ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΟΙ
ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ
ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΦΟΝΙΚΟΥ
Εκατόν ογδόντα (180) χρόνια συμπληρώνονται από την δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια. Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1831 με το παλαιό ημερολόγιο και 9 Οκτωβρίου 1831 με το σημερινό.
Στις 6 Μαΐου 2020 τα ελληνικά ΜΜΕ βοούσαν για την δήλωση περί «Καποδίστρια δικτάτορα». Επρόκειτο για την ανάρτηση στα social media του καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών του πανεπιστημίου Αθηνών και μέλους της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», Αριστείδη Χατζή για τον πρώτο Κυβερνήτης της χώρας, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Συγκεκριμένα έγραψε : «Για τον Ιωάννη Καποδίστρια, τα πρώτα δημοκρατικά και φιλελεύθερα συντάγματα αποτελούν «ξυράφι στα χέρια μικρού παιδιού». Ο Καποδίστριας φτάνει τον Ιανουάριο του 1828 στην Αίγινα ενώ έχει αποδεχτεί ήδη από τον Αύγουστο του 1827 τη θέση του Κυβερνήτη. Καθώς λοιπόν θεωρεί ιδιαίτερα επικίνδυνο ξυράφι το Σύνταγμα της Τροιζήνας, το αναστέλλει & κηρύσσει ουσιαστικά δικτατορία. Αυτό είναι το τέλος της Πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Όμως οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι Έλληνες δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν να αγωνίζονται για δημοκρατία και δικαιώματα. Ούτε η εκσυγχρονιστική δικτατορία Καποδίστρια, ούτε οι Βαυαροί, ούτε οι ξένες δυνάμεις μπόρεσαν να τους αναγκάσουν να ανεχθούν ένα αυταρχικό καθεστώς. Με αγώνες & αίμα κατόρθωσαν το 1844 να κάνουν την Ελλάδα το πρώτο κράτος στον κόσμο που καθιερώνει την καθολική ψηφοφορία των ανδρών & το 1864 μία από τις πρώτες φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της
Ήταν η αφορμή για να διαβάσω καλύτερα και προσεκτικότερα κάποιες ιδιαίτερες πτυχές του θέματος διότι τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία, ιδιαίτερα για την δολοφονία του και τις διαφορές του Καποδίστρια με την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων.
Από την μια πλευρά, κάποιοι συγγραφείς
προσπαθούν να εστιάσουν μόνο στην συμπεριφορά του Κυβερνήτη απέναντι στον
Πετρόμπεη και να ερμηνεύσουν την δολοφονία του με βάση τα έθιμα της Μάνης. Από
την άλλη πλευρά, γίνεται προσπάθεια να αποδειχθεί πως οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν
πράκτορες ξένων δυνάμεων και ενήργησαν σε διατεταγμένη υπηρεσία. Υπάρχει και
τρίτη πλευρά, αυτών που όλα τα ιστορικά φαινόμενα τα ερμηνεύουν με βάση την επιθυμία
τους να πρωτοτυπήσουν και να αποδώσουν όλες τις δολοφονίες πολιτικών σε χέρι
Εβραίων, μασόνων, σκοτεινών δυνάμεων κλπ. Είναι και άλλη πλευρά αυτή των
«πάντοτε υποψιασμένων» που ισχυρίζονται πως ο μη αποχαρακτηρισμός της
συγκεκριμένης υπόθεσης από τα αρχεία του Αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών,
αποδεικνύει το μέγεθος της αγγλικής συνομωσίας. Και βέβαια είναι και ακόμη μία
πλευρά αυτή που τελευταίως εκφράστηκε, γράφοντας πως ο Καποδίστριας κυβερνούσε
με δικτατορικό τρόπο τον ελληνικό λαό και πως μετά την Επανάσταση του 1821 και
τον μεγαλειώδη Απελευθερωτικό Αγώνα που την ακολούθησε, όλα λειτουργούσαν
τέλεια και δημοκρατικά, ο φατριασμός δεν υπήρχε, ο λαός είχε προσαρμοστεί στα
νέα δεδομένα χωρίς οι ξένες δυνάμεις να επιβουλεύονται την χώρα
και τον έλεγχό της. Οι ίδιοι πιστεύουν πως ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα και
έπαιρνε παχυλούς μισθούς, έκλεινε τις δημοκρατικές εφημερίδες, διόριζε όποιον
συμπαθούσε, τα αδέρφια του λύνανε και δένανε και βασανίζανε αυτούς που
πολέμησαν για να διώξουν την τουρκιά.
Τα «δαιμόνια» που κάποιοι έσπειραν και
συνεχίζουν να σπέρνουν, ταγμένοι σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες (ίσως και
σε άλλες), δεν γράφουν ιστορία. Όλα όσα μπορεί να ισχυριστεί ο οποιοσδήποτε θα
πρέπει και να θεμελιώνει με στοιχεία, παραπομπές στα ΓΑΚ ή σε άλλα
αναγνωρισμένα επισήμως αρχεία. Μόνο όμως από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και
συναφείς πηγές αποδίδουν στους ασχολούμενους τα στοιχεία. Έχοντας τα στοιχεία ο
συγγραφέας μπορεί να κάνει και τις προσωπικές του κρίσεις. Τα επίσημα αρχεία
δίνουν στον αναγνώστη τις πληροφορίες και μπορεί να κάνει την κριτική του στα
σχόλια και τις κρίσεις του συγγραφέα.
Από το 1991 που διάβασα το διήγημα του
Φτέρη "Καποδίστριας και Μαυρομιχαλαίοι" θυμόμουν απροσδιόριστα αυτό που γενικά ισχυρίζεται, δηλαδή πως «ο Καποδίστριας φέρθηκε άνανδρα στον Πετρόμπεη, τον συνέλαβε
με ύπουλο τρόπο, με το πλοίο του ναυάρχου Κανάρη φυλακίζοντάς τον στο
Παλαμήδι. Όταν αποφάσισε να τον ελευθερώσει και κανόνισε συνάντηση μαζί του,
μετάνιωσε μέσα σε ένα πρωινό και τον ξανάκλεισε φυλακή. Οι συγγενείς του
Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος ο αδερφός του και Γιώργος ο γιός του, ένιωσαν
ταπεινωμένοι για λογαριασμό της Οικογένειας και την άλλη μέρα δολοφόνησαν τον
Καποδίστρια». Αλλά δεν είναι έτσι.
Είχα διαβάσει στον Φτέρη πως «…[1]ο Καποδίστριας βρίσκεται στα μαχαίρια με
τους Μανιάτες. Τον περασμένο Φλεβάρη ξεσηκώθηκε στο Λιμένι ο Κατσής ο
Μαυρομιχάλης με τους δικούς του, με τα παλληκάρια του. Μόλις τόμαθαν στ’ Ανάπλι
έγινε μεγάλος σαματάς. Ο Πετρόμπεης ζήτησε να κατεβεί στην Τσίμοβα για να βάλει
τάξη, ήτανε σίγουρος πως θα τον άκουγαν και σαν γέροντα και σαν κάπο. Αλλά ο
Κυβερνήτης, πεισματωμένος καθώς ήταν, δεν τον άφησε. Έφυγε με ένα καΐκι κρυφά.
Στείλανε τον Κανάρη με μπουγιουρντί να τον πιάσει, τον πρόφτασε στο Κατάκωλο
κι’ από το Κατάκωλο τον ξαναγύρισε στ’ Ανάπλι. Ο Καποδίστριας φυλάκισε το γέρο
Μαυρομιχάλη στο Ίτς-Καλέ. Να γιατί τα ντουφέκια της Μάνης είναι έτοιμα. Οι
Νεραϊδογέννητοι δεν θα την σηκώσουν την προσβολή…».
Τσιμπιδάρος-Φτέρης Γεώργιος |
Γράφει : «…Ο Πετρόμπεης
Μαυρομιχάλης, που ζούσε στο Ναύπλιο, ζήτησε από τον Καποδίστρια να πάει στη
Μάνη να ηρεμήσει τους συντοπίτες του. Ο Καποδίστριας όμως δεν τον άφησε. Να
σημειώσουμε ότι τους Μαυρομιχαλαίους που ζούσαν στο Ναύπλιο, τους
παρακολουθούσε η Αστυνομία. Ο Τσανής Μαυρομιχάλης και ο γιος του, Κατσάκος,
ήταν φυλακισμένοι. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης δεν άκουσε τον Καποδίστρια και
πήγε τελικά στη Μάνη. Ο Καποδίστριας έστειλε τον Κανάρη να ηρεμήσει τους
Μανιάτες. Ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ζήτησε να μιλήσει με τους Μαυρομιχαλαίους.
Αν και αυτοί δεν ήθελαν επαφές με τους κυβερνητικούς, εμπιστευόμενοι τον Κανάρη
δέχτηκαν να μιλήσουν μαζί του. Έτσι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κι ο αδελφός του,
Κωνσταντής, ανέβηκαν στο καράβι του Κανάρη. Ξαφνικά, το καράβι σήκωσε άγκυρα κι
έφυγε για το Ναύπλιο. Εκεί, ο Πετρόμπεης φυλακίστηκε στο Ιτς Καλέ ως "ένοχος
εσχάτης προδοσίας", ενώ ο Κωνσταντής, ως λιποτάκτης, τέθηκε υπό
"αστυνομική επιτήρηση". Ο Κανάρης φαίνεται ότι είχε εντολή να
συλλάβει τους Μαυρομιχαλαίους, το έκανε όμως με δολερό τρόπο. Μόλις έμαθε τα
γεγονότα, ο Καποδίστριας εξοργίστηκε: "Η πράξη αυτή του Κανάρη είναι
άτιμη! Μ' αυτά τα λάθη τους, τα δημόσια όργανα θα μου φέρουν κανένα διάβολο στο
κεφάλι". Οι αντιδράσεις εναντίον του Καποδίστρια, από συγκεκριμένες πάντα
πλευρές, είχαν αρχίσει να γίνονται ανεξέλεγκτες…».
Μια άλλη αναζήτηση στο «Σαν σήμερα» θα
αποφέρει την εξής πληροφορία : «…Το Πάσχα του 1830, όταν ο αδελφός τού
Πετρόμπεη, Τζανής ή Κατσής, στασίασε στην Τσίμοβα εναντίον του νομάρχη
Μεσσηνίας, Ιωάννη Γενοβέλη, ο οποίος επεδίωκε να εκμηδενίσει την επιρροή των
Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη, ο Πετρόμπεης υποχρεώθηκε να παραμένει υπό
παρακολούθηση στο Ναύπλιο. Προσφέρθηκε, όμως, να μεταβεί στη Μάνη και να
επιβάλει την τάξη. Ο Καποδίστριας δεν του έδωσε άδεια και ο Πετρόμπεης
δραπέτευσε τον Φεβρουάριο του 1831. Δια μέσου της Ζακύνθου προσπάθησε να φθάσει
στη Μάνη, αλλά το πλοιάριο στο οποίο επέβαινε εξόκειλε λόγω τρικυμίας στο
Κατάκωλο, όπου συνελήφθη από τον Κανάρη και
φυλακίστηκε στο Ναύπλιο ως υπόδικος με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας…». Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1420.
Υπάρχουν,
όπως ειπώθηκε, και οι σοβαρές πηγές. Σημείο
αναφοράς και σοβαρή πηγή ο κ. Χρήστος Κ. Λούκος
Χρήστος Κ. Λούκος[2] |
Στην σπουδαία μελέτη[3]
του «Ο κυβερνήτης Ιω. Καποδίστριας και
οι Μαυρομιχαλαίοι» ξεδιπλώνει αναλυτικότατα μέσα από πρωτογενείς πηγές το
χρονικό μιας διαμάχης που κόστισε την ζωή του Ιωάννη Καποδίστρια και, εν
πολλοίς, ματαίωσε την έντιμη προσπάθεια, παρόλες τις δυσκολίες, που κατέβαλε
προκειμένου να οργανώσει ένα σοβαρό Κράτος, μετά από 7 χρόνια συνεχών πολέμων, στα
4 περίπου χρόνια της διακυβέρνησής του.
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας
ως κυβερνήτης της Ελλάδας την είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από
27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε
πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 καθώς και ο Πετρόμπεης το 1824. Τελικά,
στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε
Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της
συνέλευσης, ο Κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα
αναθεωρείτο από τη Συνέλευση. Σημαντικό ρόλο στην κλήση του Καποδίστρια στην
Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του
Αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του. Άλλαξε
όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που υφάρπαξε την έγκριση του Άγγλου
μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του διαπραγματευτή με
τους Τούρκους Στράντφορντ Κάνινγκ, εξαδέλφου τού Τζώρτζ Κάνινγκ, υπουργού
εξωτερικών της Αγγλίας και φιλέλληνα, ο οποίος κατόρθωσε να εμπλέξει τη Ρωσία στις
προσπάθειες επίλυσης του ελληνικού ζητήματος υπό δική του καθοδήγηση και τελικά
να δημιουργήσει τις συνθήκες που οδήγησαν στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, από τον
διορισμό του εξαδέλφου του Στράτφορντ Κάνινγκ ως διαπραγματευτή και αργότερα
πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη και του Φρέντερικ Άνταμ ως Αρμοστή στα Ιόνια μέχρι
την καθόλου τυχαία ανάθεση του βρετανικού μεσογειακού στόλου στον γνωστό για
την έλλειψη διπλωματικότητας, Έντουαρντ Κόδριγκτον. Παρά
ταύτα η εκλογή του Καποδίστρια θεωρήθηκε ως ήττα της αγγλικής εξωτερικής
πολιτικής και νίκη της Ρωσίας.
Ο Εμμανουήλ
Πρωτοψάλτης, τέως δ/ντής των ΓΑΚ, στην μελέτη του σχετικά με τον Ιγνάντιο
μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας σημειώνει[4]
πως ο Πετρόμπεης είχε συστήσει, με
επιστολή του στον Ιγνάντιο από 20/9/1827, να έλθει ο Καποδίστριας στην
Ελλάδα, γράφοντάς του να κανονίσει να έλθει «περιστοιχισμένος τουλάχιστον με έξ χιλιάδες τακτικού», δια να
δυνηθή απαλλασσόμενος της πιέσεως τον τοπικών αρχηγών, να επιτύχη την βελτίωσιν
του τόπου, «εις διαφορετικήν όμως περίστασιν,
σας εξομολογούμαι με όλην μου την συνείδησιν, αλλά με λύπην της ψυχής μου, ότι
τα πάθη θέλουσι τρέξει το ίδιον δρόμον, η πλεονεξία θα υπεραυξήση, η προσωπική
ασφάλεια θέλει μηδενίζεται, ως και ήδη Και το χείριστον απ’ όλα, ότι και η
υπόληψις αυτή της εξοχότητός του θέλει κλονισθή μετ’ ολίγον, οπόταν φθάση να
κρεμασθή από την διάκρισιν των μαχαιροφορούντων…».
Ο Καποδίστριας
αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτή την
συμβουλή και απάντησε πως «…δεν υπάρχει επ’ εμού να φθάσω εις
Ελλάδα, παραπεμπόμενος υπό παραιτωριανής φρουράς.. Ο Πετρόμπεης βρέθηκε
μπροστά σε έναν πείσμονα πολιτικό που ήθελε πάση θυσία να επιβάλλει το κράτος
του νόμου..»[5].
Ο Καποδίστριας έφθασε
στην Ελλάδα στις 18 Ιανουαρίου 1828, δέκα μήνες μετά την απόφαση της Γ'
Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες
αργότερα στην Αίγινα, πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο
αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ο όρκος που έδωσε έχει
ιδιαίτερη σημασία καθώς και τα σχετικά των διατυπωμένων φράσεων :
«Όρκος
του Κυβερνήτου της Ελλάδος. Εν ονόματι της Αγιωτάτης και Αδιαιρέτου Τριάδος,
ορκίζομαι να εκπληρώσω, κατά τας οποίας αι πράξεις της Επιδαύρου, του Άστρους
και της Τροιζήνος έθεσαν βάσεις, τα εμπιστευθέντα μοι χρέη παρά του Έθνους.
Ορκίζομαι να τα εκπληρώσω μέχρι της συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως κατά
τους κανόνας δια της προσωρινής Κυβερνήσεως ορισθέντας, μόνον σκοπόν έχων να
προάξω την πρόοδον της εθνικής και πολιτικής ανακαινίσεως της Ελλάδος, ώστε να
δυνηθή όσον τάχιστα ν’ απολαύση των σημαντικών ωφελειών τας οποίας η εν Λονδίνω
Συνθήκη 6 Ιουλίου (ε.ν.) επαγγέλεται. Καθίσταμι εμαυτόν υπεύθυνον δι’ όλας τας
πράξεις της Διοικήσεώς μου και εγγυώμαι να υποβάλω αυτάς εις την κύρωσιν της
Εθνικής Συνελεύσεως, ήτις θέλει συνέλθει τον Απρίλιο μήνα.[6] Ι.Α. Καποδίστριας».
«Συγκεκριμένη
εικόνα για τους Μαυρομιχαλαίους σχημάτισε ο Ιω. Καποδίστριας λίγο μετά την
άφιξή του στην Ελλάδα (Ιαν. 1828). Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, αδελφός του
αρχηγού της οικογένειας Πετρόμπεη, κατηγορήθηκε ως ένοχος πειρατείας. Για τον
γιό του Πετρόμπεη, τον Γεώργιο, που διατέλεσε μέλος της Αντικυβερνητικής
Επιτροπής (σύστημα διοίκησης από τους Γιαννούλη Νάκο, Γεώργιο
Μαυρομιχάλη και ο Ιωάννη Μ. Μιλαήτη και
κυβέρνησε από τον Απρίλιο του 1827 μέχρι τον ερχομό του Καποδίστρια τον Γενάρη
του 1828), διατυπώθηκαν βάσιμες υπόνοιες ότι καταχράστηκε χρήματα του Δημοσίου.
Ο άλλος αδελφός του Πετρόμπεη, ο Ιωάννης «Κατσής» Μαυρομιχάλης, φρούραρχος της
Μονεμβασίας, δεν παρείχε εγγυήσεις ότι θα προστάτευε τα Ν.Α. παράλια της
Πελοποννήσου από την επανεμφάνιση των πειρατών. Συγχρόνως οι περισσότεροι
οπλαρχηγοί της Μάνης, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονταν ο Διονύσιος Μούρτζινος
και ο Τζαννετάκης Γρηγοράκης, έπαψαν να αναγνωρίζουν τον Πετρόμπεη ως
αντιπρόσωπό τους στην Κυβέρνηση και τον κατηγόρησαν ευθέως ότι οικειοποιήθηκε,
για την οικογένειά του μόνο, όλη τη δόξα από τους αγώνες των Μανιατών, ενώ
παράλληλα εισέπραξε όλα τα χρήματα που δόθηκαν για τη Μάνη από τις ελληνικές
κυβερνήσεις. Στους αδελφούς εξάλλου, γιούς και ανιψιούς του Πετρόμπεη απέδωσαν
τις διαιρέσεις και τις εμφύλιες συγκρούσεις των Μανιατών…»[7].
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΒΑΣΕΙ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
28/5/1828 : Δήλωση Πετρόμπεη περί
νομιμοφροσύνης και αφοσίωσης στον Καποδίστρια.
Ιούνιος 1828 : Επίμονο αίτημα
Πετρόμπεη περί «εξοικονομήσεως» ως αποζημίωση για όσα πρόσφεραν στο έθνος.
«Στις[8] αρχές
του 1828 οι Μαυρομιχαλαίοι βρίσκονταν χωρίς κτηματική περιουσία, με πολυμελή
οικογένεια (τα μέλη της οικογένειας στο Ναύπλιο και στη Μάνη, μαζί με τους
συγγενείς τους έφθαναν
το 1830 τα 70 άτομα. Άλλοι 67 ήταν οι
υπηρέτες». Στοιχεία από επιστολή των Κων/νου & Γεωργίου
Μαυρομιχάλη προς τον Καποδίστρια στις
16/10/1830).
10/9/1828 : «Ο Πετρόμπεης[9]
υπολόγιζε σε 2.500.000 γρόσια το χρέος
του έθνους προς την οικογένειά του και
ζητούσε από τα πρόσφατα έξοδά τους 400.000 γρόσια για τον Αγώνα, να του καταβληθούν
αμέσως τα μισά ή το 1/3 και τα υπόλοιπα να δοθούν σε δόσεις. Ζητούσε επίσης να καθοριστεί
ετήσιος μισθός γι’ αυτόν και τους συγγενείς του, ανάλογος «του χαρακτήρος και των
εκδουλεύσεων των Μαυρομιχάληδων» και
επέμενε στην τοποθέτηση μελών της οικογένειας του σε δημόσιες θέσεις. Στην αρχή
ο Κυβερνήτης ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών στο εξωτερικό του Δημητρίου
Μαυρομιχάλη, νεώτερου γιού του Πετρόμπεη…
καθημερινά έβλεπε τις χήρες και τα ορφανά, τους φτωχούς ακτήμονες και
τους πρόσφυγες, που δεν είχαν ούτε ένα κομμάτι ψωμί για να συντηρηθούν στη ζωή.
Εξάλλου ο Πετρόμπεης και οι συγγενείς του διεκδικούσαν τα «δικαιώματά» τους με
τρόπο επίμονο, πιεστικό και μερικές φορές απειλητικό (επιστολή Πετρόμπεη προς
Καποδίστρια 20/11/1828 : «αν δεν διορθωθούν τα τοιαύτα καθ’ όν τρόπον σας προβάλλει -ο Κων.
Μαυρομιχάλης- προβλέπω ολέθρια αποτελέσματα»). Αυτή η
συμπεριφορά μετέτρεψε γρήγορα την αρχική δυσπιστία του Κυβερνήτη σε αντιπάθεια
προς τους Μαυρομιχαλαίους. Στον Γεώργιο και στον Κωνσταντίνο δεν προσέφερε
αξιώματα, ενώ αφαίρεσε από τον Ιωάννη (Κατσή), με διάφορες υποσχέσεις, την
φρουραρχία της Μονεμβασίας. Μόνο τον Πετρόμπεη διόρισε στο Πανελλήνιο (Σημείωση
: Στην προσπάθειά του να επιτύχει τους στόχους αποκατάστασης κυρίως της εθνικής
ενότητος, ο Κυβερνήτης προέβη στη συγκρότηση ενός «προσωπικού
καθεστώτος». Η αναστολή της ισχύος του Συντάγματος της Τροιζήνας,
που έλαβε χώρα με ψήφισμα της Βουλής (18/01/1828), αποτέλεσε αναμφίβολα μια
πραξικοπηματική ενέργεια. Στο πλαίσιο του νέου πολιτειακού καθεστώτος, ο
Καποδίστριας θεσμοθέτησε το «Πανελλήνιον»,
ένα 27μελές συλλογικό όργανο με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Με το Β’ Ψήφισμα της
Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως της 22/6/1829, γνωστό και ως «Ψήφισμα της Γερουσίας», το
Πανελλήνιον διαδέχθηκε η Γερουσία,
όργανο επίσης συμβουλευτικού χαρακτήρα).
Το σύστημα των καπετανιών ήταν
ασυμβίβαστο με την επιθυμία του Καποδίστρια να ενισχύσει την δύναμη της
κεντρικής εξουσίας. Δίστασε να λάβη αποφασιστικά μέτρα και ήταν υποχρεωμένος να
βαδίσει προσεχτικά διότι ο πόλεμος με τους Τούρκους δεν είχε λήξει και η
οριστική τύχη της Ελλάδος δεν είχε αποφασιστεί από τις τρεις Συμμαχικές
δυνάμεις. Διόρισε λοιπόν Εκτάκτους Επιτρόπους στις διάφορες επαρχίες με σκοπό
να αποσπάσει προοδευτικά τους κατοίκους από την κηδεμονία των προκρίτων και των
καπεταναίων. Στη Ν. Πελοπόννησο στάλθηκαν, ο Γεώργιος Ψύλλας στην Κάτω Μεσσηνία
και ο Ιωάννης Γενοβέλης στην Λακωνία.
Ο Ιωάννης Γενοβέλης έδειξε υπερβολικό
ζήλο στην εφαρμογή της κυβερνητικής επιθυμίας για τον περιορισμό της
αυθαιρεσίας των ισχυρών και τους απέσπασε την εκμετάλλευση της μοναστηριακής
περιουσίας (Γράφει η Ελένη Μπελιά: «όταν οι πρόκριτοι ενέμοντο την μοναστηριακή
περιουσία και ο λαός πεινούσε»). Αμέσως μετά έλαβε μέτρα για την εξάλειψη της
ληστείας και της πειρατείας. Οι Μαυρομιχαλαίοι αντιμετώπιζαν αγέρωχα τις
κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Ο Γενοβέλης ανακάλυψε πως ο Κατσής Μαυρομιχάλης, ως
φρούραρχος Μονεμβασίας, κατακράτησε παράνομα πειρατική λεία. Συγχρόνως
κατήγγειλε τον γιο του Πετρόμπεη Αναστάσιο, ότι νοίκιασε εθνικές προσόδους και
αρνιόταν με διάφορες προφάσεις να πληρώσει τις δόσεις του στο Εθνικό Ταμείο.
Ο Γενοβέλης προσεταιρίστηκε τους δύο
άλλους ισχυρούς Μανιάτες οπλαρχηγούς Διονύσιο Μούρτζινο και Τζανετάκη Γρηγοράκη.
Δέχτηκε και την σύμπραξη του Πιέρρου Μαυρομιχάλη και του γιού του Νικολάκη
(Πιερράκου) διότι γνώριζε πως αυτός ο κλάδος των Μαυρομιχαλαίων βρισκόταν σε
θανάσιμη έχθρα με την οικογένεια του Πετρόμπεη. Πρέπει να τονιστεί όμως πως ο
Γενοβέλης παρασύρθηκε από τον κυβερνητικό του ζήλο και παρουσίασε όλες τις
ενέργειες των Μαυρομιχαλαίων ως ύποπτες και αντιπολιτευτικές, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει
συνεχώς η δυσπιστία του Καποδίστρια προς τους τελευταίους».
Αναγκαστικά γράφτηκε το περίγραμμα αυτό
ώστε ο αναγνώστης να γνωρίζει το πλαίσιο που διαμορφώθηκε με τον διορισμό του
Ιωάννη Γενοβέλη και των ενεργειών του.
Τον Αύγουστο του 1828 ο Γεώργιος
Μαυρομιχάλης κατέβηκε από το Ναύπλιο στην Μάνη. Τον ίδιο μήνα ο Γεώργιος και ο
Αναστάσιος πήγαν στο Ναβαρίνο, επικεφαλής οπαδών τους με πρόθεση να συναντηθούν
με τον στρατηγό Μαιζώνα, αρχηγό του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Ο Γεώργιος
πράγματι συναντήθηκε μαζί του και του μετέφερε την αφοσίωση της οικογενείας του
και ζήτησε την βοήθειά του για την εκδίωξη των Αιγυπτίων. Σε ιδιαίτερη δε
συζήτηση με τον Th. Feburier,
ειδικό απεσταλμένο της Γαλλικής κυβερνήσεως, δεν δίστασε να καταγγείλει τον Καποδίστρια
ως «Ρώσο αντιβασιλέα και τύραννο»[10].
Τον Οκτώβριο
του 1828 ο Πετρόμπεης, που ζούσε σχεδόν μόνιμα στο Ναύπλιο, ζήτησε την
άδεια του Κυβερνήτη να επισκεφθεί τη Μάνη. Η επιρροή της οικογένειάς του
κινδύνευε και όφειλε να είναι στον τόπο των εξελίξεων.
13/10/1828 : Ο Καποδίστριας
αρνήθηκε διπλωματικά στον Πετρόμπεη να μετακινηθεί. Επιθυμούσε ειλικρινά την
συμφιλίωση των μανιάτικων οικογενειών. Κάθε εμφύλια σύγκρουση θα δημιουργούσε
δυσάρεστες εντυπώσεις στους Πληρεξούσιους Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, οι
οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στον Πόρο και ασχολούνταν με το μέλλον της Ελλάδος
24/10/1828 : Ο Γενοβέλης πήρε οδηγίες να προσπαθήσει στην
διευθέτηση των διαφορών των οικογενειών Μαυρομιχάλη, Μούρτζινου και Τζανετάκη Γρηγοράκη.
24/10/1828 : Συνάντηση των Γεωργίου Μαυρομιχάλη (Μπεηζαντέ) και Ηλία-Κατσή Μαυρομιχάλη (Κατσάκου) με τον Νικολάκη Πιέρρου Μαυρομιχάλη (Πιερράκου).
Νικόλαος Πιερράκος-Μαυρομιχάλης |
Αργότερα ο Πιέρρος, ο πατέρας του
Νικολάου, που ζούσε στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) έστειλε αναφορά στον Καποδίστρια,
τον Ιούλιο του 1829, με την οποίαν τον ενημερώνει για την κατάσταση της
οικογενείας του, τις απειλές που δεχόταν από την αντίπαλη οικογένεια και του
ζητούσε οικονομική και ηθική στήριξη. Ο Κυβερνήτης ανταποκρίθηκε στα αιτήματά
του. Ανταπαντώντας ο Πιέρρος τον ευχαρίστησε και του ζήτησε[12]
να του δοθεί η άδεια να μεταναστεύσει οικογενειακώς σε περιοχή της Μεσσηνίας
«…παρακαλώ αν εκρίνετε, να με χαριστή η άδεια δια να μετοικήσω την φαμίλιαν μου
εις εν μέρος της Μεσσηνίας προς ησυχίαν και ασφάλειαν…». (Όπως είναι γνωστό η
οικογένεια αυτή πήρε την άδεια και εγκαταστάθηκε, μαζί με άλλες οικογένειες από
τη Μάνη, το 1834 στο Πεταλίδι Μεσσηνίας, όπου δημιουργήθηκε αποικία Μανιατών
και ακμάζει μέχρι σήμερα).
4/11/1828
: Ο Γενοβέλης κατήγγειλε τη συνδιαλλαγή ως προϊόν «εξαναγκασμού» και ενίσχυσε
με χρήματα τον Πιερράκο, ο οποίος κινδύνευε να δεχθεί και νέα επίθεση.
23/12/1828
: Κάτοικοι της Κίττας υπόγραψαν και έστειλαν στον Καποδίστρια αναφορά με την
οποίαν ζητούσαν την απομάκρυνση του Γενοβέλη. Φαίνεται πως αναγκάστηκαν από
τους Μαυρομιχαλαίους και υπέκυψαν σε μια τακτική γνωστή στους ισχυρούς από τα
χρόνια της τουρκοκρατίας. Τον κατηγορούσαν πως με την τακτική του διαίρεσε τους
κατοίκους και προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο τον οποίο απέτρεψε η μεσολάβηση των
Μαυρομιχαλαίων. Ζητούσαν να αντικατασταθεί ο Γενοβέλης από τον Γ. Ψύλλα,
Επίτροπο της κάτω Μεσσηνίας.
Δεκέμβριος 1828
: Ο Καποδίστριας διέταξε τους Μπεηζαντέ Γιωργάκη και Ηλία Κατσάκο να
παρουσιαστούν στην έδρα της Κυβερνήσεως, επαναλαμβάνοντας την απόφασή του να
στρατολογήσει, για να ικανοποιηθεί η φιλοδοξία ορισμένων καπεταναίων και για να
δοθούν οικονομικοί πόροι, μερικές εκατοντάδες φτωχούς Μανιάτες προκειμένου να
τους στείλει στη Ρούμελη.
Γενάρης του 1829
: Ο Πιερράκος έστειλε επιστολή στον Καποδίστρια και τον ενημέρωσε πως οι παρ’
ολίγο φονιάδες του εξακολουθούσαν να τον απειλούν. Οι Μαυρομιχαλαίοι προσπάθησαν
να συγκροτήσουν στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) συνέλευση για την εκλογή νέας
δημογεροντίας.
Φεβρουάριος 1829
: Ο Πετρόμπεης έχει εγκαινιάσει, εν όψει πολλών εκκρεμών υποθέσεων που
αφορούσαν τις δικαστικές υποθέσεις των μελών της οικογενείας του, νέα τακτική. «Συνήλθε εις τον εαυτόν του και έκαμε
σταθεράν απόφασιν ν’ αφοσιωθή αυτός και όλη η οικογένειά του εις την
Κυβέρνησιν»[13].
Δεν παρέλειψε να προβάλει και τις απαιτήσεις του, ως αντάλλαγμα για την
αφοσίωσή του. «Ζήτησε : α) χρήματα, την απελευθέρωση του αδελφού του Γιάννη, β)
την μεσολάβηση του Κυβερνήτη για την συμφιλίωση του Ηλία Κατσάκου με τον
Πιερράκο, γ) την ίδρυση σχολείου στη Μάνη, δ) την ανάθεση σε συγγενείς του
(Κωνσταντίνο ή Γεώργιο) της στρατολογίας Μανιατών για να συμμετάσχουν στην
απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος και ε) να διοριστούν ο αδελφός του Αντώνιος ή
ο γιός του Αναστάσιος ως γενικοί επιστάτες των δασμοτελωνείων της Μάνης»[14].
Μάρτιος 1829
: Οι δύο Μαυρομιχαλαίοι με μεγάλη καθυστέρηση (πρόσκληση από τον Δεκέμβριο
1828) ήρθαν στη Μεσσηνία από τη Μάνη,
συνοδευόμενοι από τον θείο τους Κωνσταντίνο, και συναντούν τον Επίτροπο Ψύλλα. Έμειναν
μαζί του περιμένοντας τον ερχομό του Καποδίστρια που είχε προγραμματίσει
επίσκεψη στη Μεθώνη. Η συνάντηση των δύο πλευρών έγινε στο Λεοντάρι Αρκαδίας.
Δήλωσαν την υποταγή τους στον Κυβερνήτη και έριξαν την ευθύνη των καταστάσεων
στον Γενοβέλη. Ο Καποδίστριας τους υπέδειξε να πάνε στην Αίγινα και να τον
περιμένουν να επιστρέψει. Ο Πετρόμπεης τους συμβούλεψε να υπακούσουν.
«Αυτή την περίοδο η οικογένεια βρισκόταν σε δύσκολη θέση διότι ο Γεώργιος και ο Ηλίας ήταν υπόδικοι για απόπειρα φόνου του Πιερράκου, ο Ιωάννης-Κατσής βρισκόταν υπό κράτηση διότι βρέθηκε ένοχος πειρατείας και συγχρόνως κατηγορήθηκε από τους Γενοβέλη και Κων. Κανάρη πως σχεδίαζε την κατάληψη του φρουρίου της Μονεμβασίας (φαίνεται πως δεν υπήρχαν αποδείξεις και πως όλες οι κατηγορίες προήλθαν από την υπερβολική καχυποψία του νέου φρούραρχου Μονεμβασίας Κων. Κανάρη). Ο Αναστάσιος χρωστούσε χρήματα στο Δημόσιο Ταμείο επειδή δεν είχε αποδώσει τις προσόδους του 1828, η δίκη του Κωνσταντίνου για πειρατεία δεν είχε τελειώσει ακόμη διότι προέκυψε ενοχή και των Γιάννη και Ηλία-Κατσή, ο Γεώργιος ήταν υπόδικος διότι είχε αποδειχθεί ότι ως μέλος της τριμελούς Αντικυβερνητικής Επιτροπής είχε καταχραστεί δημόσιο χρήμα. Παράλληλα τους πίεζαν οι δανειστές της οικογένειας ενώ τους έλειπαν τα απαραίτητα για την συντήρησή τους[15]».
Ο
Επίτροπος Γ. Ψύλλας, ο οποίος αν και είχε άλλη περιφέρεια να κυβερνήσει,
είχε εμπλακεί για τα καλά στις μανιάτικες διαφορές και φαίνεται πως είχε
κερδίσει την εμπιστοσύνη των Μαυρομιχαλαίων. Αντιμετώπιζε την ιστορική οικογένεια με αντικειμενικότητα και χωρίς
προκατάληψη η οποία κυριαρχούσε στις ενέργειες του Γενοβέλη. Ο Ψύλλας είχε καταλάβει πως για τη δεινή
κατάσταση που είχε περιέλθει η Μάνη, δεν ήταν υπεύθυνοι μόνο οι Μαυρομιχαλαίοι
αλλά και οι άλλοι αρχηγοί, τους οποίους όμως υποστήριζε ο Γενοβέλης, ως εχθρούς
των Μαυρομιχαλαίων, και παράβλεπε τα αδικήματά τους[16].
Ο Καποδίστριας έλυσε αρκετά από τα
δικαστικά θέματα που ταλάνιζαν τους Μαυρομιχαλαίους και παράλληλα έδωσε άλλες
10.000 γρόσια στον Πετρόμπεη. Έδειξε μεγάλη επιείκεια και αυτό δεν ήταν δύσκολο
να ερμηνευθεί, καθώς γράφει ο κ. Χρ. Λούκος, διότι γνώριζε πως η συμπεριφορά
των Μαυρομιχαλαίων και των άλλων οικογενειών, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις
ανώμαλες καταστάσεις που δημιούργησε ο απελευθερωτικός Αγώνας. Θέσεις όμως
διοικητικές δεν τους έδωσε και παράλληλα προσεταιρίστηκε τον Θ. Κολοκοτρώνη και
σχηματίστηκε στρατός με επικεφαλής τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά
προκειμένου να βοηθήσουν τον Αυγουστίνο Καποδίστρια στην κατάληψη της
Ναυπάκτου. «Έτσι οι Μαυρομιχαλαίοι
έχασαν άλλη μια ευκαιρία να προβληθούν και συγχρόνως να εξασφαλίσουν ορισμένα χρήματα
από μισθούς και σιτηρέσια στρατιωτών»[17].
Η αντιπάθειά τους προς τους Κολοκοτρωναίους μεγάλωσε.
Οι
Μαυρομιχαλαίοι αγωνιούσαν για τις δικαστικές εξελίξεις των υποθέσεών τους. Ο
Πετρόμπεης όμως είχε ιδιαίτερα ανησυχήσει διότι, ενώ επρόκειτο να διεξαχθεί η
Δ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος, δεν φαινόταν στον ορίζοντα πως θα μπορούσε να
εξασφαλίσει την συναίνεση των αντιπροσώπων εκείνων που θα συμφωνούσαν και θα
ψήφιζαν τις οικονομικές αποζημιώσεις της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Ως αρχηγός
της οικογένειας τον ενδιέφερε πρωτίστως να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της και
παράλληλα να βρει συμμάχους από τους δυσαρεστημένους πρόκριτους με τον
Καποδίστρια. Στο αρχείο Λάζαρου και Γεωργίου Κουντουριώτη υπάρχουν οι
αποδείξεις πως τους Μαυρομιχαλαίους πλησίασαν οι Δεληγιανναίοι, άσπονδοι εχθροί
του Κυβερνήτη[18].
Μάρτιος 1829
: Ο Καποδίστριας συναντάται στην Κορώνη με τους αρχηγούς των οικογενειών της
Δυτ. Μάνης κάτι που ο Πετρόμπεης το πληροφορήθηκε, διότι το θέμα της συνάντησης
ήταν η εκλογή των πληρεξουσίων για την Δ΄ Εθνοσυνέλευση. Ο Διον. Μούρτζινος
διορίστηκε μέλος του Πολεμικού συμβουλίου και ο Γενοβέλης, που δεν
αντικαταστάθηκε, έκανε τα πάντα για να ελέγξει και να εξασφαλίσει την εκλογή
κυβερνητικών πληρεξουσίων.
Ο Γεώργιος Μπεηζαντές από το Ναύπλιο έστελνε επιστολές με εντολές στους
συγγενείς του στην Μάνη και ο Κωνσταντίνος κατέβηκε στη Μάνη.
Ιούνιος 1829
: Αποκαλύπτεται στην Αρεόπολη συνομωσία
που στρεφόταν κατά της ζωής του Κωνσταντίνου και άλλων Μαυρομιχαλαίων.
Πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω μερικοί συνωμότες αλλά ξέφυγε ο αρχηγός της και παλαιός
οικογενειακός εχθρός των Μαυρομιχαλαίων, ο Νικόλαος Βοϊδής Μαυρομιχάλης. Στην
δίκη που έγινε στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο
της Κάτω Μεσσηνίας στην Καλαμάτα δεν καταδικάστηκε κανείς, απαλλάχθηκε ο
αποκαλύψας τη συνωμοσία Πατρίκιος Γκιτάκος αλλά
στον οργανωτή Νικόλαο Βοϊδή, που δεν εμφανίστηκε ούτε στην ανάκριση ούτε στο
δικαστήριο, η μόνη ποινή που του επιβλήθηκε ήταν αυτή του εντάλματος να
εμφανιστεί σύντομα. Το περιστατικό ευνόησε την δημοφιλία των Μαυρομιχαλαίων
και οι Πετρόμπεης και Γεώργιος Μπεηζαντές εξελέγησαν πληρεξούσιοι της επαρχίας
Μαϊνης.
Ιούλιος 1829
: Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισαν οι αντιπρόσωποι του έθνους, μετά από εισήγηση του Καποδίστρια,
να δεχθούν την έκκληση του Πετρόμπεη και αναγνώρισαν τις θυσίες της οικογένειάς
του στον Αγώνα και πρότειναν στην Κυβέρνηση να «λάβη περί αυτής πρόνοιαν και της εξοικονομήση τακτικόν πόρον, καθώς τα
χρηματικά μέσα του Κράτους το συγχωρήσωσιν»[19].
Με βάση αυτή την απόφαση ο Πετρόμπεης ζήτησε αμέσως χρήματα. Ο Κυβερνήτης δεν
απάντησε. Ο Πετρόμπεης επανήλθε και
συνέχισε να «βομβαρδίζει» με αναφορές τον Καποδίστρια ζητώντας χρήματα και
ευρύχωρη οικία στο Ναύπλιο να ζει η οικογένεια βάση της κοινωνικής της θέσης.
Απειλούσαν πως αν δεν τους έδινε θα έφευγαν από την Ελλάδα διότι δεν μπορούσαν
να ζουν με στέρηση και περιφρόνηση. Ο Καποδίστριας απάντησε μετά την 4η
επιστολή Πετρόμπεη. Υπενθύμισε πως δεν παραγράφεται η απόφαση της
Εθνοσυνέλευσης, η οποία όμως δεν καθόρισε ούτε χρόνο ούτε τρόπο για την
ικανοποίησή της. Με δυσκολία συμπεριέλαβε τον Πετρόμπεη στα μέλη του σώματος
της Γερουσίας που αντικατέστησε το Πανελλήνιον, αλλά κανέναν άλλον Μαυρομιχάλη
δεν διόρισε.
Οκτώβριος 1829
: Ο Ιωάννης Κατσής κατακράτησε τους δασμούς που έπρεπε να πληρώσει στον τελώνη
από τις εξαγωγές βαλανιδιών του στο τελωνείο στο Λιμένι, γράφοντας πως δεν τα
πληρώνει και «τα κρατώ δια λογαριασμόν των εξόδων μου των ξοδευθέντων εις εθνικάς
υπηρεσίας…»[20].
Αρνήθηκε επίσης διορισμό νέου τελώνη στο Λιμένι γράφοντας πως «ώδε είναι η οικία μου και εις αυτήν δεν
ευχαριστούμαι να στέλλετε όποιον θέλετε…»[21].
Δασμούς δεν απέδωσε και ο Αντώνιος Μαυρομιχάλης. Ο Πετρόμπεης ομολόγησε πως
αυτός έδωσε την εντολή να μην αποδοθούν οι εξαγωγικοί δασμοί για να μπορέσει η
οικογένειά του να επιβιώσει. Εν τω μεταξύ η οικογένεια Τζανετάκη Γρηγοράκη
αποχώρησε από την συμμαχία με τον Μούρτζινο, (ο οποίος διορίστηκε από τον
Καποδίστρια μέλος της Γερουσίας), και συντάχθηκε με τους Μαυρομιχαλαίους.
Νοέμβριος 1829 : Η απόφαση του Καποδίστρια να μην εξαιρεθεί η Μάνη από την φορολογία της δεκάτης, έδωσε την αφορμή στους αντικυβερνητικούς καπεταναίους να ερεθίσουν τον λαό και να υποκινήσουν του φτωχούς Μανιάτες σε λεηλασίες ώστε μετά να εμφανιστούν αυτοί ως ειρηνοποιοί. Λεηλασίες δεν έγιναν διότι ο λαός άρχισε να αφυπνίζεται γνωρίζοντας τις τακτικές των ισχυρών οικογενειών, αλλά έγιναν συγκρούσεις ανάμεσα σε οικογένειες που κατέληγαν σε φονικά. Το λαθρεμπόριο ανθούσε και υπήρχε κίνδυνος να επανεμφανιστεί η πειρατεία. Η κυβέρνηση υποψιαζόταν πως ετοιμαζόταν μια ένωση όλων των Μανιατών κατά της. Εκείνη την περίοδο συνέβη η μετάθεση του Επιτρόπου Ιωάννου Γενοβέλη στον δικαστικό κλάδο και η κενή θέση του καλύφθηκε με τον διορισμό του Λυκούργου Λογοθέτη ως Έκτακτου Επίτροπου Λακωνίας και Κάτω Μεσσηνίας.
Λογοθέτης Λυκούργος |
Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης |
Φεβρουάριος
1830 : Εξελέγη ο πρίγκηπας Λεοπόλδος του Βελγίου για τον θρόνο της
Ελλάδος. Ο Πετρόμπεης ενθουσιάστηκε και άρχισε να ελπίζει πως το νέο καθεστώς,
όταν θα εγκαθίστατο στην Ελλάδα, θα έπαιρνε δίπλα του αυτούς που το προηγούμενο
του Καποδίστρια τους είχε παραμερίσει.
Ενημέρωσε λοιπόν τους συγγενείς του στη Μάνη να έλθουν σε επαφή με τους άλλους
καπεταναίους με βάση την «γενική σύμπνοια και αρμονία» προκειμένου να
διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους[24].
Ο θάνατος του Διον. Μούρτζινου στις 12 Φεβρουαρίου 1830 απάλλαξε τον Πετρόμπεη
από έναν ισχυρό αντίπαλο και η φανερή μετακίνηση του Τζανετάκη Γρηγοράκη στην
αντικυβερνητική πλευρά βοηθούσε τα σχέδια του Πετρόμπεη να δείξει στον βασιλιά
Λεοπόλδο πως ήταν ανύπαρκτη η εξουσία του Καποδίστρια στη Μάνη, ώστε να γίνει
φανερό πως μόνο η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων θα μπορούσε να φέρει την
ειρήνευση στην περιοχή. Ο Πετρόμπεης ήταν ανάμεσα στους επιφανείς Έλληνες που
έσπευσαν με επιστολές να διακηρύξουν την αφοσίωσή τους στον Λεοπόλδο[25].
Λεοπόλδος Α΄ |
Μάιος 1930
: Ο Δημήτριος Μαυρομιχάλης, νεότερος γιός του Πετρόμπεη, επέστρεψε από τις
σπουδές του στην Γαλλία και διαβεβαίωνε τους Μανιάτες πως ο Λεοπόλδος θα
ερχόταν μέχρι το Σεπτέμβριο του 1830. Τον ίδιο καιρό ο Αυγουστίνος Καποδίστριας
ήλθε στη Μάνη και ενημέρωσε τον Γενοβέλη για την απόφαση του Υπουργικού
Συμβουλίου να συσταθεί ένα διοικητικό
Επαρχιακό Συμβούλιο για όλη τη Μάνη, με 5-6 μέλη, τα οποία θα όριζαν οι τρεις
μεγάλες οικογένειες του Μαυρομιχάλη, του Μούρτζινου και του Τζανετάκη
Γρηγοράκη, με στόχο την ειρήνευση της περιοχής. Ο Γενοβέλης δεν συμφωνούσε και έβλεπε ως μόνο τρόπο ειρήνευσης της
περιοχής, την απομάκρυνση όλων των Μαυρομιχαλαίων. Είχε, καθώς ισχυριζόταν,
τις πληροφορίες πως οι Μαυρομιχαλαίοι κινούνταν από ξένο δάκτυλο. Το σχέδιο δεν
προχώρησε και ο Αυγουστίνος αποχώρησε άπρακτος.
Αυγουστίνος Καποδίστριας |
Μαΐου τέλη, αρχές Ιουνίου
1830 : Δύο χιλιάδες Μανιάτες ξεχύθηκαν στις εύφορες
πεδιάδες Έλους και της Μονεμβασίας για
να αρπάξουν τα γεννήματα ιδιωτών και εθνικών γαιών. Ο Γενοβέλης ήταν σίγουρος
πως όλη αυτή η δράση ήταν υποκινούμενη από τους Μαυρομιχαλαίους. Οι επιδρομείς
ισχυρίζονταν πως αυτά ήταν δικά τους αφού τα απελευθέρωσαν με αγώνες και τα
διεκδικούσαν από την διανομή των εθνικών γαιών που τους είχε υποσχεθεί (είχε
πράγματι) η Κυβέρνηση. Τότε αποδόθηκε
για πρώτη φορά το προσωνύμιο «βασιλιάς της Μάνης» στο Γιάννη-Κατσή Μαυρομιχάλη.
Οι επιδρομείς αποχώρησαν και διότι επενέβη αποφασιστικά ο Νικηταράς ως Γεν.
Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς της Πελοποννήσου, αλλά κυρίως διότι έγινε ευρέως
γνωστό πως ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από το θρόνο της Ελλάδος (αργότερα βέβαια
έγινε ο πρώτος βασιλιάς στο Βέλγιο). Του Πετρόμπεη και γενικότερα των
αντιπολιτευόμενων τους κόπηκαν τα πόδια. Θα έπρεπε ξανά να υποκριθούν τους
νομιμόφρονες. Ο Καποδίστριας ενημέρωσε τον Γάλλο στρατηγό Σνεντέρ, ο οποίος
είχε αντικαταστήσει τον Μαιζώνα στην διοίκηση του Γαλλικού εκστρατευτικού
σώματος στην Ελλάδα, διότι είχαν φτάσει και σε αυτόν οι κατηγορίες των Μαυρομιχαλαίων
κατά του Γενοβέλη και του Καποδίστρια.
Σνεντέρ Αντουάν, Γάλλος στρατηγός. |
Ακολούθως ο Γενοβέλης αντικαταστάθηκε
από τον Ανδρέα Μεταξά ο οποίος
διορίστηκε ως Έκτακτος Επίτροπος Πελοποννήσου (ο Μεταξάς είχε συμβάλει
αποφασιστικά στην συμφιλίωση των Σουλιώτικων οικογενειών το 1823).
Ο Μεταξάς έλαβε εντολή να στείλει στο
Ναύπλιο τον Κατσή Μαυρομιχάλη και να επιχειρήσει την διοικητική οργάνωση της
Μάνης σε στέρεες βάσεις[27].
Μεταξάς Ανδρέας |
Ιούλιος 1830 : Ο Πετρόμπεης πίστεψε πως ο Ανδ. Μεταξάς θα χρησιμοποιούσε τους Μαυρομιχαλαίους στη διοίκηση της Μάνης. Έγραψε στους συγγενείς του λοιπόν τονίζοντας την ανάγκη συνεργασίας και υπακοής στο νέο Επίτροπο. «Ο Κωνσταντίνος και ο Κατσάκος παρερμηνεύοντας τις οδηγίες έσπευσαν να συναντήσουν στο Μαραθονήσι τον Μεταξά και δέχθηκαν πρόθυμα να μεταβούν με συνοδεία στο Ναύπλιο όπου θα απολογούντο για τις πράξεις τους[28]». Ο Κατσής όμως δεν εμφανιζόταν και, υποστηρίζοντας την οικογένεια Χρηστέα στις τοπικές της διαφορές, έθετε θέμα γενικότερης ανάφλεξης. Ο Επίτροπος Μεταξάς εισηγήθηκε στον Καποδίστρια μια σειρά μέτρων για την τιμωρία των Μαυρομιχαλαίων. Οι ελπίδες του Πετρόμπεη εξανεμίστηκαν όταν βεβαιώθηκε πως αποκλείστηκαν οι συγγενείς του από την διοίκηση της Μάνης, αλλά και πως στέλνονταν με συνοδεία στο Ναύπλιο. Ειδοποίησε τότε το γιό του Αναστάση να στηρίξει το «αντάρτικο» του θείου του Κατσή και να τον στηρίξει στην φυγοδικία του. Ο Καποδίστριας είχε ήδη απορρίψει τα σκληρά μέτρα που πρότεινε ο Μεταξάς κατά των Μαυρομιχαλαίων, παρόλο που του δινόταν μοναδική ευκαιρία να εκμηδενίσει την δύναμή τους. Ο Καποδίστριας ήταν σπουδαίος διπλωμάτης και αυτή του η στάση υπαγορεύθηκε από την διεθνή πολιτική συγκυρία, καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις θα συσκέπτονταν για το μέλλον της Ελλάδος μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου και δεν ήθελε να υπάρχουν αναταραχές στη χώρα. Όμως οι Μαυρομιχαλαίοι που βρίσκονταν στο Ναύπλιο ήδη (Πετρόμπεης, Γεώργιος-Μπεηζαντές, Κωνσταντίνος και Κατσάκος) κατάλαβαν πως τα πράγματα ήταν δύσκολα και θα γινόντουσαν ακόμη δυσκολότερα, γι’ αυτό πρότειναν την διαμεσολάβησή τους για να πειστεί ο Κατσής να έρθει στο Ναύπλιο. Ο Καποδίστριας δέχτηκε και τότε στάλθηκαν στη Μάνη ο Ιωάννης Μελάς ως εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως και ο Γεώργιος-Μπεηζαντές που θα ενεργούσε ως μεσολαβητής.
Μαυρομιχάλης Γεώργιος-Μπεηζαντές. |
Την
ίδια περίοδο όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο
Κατσής, ο Στράτης Χρηστέας, ο Αναστάσιος Μαυρομιχάλης, ο Δημ. Χρηστέας και
άλλοι παραπέμφθηκαν σε δίκη για κάποια σοβαρά γεγονότα με φονικά και ληστείες
στη Μάνη τον Μάρτιο, Απρίλιο, Ιούλιο και Αύγουστο 1830[30].
Δεκέμβριος 1830
: Το δικαστήριο που θα τους δίκαζε ήταν αυτό με έδρα στις Σπέτσες και λεγόταν
Πρωτόκλητο Δικαστήριο Δυτ. Σποράδων. Ο Κατσής αρνήθηκε να πάει στο δικαστήριο
αλλά με επέμβαση του Καποδίστρια πείστηκε και πήγε για να αντικρούσει τις
κατηγορίες. Παράλληλα ο Νικολάκης Πιέρρου
Μαυρομιχάλη (Πιερράκος) μάζευε στοιχεία για να αποδείξει πως ο Κωνσταντίνος
Μαυρομιχάλης και ο Ηλίας Κατσάκος είχαν προμελετημένη την απόπειρα δολοφονίας
του τον Οκτώβριο του 1828. Τα πράγματα
δυσκόλευαν και άλλο για τους Μαυρομιχαλαίους. Αλλά υπήρχαν και μεγάλα
οικονομικά προβλήματα. Καθ’ ομολογίαν των Κωνσταντίνου και Γεωργίου
Μαυρομιχάλη, σε επιστολή τους προς τον Καποδίστρια τον Οκτώβριο του 1830, το
χρέος τους ήταν 14.000 τάλλαρα[31]. Ο
Καποδίστριας είχε δώσει 1.000 τάλλαρα στον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, «ως δώρον αντί σπάθης»[32] και
τον έκανε και Υπασπιστή της Κυβερνήσεως. Το
σοβαρότερο όμως ήταν πως οι Μαυρομιχαλαίοι ένιωθαν ταπεινωμένοι μέσα στη Μάνη,
εκεί που κάποτε εξουσίαζαν χωρίς αντίπαλους. Από τον Νοέμβριο του 1830
στη Μάνη υπήρχαν σοβαρές εξελίξεις. Ο
Κορνήλιος δεν ήξερε τους Μανιάτες και νόμιζε πως με την αγριάδα θα τους
συμμόρφωνε. Ζητούσε από την Κυβέρνηση να του στείλουν κανόνια για να τρομάξει
τους Μανιάτες και να τους εμποδίσει να κλείνονται στους ασφαλείς πύργους τους. Συνέλαβε
έναν ληστή τον φημισμένο Ξεροβάσιλα και επειδή αυτός δραπέτευσε έκαψε το σπίτι
του, δήμευσε την περιουσία του και φυλάκισε τον πατέρα του. Ο Κορνήλιος
συνέχισε να ενημερώνει την Κυβέρνηση και να ζητάει κανόνια, τιμωρία επί τόπου
των αδικημάτων και απομάκρυνση των ισχυρών οικογενειών από την Μάνη. Ο
Καποδίστριας αρνήθηκε να στείλει κανόνια και αντέδρασε στις υποδείξεις τιμωρίας
τύπου μωσαϊκού νόμου. «Δεν είναι
αληθινόν το συμπέρασμα ότι αι αυστηραί ποιναί ολιγοστεύουν τα εγκλήματα» και
συμπλήρωσε πως «εις μόνην την δικαστικήν
εξουσίαν απόκειται να εφαρμόζη τας ποινάς κατά τον νόμον»[33]. Ο
Κορνήλιος όμως συνέχισε την σκληρή του πολιτική. Έπεισε αρκετούς Μανιάτες να
στείλουν αναφορά στον Καποδίστρια με ευμενή σχόλια. Ανάγκασε τους Χρηστέους και
του παρέδωσαν τους πύργους τους, ελέγχοντας έτσι τις επαρχίες Ζυγού και Μηλέας.
Όπως οι αντικυβερνητικοί Μανιάτες εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια τα αυστηρά μέτρα και παράλληλα με την εκτέλεση στην Καλαμάτα του Δημ . Κασιμάκου για φονοπειρατεία[34] παρουσίασαν την Κυβέρνηση ως εκδικητική και τυραννική. Οι ίδιοι κυκλοφορούσαν την φήμη πως σύντομα θα έρθει ο Πετρόμπεης ως Διοικητής της Μάνης και πως δεν θα τον δεχόντουσαν (τον Κορνήλιο) στο Λιμένι αν πήγαινε. Ο Κορνήλιος προκειμένου να προστατεύσει το κύρος του και για να επιβάλει, αν χρειαζόταν, δια της βίας την θέληση της Κυβερνήσεως, πήγε στο Λιμένι έχοντας μαζί του 110 περίπου άνδρες (ανάμεσά τους και εχθροί των Μαυρομιχαλαίων) και 2 εθνικά πλοία. Η ψυχρότητα που τον δέχτηκαν στο Λιμένι ήταν ανείπωτη. Ο Αναστάσιος Μαυρομιχάλης κλείστηκε στους πύργους της οικογένειας και ετοιμάστηκε για πιθανή σύγκρουση.
Μαυρομιχάλης Αναστάσιος, σε μεγάλη ηλικία. |
Τον
Δεκέμβριο του 1830 αρχίζει το
τελευταίο στάδιο της διαμάχης που κατέληξε με τα ολέθρια αποτελέσματα.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1830 ο Πετρόμπεης
ζήτησε την άδεια του Καποδίστρια να μεταβεί στη Μάνη διότι είχε μάθει για την
«επιδρομή» του Κορνήλιου με συμπαραστάτες εχθρούς της οικογένειάς του.
Επειδή ο Κυβερνήτης δεν του απάντησε επανήλθε στις 10/12/1830 με νέα επιστολή
με την οποίαν ζητούσε συνάντηση. Ούτε τότε πήρε απάντηση. Στις 28 Δεκεμβρίου
1830 ο Πετρόμπεης γράφει στον Καποδίστρια χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα και
έχοντας συγκεκριμένα αιτήματα[36] ένα
είδος τελεσίγραφου : να ελευθερωθεί ο
Κατσάκος, να πάψει η στρατιωτική επιτήρηση του γιού του Γιώργη-Μπεηζαντέ, να
ελευθερωθεί ο αδελφός του Κατσής από την κράτησή του στις Σπέτσες και να τους
δοθούν τα χρήματα που τους οφείλονταν. Δεν πήρε ποτέ απάντηση και αντίθετα στις 7/1/1831 το
δικαστήριο του Άργους απήγγειλε τις κατηγορίες κατά των Γεωργίου Μπεηζαντέ και
Ηλία Κατσάκου, ο οποίος είχε προφυλακιστεί από τις 21/12/1830. (Οι κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν ήταν
πολύ σοβαρές και ταπεινωτικές, όπως α) έγκλημα προμελετημένης δολοφονίας β)
εσχάτη προδοσία γ) σφετερισμός δημοσίου χρήματος δ) εμπαθής βιαία παρθενοφθορία
ε) προσπάθεια δολεράς φαρμακεύσεως και προσπάθεια εμπρησμού και στ) γύμνωσις
του μοναστηρίου του αγίου Φιλίππου[37]).
Την ίδια μέρα
7/1/1831 ο Πετρόμπεης επιβιβάστηκε στο πλοίο του Άγγλου φιλέλληνα Th. Gordon και
αναχώρησε για το Λιμένι να στηρίξει την οικογένειά του που δεχόταν ολομέτωπη
επίθεση. Άφησε επιστολή για τον
Καποδίστρια που μία φράση της, «… σ’
αφήνω κριτήν της συνειδήσεώς σου και κριτήν των ιστοριών, δια να κρίνουν τας
πράξεις της εξοχότητός σου και τας εδικάς μου», σηματοδοτούσε τα τραγικά μελλούμενα. Παράλληλα σχολίαζε, στην ίδια
επιστολή, τις «ευεργεσίες» της Κυβερνήσεως που απολάμβανε ο οργανωτής της
συνωμοσία αφανισμού της οικογένειάς του,
ο Νικολάκης Βοϊδής, ο οποίος καταδιωκόμενος κατέφυγε στο Ναύπλιο, διορίστηκε
υγειονομολιμενάρχης Νησίου, αργότερα δε με
πρόταση του Α. Μεταξά κατατάχθηκε στο ταξιαρχικό σώμα και υπηρέτησε κοντά στον Διοικητή Ιάκωβο
Κορνήλιο. Αρκετοί ιστορικοί και
ιστοριοδίφες αποδίδουν την ενέργεια του Πετρόμπεη σε σχέδιο που εξύφαναν οι
αντίπαλοι του Καποδίστρια εκμεταλλευόμενοι τον πληγωμένο εγωισμό των
Μαυρομιχαλαίων και την αγωνία τους για τον πιθανό κίνδυνο για συντριβή της
εξουσίας της στη Μάνη, ωθώντας τους σε αντικυβερνητικές ακραίες ενέργειες. Ο
Καποδίστριας βεβαιώθηκε για την ύπαρξη σχεδίου φθοράς του από το γεγονός πως ο
Πετρόμπεης χρησιμοποίησε το πλοίο του Άγγλου Θωμά Γκόρντον για την «δραπέτευσή»
του. Ο Πετρόμπεης σχεδίαζε, πιθανότατα,[38] να
φτάσει στο Λιμένι, να συγκεντρώσει δύναμη από πιστούς του Μανιάτες, να
εξουδετερώσει τον Κορνήλιο διώχνοντάς τον από την πρωτεύουσά του, να επιβάλει
στην Κυβέρνηση τα αιτήματά του και να ιδρύσει τυπογραφείο καταγγέλλοντας το
καθεστώς Καποδίστρια ως αυθαίρετο. Οι συγκυρίες όμως άλλαξαν τα σχέδιά του,
αφού δεν μπόρεσε να αποβιβαστεί στο Λιμένι λόγω ισχυρής κακοκαιρίας.
Αρχές
1831 : Ο Καποδίστριας όμως αντιμετώπιζε
σοβαρότερα προβλήματα. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν στον Πόρο σε συσκέψεις με
τον εκπρόσωπο της Τουρκίας και τους αντιπρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων με θέμα
την εκκένωση της Αττικής και της Εύβοιας από τους Τούρκους. Υπάρχουν ενδείξεις[39] πως
ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης κατέβηκε στη Μάνη, πριν την φυγή του Πετρόμπεη, με
την συγκατάθεση ή την ανοχή του Καποδίστρια ώστε να μεσολαβήσει να αποτραπεί η
σύγκρουση των δύο πλευρών.
Ενώ στην αρχή φάνηκε πως η διαμεσολάβησή του θα έφερνε
αποτελέσματα, μετά από λίγες μέρες δήλωσε πως δεν μπορούσε να επιβληθεί στους
συγκεντρωμένους συμπατριώτες του παρά μόνο αν ο Κορνήλιος μετέβαινε σε άλλο
μέρος της Μάνης και αυτός θα τον συνόδευε. Μια άλλη σοβαρή προϋπόθεση που έθεσε
ήταν, να χαλάσει ο Κορνήλιος τα ταμπούρια που είχε κατασκευάσει και να απολύσει
μέρος των ενόπλων που τον συνόδευαν, διότι όπως είχε ξαναπεί οι περισσότεροι
έτρεφαν μίσος για τους Μαυρομιχαλαίους. Οι μικροσυμπλοκές συνεχίστηκαν. Τα
εθνικά πλοία κανονιοβόλησαν το Λιμένι με εντολή του Κορνήλιου και οι οπαδοί των
Μαυρομιχαλαίων έκοψαν τα παλαμάρια των πλοίων και με επιστολή τους στους
πλοιάρχους τους ζήτησαν να πάνε προς το Αλμυρό της Καλαμάτας για να αποφευχθεί
η σοβαρή εμφύλια σύγκρουση που προδιαγραφόταν. Ο Καποδίστριας δέχτηκε τις
προτάσεις των συνεργατών του. Ο αδελφός του Αυγουστίνος είχε αμφιβολίες για
την συμπεριφορά και τις αποφάσεις του Κορνήλιου. Ο Σπηλιάδης τον
υπερασπίστηκε με βάση την άποψη πως πήγε στο Λιμένι ως περιοδεία και όχι με
κακές προθέσεις, διατρανώνοντας επίσης πως ο Αναστάσιος Μαυρομιχάλης έδρασε
κατ’ αυτό τον τρόπο στο Λιμένι δεχόμενος τις προτροπές του Πετρόμπεη. Ο
Καποδίστριας δεν μπορούσε να αφήσει τον Κορνήλιο χωρίς προστασία και στήριξη.
Τον διέταξε να παραμείνει στο Λιμένι μέχρι να φανούν αποτελέσματα από την
μεσολαβητική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη. Διάφορες εικασίες
έχουν κατατεθεί για την σχέση του Πετρόμπεη με τους αντιπολιτευόμενους τον
Καποδίστρια, οι οποίοι, εκτιμάται, πως τον ώθησαν στις ακραίες αντικυβερνητικές
του ενέργειες. Στα μέσα του
Ιανουαρίου ο Πετρόμπεης κηρύχθηκε από την Γραμματεία Δικαιοσύνης «ένοχος
εσχάτης προδοσίας», ενώ παράλληλα ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που έφυγε για την
Μάνη, εν γνώσει του Καποδίστρια, χαρακτηρίστηκε «φυγάς». Ο Καποδίστριας
είχε πάρει πιά τις αποφάσεις του πως δεν θα χαριζόταν άλλο στην οικογένεια
Μαυρομιχάλη. Ενημέρωσε την Γερουσία πως, επί των ημερών του, στην οικογένεια
Μαυρομιχάλη είχαν δοθεί 120.000 φοίνικες (καποδιστριακό νόμισμα). Διόρισε
και Επιτροπή για να κρίνει αν υπήρχε «ύλη εγκληματική» στις ενέργειες Πετρόμπεη.[40] Η
Επιτροπή έδωσε καταφατική απάντηση και απαρίθμησε τα «εγκλήματα» των
Μαυρομιχαλαίων. Παύτηκε από Γερουσιαστής
ο Πετρόμπεης και συγκροτήθηκε 5μελής γερουσιαστική επιτροπή για να τον δικάσει. Η ίδια επιτροπή θα δίκαζε και τους
Κωνσταντίνο, Αναστάσιο και Ιωάννη-Κατσή Μαυρομιχάλη και αρκετούς άλλους
Μαυρομιχαλαίους-εκτός Γεωργίου Μπεηζαντέ- μαζί με οπαδούς τους.
Ο άσχημος
καιρός δεν επέτρεψε στο πλοίο που μετέφερε τον Πετρόμπεη να προσεγγίσει στο
Λιμένι και αποφεύγοντας την Καλαμάτα και την Κυπαρισσία κατέπλευσε στο Κατάκωλο. Επίτροπος (Νομάρχης θα λέγαμε σήμερα) της Ήλιδος
ήταν τότε ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος,
σπουδαία προσωπικότητα και εκ των ιδρυτικών μελών της Φιλικής Εταιρίας. Ο
Πετρόμπεης και ο Αναγνωστόπουλος είχαν γνωριστεί τον Ιούνιο του 1821 όταν ο
δεύτερος αποτελούσε συνοδό του Δημητρίου Υψηλάντη. Διατηρούσε πάντα τον
πρέποντα σεβασμό στον Μπέη και στην οικογένειά του, της οποίας οι θυσίες δεχόταν
πως «υπερέβησαν τας θυσίας πάσης
ελληνικής οικογενείας κατά τον μακρόν πόλεμον της ανεξαρτησίας μας».[41]
Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης |
Ο Επίτροπος Αναγνωστόπουλος δεν παραπλανήθηκε. Ήταν ενήμερος λεπτομερώς, καθώς φαίνεται, των λόγων της φυγής του Πετρόμπεη από το Ναύπλιο. Στον πρόλογο της πρώτης επιστολής του την 18/1/1831 γράφει «…τα κατ’ αυτάς περί της Υμετέρας Εκλαμπρότητος διαθρυλούμενα μ’ επροξένησαν την αλγεινοτέραν λύπην, ακούων με απορίαν μου ότι ο Μπέης σκοπεύει ταραχάς και ανωμαλίας εις την Πατρίδα, ότι ανεχώρησεν κρυφίως από το Ναύπλιον και ότι πηγαίνει στην Σπάρτην επι της κεφαλής μιας φατρίας, δια να βαλθή εις την ενέργειαν μιας ανατρεπτικής των καθεστώτων επιχειρήσεως και ούτω να απωλέση την Πατρίδα εκείνην, την οποίαν άλλοτε υπερασπίσθη, και να κάμη να χαρούν οι μεσέλληνες εχθροί της Ελλάδος…». Στην απάντησή του την 21/1/1831 ο Πετρόμπεης δηλώνει «μεγίστην αγανάκτησιν» για τα γραφόμενα και συμπληρώνει, καταβάλλοντας προσπάθεια να φανεί πιστικός, «πως είναι δυνατόν να πράξω εγώ την παραμικράν ταραχήν εναντίον της Πατρίδος, υπέρ της οποίας έθυσα το παν και θύσω ανάγκης πάλιν τυχούσης;». Ο Αναγνωστόπουλος στις 26/1/1831 απαντά με νέα του επιστολή γράφοντας «…είναι αληθινόν ότι η κακοκαιρία και τα άγρια της θαλάσσης κύματα σας έφερον εις την οποίαν ήδη ευρίσκεστε κατάστασιν… το μέτρον, εκλαμπρότατε, το οποίον έλαβα είναι να διαφεντευθή με ο μπέης, αλλά να μη βλαφθή και ο Αναγνωστόπουλος…ενώ λοιπόν ήλπιζα άμα αναλαβόντες (Σημ. ο Πετρόμπεης έπασχε σοβαρά από τα πόδια του) να αναβήτε εις την Πόλιν (εννοεί το Ναύπλιο), αίφνης λαμβάνω την επιστολήν Σας, μεθ’ ής με παρακινείτε δια να ενεργήσω την δια Λιμένι αναχώρησίν Σας…». Ο Αναγνωστόπουλος, αφού κράτησε για λίγες μέρες τον Πετρόμπεη στο Κατάκωλο, διέταξε να επιβιβαστεί επί του «ατμοπλεύστου πολεμικού Ερμής» και να μεταφερθεί στο Ναύπλιο. Έδωσε δε γραπτές εντολές στον πλοίαρχο να συμπεριφερθεί στον Πετρόμπεη και τους συνοδούς του «με σεβασμόν ο οποίος απατείται δια να ευαρεστηθεί η Σ. Κυβέρνησις…». Καταλήγει δε ο ερευνητής Εμ. Πρωτοψάλτης «μεταφερθείς ούτω πως εις Ναύπλιον ο γέρων της Μάνης, εκλείσθη εις τας φυλακάς ως επικίνδυνος δια την ασφάλειαν του Κράτους. Αρά τας γενομένας προσπαθείας και από υμετέρους και από ξένους-επισήμους και μη- ο άτεγκτος Κυβερνήτης δεν ηθέλησε να συγχωρήση τα αντικαθεστωτικά κινήματα του Πετρόμπεη και των οικείων του. Εάν επεδείκνυε τότε ελαστικότητα τινά και παρείχε την συγγνώμην του εις τους πταίσοντας, πιθανώς θα ήτο διάφορος η τύχη του και η τύχη της Ελλάδος. Αλλ’ εις Εκείνον δεν ήτο τόσον εύκολον να συγχωρήση, όσον είναι εις ημάς τώρα, μετά εκατόν τριάντα δύο έτη[43]».
Φεβρουάριος 1831 : Ο Πετρόμπεης μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο και στις 2/2/1831 άρχισε η ανάκρισή του. Αποδείξεις πως αυτός υποκίνησε τους συγγενείς του για τα πρόσφατα γεγονότα δεν υπήρχαν. Η ανάκριση στράφηκε στα περασμένα (οικειοποίηση δασμών κλπ), αλλά ο Καποδίστριας δεν θέλησε να προχωρήσει σε δημόσια δίκη του Πετρόμπεη. Παρ’ όλα αυτά η προφυλάκισή του στο Παλαμήδι συνεχίστηκε και παράλληλα ο Κυβερνήτης προσπάθησε να ενθαρρύνει τους τοπικούς εχθρούς των Μαυρομιχαλαίων να επιβληθούν στους Μανιάτες ως οι νέοι νομοταγείς ηγέτες της περιοχής. Εκείνη την ταραγμένη περίοδο ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης ήταν στις Κιτριές, στην δεύτερη έδρα των Μαυρομιχαλαίων μετά το Λιμένι, κάνοντας συμβιβαστικές προτάσεις. Βρέθηκε εκεί διότι στα παράλια της Μάνης έφθασαν εθνικά πλοία με επικεφαλής τον πλοίαρχο Κων. Κανάρη και ανέλαβαν τον αποκλεισμό του Λιμενιού και την προστασία των εμπορικών πλοίων από την επανεμφάνιση πειρατών. Ο Νικόλαος Κασομούλης εκείνη την περίοδο βρέθηκε στην δίνη αυτών των εξελίξεων, ως απεσταλμένος της Κυβερνήσεως στην Καλαμάτα, και αναφέρει λεπτομέρειες στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα».
Κασομούλης Νικόλαος |
Στον Γ΄ τόμο γράφει για τις ενέργειες του Κανάρη και κρίνει τις ενέργειές του
ως υπερβολικές : «..ο παραπανιστός αυτός
ζήλος (σημ. που έδειχνε ο Κανάρης)
και φανατισμός, η δημόσια κατάκριση ως κακούργων ανθρώπων που, καθώς κάθε
Μανιάτης ή κάθε γνήσιος Έλληνας, μοναχά με το φιλότιμο και με το καλοπιάσιμο θα
ήταν πρόθυμοι να λησμονήσουν τα παράπονά τους και να υποταχθούν, ο ζήλος αυτός
ο υπηρεσιακός, που είχε την πηγή του στην παρανοημένη ανώτερην ηθική
αυστηρότητα του Κυβερνήτη-που έπρεπε να διαφωτίζεται και όχι να
ερεθίζεται-έφερε το μεγάλο και αγύριστο κακό…»[44].
Η
πραγματικά αγνή πρόθεση του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη για συμβιβασμό, μιας και
προέβλεπε τις τραγικές εξελίξεις που θα έρχονταν με βάση τα μανιάτικα έθιμα και
την ιστορία της Οικογενείας του, τον οδήγησε να μπει εκούσια από τις Κιτριές
στο πλοίο του Κανάρη, προκειμένου να πάνε στην Καλαμάτα για να συζητήσουν με
τον Διοικητή Δημ. Ταγκόπουλο την λύση της κρίσεως με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στην
Καλαμάτα συμφωνήθηκε η πλευρά των Μαυρομιχαλαίων να εξασφαλίσει την εγκατάσταση
απρόσκοπτα στο Λιμένι τού Διοικητή Σπάρτης Ιάκωβου Κορνήλιου παραχωρώντας και
έναν από τους πύργους της για Διοικητήριο, ενώ η πλευρά της Κυβερνήσεως δέχθηκε
να διαλύσει την φρουρά της που την αποτελούσαν κυρίως εχθροί των Μαυρομιχαλαίων
και να αντικατασταθεί από ένα ελαφρό τάγμα στρατιωτών που βρισκόταν στην
Καλαμάτα. Ο συμβιβαστικός ρόλος του Νικ. Κασομούλη φαίνεται πως υπήρξε
καθοριστικός για την συμφωνία, την οποίαν ο Ι. Κορνήλιος δέχθηκε με σκεπτικισμό
πιστεύοντας πως οι Μαυρομιχαλαίοι θα ήταν ανειλικρινείς. Επέμενε στις προτάσεις
του για την συντριβή των Μαυρομιχαλαίων, συγκέντρωνε υπογραφές κατά τους από τους
δήμους της Δυτ. Μάνης και τον στήριζαν οι άλλοι εχθροί του Πετρόμπεη, ο
Πιερράκος και ο Πανάγος Πικουλάκης, ο καθείς για τα συμφέροντά τους. Ο Κων. Κανάρης φοβήθηκε από τις ευθαρσώς διατυπούμενες
επιφυλάξεις του Κορνήλιου για την εντιμότητα των Μαυρομιχαλαίων και αρνήθηκε,
αφενός να επιτρέψει την αποβίβαση στο Λιμένι του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη και
αφετέρου αποφάσισε να αρασύρει στο πλοίο του και άλλα άτομα της ισχυρής
οικογένειας για να τους συλλάβει[45].
Κανάρης Κωνσταντίνος |
Η καταπάτηση της συμφωνίας μεταξύ
Κωνσταντίνου και Κανάρη ήταν ενέργεια που δραματοποίησε ακόμη περισσότερο την
κατάσταση. Παρ’ όλο που ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, τελών «υπό κράτηση»
πάνω στο πλοίο του Κανάρη, έγραψε στους συγγενείς του στο Λιμένι να παραδώσουν
στον διοικητή Κορνήλιο το φρούριο που κατείχαν, αυτοί απάντησαν, συνεκτιμώντας
και την κατάσταση του Κωνσταντίνου, πως δεν δέχονται εντολές από κανέναν εκτός
από τους Αναστάσιο Μαυρομιχάλη και Ηλία Κατσή. Συγχρόνως διαδόσεις «ταξίδευαν»
παντού, πως έρχονται στη Μάνη οι Γεώργιος Μπεηζαντές και Ιωάννης Κατσής, πως οι
στασιαστές είχαν πάρει βοήθεια από τους Άγγλους και χρήματα από την Ζάκυνθο
κ.ά. Ο επίσκοπος της Λάγιας με ιερείς και θρησκευόμενους με απειλές
προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους Μανιάτες υπέρ των Μαυρομιχαλαίων, ο Ηλίας
Κατσάκος προχώρησε στη Μέσα Μάνη να στρατολογήσει εθελοντές έχοντας στη σημαία
του τις εικόνες του Λυκούργου και του Λεωνίδα[46].
Ο Πετρόμπεης ήταν στις φυλακές του Παλαμηδιού και ο
Κωνσταντίνος στην «φυλακή» του πλοίου του Κ. Κανάρη.
Απρίλιος 1831 : Στις αρχές Απριλίου έφθασε στο Μαραθονήσι (Γύθειο) ο
Καποδίστριας επιβαίνοντας στο ατμόπλοιο «Ερμής», το οποίο είχε «επιστρέψει» και
τον Πετρόμπεη από το Κατάκωλο στο Ναύπλιο. Διαπίστωσε πως τα πράγματα δεν είχαν
αισιόδοξη εξέλιξη και προέβλεπε την άσχημη τροπή τους. Ζήτησε από τους Κορνήλιο
και Νικηταρά να φροντίσουν ώστε οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι της Μάνης να τον
συναντήσουν στη Μεθώνη. Είχε πληροφορηθεί για επαφές των πολιορκούμενων του
Λιμενιού με Γάλλους από την Γαλλική τοπογραφική αποστολή που βρίσκονταν στη
Μεσσηνία. Ήταν υπό έρευνα οι φήμες πως οι Γάλλοι κανιοβόλησαν τους
επιτιθέμενους στο Λιμένι και πως τους συνέστησαν να σηκώσουν την σημαία της
Γαλλίας για προστασία. Από την Μεθώνη ο Καποδίστριας αντικατέστησε τον Ι.
Κορνήλιο με τον Ιωάννη Ευγενίδη, διοικητή μέχρι τότε της περιφέρειας Ανδρούσης.
Από εδώ και μετά θα εξιστορηθούν τα
γεγονότα επιγραμματικά :
-Με 300 περίπου
Μανιάτες οριοφύλακες περικύκλωσαν το Λιμένι και απέκοψαν κάθε επικοινωνία
περιμένοντας παράδοση των Μαυρομιχαλαίων σε 30-40 μέρες.
-Όσοι πληρεξούσιοι
της Δυτ. Μάνης πήγαν στην σύσκεψη της Μεθώνης υποσχέθηκαν στον Καποδίστρια
συμπαράσταση στις ενέργειές του. Τους άλλους της Ανατ. Μάνης θα τους ενημέρωνε
ο Διοικητής Ευγενίδης.
-Οι Μαυρομιχαλαίοι και οι οπαδοί τους στο Λιμένι δεν φοβήθηκαν τα νέα μέτρα.
Αντίθετα παρέμειναν ακλόνητοι, δεμένοι με φοβερούς όρκους : «…και συνοικέσια επροβάλαμεν και χρήματα
ικανά υπεσχέθημεν, αλλά εστάθη αδύνατον να ημπορέσωμεν να καταλάβωμεν την
παραμικροτέραν θέσιν περί το Λιμένι…», απόσπασμα επιστολής του Νικηταρά[48].
-Εκλογή στην
Τσίμοβα της «Συνταγματικής επιτροπής» που ελεγχόταν από τους Μαυρομιχαλαίους
και με την ονομασία αυτή έδωσαν άλλη διάσταση στις πράξεις ανυπακοής των.
-Ο
αντικυβερνητικός Θεόκλητος Φαρμακίδης ωθούσε τους Μανιάτες να αγωνιστούν για τα
«καταπατούμενα δίκαια του έθνους και τα
εδικά τους».
-Οι Μαυρομιχαλαίοι
ανταπαντούσαν πως αποφάσισαν να αγωνιστούν για το «καταπατηθέν σύνταγμα της Ελλάδος».
-Συγχρόνως έστειλαν επιστολή στον Γάλλο στρατηγό, διοικητή της αποστολής στη
Μεσσηνία, ζητώντας πολεμοφόδια και χρήματα. Επιστολή έστειλαν και προς τους
Υδραίους για κοινή δράση υπέρ του συντάγματος.
-Η Συνταγματική Επιτροπή της Μάνης συνεχώς εξέδιδε προκηρύξεις. Μια τέτοια
προκήρυξη βρέθηκε και στο αρχείο Μαυροκορδάτου και έτσι βεβαιώθηκε η εμπλοκή
του στα πράγματα της Μάνης.
Μάιος 1831 :
-Μεσολαβητική
προσπάθεια από τον Τζαννετάκη Γρηγοράκη, του οποίου την επάνοδο στο Μαραθονήσι
είχε επιτρέψει ο Καποδίστριας. Πρότεινε σε Αναστάσιο Μαυρομιχάλη να μεταβούν
αυτός και ο ξάδελφός του Ηλίας Κατσάκος στο Ναύπλιο και να συναντήσουν τον
Καποδίστρια, με σκοπό να βρεθεί συμβιβαστική λύση και να ξεχαστούν όλα. Ο
Αναστάσιος συμφώνησε αλλά επιφυλάχθηκε μέχρι να πάρει και τη γνώμη του
Κατσάκου. Ο Τζ. Γρηγοράκης συνέχισε τις προσπάθειες κάνοντας και εναλλακτικές
προτάσεις.
-Ο Κωνσταντίνος
Μαυρομιχάλης, βρισκόταν ακόμη στο πλοίο «υπό κράτησιν» του Κανάρη και
πληροφορήθηκε την ακαμψία των συγγενών του στο Λιμένι. Ζήτησε να εξέλθη για να
τους πείσει να δεχθούν συνάντηση στο Ναύπλιο.
-Ο Κων. Κανάρης υποχώρησε και δέχθηκε, μετά από πιέσεις, να τον αποβιβάσει στο
Μαραθονήσι. Κανείς από τους συγγενείς του όμως δεν εμφανίστηκε να συζητήσει
μαζί του.
-Ο Καποδίστριας
ζήτησε από τον Ι. Ευγενίδη να καλέσει όλους τους φιλοκυβερνητικούς Μανιάτες να
απομονώσουν τους Μαυρομιχαλαίους. Αυτοί δείχθηκαν διστακτικοί και ζήτησαν
μισθούς, πολεμοφόδια και τρόφιμα για να αναλάβουν δράση. Μόνο οι δηλωμένοι
εχθροί Πικουλάκης, Ν. Βοϊδής και Πιερράκος συμφώνησαν και πήραν χρήματα για
δράση.
-Ο Διοικητής
Ευγενίδης διαπίστωσε πως οι αψιμαχίες των κυβερνητικών Μανιατών με τους
αντικυβερνητικούς οπαδούς των Μαυρομιχαλαίων ήταν χάσιμο χρόνου και εθνικών
χρημάτων.
-Εκτός από την
αναταραχή στη Μάνη ο Καποδίστριας αντιμετώπιζε και τον στασιασμό στην Στ.
Ελλάδα του Τσάμη Καρατάσου.
-Τα χρήματα στο εθνικό ταμείο λιγόστευαν επικίνδυνα αλλά ο Καποδίστριας
ήλπιζε στην «θεραπεία» των ελληνικών
πραγμάτων. Ήταν σίγουρος πως η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν με το μέρος του και
γι’ αυτό αρνήθηκε την στρατιωτική βοήθεια που του πρόσφερε η Γαλλία μέσω του
στρατηγού στη Μεσσηνία Σνεντέρ.
-Ο Καποδίστριας
εκμεταλλεύτηκε την αλληλογραφία του με τον Γάλλο προκειμένου να αποθαρρύνει
τους Μαυρομιχαλαίους που ήλπιζαν στην θετική στάση της Γαλλίας.
-Γαλλικό πολεμικό
πλοίο εισήλθε στο Λιμένι και ο πλοίαρχος άκουσε με ενδιαφέρον τις απόψεις των Μαυρομιχαλαίων, αντί να είναι
επιφυλακτικός αφού υπήρχε αλληλογραφία μεταξύ Σνεντέρ και Καποδίστρια.
Μάιος-Ιούλιος 1831 :
-Οι Μαυρομιχαλαίοι
που βρίσκοντας σε Άργος και Ναύπλιο έκαναν προσπάθειες συμβιβασμού με τον
Καποδίστρια.
-Ο Ιωάννης Κατσής, φυλακισμένος στο Παλαμήδι, ζήτησε επιείκεια γι’ αυτόν και
την οικογένειά του. Παραπονέθηκε πως είναι ελεύθεροι οι Μαυροκορδάτος,
Ζωγράφος, Ζαΐμης, Τρικούπης, Δεληγιάννης οι οποίοι, όπως ισχυρίστηκε[49], εξαπάτησαν τον
«απλοϊκό» αδελφό του Πετρόμπεη και τον έφεραν σε σύγκρουση με τον Κυβερνήτη.
-Ο Γεώργιος Μπεηζανές, που βρισκόταν υπόδικος στο Άργος, άφηνε ανοικτό το
ενδεχόμενο μεσολάβησής του.
-Ο Καποδίστριας, παρ’ όλο που δυσπιστούσε για τις πραγματικές προθέσεις των
Μαυρομιχαλαίων, δεν απέκρουσε τις προτάσεις τους.
-Έφερε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, από το
πλοίο του Κανάρη, στο Ναύπλιο.
-Επέτρεψε την μετακίνηση από το Άργος στο Ναύπλιο του
Γεωργίου Μπεηζαντέ.
-Τα
αντικυβερνητικά μέτωπα πλήθαιναν και ο Καποδίστριας ήθελε επειγόντως ειρήνη στη
Μάνη και κατάθεση συγνώμης από τους Μαυρομιχαλαίους.
-Φαίνεται πως η
Οικογένεια, αφού απέτυχε τελικώς η προσπάθεια του Τζ. Γρηγοράκη, αρνήθηκε να
ομολογήσει ότι έσφαλε.
-Νέες διαμεσολαβητικές προτάσεις του Τζ. Γρηγοράκη.
-Οι Γεώργιος
Μπεηζαντές και Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης στο Ναύπλιο επέμεναν στην
διαμεσολάβησή τους για ειρήνευση.
-Ο γερουσιαστής Γεώργιος Αινιάν[50] δέχθηκε την
εντολή του Καποδίστρια να μεταβεί στη Μάνη συνοδεύοντας τους δύο
Μαυρομιχαλαίους.
-Εντολή του θα ήταν να πείσει τους Μαυρομιχαλαίους στο Λιμένι (Αναστάσιο,
Κατσάκο και Δημήτριο) να δηλώσουν μεταμέλεια και να έρχονταν στο Ναύπλιο να
έμεναν μαζί με τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο. Έτσι μόνο ο Καποδίστριας θα τους συγχωρούσε
για τις αντικυβερνητικές πράξεις τους. Εν συνεχεία, όταν θα έρχονταν στο
Ναύπλιο, μαζί με τους Πετρόμπεη και Ιωάννη Κατσή, θα μετέβαιναν «εν πλήρει
ελευθερία» στην Αίγινα, όπου η Κυβέρνηση θα φρόντιζε να ζήσουν αξιοπρεπώς[51].
-Ένα συγκλονιστικό
γεγονός έλαβε χώρα πριν γίνει η αναχώρηση του Αινιάνος με τους Μαυρομιχαλαίους
για το Λιμένι. Οι Υδραίοι κατέλαβαν το ναύσταθμο στον Πόρο (14 Ιουλίου-1
Αυγούστου 1831). Μετά την
ανταρσία της Ύδρας προς το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, υπό την καθοδήγηση
των οικογενειών των Κουντουριώτηδων και Μιαούληδων, ο Ιωάννης Καποδίστριας δίνει
εντολή στον Κανάρη να πλεύσει με
τον αγκυροβολημένο στον Πόρο Ελληνικό στόλο και να πάει να
αποκλείσει την Ύδρα. Ο Κουντουριώτης μαθαίνει τις κινήσεις του Καποδίστρια και
στέλνει τον Μιαούλη στον Πόρο να καταλάβει τον Ελληνικό στόλο. Ο Μιαούλης καταλαμβάνει
τον στόλο και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον Κανάρη. Σε απάντηση ο
Καποδίστριας αγωνίζεται κατά των επιδρομέων Υδραίων και μπλοκάρει όλα τα πλοία με τον Μιαούλη μέσα
στο λιμάνι του Πόρου. Όταν ζητάει από τον Μιαούλη να αποχωρήσει ειρηνικά, αυτός
πυρπολεί τις φρεγάτες "Ελλάς" και "Ύδρα". Ο Μιαούλης τελικά
διέφυγε.
Η φρεγάτα «Ελλάς» που αγοράστηκε το 1826 και πυρπόλησαν οι Υδραίοι το 1831. |
-Τον συντονισμό όλων των ενεργειών είχε αναλάβει τριμελής επιτροπή επί του πλοίου «Απόλλων» και η οποία ήταν φορέας εντολών της υδραίικης κοινότητος.
-Με την υποστήριξη και την κάλυψη των αντικυβερνητικών πλοίων οι εξεγερθέντες Μανιάτες αποπειράθηκαν να καταλάβουν οχυρή θέση στο Μέζαπο αλλά αποκρούστηκαν. Κατευθύνθηκαν προς την Καλαμάτα αφού προηγουμένως ανακατάλαβαν 23, 24 Αυγούστου τις οχυρές Κιτριές και συνεχίζοντας κατέλαβαν το Αλμυρό, αφού οι Καπετανάκηδες αποχώρησαν όταν είδαν τα υδραίικα πλοία να είναι έτοιμα να τους κανονιοβολήσουν. Ακολούθως το Αλμυρό έγινε έδρα της «Συνταγματικής Επιτροπής της Σπάρτης» και μαζί με την Επιτροπή της Ύδρας σχεδίαζαν τις επόμενες κινήσεις τους[55].
-Με προκηρύξεις και αρκετά υδραίικα χρήματα έγινε εφικτή η στρατολόγηση 1.000-2.000 Μανιατών. Έκδηλη ανησυχία κατέλαβε τους πολίτες της Καλαμάτας παρ’ όλο που ο Γενναίος Κολοκοτρώνης εμφανίστηκε με 300 στρατιώτες και ενίσχυσε το τάγμα που έδρευε στην Καλαμάτα. Η κυβερνητική πλευρά διέδιδε πως ρωσικά πλοία έφταναν και μαζί με τα εθνικά θα κτυπούσαν τα υδραίικα. Ο Κατσάκος με τον στρατό του την 1η Σεπτεμβρίου προχώρησαν και έφθασαν μέχρι το Τελωνείο της Καλαμάτας και με προκήρυξή του απαίτησε την άμεση αποχώρηση των κυβερνητικών στρατευμάτων. Επειδή αυτό δεν συνέβη στις 3 Σεπτεμβρίου κατέλαβαν την πόλη, αφού εν τω μεταξύ τα στρατεύματα που την υποστήριζαν αποχώρησαν με διαφωνίες μεταξύ τους, και την λεηλάτησαν φρικτά. Αποχώρησαν αργότερα διότι κατέφθασαν γαλλικές δυνάμεις για να προστατεύσουν τους καλαματιανούς πολίτες.
-Οι Γάλλοι δεν έκρυβαν την συμπάθειά τους στους συνταγματικούς στόχους όπως τους διατύπωνε η αντιπολίτευση και μάλιστα αρνήθηκαν να παραδώσουν την Καλαμάτα στα κυβερνητικά στρατεύματα.
-Όταν όμως έφτασε ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ και ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης οι Μανιάτες αποχώρησαν και από το Αλμυρό, όταν το ρωσικό ναυτικό απομόνωσε τα εκεί βρισκόμενα αντικυβερνητικά πλοία, δύο συνέλαβε και άλλα δύο καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Υδραίους. Χάνοντας τον έλεγχο της θάλασσας οι στασιαστές κρύφτηκαν στα βουνά και πολλοί εγκατέλειψαν τους Μαυρομιχαλαίους. Κοντά τους έμειναν 100 περίπου άτομα, συγγενείς και αφοσιωμένοι οπαδοί.
-Ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ πήγε στο Λιμένι. Δεν κατέστρεψε με τα πυροβόλα του τους μαυρομιχαλαίικους πύργους. Αντίθετα αποβιβάστηκε και επισκέφθηκε την γηραιά μητέρα του Πετρόμπεη με την οποίαν συζήτησε την κατάσταση[56]. Διαλλακτικός εμφανίστηκε και ο Ηλίας Κατσάκος.
Ρίκορντ Πιότρ Ιβάνοβιτς
-«Ο Ρίκορντ φθάνοντας στο Ναύπλιο συναντήθηκε με τους
Πετρόμπεη και Καποδίστρια και πέτυχε μια φόρμουλα συνδιαλλαγής. Ο Πετρόμπεης θα
ομολογούσε ότι έσφαλε και ο Κυβερνήτης θα συγχωρούσε τους Μαυρομιχαλαίους για
τα ατοπήματά τους. Ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε
και οδηγήθηκε στη ναυαρχίδα του Ρίκορντ, που είχε οριστεί τόπος
συναντήσεως. Αντικαποδιστριακό όμως δημοσίευμα αγγλικής εφημερίδας έκανε τον
Κυβερνήτη να αλλάξει γνώμη και διέταξε να οδηγηθεί και πάλι ο Πετρόμπεης στο
Ίτς-Καλέ. Τον εξευτελισμό αυτόν του γέροντος Μαυρομιχάλη παρακολούθησαν με
αγανάκτηση ο αδελφός του Κωνσταντίνος και ο γιός του Γεώργιος, οι οποίοι
παρέμεναν στο Ναύπλιο υπό αστυνομική επιτήρηση. Φαίνεται πως παραμέρισαν και
τους τελευταίους δισταγμούς και λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1831,
δολοφόνησαν τον Καποδίστρια».[57]
Διονυσίου Τσόκου :"Ἡ δολοφονία του Καποδίστρια", λάδι σε καμβά, 1,85Χ1,24 μ. ενυπόγραφο, του 1850. Τεργέστη, πινακοθήκη Ἑλληνικής Κοινότητος. |
Διονυσίου Τσόκου: «Ἡ δολοφονία του Καποδίστρια», λάδι σε καμβά, 0,60x0,61 μ. Έτος 1850. Μουσείο Μπενάκη. Η προέλευση του έργου του Μουσείου Μπενάκη από τους απόγονους του ζωγράφου και επομένως κατευθείαν από το ατελιέ του, αγοράστηκε, πράγματι, στις 20 του Γενάρη 1937, μας οδηγούν να χαρακτηρίσουμε το έργο σαν μια προμελέτη για τον πίνακα της Τεργέστης (https://www.kapodistrias.info/arthra/i-dolofonia-tou-ioanni-kapodistria-kai-o-zografos-dionysios-tsokos). |
Πολλές
απόψεις, απλοϊκές και σύνθετες, έχουν κατατεθεί. Για τον γνώστη των μανιάτικων
εθίμων και της νοοτροπίας που διακατείχε τους Μανιάτες μέχρι και τα χρόνια της
δεκαετίας του 1970, το θέμα είναι ξεκάθαρο.
Η εκδίκηση των Μαυρομιχαλαίων α) για
την προσβολή και την ταπείνωση του Πετρόμπεη β) για την πολιτική αποδυνάμωση
της Οικογένειας στην Μάνη και τον προσεταιρισμό των εχθρών της γ) για την
κατάσταση της φανερής ένδειας που κατέληξε δ) για την μη αναγνώριση της
προσφορά της στον Απελευθερωτικό Αγώνα, όπως η Οικογένεια επιθυμούσε και ε) για
τις ταπεινώσεις των μελών της που απέμειναν χωρίς εθνική κυβερνητική συμμετοχή στην
τετράχρονη αντιπαράθεση.
Πολύ
εύστοχα ο Χρήστος Λούκος συμπεραίνει: «Η προσωπική όμως εκδίκηση πήρε πολιτικό περιεχόμενο
μέσα στην ατμόσφαιρα πάθους και εντάσεως που καλλιέργησε με τα συνθήματά της η
Αντιπολίτευση και που απέτυχε να εκτονώσει η Κυβέρνηση με την ακαμψία της»[58].
«…[59]με
μια βάρκα από τις Κιτριές έφτασε η γυναίκα που περίμεναν στη ρούσικη καπιτάνα.
Όταν σε λίγο ανέβηκε ακουμπώντας στο μπράτσο ενός αμούστακου συνοδού, όλοι
παραμερίσανε μπροστά της. Θύμιζε αρχαίο φάντασμα, ίσκιο της ελληνικής
τραγωδίας, έτσι όπως επροχωρούσε αυστηρή με περήφανο βήμα, με ανένδοτο βλέμμα,
γεμάτο μοίρα και πείρα από θάνατο. Οι ιστορικοί την παρομοιάζουν με την Εκάβη,
τη γυναίκα του Πρίαμου, πούχε τα πολλά παιδιά κι’ είδε τα περισσότερα
μακελεμένα. Ήταν η γριά μάνα του Μπέη της Μάνης, που ζούσε ακόμη εκείνο το
καιρό.
Ο Ρώσος ναύαρχος, ο Ρίκορντ, έτρεξε
αμέσως να τη χαιρετήσει, να την τοποθετήσει ο ίδιος σ’ ένα κάθισμα.
-Σας ακούω- της είπε με σεβασμό
φωνάζοντας το δραγουμάνο να κοντοζυγώσει. Και θάμαι ευτυχής να σας βοηθήσω, αν
περνά από το χέρι μου.
-Να του
πεις- άρχισε με αδρό και τραχύ τόνο- πως αυτό που κάνει είναι άδικο. Και το
άδικο στον τόπο δεν το θέλουν ούτε οι ανθρώποι ούτε ο θεός που προσκυνάμε, που
πιστεύομε.
-Σε ποιον
να το πω;
-Στον
Κυβερνήτη, στον Καποδίστρια. Εσύ ‘σαι Μόσκοβος και θα σ’ ακούσει. Να βγάλει το
παιδί μου από το Ίτς-Καλέ που τόκλεισε σαν κακούργο.
Έλεγε το
«παιδί μου» κι’ η φωνή της είχε την τρυφερότητα της νέας μητέρας, μ’ όλο που ο
Πετρόμπεης είχε γεράσει κι’ αυτός.
-Δεν
ξέρει- φώναξε στο Ρώσο με σταθερή, με πικρή φωνή- τι έχει δώσει η γενιά μας σε τούτο
το τόπο. Το Σκυλογιάννη τον σφάξανε μισοκαμένονε, μισοκαρβουνιασμένονε στα
Ορλωφικά- λένε πως η κόψη του μαχαιριού τσιτσίριζε στο πετσί του. Το γυιό μου,
τον πρώτο σερνίκαρο που πολεμούσε από κοντά στο Μελιπύργι, τον πήρε τούρκικο
βόλι στον αμίλιγγο, τον πήρε και κρεπάρησε όλο το κόκκαλο. Το ίδιο και με την
άλλη σπορά του, με τ’ άλλα του Σκυλογιάννη τα μικρότερα, τα αχαμνότερα, που
βρέθηκαν στο γιουρούσι. Τα σφάξανε κι’ εκείνα σαν τραγιά.
Στάθηκε αμίλητη για λίγο, με τα μισοθολωμένα από τα γερατειά μάτια της
ασάλευτα κατά το πέλαγο, με τα κοκκαλιάρικα χέρια της σταυρωμένα απάνου στα
γόνατα όπου έπεφτε το μακρύ της σκούρο βελέσι, σαν να τα ξαναζωντάνευε
λίγο-λίγο, σα να τα ξαναζούσε αυτά που
έλεγε.
-Ο Πιέρρος-
ξανάρχισε- πήγε από μπάλλα κι αυτός. Ο Γιάννης λαβώθηκε βαρειά στο Νιόκαστρο
και πέθανε σε λίγες μέρες στην Αρκαδιά. Ο Λίας το αγγόνι μου πώμοιαζε με τον
αφέντη το Χριστό, πολέμησε στο Βαλτέτσι και πότισε με το αίμα του τα Στούρα,
τον Κοκκινόμυλο. Ο Κυριακούλης, που έδενε τα μουστάκια του απ’ το ριζάφτι στον
ακούτραφο, σκοτώθηκε στην Σπλάντζα, στο Φανάρι, χτυπώντας τον Κεχαγιάμπεη. Ο
Κωνσταντής κράτησε τη Βέργα, πήρε φαλάγγι τους Αραπάδες του Μπραΐμη στο Δηρό,
πολέμησε στον Πολυτζάραβο. Ο Γιωργάκης στα Δερβενάκια. Δεν μετριούνται τα
παλληκάρια της γενιάς μας που ματοκυλιστήκανε…να του πεις του Κορφιάτη να
βγάλει το Μπέη από τη φυλακή το γρηγορότερο. Έτσι να του πεις. Να τον βγάλει
για το δίκηο και για το κεφάλι του…».
«… [60]ήρθε
ώριμος πολιτικός μέσα σε πρωτάρηδες. Δύσκολα αναγνωρίζει ο Έλληνας την υπεροχή
του άλλου. Η ανοησία φθάνει μάλιστα κάποτε στο σημείο να θεωρούμε την υπεροχή
σαν αντιδημοκρατική ανισότητα και την αναγνώριση της υπεροχής σαν
αντιδημοκρατική νοοτροπία. Και είναι χαρακτηριστικό πως εκείνοι που,
αναγνωρίζοντας την πολιτική υπεροχή του, στάθηκαν ακλόνητοι υποστηρικτές του
Καποδίστρια, ήταν δύο άνδρες με το υψηλότερο και καθαρότερο πολιτικό ήθος της
εποχής εκείνης, ο Κανάρης και ο Κολοκοτρώνης.
Ο Καποδίστριας βρήκε μιάν
Ελλάδα χωρίς καθορισμένα σύνορα, που κινδύνευαν μάλιστα να χαραχθούν κατά τρόπο
τόσον αποπνικτικό, ώστε να καθιστούν προβληματική τη βιωσιμότητά της. Γι’ αυτό
η ευρύτερη χάραξή τους αποτέλεσε αμέσως την πρώτη του και κύριά του φροντίδα.
Δεν ξέρω πόσοι αξιολογούσαν τότε τα εκκρεμή προβλήματα με τα ίδια μέτρα και
πόσοι ήταν διατεθειμένοι να υποτάξουν τα δικά τους μερικώτερα προβλήματα στο
μέγα αυτό εθνικό θέμα, που με απαράμιλλη σύνεση διαχειρίστηκε ως τη μέρα του
θανάτου του.
Ο ραγιαδισμός τεσσάρων σχεδόν αιώνων είναι ένας ιός που δεν αποβάλλεται εύκολα. Και, καθώς ξέρομε, έχει ο ραγιαδισμός δύο όψεις, την ευτέλεια μπρος στον κρατούντα και τη δυσπιστία, σχεδόν την έχθρα, απέναντι σε κάθε εξουσία. Κάποτε την ευτέλεια την αντικαθιστά το αντίθετό της, το πνεύμα της ανυποταγής, της ανταρσίας. Η δυσπιστία πάλι, αυτή, αντιθέτως, συνεχίζεται αναλλοίωτη είτε το Κράτος είναι κράτος βίας είτε είναι κράτος δικαίου…
Είμαστε ένα ολιγάριθμο έθνος καθηλωμένο σ’ ένα επίζηλο σημείο του Κόσμου, που βάλλεται από πολλούς αντίξοους ανέμους. Μας περιβάλλουν πλήθη πολλά. Αυτοί έχουν τον αριθμό αλλά εμείς έχομε την ανδρεία και την ευφυΐα. Πλούτο δεν έχομε, αλλά μπορεί να τον αποκτήσωμε. Μπορεί να ξεπεράσωμε και κάθε κίνδυνο, αν στις αρετές μας προσθέταμε την συνειδητή βούληση της ε ν ό τ η τ α ς, που μόνο τότε μπορεί να κατορθωθή σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων, αν ο καθένας μας, αλλά και όλοι μαζί, υποταχθούμε στην ύψιστη εντολή της ελληνικής σοφίας, στο μ έ τ ρ ο. Σε ό,τι σκεφτόμαστε, σε ό,τι πράττομε, να πειθαρχούμε στην αρχή του μέτρου. Να αποτάξομε τον Σατανά της υπερβολής, της αμετροέπειας, του πάθους που τυφλώνει. Το μέτρο -και μόνο αυτό- δίνει στον άνθρωπο ανθρωπιά και στον Έλληνα τη δύναμη να κάνη θαύματα. Δεν αρκούν οι πρόσκαιρες ηθικές και πατριωτικές εξάρσεις, όταν τις ακολουθούν μακρές περίοδοι αφροσύνης και ακαταστασίας. Το μέτρο επιβάλλει τη συνέχεια και τη συνέπεια στους λόγους και στις πράξεις. Ο Καποδίστριας μπορεί να μας γίνη παράδειγμα, ζωντανή παρουσία του ελληνικού μέτρου…».
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ως-εκ μητρός-μανιάτης αδυνατώ να
αντιληφθώ την αιτία που τα τελευταία χρόνια μανιάτες συγγραφείς που ασχολήθηκαν
με το θέμα αρνούνται να αποδεχθούν εντίμως πως οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος
Μαυρομιχάλης δολοφόνησαν τον κυβερνήτη Καποδίστρια, αφού και ο Πετρόμπεης το
ομολογεί (δείτε παρακάτω) και ο Γεώργιος ως συλληφθείς δεν το αρνήθηκε. Το να
αποδίδεται η πράξη της δολοφονίας σε ξένους και να κηρύττονται οι
Μαυρομιχαλαίοι αθώοι, είναι ανέντιμο και άνανδρο. Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως
«ναι, οι Μαυρομιχαλαίοι δολοφόνησαν τον
Καποδίστρια» και αν θέλουμε να βρούμε ελαφρυντικά για την πράξη τους, ας το
πράξομε.
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ-Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ
Ολόκληρο το κείμενο της πολιτικής διαθήκης του Πετρόμπεη δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης στο φύλο της 15/28 Μαρτίου 1903. Είχε
προσφερθεί από μέλος της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Πρόκειται για πολιτικό
κείμενο υψίστης σημασίας, το οποίο γράφτηκε το Δεκέμβριο 1842 και βρισκόταν στο
αρχείο του Γεωργίου Αναστάση Μαυρομιχάλη (προσεχώς θα δημοσιεύσω την βιογραφία
και τις πράξεις του εξόχου αυτού πατριώτη), και ο οποίος το έδωσε για πρώτη
δημοσίευση το 1903. Όταν ο Πετρόμπεης έγραψε το κείμενο ήταν 77 ετών και βαριά
άρρωστος. Γεννήθηκε το 1765 και πέθανε το 1848.
Πέτρος Μαυρομιχάλης (1765-1848). Απεικόνισή του το έτος 1837 από τον ζωγράφο Aichholzer
«…Πατρίς μου,
επί του Ιωάννου Καποδιστρίου άπασα η οικογένειά μου και οι περί αυτήν
εδοκίμασαν αδίκους καταδρομάς. Περιφρονήσεις, φυλακισμούς. Εις τούτο δεν θέλω,
ούτε εις εμέ ανήκει να δικαιόσω εμαυτόν· κρίνουσι περί τούτου οι απαθείς
Έλληνες και εις αιώνας θέλει κρίνει η αμερόληπτος ιστορία. Τας παραλόγους
περιφρονήσεις και τους αδίκους φυλακισμούς υπέφερα με στοϊκήν απάθειαν. Ότι δε
με κατέθλιβε και καταθλίβει εισέτι την καρδίαν μου, και το οποίον δεν δύναμαι
να αποσιωπήσω, είναι η απάντησις του Ιωάννου Καποδιστρίου προς με συνομιλούντα
μετ’ αυτού περί διαφόρων πραγμάτων «είκοσι πέντε είσθε οι φθορείς του έθνους»
(εννοών ο Καποδίστριας τους εν δυνάμει και ενεργεία προκρίτους, επτά ολοκλήρους
χρόνους υπέρ της ελευθερίας του έθνους υπερμαχήσαντες και οδηγούς γενομένους
εις τον αγώνα). Αλλ’ αυτούς τους φθορείς εξοχώτατε, του απεκρίθην πικρώς
μειδιών, ηκολούθησαν όλοι οι Έλληνες και κατεπολέμησαν τους τυράννους των και
απετίναξαν τον ζυγόν των. «Εφρόνουν» με διέκοψεν αποτόμως, «ότι οι Έλληνες
έχουν τας απαιτουμένας αρετάς αλλά δυστυχώς δεν το βλέπω». Ούτε τούτο δεν
θεωρείτε, τω απεκρίθην, ως αρετήν των Ελλήνων το ότι εγνώρισαν εαυτούς και
προσεκάλεσαν υμάς να τους διοικήσετε; «Έχεις και άλλα να ειπής;» μοί είπε πάλιν
πικρώς και μοί έστρεψε τα νώτα. Οι λόγοι ούτοι πολύ κατεβάρυναν την ψυχήν μου,
εκφράζων ήδη αυτούς, αισθάνομαι πολύν την ανακούφισιν· και λησμονών αυτούς,
επιθυμώ να μην τους μνημονεύση η ιστορία, δια να μην υπάρχει και μία τοιαύτη
κηλίς εις την βιογραφίαν του εξόχου διπλωμάτου. Εις τους Έλληνας ανήκει να
φέρωσιν κρίσιν περί του μεγάλου συμβάντος το οποίον μετέβαλε μεν μορφήν των
ελληνικών πραγμάτων, εγώ δε υπέφερον νέον θερισμόν εις την κολοβοθείσαν
οικογένειάν μου. Πάν ότι δύναμαι να βεβαιόσω και δεν θέλω εύρει δυσκολίαν να
πιστευθώ, είναι ότι έμαθον τον θάνατον του Καποδιστρίου μετά τον θάνατον αυτού,
όταν ολιγότερον επίστευσα ότι τόσον απότομος καταστροφή έμελλε να μεταβάλη τας
υποθέσεις και την φάσιν των ελληνικών πραγμάτων. Τι μέτρον ήθελον λάβει αν ο
υιός μου και ο αδελφός μου εξεμυστηρεύοντο εις εμέ την συνομωσίαν των; Ήθελον
ακούσει την φωνήν της εκδικήσεως και του αυστηρού πατριωτισμού; Ή το γήρας αυτό
και η θρησκεία ήθελον με καταφέρει να λησμονήσω τον Άρχοντα δια να ελεήσω τον
άνδρα; Ιδού εξέτασις βασανιστική δι’ εμέ· και δια την οποίαν το κοινόν δεν
θέλει έχει τόσην σκληράν περιέργειαν…».
Για την
πληρέστερη γνώση του πιθανόν απαιτητικού αναγνώστη, θα παραθέσω παρακάτω κάποια
δημοσιεύματα με τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν οι πράξεις της οικογένειας
Μαυρομιχάλη. Ένα από αυτά είναι ένα δημοσιεύθηκε[61] στην
εφημερίδα «Ελπίς» του Κ. Λεβίδη από τον ίδιο. Το απόσπασμα που παρατίθεται
είναι κατατοπιστικό :
«….Όταν η Εξουσία επί του μακαρίτου
Κυβερνήτου κατεδίωκε μέχρι θανάτου τους εξόχους άνδρας της κοινωνίας, τους και
προσωπικήν βαρύτητα και μεγάλας εκδουλεύσεις προς την πατρίδα έχοντας, τους
νοήμονας, τους πεπαιδευμένους, και τοις έδιδε να εννοήσωσιν ότι πρέπει να
ευχαριστηθώσι με μόνην την άδειαν του αναπνέειν τον αέρα της Ελλάδος. Όταν η
Εξουσία του Κυβερνήτου επέθεσεν αλύσους εις την ελευθερίαν του τύπου, ώστε ούτε
δι’ αυτού πλέον να φθάση η αλήθεια εις τα ώτα του αρχηγού του έθνους, δεν
πρέπει να παραξενευθή τις αν οι άνθρωποι ούτοι ήρχισαν αντιπολίτευσιν σφοδράν
ήν κατήντησεν ύστερον εις ένοπλον αντίθεσιν και αν η ένοπλος αντίθεσις έφερεν
επιτέλους και τον βίαιον θάνατον του αρχηγού του Έθνους συνέπεια ατομικού
πάθους των Μαυρομιχαλαίων. Ποίοι εκράτουν τότε τας ηνίας της κυβερνήσεως ως
υπουργοί, ως αρχηγοί, ως γερουσιασταί, είναι εξ αυτών εκείνων οίτινες και
σήμερον ζητούσι δια τας αφροσύνης των να σπρώξωσι τα πράγματα· ήσαν οι
Γλαράκης, ο Χρυσόγελος, ο Γενναίος και άλλοι τοιούτοι άφρονες κόλακες, ελεεινοί
ταρτούφοι.
Δεν ήσαν οι Μαυρομιχάλαι οίτινες εδολοφόνησαν τον μακαρίτην κυβερνήτην.
Αυτόν εδολοφόνησαν οι περί αυτόν Γλαράκης, Χρυσόγελος και σύντροφοι, διότι
αυτοί έφερον τους Μαυρομιχάλας εις την απελπισίαν. Ο συντάκτης της Ελπίδος
ενθυμείται την οποίαν ο μακαρίτης Κυβερνήτης ησθάνθη αγανάκτησιν, ότε ως
διευθυντής του υπουργείου των ναυτικών, τω ενεχείρησε το έγγραφον του τότε
μοιράρχου Κ. Κανάρη, δι’ ού ούτος ειδοποίει το υπουργείον των ναυτικών, ότι
αφού συνεφώνησε μετά των αποστατών Μαυρομιχαλαίων να έλθωσι επί της ναυαρχίδος
δια να ομιλήσωσι περί της καταθέσεως των όπλων υπό όρους τινάς, ελθόντας τους
εκράτησεν αιχμαλώτους και τους έστειλεν εις το Ναύπλιον. Την ολεθρίαν ταύτην
συμβουλήν είχε δώσει εις τον Κανάρην ο αποτρόπαιος γραμματεύς του Γλυπιπής
(εννοεί Γλαράκης). Ο Κυβερνήτης ωνόμασεν εν τη αγανακτήσει του άτιμον την
πράξιν και ανέκραξε ότι «με τας ανοησίας του θα μοι φέρουν κανένα διάβολον εις
το κεφάλι».
Εν τούτοις με όλην αυτήν του Κυβερνήτου την αγανάκτησιν, η Εξουσία
παρέλαβε τους φθάσαντας μετά δύο ημέρας αιχμαλώτους, τους περιώρισεν εντός
οικίας και τους μετεχειρίσθη με τόσον ανοίκειον τρόπον, ώστε ελθόντες εις
απελπισίαν εξετέλεσαν το κακούργημα, αφού είχον ερεθισθή επί ικανάς ημέρας υπό
τινων εν Ναυπλίω, μεταξύ των οποίων ονομάζομεν το νυν υπουργόν των εξωτερικών
κ. Λόντον, όστις μετά την δολοφονίαν συνελήφθη, επιβαρυνθείς δια παμπόλλων
μαρτυριών και διέμεινεν εν τη φυλακή του Βουρτζίου έξ περίπου μήνας. Και
ποίοι ήσαν υπουργοί ότι διετάχθη η εις
τα καθύγρους υποθαλασσίους φυλακάς του Βουρτζίου απαγωγή του; Ο νυν συνυπουργός
του Χρυσόγελος και ο προ ολίγον συνυπουργός του Γλαράκη!!! Μετά των οποίων
παρουσίασεν ήδη το κατά της ελευθεροτυπίας δρακόντειον νομοσχέδιον!!!! Και
οποίος ήτο ο δημόσιος κατήγορος ο ζητήσας την προφυλάκισιν του Λόντου; Αυτός ο
κ. Αξελός, ο μετά του Προβελεγγίου συντάκτης του δρακοντείου νόμου!!!...».
Καταθέτω ένα ακόμη κείμενο πολύ
μεταγενέστερο των εποχών της δολοφονίας. Ανήκει στον δημοσιογράφο Θεόδωρο
Βελλιανίτη, ο οποίος ανήκε στο περίγυρο του οίκου των Μαυρομιχαλαίων και σε
δημοσίευμά του το 1927[62]
αναφέρεται στα αισθήματα του Πετρόμπεη για τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και τους
δολοφόνους συγγενείς του. Φαντάζει σαν συνέχεια της απόψεως που διατυπώθηκε
στην πολιτική διαθήκη του :
«Ο Γιάννης
Βλαχογιάννης εις την «Ιστορικήν Ανθολογίαν» του αναφέρει ότι ο Πετρόμπεης δεν
απέκρυπτε την αγανάκτησίν του, όχι μόνον εναντίον εκείνων οίτινες παρέσυρον εις
τον φόνον του Καποδιστρίου του υιόν του Γεώργιον και τον αδελφόν του
Κωνσταντίνον, αλλά και κατ’ αυτών των ιδίων. Δημοσιεύει δε το ακόλουθον απόσπασμα
εις εφημερίδα «Δήμον» των Πατρών: «ότε ο Όθων ανεδέχθη τον θρόνον ηλικιωθείς
κατά το 1833, ο γέρων Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης ήτο εν Αθήναις και επαρουσιάσθη
εις τον βασιλέα όπως τον συγχαρή. Τον γέροντα τούτον λάκωνα επισκεφθείς την
επιούσαν ο γνωστός αυτού κύριος Ανδρέας Καλαμογδάρτης, και ερωτήσας ήκουσε παρ’
αυτού φρικτάς βλασφημίας κατά του υιού και του αδελφού του, ως φονευσάντων τον
σωτήρα της Ελλάδος. Κατά δε της βλακείας του Όθωνος ελάλησεν ο γέρων ικανά
θρηνήσας την τάλαινα πατρίδα… πραγματικώς ο Πετρόμπεης ουδέποτε επαρηγορήθη δια
τον φόνον του Καποδίστρια. Καίτοι δεν συμμερίζετο τον τρόπον της διοικήσεώς
του, τον εθεώρει όμως ως τον μόνον δυνάμενον να κυβερνήση την Ελλάδα…».
Η αλληλογραφία ολόκληρη του αείμνηστου
Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια έχει εκδοθεί σε 4 τόμους και βρίσκεται ψηφιακά
αναρτημένη στο διαδίκτυο. Ολοκληρώνοντας την παρούσα εργασία θεωρώ πως θα ήταν
ο καλύτερος επίλογος να παρατεθούν αποσπάσματα από επιστολές του που δείχνουν
την υψηλοφροσύνη του.
[1]
Φτέρης Γεώργιος. (Γεώργιος Τσιμπιδάρος).
«Μάνη πατρίδα μου». Αθήνα 1981, σελ. 42.
[2]
Ο Χρήστος
Λούκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Το 1967 έλαβε πτυχίο από το Τμήμα Ιστορίας
και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1974
έως το 1992 εργάστηκε ως ερευνητής στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου
Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές
στο Παρίσι από το 1982 έως το 1985. Το 1984 έλαβε το
διδακτορικό του δίπλωμα στην Ιστορία από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Το 1992 εκλέχθηκε Αναπληρωτής Καθηγητής και το 1996 Καθηγητής στο Τμήμα
Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Είναι ιδρυτικό και ενεργό μέλος της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού, και
συντάκτης στο ιστορικό περιοδικό Μνήμων. Είχε τη γενική εποπτεία της
ταξινόμησης του Δημοτικού Αρχείου της Ερμούπολης και της οργάνωσης των
αρχειακών συλλογών που απόκεινται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους , Αρχεία
Νομού Κυκλάδων ( με έδρα την Ερμούπολη της Σύρου). Από το 1994 έως το 2006
διεύθυνε, στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, το πρόγραμμα "Η πόλη στους
νεότερους χρόνους". Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης δίδαξε, σε προπτυχιακό
και μεταπτυχιακό επίπεδο, την Επανάσταση του 1821, κοινωνικά προβλήματα των
νεοελληνικών πόλεων, άλλα ζητήματα της ιστορίας του ελληνικού κράτους, καθώς
και Εισαγωγή στην ιστορία της Λατινικής
Αμερικής. Από το 2012 είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Πηγή
Βικιπαίδεια.
[3]
Λούκος Κ. Χρήστος. Περιοδικό «Μνήμων» 1974, τόμος 4ος.
[4]
Πρωτοψάλτης Γ. Εμμανουήλ. Ιγνάντιος μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, τόμος Α΄ σελ.
277, τόμος Β΄ αρ.227.
[5]
Πρωτοψάλτης Γ. Εμμανουήλ. Μία δραματική σελίς της διαμάχης μεταξύ Ιω.
Καποδίστρια και Πέτρου Μαυρομιχάλη. Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1963. Σελ. 59,
υποσημ. 1.
[6]
Περί του όρκου του Κυβερνήτου βλ. Κυβ. Ψήφισμα υπ’ αριθ. 4/17-1828.
[7]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.3
[8]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.4
[9]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.5-9.
[10]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.11, υποσημ. 37.
[11]
Κοτσώνης Λ. Κωνσταντίνος. «Νικόλαος Πιερράκος Μαυρομιχάλης». Ανάτυπο εκ των
«Λακωνικών Σπουδών» τόμος Θ’ σελ. 463-503. Εν προκειμένω σελ. 469, υποσημ. 1
[12]
Κοτσώνης Λ. Κωνσταντίνος. Ό.π. σελ. 470.
[13]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.14, υποσημ. 55.
[14] Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.14.
[15] Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.13.
[16]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.14.
[17]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.16.
[18]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.14
[19]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.19
[20]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.23.
[21]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.20.
[22]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.23
[23]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.26, υποσ. 109.
[24]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.27.
[25]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.27, υποσ. 111.
[27]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.31.
[28]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.32.
[29]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ό.π. σελ.33.
[30]
Λούκος Κ. Χρήστος. Η περιοδεία του Ανδρέα Μεταξά στην Πελοπόννησο 1830. Μνήμων
1972, τόμος 2ος, σελ. 187-256. Ιδιαίτερα για το θέμα της διαμάχης
Χρηστέων-Κυβελαίων και λοιπών οικογενειών της Δυτ. Μάνης στις σελ. 207-214.
[31]
Κοτσώνης Λ. Κωνσταντίνος. Ό.π. σελ. 492, υποσημ. 1. «Το ισπανικό τάλληρο,
ονομαζόμενο δίστηλο ή κολωνάτο, επειδή στη μία όψι του είχε παράστασι των δύο
Ηρακλείων στηλών εκατέρωθεν του ισπανικού θυρεού. Από τα πιο διαδεδομένα
ευρωπαϊκά νομίσματα της εποχής. Ισοδυναμούσε με 15 γρόσια ή 6 φοίνικες».
[32]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.35.
[33]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.36.
[34]
Ζερίτης Ν. Χρήστος. Θανατική εκτέλεση για φονοπειρατεία στην Καλαμάτα του 1830.
https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2020/06/1830.html
[35]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.37.
[36]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.40.
[37]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.40, υποσημ. 174.
[38]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.40, υποσημ. 181.
[39]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.38.
[40]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.43.
[41]
Πρωτοψάλτης Γ. Ε. Μία δραματική σελίς της διαμάχης μεταξύ Ιω. Καποδίστρια και
Πέτρου Μαυρομιχάλη. Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1963. Σελ. 61.
[42]
Πρωτοψάλτης Γ. Ε. Ό.π. σελ.61.
[43]
Πρωτοψάλτης Γ. Ε. Ό.π. σελ.64.
[44]
Κασομούλης Νικόλαος. Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Γ΄ τόμος σελ.360, υποσημ. 1.
Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήνα 1942. Χορηγία Παγκείου επιτροπής.
[45]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.47.
[46]
Ζερίτης Ν. Χρήστος. Η σημαία των Μαυρομιχαλαίικων στρατιωτικών σωμάτων. Περί
Ηλία Σαλαφατίνου. Σελ 233.
[47]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.51.
[48]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.53, υποσημ.225.
[49] Λούκος
Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.58, υποσημ.250.
[50]
Ο Γεώργιος Οικονόμου ή
Αναγνώστου ή Αναγνωστόπουλος (που το μετονομάσε το επώνυμό του ο πατέρας
του σε Αινιάν (1788-1848) ήταν Έλληνας πολιτικός και λόγιος από το
Πατρατζίκι (τη σημερινή Υπάτη) που ήταν ενεργός μετά τα χρόνια της επανάστασης του
1821. Κατά τη διοίκηση του Καποδίστρια ήταν γερουσιαστής, ενώ αργότερα, επί
Όθωνα, ήταν σύμβουλος Επικρατείας.
[51]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο
Κυβερνήτης κλπ. Σελ.60.
[52]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο
Κυβερνήτης κλπ. Σελ.61.
[53] Λούκος
Κ. Χρήστος. Ο Κυβερνήτης κλπ. Σελ.61.
[54]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο
Κυβερνήτης κλπ. Σελ.62.
[55]
Λούκος Κ. Χρήστος. Η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες το 1831 και η
επέμβαση των Γάλλων στις διενέξεις των Ελλήνων. Μνήμων 1971, τόμος Α΄ σελ.
76-106. Εν προκειμένω σελ. 78.
[56]
Φτέρης Γεώργιος. (Γεώργιος Τσιμπιδάρος).
«Μάνη πατρίδα μου». Αθήνα 1981. Αναφέρει τον διάλογο που διημείφθη.
[57]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο
Κυβερνήτης κλπ. Σελ.64
[58]
Λούκος Κ. Χρήστος. Ο
Κυβερνήτης κλπ. Σελ.66.
[59]
Φτέρης Γεώργιος. (Γεώργιος Τσιμπιδάρος).
«Μάνη πατρίδα μου». Αθήνα 1981.
[60]
Τσάτσος Κωνσταντίνος. Ιωάννης Καποδίστριας. 200 χρόνια από τη γέννησή του.
Ομιλία του ως Προέδρου της Δημοκρατίας την 21/5/1976 στη Δημόσια Βιβλιοθήκη
Κερκύρας. Εκδόσεις Ο.Ε.Δ.Β.
[61]
Εφημερίδα Αθηνών «Ελπίς», φύλο της 19/6/1850.
[62]
Βελλιανίτης Θεόδωρος. «Αθηναϊκοί δρόμοι», εφημερίδα Αθηνών «Εμπρός», φύλο της
27/9/1927.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου