ΟΤΑΝ ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ
ΣΤΙΣ 2.4.1833 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣυγκινημένοι οι περισσότεροι Έλληνες παρακολουθήσαμε την 25η Μαρτίου 2021 την έπαρση τη Ελληνικής Σημαίας στον βράχο της Ακροπόλεως. Συμπληρώθηκαν τα 200 χρόνια από την έναρξη του Απελευθερωτικού αγώνα του 1821
β) η έπαρση της γερμανικής σημαίας την ίδια ημέρα ως
στρατού κατοχής
γ) και η αφαίρεσή της 33 ημέρες αργότερα, στις 30
Μαΐου 1941 από τους αντιστασιακούς Σάντα και Γλέζο.
Το
κύριο θέμα του παρακάτω δημοσιεύματος προέρχεται από τις συλλογές των κειμένων
του που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Αθήναι» του Γεωργίου Πώπ, στο φύλο της
13/4/1915.
Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ του Θεοδώρου Βελλιανίτη
Lange Ludwig. Η Αθήνα και η Ακρόπολη to 1836. Κρατική Συλλογή Σχεδίων Μονάχου. Από την έκδοση της Εθνικής Πινακοθήκης «Αθήνα-Μόναχο. Τέχνη και πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα». Υπουργείο Πολιτισμού. Αθήνα 2000.
Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας το τάγμα εχώρει
ήδη προς το Αθηναϊκόν πεδίον. Η πόλις των Αθηνών ήτο περιτειχισμένη και είχεν
πέντε πύλας αίτινες ήσαν η της Ελευσίνος κειμένη πλησίον του Θησείου, η της
Πατησίων ή των Πέντε Αδελφών ευρισκομένη όπου σήμερον η δυτική πλευρά των
ανακτόρων, η Πύλη του Αδριανού και η του Φαλήρου ανοιγομένη προς δυσμάς αυτής
και πλησίον της Ακροπόλεως. Το θέαμα της πόλεως ήτο οικτρόν. Σωρός ερειπίων,
είχεν απομείνει από την ενδοξοτέραν πόλιν του κόσμου. Ο επταετής πόλεμος την
είχε καταστρέψει, πάντες δε οι κάτοικοι αυτής και οι μάλλον εύποροι κατώκουν
εις προχείρους κατασκευασθείσας καλύβας. Η μόνη ωραία οικία ήτο η του Ρώσσου
προξένου Παπαρηγοπούλου, σωζομένη έτι εις την Πλάκαν, εις ήν κατώκησε κατά την
πρώτην αυτών άφιξιν εις Αθήνας ο Βασιλεύς Όθων. Η Ακρόπολις των Αθηνών εν ώ όλη
η Ελλάς είχεν ελευθερωθή είπον, κατείχετο ακόμη υπό των Τούρκων, δυνάμει δε της
συνθήκης επρόκειτο να παραδοθή εις τον βαυαρικόν στρατόν. Η πόλις όμως ήτο
ελευθέρα έκτοτε και παρ’ όλην την καταστροφήν, ήν είχεν υποστή υπήρχε κοινωνική
ζωή αναβλαστήσασα από τα πρώτας χαράς της ελευθερίας.
Όταν ενεφανίσθη το τάγμα βαδίζον προς την πόλιν, οι
κάτοικοι αυτής είχον καταλάβει τους πέριξ λόφους. Αι γυναίκες φέρουσαι λαμπράς
αμφιέσεις εκράτουν κλάδους ελαίας τους οποίου έσειον εις τον αέρα και
εζητωκραύγαζον υπέρ του Βασιλέως Όθωνος. Εις τους διερχομένους οπλίτας έρριπτον
άνθη και κλάδους δάφνης. Προ του Θησείου δε ανέμενεν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών
μετά του κλήρου όστις έψαλεν ευχήν και προσεφώνησε τους ερχομένους όπως
εξαφανίσωσι και τα τελευταία λείψανα της δουλείας, τους εσχάτους δηλαδή απομείναντες
στρατιώτας και την πρασίνην σημαίαν του προφήτου ήτις εκυμάτιζεν ακόμη επί των
ερειπίων της Ακροπόλεως, σειομένη υπό της κατερχομένης των αττικών ορέων αύρας.
Christin Hansen. Ο Παρθενών από τα βορειοανατολικά,1836. Κρατική Συλλογή Σχεδίων Μονάχου. Από την έκδοση της Εθνικής Πινακοθήκης «Αθήνα-Μόναχο. Τέχνη και πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα». Υπουργείο Πολιτισμού. Αθήνα 2000.
Την επομένην
της αφίξεως του βαυαρικού τάγματος διετάχθη η κατάληψις της Ακροπόλεως των
Αθηνών. Την 9ην πρωινήν, γράφει Βαυαρός αξιωματικός παραστάς εις την
παράδοσιν αυτής, το πρώτον στρατιωτικόν απόσπασμα ανερριχήθη την στενήν ατραπόν
ήτις έφερε προς την Ακρόπολιν. Η τουρκική φρουρά απετελείτο εκ διακοσίων
πεντήκοντα οπλιτών, υπεδέχθη δε τους Βαυαρούς προ της εισόδου. Οι οπλίται ούτοι
είχον την όψιν ληστών. Τα ενδύματά των ήσαν άθλια και τετριμμένα, αντί
υποδημάτων δε έφερον έν είδος εμβάδων, αι οποίαι προσέδιδον κωμικήν όψιν εις
άνδρας θεωρουμένους κατά την εποχήν εκείνην ότι ήσαν αδάμαστοι πολεμισταί. Τα
όπλα των όμως ήσαν καθαρά και στιλπνότατα. Ήσαν δε ταύτα μακρά ισπανικά
τυφέκια, επάργυρα πιστόλια και πλατείαι μάχαιραι. Η ιδέα ότι ούτω θ’
απεμακρύνοντο των Αθηνών, είχε επηρεάσει αυτούς. Ήσαν σιωπηλοί και σκυθρωποί,
μόλις δε απέδωσαν τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν εις τον εισερχόμενον όπως
καταλάβη την Ακρόπολιν στρατόν.
Ο τελευταίος φρούραρχος Τούρκος των Αθηνών ήτο ο Οσμάν εφένδης, όστις παρέδωσεν εις τον Βαυαρόν ταγματάρχην Πάλιγγεν έγγραφον της Κυβερνήσεώς του και έλαβεν όμοιον παρ’ αυτού. Ούτως εγένετο η παράδοσις της Ακροπόλεως η οποία μετά τόσους αιώνας απεδόθη αύθις ελευθέρα εις την Ελλάδα, όπως χρησιμεύση ως προσκύνημα του πεπολιτισμένου κόσμου, ερχομένου να θαυμάση τα αβρότερα μνημεία του αττικού πολιτισμού, όσα εσεβάσθησαν οι χρόνοι και οι επιδρομείς.
Γράφων ο πρώτος φρούραρχος της Ακροπόλεως την εντύπωσιν τη πρώτης νυκτός λέγει. «Την νύκτα η πανσέληνος επιχύσασα το μελιχρόν φώς ανά την αττικήν και τα υπερήφανα ερείπια, επαρουσίασε φανταμαγορικήν εικόνα. Εγώ έστησα την σκηνήν μου υπό τας στήλας του Παρθενώνος. Τμήμα κίονος μοι εχρησίμευσεν ως προσκεφάλαιον και ψίαθος ως στρωμνή. Την νύκτα με ανοικτούς οφθαλμούς εθεώμην έκπληκτος να λαμβάνουν σάρκα όλοι οι πόθοι της νεότητός μου. Έβλεπον τον Περικλέα επί της Ακροπόλεως των Αθηνών, τον Σωκράτην μετά των μαθητών του, τον Δημοσθένην και τον Ευριπίδην εισερχομένους εις τον ναόν της Παλλάδος. Ούτω δια μίαν νύκτα έζησα μέσα εις τον κόσμον του αρχαίου ελληνικού βίου και η νύξ εκείνη υπήρξε η ευτυχεστέρα της ζωής μου».
Στρατιώτες του 2ου Μικτού Συντάγματος του Eπικουρικού Σώματος στην Ελλάδα, εικόνα του Ρίχαρντ Κναίτελ
Οι Βαυαροί οίτινες κατέλαβον την Ακρόπολιν μη έχοντες
το αίσθημα ελληνικόν, δεν εσκέφθησαν ότι ώφειλον να υψώσωσι την ελληνικήν
σημαίαν επί των επάλξεων της Ακροπόλεως, ως ορατόν σημείον της μονίμου πλέον
καταλήψεως αυτής. Τούτο αντελήφθην γέρων τις Χίος, Καπετάν Δημήτρης καλούμενος,
όστις ιδών ότι την πρωίαν επί της Ακροπόλεως δεν εκυμάτιζεν η ελληνική σημαία,
έλαβεν την σημαίαν τού εις Πειραιά ναυλοχούντος πλοίου του
Το λιμάνι του Πειραιά με τον κόλπο της Σαλαμίνας, από
τον λόφο της Πνύκας, στα 1836.
Engravings: Piraeus &
Ports of the Mediterranean Sea. The Hellenic Maritime tradition through
centuries, Eurodimension, Athens 2000.
Ελληνική
Βιβλιοθήκη - Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.
Πηγή : Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
και μεταβάς εις την Ακρόπολιν ικέτευσεν όπως
αναπετασθή αύτη επί του Παρθενώνος. Ο ταγματάρχης Πάλιγγεν διανυκτερεύσας εις
την πόλιν απουσίαζε την ώραν εκείνην, αλλ’ ο νεαρός υπολοχαγός όστις ανεπλήρου
αυτόν εκτελών χρέη φρουράρχου, εύρε δικαιολογημένην την αίτησιν του Χίου
πλοιάρχου. Ο υιός αυτού τότε, μετά τινων νεαρών Αθηναίων, ανελθόντες επί του
Παρθενώνος έστησαν τον κοντόν επ’ αυτού. Ο γέρων ναύτης εζήτησεν ως χάριν ν’
ανυψώση αυτός την σημαίαν. Μετ’ ολίγον παραταχθείσα η φρουρά απέδιδε τας τιμάς
εις την κυανόλευκον, ήν ανύψου ο γηραιός θαλασσοπόρος, όστις μετά του υιού του
ανεφώνη :
-Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Βασιλεύς.
Αντεφώνουν δε οι στρατιώται της φρουράς και οι αξιωματικοί τας χαρμοσύνους
επευφημίας. Δάκρυα χαράς έπιπτον από των ομμάτων του γηραιού Χίου κατ’ εκείνην
την αείμνηστον ώραν, χαρίεσσα δε και ελευθέρα εκυμαίνετο ήδη η Ελληνική Σημαία,
σκιάζουσα τα ερείπια και χαιρετίζουσα την ανατέλλουσαν νέαν της Ελλάδος ζωήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου