Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

"Λίγο νεράκι Γιάννη μου, κάηκα". Παλουκόραχη Σκάλας Μεσσηνίας. Τόπος μαρτυρίου και ιστορίας.

                                      «λίγο νεράκι Γιάννη μου, κάηκα»

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΟΥΚΟΡΑΧΗΣ ΣΤΗ ΣΚΑΛΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

        Την ιστορική θέση Παλουκόραχη η οποία βρίσκεται σε οχυρό σημείο της κοινότητος Σκάλας, μου είχε υποδείξει σε συζητήσεις μας ο αείμνηστος Κώστας Παπαδόπουλος από το χωριό Κατσαρού, περί το 1989, τα χρόνια δηλαδή που εργαζόμουν στην Εθνική τράπεζα Μελιγαλά. Πάντα ενδιαφερόμουν για τόπους θυσιών, μαχών και ηρωισμών και τότε, στο πρόσωπο πελατών της τραπέζης, αναζητούσα πληροφορίες για την περιοχή τους. Ο μπάρμπα Κώστας, θάτανε τότε 90 χρονών περίπου και υγιέστατος (πηγαινερχόταν από το Κατσαρού στον Μελιγαλά με το ποδήλατό του). Από αυτόν άκουσα για πρώτη φορά για την Παλουκόραχη και για τον συχωριανό του τον καπετάν Πανάγο Καρακίτσο που τον παλούκωσαν στα 1806, αλλά και για τον γιό του τον Γιάννη που έσωσε την Επανάσταση συλλαμβάνοντας τον Τούρκο ταχυδρόμο που πήγαινε γραφή στην Τρίπολη για το πάρσιμο της Καλαμάτας και την Επανάσταση, και έπιασε ζωντανό τον Μουσταφά, γαμπρό του Σουλεϊμάν Αρναούτογλου, του Βοεβόδα της Καλαμάτας. Τούτος ο Μουσταφάς ήταν γιός του Τούρκου Μουσταφά, λοχαγού εκ των καλυτέρων αξιωματικών του Κεχαγιάμπεη, που είχε παλουκώσει τον πατέρα του στην Παλουκόραχη της Σκάλας, και τον παλούκωσε τον Τούρκο ο Γιάννης Καρακίτσος απάνω στην ίδια ράχη, και θυμόταν πως τον είχαν βάλει,16χρονο τότε, να παρακολουθεί το μαρτύριο του πατέρα του για «να μυαλώσει».

Παλούκωμα

Το ίδιο περίπου μου είχε πει και ο πατέρας μου Νικόλαος, όταν, στο αδελφοκτόνο εμφύλιο, το 1948 στρατιώτης ήταν στον λόχο που είχε στρατοπεδεύσει στη Σκάλα και πολλές φορές είχε φυλάξει σκοπιά στον ανεμόμυλο, την αιματηρή ιστορία του οποίου είχε πληροφορηθεί από ντόπιους. Άκουγε, μου είχε πει, παρασυρμένος από την ιστορία και τους τοπικούς  θρύλους, «βογκητά» κάποια βράδια, σα να βασανίζανε κάποιους. Νάτανε ο χειμωνιάτικος αέρας που θέριζε πάνω στο ύψωμα; Νάτανε πράγματι κάποιοι τραυματίες από τις εμφύλιες μάχες και είχαν ξεμείνει στο κάμπο; Νάτανε οι ψυχές του Καρακίτσου και των άλλων που παλουκωθήκανε και ξεψυχούσαν για μέρες; Μπερδεμένα τάχε ο πατέρας μου.
Όλα τούτα τα είχα στο μυαλό μου όταν στις αναζητήσεις μου σε παλιές εφημερίδες βρήκα στοιχεία για όλα όσα είχα ακούσει. Η Παλουκόραχη υπήρξε τόπος μαρτυρίου και στις 22 Μαρτίου 1931, στον καθυστερημένο εορτασμό για την συμπλήρωση των 100 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, έγιναν εκεί, στον τόπο μαρτυρίου, σημαντικές επετειακές εκδηλώσεις και πολλοί ιστοριοδίφες δημοσίευσαν τις μελέτες τους στις τοπικές εφημερίδες «Θάρρος» και «Σημαία».

Παρακάτω δίνω στον αναγνώστη τούτου του δημοσιεύματος τα κυριώτερα δημοσιεύματα του 1931. Με υπόδειξη του αείμνηστου Μίμη Φερέτου περί το 1993, αναζήτησα παλαιότερη του 1931 μελέτη. Παρουσιάζω λοιπόν πρώτα αυτή του 1908.  Σε ημερολογιακό τόμο[1] του 1908 ο Γιαννούλης Νικολαϊδης έδωσε στοιχεία για την Παλουκόραχη.

                                           ./Εφημερίδα «Σημαία» φύλο 24/3/1931

«ΑΝΕΚΔΟΤΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ. Η ΠΑΛΟΥΚΟΡΑΧΗ.

Οι άνθρωποι πάντοτε ετήρησαν ζωηρώς και ενεξιτήλως εις την μνήμην αυτών πάντα τα βανδαλικά γεγονότα, ώ εγένοντο αυτόπται μάρτυρες, και διηγηματικώς είτα ανεκοίνουν τοις επιγιγνομένοις τ’ απαίσια ταύτα μαρτύρια, άπερ χείρ βέβηλος και καρδία διεφθαρμένη, κατά τους απαισίους χρόνους της δουλείας του Γένους ενήργησεν. Εκ των γεγονότων τούτων, όσα εγράφησαν και εξετυπώθησαν διατηρήθησαν και μελετώνται υπό πάντων, όσα όμως εκ τούτων παρέλειψεν η γραφή και η εκτύπωσις, καλύπτονται οσημέραι δια της χρονίας λήθης· διετηρήθησαν δε κατ’ αναπαράστασιν εις ορισμένην περιφέρειαν ένθα τούτα εξετελέσθησαν. Κατά το απαίσιον έτος 1806, ότε οι Αρματωλοί της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα του μεσημβρινού μέρους αυτής, δημοσία και αναφανδόν επετίθεντο κατά των επαράτων Τούρκων, η Υ. Πύλη απέστειλε προς εξόντωσιν αυτών τον επάρατον Κεχαγιάμπεην μετά μεγάλης στρατιωτικής δυνάμεως, αφού προηγουμένως απέσπασεν εκβιαστικώς από το Πατριαρχείον φοβερόν επιτίμιον, όπερ, κατά την φράσιν των ακηκοότων τούτο ραγιάδων αναγιγνωσκόμενον εν τοις ιεροίς Ναοίς, την πέτραν ερράγιζε · δια του επιτιμίου αφωρίζετο εκκλησιαστικώς πας όστις ήθελεν εγείρει όπλα κατά του Σουλτάνου, και πας όστις δεν κατέδιδε τους κλέπτας και εφόνευε τους προγεγραμμένους τούτους αντάρτας. Ο Κεχαγιάμπεης ούτος σύν τοις άλλαις πολεμικαίς αποσκευαίς, παρέλαβεν από Κωνσταντινουπόλεως πλείστους σκόλοπας ερυθροβαφείς, ούς επιδεικτικώς έφερεν επί των φορτηγών, ίνα εμπνεύσει τρόμον εις τους Έλληνας και πτοήση τους κλέπτας. Ίσως τα απαίσια ταύτα ξύλα είχεν ονομάσει ο ωμός Στρατηλάτης ειρηνικά όπλα. Φθάς εις Τρίπολιν επληροφορήθη εν πλάτει τα των κλεπτών υπό των εν τοις φρουρίοις εγκεκλεισμένων περιδεών Τούρκων. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών εξεκίνησε προς την Μεσσηνίαν όπου άνευ ουδεμιάς σχεδόν αντιστάσεως έφθασεν εις την πεδιάδαν της Οιχαλίας. Κατά την διάβασιν των στενών των Δερβενίων οι κλέπται παρετήρουν κεκρυμένοι από του υπερκειμένου τη οδώ απροσίτου βράχου, την διέλευσιν της στρατιάς του Κεχαγιάμπεη και τους επιδεικτικώς επί των φορτηγών τοποθετημένους ερυθρούς σκόλοπας. Τότε ο πολύς κλέπτης εκ Καλυβίων της Οιχαλίας Γιωργάκης Ρερρές αποταθείς προς τους άλλους συντρόφους του είπε : «ποίο παλούκι νάναι το δικό μου»·  και εγέλασεν, αλλά δεν έσχε την ατυχίαν ν’ ανασκολοπισθή διότι επιτεθείς κατά του μετ’ ολίγον σχηματισθέντος επιμελεία των Τούρκων και ακολουθία του Πατριαρχικού επιτιμίου, συμμιγούς αποσπάσματος (Παγάνας) εξ Ελλήνων και Τούρκων εις θέσιν Μπουζούρι (Ερμαίον όρος) έτρεψεν αυτούς εις άτακτον φυγήν και κατεδίωξεν ξιφήρης εις μεγάλην απόστασιν, μέχρι των υπωρειών εις το αρκτικόν μέρος του Μεσσηνιακού πεδίου. Μόλις έστρεψε να διαβή εις το αντιπέραν μέρος του ποταμού Χαράδρου (Τζαμί) ευρέθη προ της Ελληνικής περιπόλου, ήτις εκβιαστικώς και ασυνειδήτως πυροβολούσα εφόνευσεν εκείνον, όν εσεβάσθησαν αι Τουρκικαί σφαίραι. Μετά το ατυχές τούτο γεγονός τον φόνον του Γιωργάκη Ρερρέ και της συστηματικής καταδόσεως εκ μέρους των αφορισθέντων ραγιάδων, οι εναπομείναντες εκ των κλεπτών διεσκορπίσθησαν. Της ανωμάλου ταύτης καταστάσεως επωφεληθείς ο Κεχαγιάμπεης δια δραστηρίας ενεργείας συνέλαβε πολλούς των προυχόντων της περιφερείας, εκείνης ούς εχαρακτήρισεν ως κλέπτας. Διεσώθη εκ των εντοπίων ο Διαμαντής Γκότζης εκ Γαράντζης, όστις μετά ταύτα  διεπερατώθη εις Ζάκυνθον μετά των εναπομεινάντων λειψάνων των κλεπτών της Πελοποννήσου. Ο Κεχαγιάμπεης εν τη μανία του και δια να φανή αρεστός εις το Διβάνιον, προέγραψεν ως δήθεν αρματωλούς και κλέπτας πάντας τους εξέχοντας τότε κατοίκους των μερών εκείνων και ανεσκολόπισεν αυτούς ανεξετάστως δημεύσας συγχρόνως και τας περιουσίας των. Μεταξύ των προγραφέντων υπό του Κεχαγιάμπεη συνελήφθη και ο εκ Κατσαρού της Οιχαλίας ατρόμητος γίγας Παναγιώτης Καρακίτσος, όστις ήχθη ενωπιόν του. Η Ασιανή Τίγρις ίνα κορέση τα ένστικτά της διέταξεν αμέσως τον ανασκολοπισμόν του και συν αυτώ ανεσκολόπισε πλείστους εκ των άλλων ραγιάδων.


Παλούκωμα

Κατά τον ανασκολοπισμόν του ήρωος τούτου παρίστατο και ο έφηβος τότε υιός του Ιωάννης, όστις ασπαίρων και κλαίων παρετήρει τον δήμιον ο οποίος οτέ μεν ωστικώς, οτέ δε εκτύπα δια της σφύρας τον ερυθρόν σκόλοπα εις το σώμα του πατρός του. Μετά τον ανασκολοπισμόν εστήθη ο ήρως γογγύζων. Υπερέβαινε τας ανθρωπίνους λαμπάδας του Νέρωνος η πολυδαίδαλος των ανασκολοπισθέντων Ελλήνων κατάταξις. Εκεί ουδέν άλλον ηκούετο ή οιμωγαί θνησκόντων και γόοι των ανασκολοπιζομένων μαρτύρων του Γένους. Κατόπιν χρονικού τινός διαστήματος κατελήφθη υπό δίψης ακατασχέτου ο ήρως Καρακίτσος, ότι επάρας τους οφθαλμούς του ητένισε τον εισέτι εν κατανύξει ιστάμενον υιόν του Ιωάννην και δι’ υποτρεμούσης φωνής είπεν αυτώ «λίγο νεράκι Γιάννη μου, κάηκα», ο Νεανίας έσπευσε προς την παρακειμένην μικράν πηγήν και δια του καλύμματος της κεφαλής (φεσίου) έλαβεν εκ του βορβορώδους ύδατος όπως προσάγη τω ψυχορραγούντι μάρτυρι πατρί του, αλλ’ ο φρουρών Τούρκος προλαβών ήρπασε εκ των χειρών τού νεανίου το ύδωρ και έχυσεν αυτό μακράν κτυπήσας δια της ακτηρίδος του όπλου του τον νεανίαν εις την κεφαλήν. Το επεισόδιον τούτο δεν διέφυγε της αντιλήψεως τού ψυχορραγούντος πατρός, όστις δια βραχνώδους φωνής είπε : «Πήγαινε εις την ευχήν μου παιδί μου και ο μεγάλος Θεός μας ας προστατεύση σένα και την Πατρίδα». Ο νεανίας τρέμων έφυγεν, αλλά καταληφθείς υπό ισχυροτάτου παροξυσμού ούρησεν ημισείαν οκάν αίματος. Τότε ο έφηβος ούτος εν ιερά αγανακτήσει ωρκίσθη να εκδικήση του πατρός του τον μαρτυρικόν θάνατον. Έκτοτε το απαίσιον τούτο μέρος ένθα εγένετο ο ανασκολοπισμός αθώων ραγιάδων ωνομάσθη «Παλουκόραχη», και διατηρεί εισέτι την απαισίαν αυτήν ονομασίαν. Κατά τας αρχάς της εκρήξεως του ιερού Αγώνος ο υιός του ανασκολοπισθέντος ήρωος Ιωάννου Καρακίτσου, μεμυημένος ών, καρεδόκει το σύνθημα της εκρήξεως ίνα ριφθή ακατάσχετος κατά των Τούρκων εκδικών τον πατέραν του και τους άλλους αθώους μάρτυρας του Γένους.

                                                                           Γιάννης Καρακίτσος

Την 23 Μαρτίου 1821 ήρχετο εκ Καλαμών Τάταρης (Τούρκος ταχυδρόμος) μετά των συνοδευόντων αυτόν δύο ιππέων (Ατλίδων) μετακομίζων το Μιζέλι (Ταχυδρομείον) εις Λεοντάριον ένθα ευρίσκετο μεγάλη συγκέντρωσις Τούρκων. Παρά την θέσιν Αγριλοβουνάκι εγγύς κείμενον εις την Παλουκόραχην, συνελήφθη υπό του Ιωάννου Καρακίτσου και εφονεύθησαν υπ’ αυτού και οι τρεις, κατασχεθείσης της Τουρκικής αλληλογραφίας. Μετά τον φόνον αυτών δια φωνής διατόρου από του ύψους της θέσεως ταύτης, θεώμενος το απαίσιον μνημείον της Παλουκόραχης, εβροντοφώναξε : «Πατέρα μου ήρχισα την εκδίκησιν την οποίαν θα συνεχίσω καθ’ όλην την διάρκειαν του αρξαμένου αιματηρού ιερού αγώνος».
Ο Ιωάννης Καρακίτσος κατά την επταετή διάρκειαν του ιερού αγώνος, μαχόμενος μετά λύσσης εις τας πρώτας γραμμάς πάντοτε, δις συνεπλήρωσε τα εκατομφόνια. Μετά την ανεξαρτησίαν του Κράτους διηγείτο με αναπεπαυμένην συνείδησιν την εκδίκησίν του ταύτην. Ο Ιωάννης Καρακίτσος απέθανε κατά το έτος 1872, εν ειρήνη τιμηθείς υπό της πολιτείας δια του βαθμού του Λοχαγού της Φάλαγγος. Εκ της αλληλογραφίας, ή αφείρεν ο Ιωάννης Καρακίτσος από του Τουρκικού Ταχυδρομείου, απεδείχθη ότι η Επανάστασις είχε καταδοθή εις τους Τούρκους και ειδοποιούντο οι εν Λεονταρίω πολυάριθμοι Τούρκοι να σπεύσωσι να συλλάβωσι τους προκρίτους Καλαμών. Ο Ιωάννης Καρακίτσος, ως από μηχανής θεός, έσωσεν από βεβαίου θανάτου τους προκρίτους των Καλαμών της Μεσσηνίας και ίσως την Επανάστασιν».

«ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΟΥΚΟΡΑΧΗΣ. Ο Ανασκολοπισμός των Ηρώων[2]. Οι Τούρκοι, που 400 χρόνια εμόλυναν ως η βαρβαρωτέρα φυλή την Πατρίδα μας, που την ηρήμοσαν και απεδεκάτισαν τους προγόνους μας, διαρκώς αγωνιζομένους ν’αποτινάξωσι τον βαρύν ζυγόν της δουλείας, μετεχειρίζοντο πάντοτε πλείστα μέσα μαρτυρικής θανατώσεως των φιλελευθέρων Ελλήνων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο ανασκολοπισμός επί ορθίου Πασσάλου ύψους 2-3 μέτρων. Κατά τας αφηγήσεις των γεροντωτέρων, το αθρόον παλούκωμα υπερεκατόν Μεσσηνίων ηρώων Κλεφταρματωλών εν Σκάλα και επί του υπερκειμένου υψώματος, ορατού απάσης της Μεσσηνίας και ήδη επονομαζομένου «Παλουκόραχη», εγένετο κατά το 1806. Την εποχήν δηλαδή που κατεδιώκετο πανταχόθεν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι οπαδοί του και λοιποί, τότε, σημαίνοντες ήρωες, και όστις θεία Προνοία εν μέσω μυρίων κινδύνων και περιπετειών κατόρθωσε να καταφύγη εις την Ζάκυνθον της Επτανήσου, τελούσαν υπό την κατοχήν των Άγγλων.
Μεταξύ των ούτω μαρτυρικόν θάνατον ευρόντων δι’ ανασκολοπισμού, συγκαταλέγεται ο Παναγιώτης Καρακίτσος εκ Κατσαρού, εκ των αρχαιοτέρων Κλεφτών της Μεσσηνίας, πέντε αδελφοί Νταρέοι εκ Ψάρι Τριφυλλίας, υιοί του περιώνυμου Κλεφταρματωλού Μάρκου Ντάρα, και οι τρεις αδελφοί Μανταίοι από τη Βιδίσοβα της Τριφυλλίας, και άλλοι ών τα ονόματα η παράδοσις δεν μας τα εγνώρισε.
Οι Τούρκοι είχον ορίσει την σήμερον λεγομένην «Παλουκόραχην» της Σκάλας,


ταύτης ούσης μιας των κεντρικωτέρων κωμοπόλεων της Μεσσηνίας επί Τουρκοκρατίας, και την οποίας εβδομήκοντα τέκνα ηρωϊκά μετέσχον εις πλείστας μάχας κατά την επανάστασιν 1821-1827, ίνα οι κατερχόμενοι και ανερχόμενοι την Μεσσηνίαν, Μεσσήνιοι ή Αρκάδες, δια της εκεί σχηματιζομένης στενωπού μεταξύ Κοκκινόβραχου και Τσούκας δυτικώς, βλέπωσι τους επί του υψώματος «Παλουκόραχη» ανασκολοπισμένους χριστιανούς, οίτινες όρθιοι επί του Πασσάλου, ενίοτε έζων επί 2-3 ημέρας, αι δε φωναί του Πόνου και των Βασάνων ηκούοντο πολύ μακράν εκεί γύρω και ίνα οι εκείθεν διαβαίνοντες γίνονται μάρτυρες και κήρυκες, προς καταφοβισμόν των Ελλήνων. Αλλά η ιστορία μας διδάσκει ότι ένας λαός όσον περισσότερον κακοδιοικείται και τυρανείται, τόσον περισσότερον το αίσθημα της ελευθερίας γιγαντούται και θραύει και τα ισσχυρότερα δεσμά, ως τούτο περιτράνως απέδειξεν η ηρωϊκή ελληνική φυλή, ήτις προώρισται να μείνη αθάνατος εις τους αιώνας. Εις τον τόπον του μαρτυρίου των Μεσσηνίων προγόνων μας, ας σπεύση από πάσης γωνίας της Μεσσηνίας πας γνήσιος πατριώτης, να τιμήση τους εκεί υπέρ ελευθερίας θανατωθέντας, και κλίνη ευλαβές γόνυ εις ένδειξιν αιωνίας ευγνωμοσύνης».

«Η ιστορική Παλουκόραχη[3] κείται ανατολικώς του σιδ. Σταθμού Σκάλας, επί λόφου δεσπόζοντος του Στενηκλαρείου Πεδίου και της Μακαρίας. Εις την κορυφήν του Λόφου τούτου, μετά την εθνική μας αποκατάστασιν, κατεσκευάσθη ανεμόμυλος όστις ελειτούργει μέχρι προ τριακονταετίας. Από της περιόπτου αυτής θέσεως διακρίνεται προς δυσμάς η Ιθώμη, τα βουνά της Τριφυλλίας, το Τετράζιον η αρχαία Είρα και ολόκληρη σχεδόν η επαρχία Μεσσήνης. Εις την θέσιν ταύτην ο Πασάς της Σκάλας κατά την περίοδον της δουλείας, απηγχόνιζεν, εβασάνιζεν και ανεσκολόπιζε τους Προπάτορές μας, οίτινες έδιδαν αφορμάς εις τον βάρβαρον κατακτητήν. Απειράριθμοι είναι οι ανασκολοπισθέντες εις την θέσιν ταύτην, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται οι Π. Καρακίτσος, Ρερές Παναγ., Κοσμόπουλος ή Κοσμοπαναγιώτης εκ Βουταίνης πρόπαπος του κ. Μιχ. Λαμπρόπουλου, Τζαγκάρης εκ Τζεφερεμίνης και άλλοι πολλοί τα ονόματα των οποίων λίαν προσεχώς θα δημοσιεύσωμεν.


Την 22 Μαρτίου 1821 ο Ι. Καρακίτσος, ο περιώνυμος οπλαρχηγός της Επαναστάσεως, συνέλαβεν εις Παλουκόραχη τον Τούρκον ταχυδρόμον όστις μετέφερε διαταγάς του Πασά της Τριπολιτζάς εις Καλάμας, δια να σφάξουν τους Προκρίτους της Μεσσηνίας, επειδή εγένετο η σχεδιαζομένη επανάστασις. Μετά την σύλληψιν τον ωδήγησεν εις Σκάλαν, όπου τον απεκεφάλισε. Αι διαταγαί του Πασά ευρίσκοντο εις το φέσι του ταχυδρόμου. Ο Καρακίτσος μετά τον φόνον του ταχυδρόμου έσπευσε να ειδοποιήση τους Κολοκοτρώνην, Μαρίμηρον, Παπαφλέσσαν, Αναγνωσταράν, Νικηταράν και άλλους οπλαρχηγούς ευρισκομένους εις την μονήν Γαρδικίου. Εκείνοι λαβόντες γνώσιν των τεκταινομένων επεισοδίων επέσπευσαν την κήρυξιν της επαναστάσεως και κατέλαβον την 23 Μαρτίου τας Καλάμας. Την ιστορικήν επέτειον τοιούτων γεγονότων επανηγύρισαν προχθές οι Σκαλαίοι».

«Εκεί[4] το 1806 ανεσκολοπίσθη ο εκ Κατσαρού Παναγ. Καρακίτσος, οι τρεις αδελφοί Νταρέοι γιοί του περιώνυμου κλεφτοαρματωλού Μάρκου Ντάρα από το Ψάρι Τριφυλίας, οι 2 αδελφοί Μανταίοι από την Βιδίσοβα Τριφυλίας, ο Καπλάνης από τα Σουλιμοχώρια, ο Λαμπρόπουλος από την Πυλία, ο Τσαγκάρης από τη Σκάλα και πλείστοι άλλοι αφανείς ήρωες των οποίων τα ονόματα, ατυχώς, η παράδοσις δεν μας τα εγνώρισεν».


«Συμπληρούνται[5] σήμερον μια ολόκληρος εκατονταετία, αφ’ ής  ένας Μεσσήνιος ήρως, ο οπλαρχηγός Καρακίτσος, έδωσε το σύνθημα του απελευθερωτικού αγώνος, φονεύσας εις την Παλουκόραχην της Σκάλας τον Τούρκο ταχυδρόμον, όστις κατευθύνετο εις Τρίπολιν. Οποία αποτελέσματα έσχεν εν τη εξελίξει των επαναστατικών γεγονότων  το ηρωϊκόν εκείνο κατόρθωμα του Καρακίτσου, δύναται τις να φαντασθή αναλογιζόμενος  ότι χωρίς την επέμβασιν του Μεσσηνίου ίσως η επανάστασις  θα κατεστέλετο. Αλλά τον Μεσσήνιον ήρωα, όστις καθωσίωσε την ζωήν του εις τον βωμόν της Πατρίδος, ηδίκησε σκληρώς η ιστορία, ως ηδίκησε και μερικούς άλλους αγνώστους ήρωας, οίτινες μένουν με το πικρόν παράπονον ότι αι υπηρεσίαι των ελησμονήθησαν. Εάν οι συγγράψαντες την ιστορίαν της  Ελληνικής Παλιγγενεσίας ήσαν ερευνητικώτεροι, και δεν περιωρίζοντο μόνον εις τα κιτάπια των παλαιών Κοτσαμπάσηδων, θα ήρχοντο εις φως συνταρακτικά γεγονότα εκ των οποίων θα διεπιστούτο ότι εκτός εκείνων τους οποίους μνημονεύει η ιστορία, και άλλοι επίσης ηρωικοί Πατριώται, χωρίς κανέν συμφέρον, χωρίς καμμίαν παρότρυνσιν, αλλ’  υπό μόνης της συναισθήσεως τού καθήκοντος ορμώμενοι, εθυσίασαν αυτούς εις τον βωμόν της Πατρίδος δια του αίματός των,  συνέβαλον εις την ανάστασιν της δουλωμένης Πατρίδος. Μεταξύ εκείνων τους οποίους ηδίκησεν η ιστορία, καταλέγεται και ο οπλαρχηγός Καρακίτσος, δια τον οποίον μόνον ολίγαι γραμμαί αφιερούνται υπό των ιστορικών, γραμμαί ωχρόταται και ασθενικαί. Αλλ’ ότι δεν έπραξεν η ιστορία το αποθανατίζει η σημερινή πατριωτική χειρονομία του Κοινοτικού Συμβουλίου Σκάλας, όπερ έσχεν την πρωτοβουλίαν της σημερινής πατριωτικής τελετής εις την Παλουκόραχη. Εις την ιστορικήν τούτην θέσιν, όπου ευρήκαν μαρτυρικόν και άδικον θάνατον τόσοι και τόσοι Μεσσήνιοι πρόγονοί μας, θ’ αντηχήση βροντερά και βαρύηχος η πατριωτική κραυγή. Αιωνία η μνήμη των αειμνήστων Εθνομαρτύρων, οίτινες καθηγίασαν την Μεσσηνιακήν γην με το αίμα των. Τιμή και δόξα στους αλησμόνητους νεκρούς.

Παλουκόραχη,[6] «Βωμός μαρτυρίου» του Αθανασίου Λαρδά δασκάλου Σκάλας.
Στα ανατολικά του οικισμού «Σταθμός Σκάλας», ο οποίος έχει χτιστεί επί μιας σειράς γηλόφων ονομαζόμενων «Σκαλόραχες» δεσπόζουσα θέση εξ αυτών κατέχει η «Παλουκόραχη», επί της οποίας τα χρόνια της τουρκοκρατίας λειτουργούσε ανεμόμυλος, ίσως ο μοναδικός της Μεσσηνίας, σημάδι κάποιας εποχής γεμάτης θρύλους και παραδόσεις, πόνου και αγωνίας. Διότι η παράδοση διηγείται φρικτές σκηνές οδύνης και μαρτυρίου. Εδώ είναι το τόπος, ο βωμός του μαρτυρίου, όπου μαρτύρησαν παλουκωμένοι πολλοί γνωστοί και άγνωστοι μάρτυρες της αδούλωτης φυλής μας, όπως ο Καρακίτσος από του Κατσαρού, ο Μαντάς από τα Καλύβια, ο Καρνάκης από το Αγριλόβουνο και τόσοι άλλοι.
Στο δυτικό μέρος του ανεμόμυλου υπήρχε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη σε ανάμνηση του φοβερού δράματος με την εξής επιγραφή: «Τόπος ανασκολοπισμού ηρώων προ του 1821».
Η παράδοση λέει, ότι ο θρήνος και ο σπαραγμός των βασανιζόμενων ακουγόταν σε πολλές εκατοντάδες μέτρα, ραγίζοντας και την πλέον σκληρή πέτρα».


Ο Σπύρος Τασιόπουλος, γιατρός και συνάμα ιστοριοδίφης από την Πάνω Μεσσηνία, είχε γράψει λεπτομερώς για τον ανασκολοπισμό του πατέρα Παναγιώταρου Καρακίτσου από το Κατσαρού και για την εκδίκηση που πήρε ο γιός του αγωνιστής Γιάννης Καρακίτσος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή υπερήλικας. Είχε όμως προλάβει και διηγηθεί στον Τασιόπουλο την ιστορία του. Τα κείμενα αυτά δημοσίευσε[7] ο γράφων προ ετών. «Ο Γιάννης ή Γιαννάκης Παναγιώτου ή Παναγιώταρου Καρακίτσιος, ή όπως κοινώς καλείτο σε κείνα τα χρόνια της σκλαβιάς και του Εικοσιένα «το στοιχειό της Γουβάλας ή ο Αράπης της Γουβάλας», και τούτο δι’ ούς λόγους αναφέρομεν, στη δική του και στις άλλες πατρογονικές του βιογραφίες, ως και των λοιπών αρματολών και κλεφτών της Μεσσηνίας, που ανέκδοτες κοιμούνται εισέτι κι’ αυτές, στις θυρίδες της Βιβλιοθήκης μου, ως κοιμούνται και τόσα άλλα Ιστορικά, δραματικά, ποιητικά και διάφορα άλλα έργα μου, ο Γιαννάκης λοιπόν αυτός ο Καρακίτσιος από του Κατσαρού, του τέως δήμου Οιχαλίας της Μεσσηνίας, όστις ήταν και φαλαγγίτης εκείνου του καιρού, μας διηγείτο τα εξής για το ιστορικό αυτό γεγονός της Καλαμάτας: « Όταν ο Κεχαγιάμπεης στα 1806, μαζί με άλλους εκείνους 28 Μεσσηνίους κλέφτες που, στον σημερινό Ανεμόμυλο της Σκάλας του τέως δήμου Οιχαλίας, επαλούκωσε και τον πατέρα μου, το γέρο Παναγιώταρο, του Κατσαρού τον κλέφτη, τον κλέφτη της Μεσσηνίας, εγώ θα ήμουν τότε το πολύ ίσαμε 10-12 χρονών παιδάκι, κι έβλεπα, κι άκουγα που φώναζε και σπαρτάραγε ο πατέρας μου, με τους άλλους κλέφτες απάνου στα παλούκια. Σα μεγάλωσα αποφάσισα να εκδικηθώ το παλούκι του πατέρα μου και των άλλων Μεσσηνίων. Πήρα μερικούς δικούς μου Κατσαραίους-τον Γάτση, τον Καρζή, τον Κουρούση, τον Τράγο, το Μαργαρίτη, μερικούς Ρερέους, το Μήτρο, τον Τάση, τον Θοδωράκη, τον Χρόνη, τον Αγγελή, τον Κανέλλο από τα Καλύβια του ίδιου δήμου Οιχαλίας και τον Δημοκάββουρα και τον Λατζούνη από τη Σκάλα Οιχαλίας, και όλη τη νύχτα της 21-22 Μάρτη του 1821 έστησα καρτέρι, έβαλα διάφορα καραούλια κάτω στην άκρη του χωργιού, πούνε τα ριζώματα του Κατσαρού και της Σκάλας, που περνούσε ο δρόμος της Καλαμάτας για το Λοντάρι και για την Ντροπολιτσά.
Απάνω στα γλυκοχαράματα της 21-22 του Μάρτη του 1821, εσκότωσα τον Ποστιάρη-ταχυδρόμο, τον Τάταρη των Τούρκων που πήγαινε την πόστα-το ταχυδρομείο- της Καλαμάτας στο Λοντάρι και στη Ντροπολιτσά και μαζί με 20 άλλους που σκοτώσαμε έπιασα ζωντανό τον γαμπρό του Σουλεϊμάν Αρναούτογλου, του Βοεβόδα της Καλαμάτας-τον Μουσταφά- που ήταν γιός του Τούρκου εκείνου Μουσταφά, λοχαγού εκ των καλυτέρων αξιωματικών του Κεχαγιάμπεη, που είχε παλουκώσει τον πατέρα μου στην Παλουκόραχη της Σκάλας, κι αφού τον παλούκωσα κι εγώ, απάνω στην ίδια ράχη της Σκάλας που σήμερα λέγεται Παλουκόραχη, του πήρα δυο σφραγισμένα έγραφα πούφερε κατακρέατα μέσα στο γκόρφο του, και αφού τάδωσα και τα διάβασε ο τότε γέρος προεστός της Σκάλας ο Πούλος ο Πουλόπουλος, και μας είπε ότι αυτά γράφανε και λέγανε πως οι Τούρκοι της Καλαμάτας είχαν ανακαλύψει την επανάσταση της 25 Μαρτίου του 1821 και ότι ειδοποιούσαν του Λονταρίτες και Ντροπολιτσιώτες Τούρκους, να στείλουν βοήθεια στην Καλαμάτα για να πνίξουν την επανάσταση, γιατί οι Μεσσήνιοι και οι Μανιάτες θα σήκωναν την επανάσταση προ της 25 Μαρτίου. Σαν τα διάβασε ο γέρο Πούλος και τρόμαξε που είδεν ότι οι Τούρκοι τόξεραν για την επανάσταση μας,  είπε να τα  πάμε στη Καλαμάτα και να τα παραδόσουμε στους Καπετανέους,  που όλοι εκεί μαζεμένοι, όπως τούπε ο Μητροπέτροβας πούχε κι αυτός πάει με μερικούς από την Ανδανίαν, επήγα στην Καλαμάτα με τον ξάδελφό μου το Μήτρο το Ρερέ από τα Καλύβια και μαζί με άλλους Κατσαραίους και Ρερέους, πούχαμε μαζί μας εγώ και ο Ρερές, ήρθε μαζί μας και ο Δημοκάββουρας με το Λατζούνη. Ο Δημοκάββουρας ήταν γαμπρός του γέρο Πούλου του προεστού της Σκάλας. Σαν άφησα και σούρπωσε καλά, αφήκα τ’ άλλα παιδιά έξω εκεί κοντά στο μπάσιμο της Καλαμάτας, που μπένουμε απ’ τα Ασπρόχωμα. Επήρα το Ρερέ και πήγαμε στο σπίτι του Τζάνε πούνε στη Φραγκόλιμνα, κατά το Κάστρο, και έδωσα τα έγγραφα στους Καπετανέους που είχανε Συμβούλιο εκείνη τη νύχτα 21-22 του Μάρτη. Τα έγγραφα τάδωκα στον Μητροπέτροβα και εκείνος τάδωκε στο Κολοκοτρώνη. Στο Συμβούλιο εκείνο εκείνης της νύχτας 21-22 ήταν οι εξής Καπετανέοι: Ο Πετρόμπεης ο Μαυρομιχάλης κι ο γιός του ο Λιάς ο Μαυρομιχάλης, ο Μούρτζινος, ο Κυβέλος, ο Τζάνες, ο Πατριαρχέας, οι Καπετανάκηδες, ο Κυριακός, ο Δαρειώτης, ο Παπατσιώνης, ο Μητροπέτροβας, ο Βασιλάκης, ο Στρούμπος, ο Μασουρίδης, ο Παπαφλέσσας, ο Κεφάλας, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, κι εγώ με το Ρερέ. Σα διαβάσανε τα έγγραφα κι έγινε κάποια σοβαρά συζήτηση, γιατί ο Πετρόμπεης ήθελε να μην αρχίση ακόμη την επανάσταση, αλλά ν’ αφήσουν ν’ αρχίση από την Αγία Λαύρα στις 25 του Βαγγελισμού, ο δε Παπαφλέσσας με τον Κολοκοτρώνη επέμεναν, τότε, αφού το δέχτηκαν  κι όλοι οι άλλοι, κι ο Πετρόμπεης, να αρχίση από την Καλαμάτα πρώτα και ν’ αρχίση από τη νύχτα της 22-23, απεφάσισαν όλοι μαζί τα εξής: Συνεφώνησαν όλη την ημέρα της 22ας να ετοιμασθούν και να ειδοποιήσουν, όσο το δυνατόν, και όλα τα χωργιά της Καλαμάτας νάρθουν και αυτά να τους βοηθήσουν.
Σα διελύθη το Συμβούλιο, σαν αγγελοφιλιθήκανε, σαν ευχηθήκανε το «Χριστός Ανέστη, το Καλή Ανάστασι και το Ελευθερία ή Θάνατος», επήρα το Ρερέ, γυρίσαμε στους άλλους κλέφτες που μας περίμεναν κι αφού τους είπαμε ό,τι έγινε στο Συμβούλιο, τη νύχτα της 22-23 πολιορκήσαμε την Καλαμάτα, την αυγή της 23 παρεδόθησαν οι Τούρκοι και κοντά στο απόγιομα της ίδιας ημέρας εκάναμε μια πολύ μεγάλη δοξολογία στο ποτάμι της Καλαμάτας, εκεί κοντά στους Αγιαποστόλους. Στη δοξολογία εκείνη ήσαν 18 παπάδες και μεις οι λαϊκοί, θάμασταν απάνω από 3 χιλιάδες. Το γλέντι πούγινε κείνο το βράδυ δεν περιγράφεται, και την άλλη μέρα στις 24 του Μάρτη, εγώ με τους δικούς μου, ο Ρερές με τους δικούς του, ο Μητροπέτροβας με τους δικούς  του κι ο Δημοκάββουρας με τον Λαντζούνη, τραβήξαμε για την απάνου Μεσσηνία τραγουδώντας και ντουφεκίζοντας και φωνάζοντας «ζήτω η Επανάστασις». Σα φθάσαμε στη Σκάλα και φιλήσαμε το χέρι του γέρο Πούλου  πούκλαιγε απ’ τη χαρά του, και φάγαμε και ήπιαμε καλά, στα στερνά ερρίξαμε απανωτά τρεις μπαταργιές. Μια εγώ με τους δικούς μου, μια ο Ρερές με τους δικούς του και μια ο Μητροπέτροβας με τους δικούς του και με τους Σκαλαίους, το γέρο-Πούλο και τον Δημοκάββουρα. Τα πάνου χωργιά σηκώθηκαν στο ποδάρι και σε λίγο ακούστηκαν κανα δυο-τρεις μπαταργιές από τα χωριά της Γαράντζας και της Οιχαλοανδανίας. Σα φύγαμε από τη Σκάλα φθάσαμε στην Αλλαγή και κει σαν πήραμε μαζί μας και μερικούς άλλους χωρικούς, τραβήξαμε για τα Ντερβενοχώρια και σε λίγες ημέρες, σα σμίξαμε με το Νικηταρά και το Κολοκοτρώνη, τραβήξαμε και δώσαμε την τη πρώτη μάχη στη με τους Τούρκους στη Καρύταινα..».

Στις μέρες μας οι εθνικές γιορτές δεν έχουν ατονήσει αλλά παρ’ όλα αυτά αγνοούνται κάποιες σημαντικές επέτειοι. Σαν τις θυσίες στην Παλουκόραχη αλλά και για περιστατικά που έγιναν στην περιοχή της Σκάλας, ιστορικώς δε τεκμηριώνονται και ίσως να έσωσαν την Επανάσταση. Μήπως θα πρέπει να βρεθεί τρόπος από τον Δήμο Οιχαλίας να τιμηθούν με κάποια εκδήλωση τα σπουδαία γεγονότα στην περιοχή της Σκάλας;

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΣΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΛΟΥΚΟΡΑΧΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΣΤΟ LINK   

 https://www.youtube.com/watch?v=SGbtFzhZoKc 







[1] Ημερολόγιον 1908. Στην Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας.

[2] ΝΙΚ. Π. ΤΣΙΛΙΚΑΣ Φιλίστωρ, Σκάλα 21.3.1931. Εφημερίδα Καλαμάτας «Σημαία» φύλο της 22.2.1931.

[3]  Εφημερίδα Καλαμάτας «Σημαία» φύλο της 24.3.1931.

[4] Εφημερίδα Καλαμάτας «Θάρρος» φύλο της 25/3/1937.

[5] Εφημερίδα Καλαμάτας «Σημαία» φύλο της 22/3/1931.

[7] Ζερίτη Ν. Χρήστου «Μνήμη Αγήρω. Γιάννης Καρακίτσος και η προσφορά του στην Επανάσταση του 1821». https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2016/03/1821.html

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου