
τους εν τη εκκλησία περικλειομένους ποτέ τοιούτους, χαραχθέντα από του ύψους
της εκκλησίας. Δυστυχώς ανελθών επί κλίμακος εύρον μεν τρεις, αλλά και οι τρεις
ήσαν προσευχαί}.
3.
Μία άλλη μαρτυρία για τον στυλίτη σε κολώνα τού Ολυμπιείου
βρίσκεται στην έκδοση του [7]Φερδινάνδου Γρηγοροβίου,
Γερμανού ιστοριογράφου. Αναφέρει πως «κατά τους μέσους αιώνας ώκουν επί τινος
των κιόνων ασκηταί όμοιοι προς τους πελαργούς τους εν τη Ανατολή κατά
προτίμησιν φωλεύοντας συνήθως επί αρχαίων ερειπίων. Επειδή δε οι στυλίται άγιοι
ανήκουσιν ήδη εις τον πέμπτον αιώνα, δυνατόν και εν Αθήναις βραχύ μετά την
οριστικήν νίκην του χριστιανισμού, να έηξε τοιούτος τις στυλίτης επί τινος των
κιονοκράνων του ναού του Διός την εναέριον αυτού φωλεάν, παρατηρών εις τους επί
τούτω καταγελώντας αυτού εθνικούς Αθηναίους, ότι μόνον τόπον διαμονής ήλλαξεν ο
πίθος του Διογένους… Σημείωση μεταφραστού: Τον Χριστιανόν στυλίτην διεδέχθη, ως γνωστόν, επί της
τουρκοκρατίας χόντζας κτίσας επί του κίονος οικίσκον, ού τα λείψανα
ενθυμούμεθα έτι προ τεσσαροκονταετίας περίπου σωζόμενα.
4.
Σε
ξενόγλωσση ιστοσελίδα «Greece is» αναρτήθηκε τον Μάρτιο 2019 μια συνετή και αρκετά λεπτομερής αναφορά[8] στο Ολυμπιείον, στην σκήτη του ασκητή σε
κολώνα του και στους Στυλίτες. Αντιγράφω σε ελεύθερη μετάφραση :
«Στυλίτες
Μοναχοί: Οι Άγνωστοι Άγιοι Άνθρωποι της Αθήνας στη Στήλη.
Είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος, οι κορυφές των στηλών
του Ναού του Ολυμπίου Διός κάποτε χρησίμευαν ως υπερυψωμένο, απομονωμένο
καταφύγιο για στυλίτες μοναχούς. Η γραπτή καταχώριση στο ημερολόγιο των έργων
ήταν σύντομη αλλά σπουδαία, υποδηλώνοντας το τέλος μιας εποχής στην Αθήνα: «7
Ιουλίου 1870 - Καταλύθηκε μια καλύβα των στυλιτών στις κολώνες του Ολυμπίου.
Κόστος κατεδάφισης 160 δραχμές». Έτσι έγραψε ο αρχαιολόγος Παναγιώτης
Ευστρατιάδης, ο γενικός έφορος των αρχαιοτήτων της Ελλάδας μεταξύ 1854 και
1884. Η «καλύβα» που αναφέρεται στο ημερολόγιο του Ευστρατιάδη ήταν το σε κακή
κατάσταση ερείπιο μιας πιθανής βυζαντινής δομής από πρωτόγονα τούβλα ή πέτρα,
που είχε αποτυπωθεί σε πολλά σχέδια, πίνακες και φωτογραφίες πρώιμων σύγχρονων
καλλιτεχνών και φωτογράφων στην Αθήνα. Για αιώνες, αυτό το διακριτικό αλλά
ελάχιστα επισημασμένο αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό είχε σκαρφαλώσει ψηλά στους
κίονες στα οριζόντια μέλη του ελληνορωμαϊκού ναού του Ολυμπίου Διός (γνωστό και
ως Ολυμπιείο)-περίπου 20 μέτρα πάνω από το έδαφος-σαν αεράκι μοναχικού αετού.
Προφανώς είχε κατοικηθεί, καθώς Αθηναίοι και ξένοι επισκέπτες ανέφεραν ότι
χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο από έναν ασκητή, στυλίτη μοναχό που αναζητούσε
υψηλή, απομονωμένη μοναξιά.
1834. Έκδοση STACKELBERG, Otto Magnus
von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη - Αμερικανική
Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα
Η απάλειψη αυτών των προσθηκών
επέτρεψε στο νεοσύστατο νεοελληνικό κράτος να παρουσιάσει μόνο επιλεγμένα
αρχαιολογικά μνημεία ως συμβολικές, λιγότερο επιβαρυμένες υπενθυμίσεις της
παλαιότερης δόξας της αρχαίας Ελλάδας. Το 1870, λοιπόν, η «καλύβα των στυλιτών»
διαλύθηκε και εξαφανίστηκε για πάντα, και έμεινε ως μια ελάχιστα ενθυμούμενη
αρχειακή λεπτομέρεια στη συναρπαστική μεσαιωνική και πρώιμη νεότερη ιστορία της
Αθήνας.
Σήμερα, κανένα ίχνος του καταφυγίου των
στυλιτών δεν είναι ορατό στους επισκέπτες του Ολυμπιείου. Η τοιχοποιία που
μπορεί κανείς να δει επί του παρόντος στις ψηλές κολώνες του ναού ανήκει σε
μοντέρνα καπάκια από μπάζα που καλύπτουν σιδερένια δοκάρια που εγκαταστάθηκαν
το 1892 από τον αρχιτέκτονα Ernst Ziller για να ενισχύσουν το περβάζι του
μνημείου. Παρ όλα αυτά, έχουν προκύψει ερωτήματα σχετικά με αυτήν την ασύμβατη,
παράξενα τοποθετημένη κατασκευή που κάποτε βρισκόταν πάνω στα εντυπωσιακά
ερείπια του ναού.
Ορισμένοι
παρατηρητές έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν ότι οι στυλίτες μοναχοί κατέλαβαν
κάποτε την όψιμη κατασκευή, προφανώς μετά από μια σύντομη εξέταση του θέματος
το 1996 από τον αείμνηστο Χαράλαμπο Μπούρα, καθηγητή αρχαίας αρχιτεκτονικής στο
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ωστόσο, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς
του Χαρ. Μπούρα, η μαρτυρία των αρχών του 20ού αιώνα από έναν τότε ζωντανό
πληροφοριοδότη υποδηλώνει ότι μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα ένας στυλίτης
μοναχός βρισκόταν πράγματι στην κορυφή του Ναού του Ολυμπίου Διός-μόνο λίγα
χρόνια πριν από την κατεδάφισή του.
Παλαιοχριστιανικός Ασκητισμός
Η πρακτική του
στυλιτισμού – μοναχού που ζούσε πάνω σε μια στήλη ή στύλο- ήταν μια ακραία
μορφή ασκητισμού στην ύστερη αρχαιότητα, η οποία ξεκίνησε πιθανόν στις αρχές
του 5ου αι. μ.Χ. και ήταν γνωστή για πολλούς αιώνες μετά. Ο γνωστός ιδρυτής του
ήταν ο Σύριος Συμεών ο Πρεσβύτερος, κάτοικος της Αντιόχειας, ο οποίος ανέβηκε
για πρώτη φορά σε κολώνα το 412 μ.Χ. Ο Συμεών και οι ομοϊδεάτες οπαδοί του
αναζήτησαν τέτοιες απομονωμένες θέσεις, προκειμένου να αποστασιοποιηθούν από τους
πειρασμούς και την, για τα δικά τους δεδομένα, «αμαρτωλή» εποχή. Επιπλέον, οι
υπερυψωμένες σκήτες τούς έφεραν συμβολικά πιο κοντά στον ουρανό και τους επέτρεψαν
να θεωρηθούν, από τους διαμένοντες κάτω, ως έχοντες μια υποδειγματική ζωή,
περισσότερο σαν αυτή των αγγέλων παρά των ανθρώπων.
Στην περίπτωση του Ολυμπίου στην Αθήνα,
πρέπει κανείς να αναρωτηθεί, δεδομένου του γιγάντιου μεγέθους του ναού, για το πώς
ένας στυλίτης μοναχός θα μπορούσε αρχικά να φτάσει στην απομονωμένη σκήτη του
και πώς, μετά το θάνατο, θα είχε ανακτηθεί η σορός του.
Οι αρχαιολόγοι της Εγγύς Ανατολής έχουν
εντοπίσει τις στήλες των στυλιτών μέσω τρυπών που γίνονταν μερικές φορές στην
πέτρα, για να τοποθετηθούν κάγκελα παλιάς μορφής ή χειρολαβές που απαιτούνταν για
την ενίσχυση των αυτοσχέδιων βάθρων των μοναχών και την στήριξή τους.
Μεγαλύτερες κατασκευές σκαλισμένες στις
στήλες, είχαν ιερά αντικείμενα, εικόνες ή κειμήλια του νεκρού στυλίτη. Ίσως οι
κόγχες που ήταν κάποτε ορατές στις στήλες του Ολυμπίου να ήταν όψιμες προσθήκες
που προορίζονταν για παρόμοιο σκοπό.
«Παλάτι» του
Αδριανού.
Αν και ο τεράστιος ναός του Ολυμπίου Διός ιδρύθηκε στα τέλη του 6ου
αιώνα π.Χ., η κατασκευή του εγκαταλείφθηκε σύντομα, συνεχίστηκε σποραδικά στους
ελληνιστικούς και πιθανώς πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους και στη συνέχεια
ολοκληρώθηκε από τον φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανό το 133 μ.Χ. τελικά.
Τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα λεγόταν
πως το Ολυμπιείο ήταν το παλάτι του Αδριανού, ενώ η μοναδική δομή που υψώθηκε
πάνω από τους κίονες μερικές φορές λέγεται ότι ήταν τα ερείπια του κύριου
συγκροτήματος του παλατιού. Με την άφιξη των αρχιτεκτόνων Τζέιμς Στιούαρτ και
Νίκολας Ρέβετ στην Αθήνα το 1751, οι αστικοί μύθοι καταρρίφθηκαν τελικά με την
ορθή ταυτοποίηση του «Ναού του Δία Ολυμπίου». Τίποτα δεν ειπώθηκε για τον σκοπό
ή την ημερομηνία της προσθήκης τοιχοποιίας στην κορυφή του ναού, ωστόσο, παρά
το γεγονός ότι ήταν σαφώς διακριτό σε δύο από τις χαραγμένες εικόνες των
αρχιτεκτόνων.
Σκήτη στυλίτη. Ένας οχυρωμένος πύργος;
Δύο αιώνες αργότερα, ο καθηγητής
Χαράλαμπος Μπούρας, ισχυριζόμενος ότι η «καλύβα του στυλίτη» είχε πολύ πιο ουσιαστική
χρήση, για να ορίζεται ως μια κατοικία για στυλίτες, σημειώνει ότι «είχε τρεις
θέσεις και γενικά έμοιαζε με πύργο». Η μελέτη του για φωτογραφίες του 19ου
αιώνα αποκάλυψε τη χαμένη πλέον δομή, που κτίστηκε πάνω από τις εσωτερικές
περιστυλικές στήλες του Ολυμπιείου, στη νοτιοανατολική γωνία του, και αποτελούνταν
από αρχαία ή παλαιοχριστιανικά σπόλια (αναπαλαιωμένη οικοδομική πέτρα), με
αρκετές προφανείς επισκευές ή ανακαινίσεις. Τουλάχιστον δύο παράθυρα άνοιγαν σε
κάθε πλευρά, ενώ ο εσωτερικός χώρος του δαπέδου θα είχε έκταση περίπου 1,35
μέτρα πλάτος και 7 μέτρα μήκος. Ο
Μπούρας προτείνει μια ημερομηνία κατασκευής στην πρώιμη ή μέση βυζαντινή εποχή,
πριν από το 1000 μ.Χ. Κατέληξε επίσης πως "υπάρχουν επαρκή στοιχεία που
δείχνουν ότι η δομή δεν ήταν ποτέ η σκήτη ενός στυλίτη, όπως είχε υποτεθεί
προηγουμένως". Αντ’ αυτού, μπορεί να ήταν μια οχυρωμένη επιφυλακή, από
την οποία δύο ή τρεις στρατιώτες, εξοπλισμένοι με όπλα και εφόδια, «μπορούσαν
να παρατηρήσουν γεγονότα πίσω από τις εχθρικές γραμμές κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας της Ακρόπολης και επίσης να λάβουν μηνύματα από άλλες μεμονωμένες
οχυρώσεις που δεν ήταν ορατά από την ακρόπολη".
Αναφορές
Στυλίτη Μοναχών
Ωστόσο,
τουλάχιστον δύο περιηγητικές αναφορές, προφανώς άγνωστες στον καθ. Χαρ. Μπούρα,
αναφέρονται στη μεταγενέστερη προσθήκη του Ολυμπιείου που χρησιμοποιήθηκε ως
καταφύγιο στυλίτη μοναχού. Ο πρώτος ανήκει στον ζωγράφο Έντουαρντ Ντόντγουελ, ο
οποίος, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1805-1806, σημείωσε, «το τούβλινο
κτίριο που στηρίζεται στην αρχιτεκτονική των δύο δυτικών στηλών του μεσαίου εύρους
[του Ολυμπιείου] υποτίθεται ότι ήταν η εναέρια κατοικία ενός ερημίτη στυλίτη:
έχει τρεις ορόφους, ύψος περίπου είκοσι πόδια και πλάτος επτά, και πρέπει να
έχει ανεγερθεί όταν ο ναός ήταν πολύ πιο τέλειος… ». Αυτή η μαρτυρία υπονοεί
ότι ο μοναχός είχε ζήσει στις κολώνες πριν από την επίσκεψή του, οπότε αυτή η
τοπική προσωπικότητα είχε γίνει μόνο μια ανάμνηση και συναρπαστική ιστορική
πληροφορία για τον ξεναγό ή τον πληροφοριοδότη του Dodwell. Ωστόσο, ο
Ντόντγουελ παρέχει επίσης στοιχεία για έναν μοναχό που διέμενε στο Ολυμπιείο
κατά τη διάρκεια της εποχής του. Αναφέρει ότι, ενώ ετοιμαζόταν να αποθανατίσει
το ναό, τον πλησίασε «μια ηλικιωμένη Αλβανίδα, με το όνομα Cosmichi, η οποία
έδειχνε έκπληκτη με την ασυνήθιστη εμφάνιση της φωτογραφικής μου σκοτεινής κάμερας»,
ένα μεγάλο, φορητό κουτί -σαν συσκευή απεικόνισης που χρησιμοποιήθηκε στη
συνέχεια ως βοηθός στο σχέδιο και τη ζωγραφική. Ο Ντόντγουελ την παραθέτει:
«Ξέρεις πού είναι τ’ αστέρια αλλά με όλη σου τη τέχνη δεν μπορείς να τις βάλεις
στο κουτί σου! Ούτε τον μαύρο άνθρωπο που βλέπει τα πάντα όλη την ημέρα και το
βράδυ πηδά από στήλη σε στήλη!». Εξίσου συναρπαστικό είναι αυτό
που ο Ντόντγουελ αναφέρει περαιτέρω: «Στη συνέχεια μίλησε πολύ σοβαρά για να με
διαβεβαιώσει ότι το πλινθόκτιστο κτίριο πάνω στο αρχιτεκτονικό ήταν η αποθήκη
μεγάλου θησαυρού και εκεί κατοικούσε ο αράπης που φύλαγε το θησαυρό». Οι
σχολιασμοί της Cosmichi, αν και κάπως παρανοϊκές, δείχνουν ότι ένας μελαχρινός,
ίσως Σύριος μοναχός ή άλλος ερημίτης, ζούσε εκείνη τη στιγμή πάνω από τον
αρχαίο ναό.
Μια δεύτερη αναφορά, λίγο περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, παρέχεται
από έναν άλλο επισκέπτη και κάποτε κάτοικο, τον Alexander Wilbourne Weddell,
πρώην Αμερικανό πρόξενο της Αθήνας, ο οποίος περιγράφει επίσης τις αγαπημένες
του εμπειρίες στην Ελλάδα. Σε
άρθρο του περιοδικού National Geographic με τίτλο «The Glory That Was Greece»
(Δεκέμβριος 1922), ο Weddell αναφέρει ότι μια μέρα απόλαυσε μια βόλτα στον Ναό
του Ολυμπίου Διός: «Πήραμε θέση στη βάση μιας από τις κολώνες και κοιτάξαμε
προς τα πάνω. Εκεί, κατά τη διάρκεια μιας σειράς ετών, ένας μεγάλος αριθμός
ερημιτών είχε περάσει τις νύχτες και τις μέρες τους μέχρι που ο θάνατος τους
έφερε την «απελευθέρωση». Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αθήνα, ένας
γέρος Αθηναίος με διαβεβαίωσε ότι θυμόταν ως παιδί να επισκέπτεται τον περίβολο
του ναού και να κουβαλάει δώρα ψωμιού και φρούτων στον στυλίτη που έμενε στη
στήλη και που άφηνε κάτω ένα καλάθι για να παραλάβει προσφορές επισκεπτών».
Για
να πιστέψουμε τον «παλιό Αθηναίο» της αφήγησης του Γουέιντελ, τουλάχιστον ένας
στυλίτης μοναχός είχε ξαναδιαμείνει στην απομονωμένη δομή στην κορυφή του
Ολυμπίου, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Αν
και ο καθ. Χαρ. Μπούρας είχε δίκιο ότι η ουσιαστική κατασκευή της «καλύβας του
στυλίτη» φαίνεται λιγότερο χαρακτηριστική μιας πρωτότυπης κατασκευής στυλίτη
παρά ενός πιθανού αμυντικού πύργου, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός, με βάση γραπτή
μαρτυρία, ότι αυτό το χαμένο ιστορικό μνημείο ήταν, σε ορισμένες περιπτώσεις.
σημείο πριν από την καταχώρηση του ημερολογίου του Ευστρατιάδη το 1870, όπου
ζούσαν μια σειρά από στυλίτες μοναχούς, οι οποίοι βρήκαν τις «Στήλες του
Αδριανού» μια τέλεια σκήτη, κατάλληλη για τις πνευματικές τους ανάγκες».
5. «Το
προσκύνημα των Αραπάδων»[9]
Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο έχει σκοπό
να αναδείξει μια άγνωστη ιστορία σχετικά με την χρήση του
Ολυμπιείου για λατρευτικούς σκοπούς από τους μουσουλμάνους (Οθωμανούς Τούρκους, Αιγύπτιους και Αιθίοπες κυρίως) στα χρόνια που η Αθήνα βρισκόταν
υπό τον Τούρκικο ζυγό δηλαδή από το 1456 μέχρι
το 1833. Την εποχή αυτή οι Έλληνες αποκαλούσαν τους Αιθίοπες που βρίσκονταν στην πόλη τους αράπηδες, από την τουρκική λέξη Arap ή παρωχημένο εκ του Άραψ που σήμαινε τον Άραβα. Παρατηρώντας λοιπόν την λατρευτική τους
δραστηριότητα στον χώρο του Ολυμπιείου και την ίδρυση εκεί ενός υπαιθρίου
τζαμιού ονόμασαν το μέρος:
Η Αθήνα κατά την
περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτελούσε ένα συνονθύλευμα εθνοτήτων όπου οι
αρμοδιότητες αλλά και η χωροθέτηση των κατοικιών τους ήταν ευδιάκριτες μεταξύ
τους. Στην Αθήνα ζούσαν πέρα από τους Έλληνες και τους Τούρκους, Εβραίοι, Τσιγγάνοι (Τουρκόγυφτοι κυρίως από την Αίγυπτο), Αλβανοί (Τουρκαλβανοί ή Αρβανίτες), διάφοροι Ευρωπαίοι και Αιθίοπες.
Σχέδιο του Τραυλού[10] με την κατανομή των εθνοτήτων στην πόλη των Αθηνών (1821)
Στοιχεία (αρχαιολογικά, εικαστικά και ιστοριογραφικά)
μας δείχνουν ότι στην ΝΔ γωνία των ερειπίων του ναού
του Ολυμπίου Διός, τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, λειτουργούσε υπαίθριο
τζαμί. Οι μόνες κατασκευές του τζαμιού ήταν:
– μια τετράγωνη πλατεία,
– ένας χαμηλός τοίχος που περιέβαλλε την πλατεία,
– μια ελαφρώς πιο υψηλή εξέδρα με βαθμίδες και ημικυκλική εσοχή (μιχράμπ).
Ο όρος Μιχράμπ (Αραβικά:محراب) αναφέρεται στην
ημικυκλική εσοχή που υπάρχει στο τείχος ενός ισλαμικού τεμένους το οποίο
υποδεικνύει την κίμπλα (η κίμπλα είναι η κατεύθυνση προς την Κάαμπα στην Μέκκα
κατά την οποία ο μουσουλμάνος πρέπει να στραφεί κατά την διάρκεια της
προσευχής). Το τείχος στον οποίο βρίσκεται το Μιχράμπ ονομάζεται το τείχος της
κίμπλα. Ο όρος Μιχράμπ είναι διαφορετικός από τον όρο Μινμπάρ ο οποίος
αναφέρεται στην υπερυψωμένη πλατφόρμα (άμβωνας) στην οποία ανεβαίνει ο Ιμάμης
και καθοδηγεί την προσευχή.
Ο Τραυλός (Πολεοδομική Εξέλιξης των Αθηνών) αναφέρει σχετικά: Το τζαμί του Ολυμπιείου ομοιάζει πολύ με την αυλήν της οικίας του Προφήτου εις την Μεδίνα, η οποία καθιερώθη υπό του ιδίου ως τόπος προσευχής και απετέλεσε το πρότυπον των Ισλαμικών τζαμιών. Εχρησιμοποείτο δε υπό των Τούρκων ιδίως κατά την εορτήν του Μπαϊραμιού και εκτάκτως εις εποχάς ανομβρίας, οπότε συνηθροίζοντο ενταύθα δια να προσευχηθούν και παρακαλέσουν τον Αλλάχ να βρέξη… Εις το Τζαμί αυτό εξ άλλου προσηύχοντο και οι εν Αθήναις διαμένοντες Αιθίοπες, ονομαζόμενον δια τούτο υπό των Αθηναίων και προσκύνημα των Αραπάδων…
Ο Καμπούρογλου (Ιστορία των Αθηναίων) γράφει για τους Αιθίοπες: Οι Αιθίοπες (Αραπάδες) ήσαν μαύροι δούλοι (σκλάβοι) των Τούρκων. Είχον συνοικισθή δε κατά μοιραίαν σύμπτωσιν κατά το Πελασγικόν, παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως, κρύπτοντες την αθλιότητα αυτών εις καλύβας, εις ερείπια και εις τας οπάς των εκεί βράχων. Υπηρέτουν συνήθως εις τα διάφορα μέγαρα των Αγάδων, ο δε Αγάς όταν έλεγεν: ο Αράπης μου, το έλεγε δια του αυτού τόνου της φωνής δι’ ού έλεγε: ο σκύλος μου ή το άτι μου. Κατά το θέρος οι Αράπηδες διέμενον εις Φάληρον. Κατά την μεταξύ των σημερινών δυο Φαλήρων θέσιν Μεσία, Αράπικα ως εκ τούτου και σήμερον έτι καλουμένην. Εκεί εξαπλούμενοι επί της φλεγούσης ψάμμου της παραλίας συνεκέντρουν τας αμυδράς αλλά γλυκυτάτας αναμνήσεις της πατρίδος των. Οι Αραπάδες ηγάπων τους χριστιανούς συμπάσχοντες μετ’ αυτών εν την κοινή δουλεία. Επίσης και οι Έλληνες όσον ηδύναντο τους επροστάτευον, χωρίς να παύσωσιν εν τούτοις θεωρούντες αυτούς ως όντα μεταξύ ζώου και ανθρώπου.
Και ο Θεός εφάνη κάποτε ότι τους συνεπάθει, διότι κατά την παράδοσιν, ότε ανομβρία δεινή εμάστιζε τας Αθήνας, εδεήθησαν οι Τούρκοι εις τον Μωάμεθ, αλλά δεν έβρεξεν, οι Χριστιανοί εις τον Προφήτην Ηλίαν, δεν έβρεξεν επίσης. Εδεήθησαν κατόπιν και οι Μαύροι εις το προσκύνημα των και διαρκούσης της προσευχής των «άνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού». Το προσκύνημα των Αραπάδων ήτο εις το Ολυμπιείον, παρά τα ερείπια του Αγίου Ιωάννου στις Κολώνες. Εκεί εν αλλαλαγμοίς επεκαλούντο την κωφεύουσαν δι αυτούς θείαν αντίληψην.
Αξίζει να κρατήσουμε από τα άνω ότι το «προσκύνημα των Αραπάδων» που βρισκόταν στο ναό του Ολυμπίου Διός ήταν υπαίθριο και μια από τις λειτουργίες που ασκούσαν οι Αιθίοπες κυρίως, ήταν η προσευχή για βροχή. Ο Καμπούρογλου μάλιστα τους αποκαλεί και ειδωλολάτρες ακριβώς για αυτόν τον λόγο.
7.
Ιστορία του Ολυμπιείου
«[12]Ιερό και Ναός του Ολυμπίου
Διός
Είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πιο πολυσύχναστα
ιερά της αρχαίας Αθήνας, η τύχη του οποίου συνυφάνθηκε με τις πολιτειακές
μεταβολές που σημειώθηκαν στην πόλη ανά τους αιώνες. Βρίσκεται νοτιοανατολικά
της Ακροπόλεως, στο νότιο τμήμα της πόλης (περιοχή Ιλισσού). Βορείως του
τεμένους διερχόταν δρόμος με γεωμετρικούς τάφους, ενώ στα νότια του ιερού
ανακαλύφθηκαν προϊστορικά όστρακα καθώς και κεραμεική των αρχαϊκών και
κλασσικών χρόνων. Οι ενδείξεις που προκύπτουν από τις ανασκαφικές έρευνες χρονολογούν
τις απαρχές της λατρείας του Διός στην περιοχή στους πρώιμους ιστορικούς
χρόνους. Μέσα σε έναν μεγάλο, ορθογώνιο περιτειχισμένο χώρο στέκονται μέχρι
σήμερα 15 τεράστιοι κορινθιακοί κίονες, που κάποτε περιέβαλλαν τον μεγαλοπρεπή
ναό του Ολυμπίου Διός («Ολυμπιείον»).
Ο ναός πρωτοχτίσθηκε μάλλον από τον Πεισίστρατο κατά
το β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Είχε την μορφή περίπτερου ναού και σε μέγεθος
ξεπερνούσε τον τότε ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, αντανακλώντας την υπερηφάνεια
της εξουσίας του επίγειου άρχοντα. Στο δ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. οι
Πεισιστρατίδες έθεσαν σε εφαρμογή το μεγαλεπήβολο σχέδιο ανέγερσης ενός νέου,
πελώριων διαστάσεων περίπτερου δωρικού ναού του Διός, που θα ανταγωνιζόταν σε
όγκο και επιβλητικότητα τα τεράστια αρχαϊκά ναϊκά οικοδομήματα της Ιωνίας (το
Ηραίον της Σάμου, το Αρτεμίσιον της Εφέσου και το Διδυμαίον της Μιλήτου). Οι
εργασίες για την αποπεράτωσή του διακόπηκαν με την πτώση της τυραννίδος το 510
π.Χ., όταν ο Ιππίας εκδιώχθηκε από την Αθήνα· τότε ο ναός είχε βρισκόταν ακόμη στα
σπάργανα (είχε φθάσει μόλις μέχρι το ύψος του στυλοβάτη). Μετά τα Μηδικά (479/8
και εξής) μέρος του οικοδομικού υλικού του Ολυμπιείου (σπόνδυλοι κιόνων)
χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της ανατολικής πλευράς της Θεμιστόκλειας
οχύρωσης. Στα πρώιμα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου (γ΄ τέταρτο 4ου αι. π.Χ.), ο
Λυκούργος, ο τελευταίος Αθηναίος ιδρυτής οικοδομημάτων, επιχείρησε να
ολοκληρώσει τον ναό, οι προσπάθειές του όμως δεν ευοδώθηκαν. Οι εργασίες για
την ανοικοδόμησή του επαναλήφθηκαν στα ελληνιστικά χρόνια από τον Αντίοχο Δ΄
τον Επιφανή (175-163 π.Χ.), πάνω σε σχέδια του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Κοσσούτιου·
ωστόσο, ο ναός δεν είχε τελειώσει όταν πέθανε ο Αντίοχος, με αποτέλεσμα να
παραμείνει ημιτελής έως την εποχή της Ρωμαιοκρατίας.
Έπειτα από την επιδρομή του 86 π.Χ. στην Αθήνα, ο
Σύλλας μετέφερε κίονες του ναού στην Ρώμη για την διακόσμηση του ναού του
Καπιτωλίου Διός. Στους χρόνους του Οκταβιανού Αυγούστου (63 π.Χ.-14 μ.Χ.)
έγιναν ανανεωτικές εργασίες σε περιορισμένο βαθμό με πρωτοβουλία ελασσόνων
ηγεμόνων του διαλυμένου τότε συριακού βασιλείου (των Σελευκιδών), οι οποίοι
θέλησαν να αφιερώσουν τον ναό στο genius του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Τον εξωραϊσμό
όλου του χώρου του ιερού και την αποπεράτωση του ναού ανέλαβε περίπου δύο
αιώνες αργότερα, κατά την πενταετία 125-130 μ.Χ., ο φιλέλληνας αυτοκράτορας
Αδριανός.
Στην τελική του μορφή το κτίριο διαρθρωνόταν σε δίπτερο ναό κορινθιακού ρυθμού (πτερό 8 x 20), με προσθήκη και τρίτης κιονοστοιχίας στις στενές πλευρές, που εσωτερικά διακρινόταν σε τρία μέρη (πρόναο, σηκό, οπισθόδομο) και ίσως έφερε επιπλέον εσωτερικές ιωνικές κιονοστοιχίες κοντά στους εξωτερικούς τοίχους για την στήριξη της στέγης. Στον σηκό φυλασσόταν το κολοσσιαίο λατρευτικό χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός
και κοντά σε αυτό ανδριάντας του Αδριανού, που
λατρεύτηκε επίσης ως θεός στον ίδιο ναό. Παράλληλα, ένας μεγάλος ορθογώνιος
περίβολος, ενισχυμένος με αντηρίδες και με μνημειακή είσοδο με πρόπυλο στην
βόρεια πλευρά του (κοντά στην βορειοανατολική γωνία), υψώθηκε προστατευτικά
γύρω από τον ναό. Τέλος, σε θέση παρακείμενη προς τον ναό κατασκευάσθηκε η
λεγόμενη Πύλη του Αδριανού, αυτοτελές αψιδόμορφο κτίσμα που λειτούργησε ως
θριαμβικό τόξο, ανάλογο με αυτά που υπήρχαν σε πολλά σημεία της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας· η οικοδόμησή του πρέπει να είχε ολοκληρωθεί το 131 μ.Χ., όταν ο
αυτοκράτορας επισκέφθηκε την Αθήνα για να εγκαινιάσει τον ναό και, καθώς
φαίνεται, πέρασε κάτω από την αψίδα κατά την είσοδό του στο ιερό του Διός.
Η σταδιακή καταστροφή του Ολυμπιείου στις περιόδους που ακολούθησαν οφειλόταν μάλλον σε φυσικά αίτια (σεισμούς), ενώ σοβαρότατες βλάβες προξένησαν και οι Τούρκοι, οι οποίοι μετέβαλαν τους κίονες σε ασβέστη για την αντιμετώπιση οικοδομικών αναγκών. Στους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας ένας μοναχός, γνωστός ως Στυλίτης, είχε εγκαταστήσει επάνω στο επιστύλιο των δυτικότερων κιόνων της νοτιοδυτικής γωνίας του ναού το κελί του, τα ερείπια του οποίου ήταν ορατά έως την εποχή του Όθωνος.
1813. CLARKE, Edward Daniel. Travels in various countries of Europe Asia and Africa. Part the Second Greece Egypt and the Holy Land, Λονδίνο, R. Watts for T. Cadell and W. Davies, MDCCCXIII [=1813]. Συλλογή Ελληνική Βιβλιοθήκη - Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.
«[13]Μεγάλος
υπήρξε ο αριθμός των θρύλων και των παράξενων θεωριών που συνδέθηκαν με το
Ολυμπιείο (τους Στύλους του Ολυμπίου Διός). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
πίστευαν ότι σε ένα εσωτερικό επιστύλιο του ναού του Διός σκαρφάλωσε και έστησε
το κατάλυμά του ένας ερημίτης, αφού θεώρησε ότι στη γη δεν μπορούσε να νεκρώσει
αρκετά το αμαρτωλό του σώμα. Μιμούμενος, λοιπόν, τον βίο του Αγίου Συμεών του
Στυλίτη, ο εναερίτης ασκητής «δεν κατέβηκε ούτε μία φορά επί είκοσι ολόκληρα
χρόνια», όπως πληροφορήθηκε το 1786 η Αγγλίδα συγγραφέας Elizabeth Craven!
Λεγόταν ότι ανεβοκατέβαζε μονάχα ένα καλαθάκι δεμένο με σχοινί δύο φορές την
ημέρα, μέσα στο οποίο οι ευλαβείς Χριστιανοί εναπόθεταν όσα τρόφιμα
προαιρούνταν. Με αυτά τα λιγοστά αγαθά ο ασκητής κατάφερνε να επιβιώνει.
Πριν το 1834. Athens. View
from the south - east (before 1834). PEYTIER, Eugène. Liberated Greece and the
Morea Scientific Expedition. The Peytier Album in the Stephen Vagliano
Collection, Αθήνα, National Bank of Greece, 1971. Συλλογή Ελληνική Βιβλιοθήκη -
Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης
Κάποιος Τούρκος μιμήθηκε
τους Έλληνες στυλίτες κατά την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού. Πολύ γρήγορα
όμως ήρθε το τέλος του, οι Έλληνες επαναστάτες τον δολοφόνησαν, γιατί θεώρησαν
ότι κατασκόπευε τις κινήσεις τους και τις πρόδιδε στους ομοεθνείς του. Ο Proust
Antonin, στο «Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857», γράφει τη μαρτυρία ενός
στυλίτη για τις συνθήκες εκεί πάνω: «Ήμουν τόσο καμένος από το φοβερό ψύχος,
ώστε πολύ συχνά έπεφταν τα νύχια των ποδιών και το κρυσταλλιασμένο νερό
κρεμόταν από τα γένια σαν σταλακτίτες».
Στυλίτες ἤ
κιονίτες
[14]«Μιά ἰδιαίτερη κατηγορία ἀσκητῶν εἶναι οἱ στυλίτες ἅγιοι, πού ἀντιπροσωπεύουν ἕναν ἀκραῖο φανατικό ἀσκητισμό. Οἱ στυλίτες ἅγιοι πρωτοπαρουσιάζονται στό τέλος τοῦ 4ου μ. Χ. αἰώνα καί ἡ ἄσκησή τους χαρακτηρίζεται ἀπό αὐστηρότητα καί ὑπερβολές. Ὀνομάζονται στυλίτες λόγω τοῦ τρόπου τῆς ἄσκησης πού ἀκολουθοῦν. Αὐτοί μένουν ὅλη τους τή ζωή πάνω σ’ ἕνα στύλο, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ἕνα στενό κουβούκλιο. Παραμένουν ὄρθιοι, σέ στάση σταυρική καί προσεύχονται ἀδιάκοπα, ἀνεξάρτητα ἀπό τά καιρικά φαινόμενα καί σπάνια ξαπλώνουν, μόνο σέ περίπτωση ἀσθένειας. Ὑποδηλώνουν ἔτσι τήν πλήρη διάστασή τους ἀπό τά ἐγκόσμια. Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἀνήκουν στή συροπαλαιστινιακή παράδοση τῆς ἁγιογραφίας. Αὐτό τό σκληρό τρόπο ἀσκήσεως, ἐπινόησε ὁ πρῶτος στυλίτης ὅσιος Συμεών, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν Θεοδώρητο ἀποκαλεῖται «τό μέγα θαῦμα τῆς οἰκουμένης», ἐκθειάζοντας τήν στυλίτικη ζωή μέσα στούς αἰῶνες.Ἡ Συρία θεωρεῖται ἡ κοιτίδα τοῦ ἐρημιτικοῦ βίου. Στή Συρία ἀναπτύχθηκαν ἀκραῖες μορφές τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, ὅπως εἶναι οἱ στυλίτες, οἱ «διά Χριστόν σαλοί», οἱ ἔγκλειστοι, οἱ «βοσκοί», κ.α. Ἀναπτύσσονται, ὁ τύπος τοῦ «ἀνοικτοῦ μέσου», πού ἀνήκουν οἱ στυλίτες ἤ κιονίτες, δενδρίτες καί «βοσκοί», καθώς καί ὁ τύπος τοῦ «κλειστοῦ μέσου», στόν ὁποῖο ἀνήκουν κυρίως οἱ ἔγκλειστοι ἀσκητές…. ὅτι ἡ σκληρότητα στή ζωή μας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στήν καρδιά μας τήν τρυφεράδα τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονές γεννιοῦνται ἀπό τίς σωματικές ὀδύνες. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα ψυχῆς καί ἔλαβαν πνεῦμα. Μέ ἱδρώτα καί κόπο ἔλαβαν τήν Θεία Χάρη. Πέταξαν τόν ἑαυτό τους καί τόν βρῆκαν στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει. Ὅσο ἐργάζεται, τόσο δυναμώνει.
Ὁ αὐστηρός ἀγώνας ἄσκησης, ἡ αὐτοεγκατάλειψη, ἡ πλήρης ἐξουθένωση καί ὁ ἐκμηδενισμός τῶν στυλιτῶν θεωρήθηκε ἀπό πολλούς Ἁγίους ἰσότιμη μέ τό μαρτύριο. Ὅλα αὐτά τά φαινόμενα ἀκραίας μοναχικῆς ἄσκησης, ὅλα αὐτά τά φαινόμενα καί οἱ διαστάσεις ἑνός, ὑπερβολικῆς αὐστηρότητας, πνευματικοῦ ἀγώνα, ὅπως εἶναι ἡ ὀρθοστασία, ἡ αὐτοεγκατάλειψη, ἡ διά βίου σιωπή καί διακονία, ἡ ἄρνηση κάθε εἴδους ἐκπολιτισμένης ζωῆς μέσα σέ μία γενική στέρηση -στήν ἀπόλυτη μορφή της- γίνονται μέ σκοπό τήν θέωση, τόν ἁγιασμό, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόν Θεῖο Ἔρωτα πρός τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς τῆς ἐν τῷ Παραδείσῳ καί τῶν Ἐπουρανίων ἀγαθῶν, μέ τήν θέα τοῦ Παναγίου Προσώπου Του».
1865. Στην κορυφή διακρίνεται η σκήτη του στυλίτη μοναχού, ενώ στο κάτω μέρος φαίνονται θαμώνες του καφενείου που είχε ανοίξει κοντά στο ναό. (Φωτογραφία: Δημήτριος Κωνσταντίνου).
[15] «1865. Ο
φωτογράφος Δημήτριος Κωνσταντίνου απαθανατίζει τον μισογκρεμισμένο Ναό του
Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Στο επιστύλιο δύο στύλων στη νοτιοδυτική γωνία του
ναού, εξείχε κάτι που δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη κατασκευή. Ήταν ένα μικρό
πέτρινο καταφύγιο. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα από τις 140 κολώνες του
μεγαλύτερου ναού της Ελλάδας στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια στέκονταν
όρθιες μόλις 16. Πολλές είχαν καταστραφεί εξαιτίας φυσικών φαινομένων και
σεισμών. Άλλες, όμως, διαλύθηκαν από Τούρκους που τις μετέτρεπαν σε
ασβέστη για να αντιμετωπιστούν οικοδομικά προβλήματα. Σύμφωνα με ιστορικές
αναφορές, στα τέλη της τουρκοκρατίας οι λίγες εναπομείνασες ψηλόλιγνες κολώνες
του Ολυμπιείου που έφταναν τα 17 μέτρα ύψος και τα 2,6 μέτρα διάμετρο,
είχαν μαγνητίσει κάποιους μοναχούς. Αποκαλούνταν στυλίτες επειδή ζούσαν στην
κορυφή των ψηλών στύλων. Ήταν χριστιανοί που πίστευαν ότι έτσι θα έρχονταν πιο
κοντά στον Θεό. Θεωρούσαν ότι μέσα από τις κακουχίες που περνούσαν εκεί πάνω θα
εξιλεώνονταν για τις αμαρτίες τους και έτσι επιδίωκαν την ηθική τους
ολοκλήρωση. Στέκονταν για χρόνια πάνω σε έναν στύλο. Τρέφονταν με τα απολύτως
απαραίτητα και υπέμειναν τις ακραίες καιρικές συνθήκες, τον ήλιο, τη ζέστη του
καλοκαιριού και το τσουχτερό κρύο του χειμώνα. Υπέμειναν κάθε αντιξοότητα,
καθώς μόνο έτσι θα έφερναν εις πέρας την αποστολή τους. Κατέβαιναν μόνο αν
υπήρχε σοβαρός λόγος, αλλά συνήθως παρέμεναν στη θέση τους ό,τι και να γινόταν.
Οι ντόπιοι τους προσέφεραν φαγητό και νερό που ανέβαζαν πάνω στο καταφύγιό τους
με σχοινιά και κουβάδες. Κάποιοι από αυτούς ανακηρύχθηκαν άγιοι. Δυο από
τα πλέον γνωστά πρόσωπα είναι ο Συμεών και ο Δανιήλ.
Εκτιμάται ότι μετά την ανεξαρτησία της
Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έγιναν προσπάθειες να ενισχυθεί η
εθνική ταυτότητα. Έτσι, όποιες προσθήκες έγιναν στα ελληνικά μνημεία κατά την
περίοδο της τουρκοκρατίας έπρεπε να καταστραφούν. Μεταξύ αυτών και το καταφύγιο
των χριστιανών ασκητών στον Ναό του Ολυμπίου Διός. Τα ερείπια της κατασκευής
ήταν ορατά έως την εποχή του Όθωνα, όπως μαρτυρούν οι διάφοροι πίνακες της
εποχής. Πέρα από τους αυτόχθονες Αθηναίους και τους ερημίτες, στους Στύλους του
Ολυμπίου Διός σύχναζαν Τούρκοι και Αιθίοπες, δούλοι των Τούρκων, οι οποίοι
πήγαιναν εκεί για να κάνουν τις δεήσεις τους, ιδιαίτερα σε περιόδους ανομβρίας.
Τοπικοί θρύλοι ήθελαν και τρία στοιχειά να κάνουν βόλτες πάνω στις κολώνες του
ναού. «Αν ξυπνήσεις καμιά μαύρη και άγρια νύχτα και αν δεν φοβηθείς, να πας
κατά τις Κολώνες. Θα δεις -μακριά από λόγου μας- να πηδάνε τρία στοιχειά από
κολώνα σε κολώνα. Ξεκαρδίζονται κιόλας στα γέλια! Και το γέλιο τους σαν τι
μοιάζει σου φαίνεται; Σαν αστροπελέκι! Αν ξυπνήσεις καμιά μαύρη και άγρια νύχτα
και αν δεν φοβηθείς, να πας κατά τις Κολώνες, θα τους δεις!» ...
Επίλογος
Η πτώση της κολώνας το 1852
«Eπέλεξα το δρόμο που περνάει από τα
ερείπια του ναού του Διός. Oι φήμες ήταν αληθινές. H φοβερή καταιγίδα δεν είχε
καταστρέψει μόνο σύγχρονα κτήρια. Είχε ρημάξει και ένα από τα ομορφότερα
μνημεία του Χρυσού Αιώνα των Αθηνών. Ένας από τους τεράστιους στύλους που
ανήκει σε έναν από τους μεγαλύτερους ναούς των θεών των Ἑλλήνων, το ναό του Ὀλυμπίου
Διός, έχει σκύψει το περήφανο κεφάλι του. Αυτή τη στιγμή πλήθος κόσμου
κατακλύζει το χώρο και οι δημοσιογράφοι έχουν ορμήσει σαν όρνια· άλλος
ζωγραφίζει, άλλος κάνει μετρήσεις, άλλος κρατάει σημειώσεις. Tο θλιβερό νέο θα
φτάσει σίγουρα σε κάθε γωνιά του κόσμου. H αξία ενός ήρωα γίνεται
κατανοητή μόνο αφού εκείνος πέσει· το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς εδώ τους
στύλους. Δυστυχώς είχαμε τη ευκαιρία να εξετάσουμε έναν από αυτούς και να
διαπιστώσουμε πόσο απλή, αλλά συγχρόνως ανθεκτική ήταν η κατασκευή τους.
Άλλωστε είχαν αντέξει στις μπόρες για περισσότερο από δύο χιλιετίες… Μέχρι χτες
το βράδυ 16 στύλοι έστεκαν όρθιοι, ανάμεσά τους κι ένας που πάνω στο κιονόκρανό
του υπήρχε ακόμα το κατάλυμα όπου κατά το Mεσαίωνα ασκήτευσε ένας στυλίτης. O
μεσαίος από τους τρεις στύλους στα δυτικά έχει πέσει τόσο όμορφα, λες και
κάποιος έχει τοποθετήσει τους σπονδύλους του στη σειρά τον ένα μετά τον άλλο».
Bίλχελμ Λάγκους – Ένας Φινλανδός λόγιος στην Αθήνα του
1852
[1] Ξανθάκης
Ξ. Άλκης. «Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραϊτη».
Εκδόσεις Ποταμός 2001. Σελ. 158,9.
[2] Ξανθάκης
Ξ. Άλκης. Την παραπάνω στη νο 1 υποσημείωση, την «Ιστορία της Ελληνικής
φωτογραφίας 1839-1970». Εκδόσεις Πάπυρος 2008 και την μονογραφία «Φίλιππος
Μαργαρίτης, ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος». Εκδόσεις περιοδικό ΦΩΤΟ 1990.
[3] Το Ολυμπιείο διαχρονικά (1839 - 2017), μέσα από 60 ιστορικές φωτογραφίες. https://geomythiki.blogspot.com/2017/10/olympieion.html
[5] Β.Χ.
Πετράκου. «Η καλύβη του Στυλίτου». ΜΕΝΤΩΡ. Έτος Ιούνιος 2004, τεύχος 71, σελ. 57.
[6]
Εφημερίδα Αθηνών «Άστυ», φύλο της 10/12/1894.
[7] «Η
ιστορία της πόλεως των Αθηνών» υπό Φερδινάνδου Γρηγοροβίου. Μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, τόμος Α΄. Αθήναι 1904.
[8] Stylite Monks: The Unknown Column-Dwelling Holy Men of Athens.
[9] http://www.tapantareinews.gr/2019/12/blog-post_374.html. Κείμενο – Έρευνα: Θεοδοσόπουλος Δημήτρης, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός
Ε.Μ.Π.
[10] Ο Ιωάννης Τραυλός, 1908 - 28 Οκτωβρίου 1985, ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος.
[11] http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2488.
[12] http://archaeologia.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Sanctuary_of_Olympian_Zeus.aspx
[13] https://www.lifo.gr/culture/vivlio/kryfa-katatopia-tis-magikis-athinas
[14] http://www.imioanninon.gr/main/?page_id=13187
[15] https://www.mixanitouxronou.gr/oi-askites-poy-zoysan-apokommenoi-apo-tin-symvatiki-zoi-pano-stoys-styloys-toy-olympioy-dios-onomazontan-stilites-kai-ithelan-na-erthoyn-pio-konta-ston-theo/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου