Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΑΜΑΛΙΑΣ. ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ 1851;

              ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΑΜΑΛΙΑΣ
                  ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ 1851;
                                                         ΣΥΝΤΟΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ και άλλα τινά.

              Περασμένα μα όχι ξεχασμένα. Οι πολλαπλοί ρόλοι της Γυναίκας και η εξέλιξή της μέσα στην κοινωνία είναι θέμα που έχει αναπτυχθεί από τους ειδικούς. Όμως οι προσωπικότητες των Γυναικών που υπηρέτησαν σε ανώτατα δημόσια λειτουργήματα, τις εποχές που η ματαιόδοξη ανδροκρατούμενη κοινωνία τις περιόριζε σε ρόλους νοικοκυρών, δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε.
            Το παρόν κείμενο αποτελεί τιμητικό αφιέρωμα στις παλιές και στις σημερινές γυναίκες, των οποίων η πολυπραγμοσύνη και η αφοσίωση σε υψηλούς σκοπούς έκανε και συνεχίζει να κάνει τον κόσμο μας σιγουρότερο, αξιοπρεπέστερο και ομορφότερο.   
    

         Ποίος άραγε θα έμενε αδιάφορος βλέποντας την παραπάνω φωτογραφία. Χωρίς να γνωρίζει ποιες εικονίζονται, αν είναι Ελληνίδες ή ξένες, ούτε το έτος, ούτε καν τον φωτογράφο, μόνο και μόνο από την αρχοντική στάση, την χαριτωμένη φυσικότητα, την εγκράτεια των χαμόγελων και την εμφανή ευγενική ανεκτικότητα στον φωτογραφικό φακό και τον φωτογράφο, ήθελες δεν ήθελες θα την πρόσεχες.
       Και τι φωτογραφία!!!! Έξι (6) Ελληνίδες «θεές», όμορφες γυναίκες της περιόδου Νοέμβριος 1846[1]-Μάιος 1847, Αρχοντοπούλες στην Αυλή της βασίλισσας Αμαλίας που κοιτάζουν «καρσί» τον φακό του φωτογράφου και δύο (2) Γερμανίδες υπέροχες Κυρίες που σεμνύνονται και αρνούνται να τον κοιτάξουν.
Οι Ελληνίδες φορούν ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Οι Γερμανίδες την φορεσιά της αυστηρότητας του Παλατιού και σύμφωνα με την ηλικία τους. Στην παραπάνω φωτογραφία εικονίζονται, απο αριστερά όπως βλέπεται η φωτογραφία, οι :
1. Μαρία Αποστόλη-Μοναρχίδου με Ψαριανή φορεσιά, με την στιβαρότητα του βλέμματος και τα λιγνά δύο κοτσιδάκια να κρέμονται στους ώμους της.
2. Ελένη Μπόταση-Θεοχάρη με Σπετσιώτικη φορεσιά, με την αθωότητα της ηλικίας της.
3. Elisse von Rennenkampff με την κλασική καλαίσθητη ανοιξιάτικη φορεσιά, λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή, ντροπαλή και χαμηλοβλεπούσα.
4. Wilhelmine von Plüskow με την κλασική σοβαρή φορεσιά της Μεγάλης Κυρίας των Τιμών, χλωμή, δύσπιστη και ακίνητη ως κέρινη κούκλα, καθώς την περιγράφει ο Έντμοντ Αμπού το 1852.
5. Χρυσηίδα Παγώνη-Μαυρομιχάλη, η ωραία Καλαματιανή ως Grande Maitresse de la cour, με φορεσιά τύπου Αμαλίας, σε πολυθρόνα με μπράτσο, με σίγουρο βλέμμα, αέρινη στάση και κάλλος ώριμο ακουμπά σε μαξιλαράκι τα πόδια της. Παλικαρού κυρά.
6. Φωτεινή Αναστ. Μαυρομιχάλη, η «έχουσα το κάλλος της Αφροδίτης, την φρόνησιν της Αθηνάς και την παρθενικήν αιδώ της Αρτέμιδος» με φορεσιά Πελοποννήσου, ευσταλής ως Εύζων, με λαιμό κύκνου και ασάφεια στο βλέμμα.
7. Κυριακούλα Βούλγαρη-Κριεζή με φορεσιά Ύδρας, με την καλοσύνη να ξεχειλίζει, το αθώο χαμόγελο να σκάει στα χείλη της, έτοιμη να πράξει μόνο το καλό.
8. Φωτεινή Τζαβέλλα-Κολοκοτρώνη, ανάκοντη με φορεσιά ένα κράμα ηπειρώτικης και μοραΐτικης, με γενναία ματιά και σουλιώτικη στάση του σώματος.

      Συζητώντας με τον εξαίρετο άνθρωπο και μελετητή-ιστορικό της Φωτογραφίας κ. Άλκη Ξανθάκη κατενόησα το γιατί η συγκεκριμένη παραπάνω φωτογραφία είναι καθαρή, για τα δεδομένα της περιόδου, και πως από την δαγγεροτυπία της εποχής εκείνης εκτυπώθηκε η φωτογραφία.
   
       Πρόκειται για μια σημαντική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, την εποχή της βασιλείας Όθωνος και Αμαλίας, η οποία αποτυπώθηκε σε μια φωτογραφία. Η φωτογραφία παρουσιάστηκε με ελαφρώς θολωμένη μορφή, για πρώτη φορά, από όσο γνωρίζω, το 1905[2], μετά δε το 1929 στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ»[3]. Την συνάντησα όμως σε καλή μορφή στην έκδοση του πρωτοπόρου μελετητή της ιστορίας της φωτογραφίας κ. Άλκη Ξ. Ξανθάκη, που έλκει την καταγωγή του από την Μηλέα της Μάνης (και ο οποίος θα έπρεπε να έχει τιμηθεί από τους Μανιάτικους δήμους για την συνολική προσφορά του στον πολιτισμό), στην έκδοση με τίτλο «Φίλιππος Μαργαρίτης, ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος», έκδοση του περιοδικού «Φωτογράφος» το 1990. Στις σημειώσεις της αναφέρεται «Philiberet Perraud[4] : «Η Αυλή της Βασιλίσσης Αμαλίας τω 1851» αντίγραφο δαγγεροτυπίας, 1848/1851, 18Χ23 εκ., αλμπουμίνα, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Η πρωτότυπη δαγγεροτυπία έγινε από τον Perraud (διακρίνεται η υπογραφή του χαραγμένη στο κάτω αριστερό άκρο), ενώ το φωτογραφικό αντίγραφό της έγινε αργότερα.[5]».

        Στην εικόνα του βιβλίου σημειώνονται χειρόγραφα ο τίτλος της και αποκαλύπτονται ονομαστικά οι μορφές.
Αν η χρονολογία της φωτογραφίας, που γράφτηκε μεταγενέστερα, ήταν ορθή, το 1851 δηλαδή, τότε θα επρόκειτο για μια ιστορική φωτογραφία με διττή έννοια.
Α) Επειδή παρουσιάζονται μαζί κάποιες από τις προσωπικότητες της βασιλικής Αυλής και μεταξύ αυτών εικονίζονται και δύο Μανιάτισσες μετά από την παραίτησή τους. Πρόκειται για την Χρυσηίδα Παγώνη-Μαυρομιχάλη (στο κέντρο καθιστή) και την θυγατέρα της Φωτεινή Αναστασίου Μαυρομιχάλη (3η από δεξιά όπως βλέπουμε την φωτογραφία) μια από τις ομορφότερες Ελληνίδες εκείνης της εποχής, σε μια περίοδο που δεν είχε ξεσπάσει η αντιμαυρομιχαλική υστερία κατά δικαίων και αδίκων.
Β) Ίσως αυτή να ήταν η αποχαιρετιστήρια φωτογραφία των Μαυρομιχαλισσών διότι αμέσως μετά αποχώρησαν από την Αυλή, παραιτούμενες λόγω των περιστατικών που παρακάτω αναλύονται….όμως…
Γράφοντας τις παρακάτω σύντομες βιογραφίες των Γυναικών της Αυλής που εικονίζονται, διαπιστώθηκε πως η κυρία Μοναρχίδου απεβίωσε τον Μάιο του 1847. Άρα η φωτογραφία αυτή είναι το αργότερο τον Μάιο του 1847 και νωρίτερα το Νοέμβριο 1846. Είναι σαφές πως το αναγραφόμενο έτος στην παρουσιαζόμενη είναι λαθεμένο. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο κ. Άλκης Ξ. Ξανθάκης στην μνημειώδη έκδοση του βιβλίου του «Η ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1970» στην σελ. 24, όπου και σε αυτή την έκδοση περιέχεται η ως άνω φωτογραφία.

      Εδώ οι πέντε από τις οκτώ Γυναίκες δεν κοιτούν τον φακό και πιστεύω πως ο φωτογράφος δεν θα έκανε υποδείξεις για το που θα πρέπει να κοιτάζουν και να τις άφησε ελεύθερες. Ίσως δε και το στήσιμο και τις θέσεις να το επέβαλε η εθιμοτυπία του Παλατιού και όχι οι γνώσεις του καλλιτέχνη.
      Κάτι ακόμα που θα πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης είναι το Μαντίλι που άλλες κρατούν «επιδεικτικά» και άλλες σεμνά και βέβαια το πως η Grande Maitresse de la cour, η Καλαματιανή-Μανιάτισσα Χρυσηίς Παγώνη-Μαυρομιχάλη πατάει σε μαξιλαράκι Το Μαξιλάρι έχει ιδιαίτερους συμβολισμούς και στην θρησκευτική και στην κοσμική εξουσία. Πάνω σε μαξιλάρι πατούσαν σπουδαία θρησκευτικά Πρόσωπα, αυτοκράτορες, βασιλείς και συναφείς ηγέτες. Εν προκειμένω η Χρυσηίδα Μαυρομιχάλη ως Επίτιμη Μεγάλη Κυρία των Τιμών έχει μαξιλάρι ως υποπόδιο, το οποίο, με βάση την παλατιανή εθιμοτυπία, συμβολίζει την εξουσία της μέσα σε μια ομήγυρη με Κυρίες που φορούν παρόμοιες φορεσιές. Έτσι ξεχωρίζει η ανωτερότητα του «βαθμού» της στην ιεραρχία και απαιτεί σεβασμό και υπακοή.


      Το Μαντίλι ήταν και είναι απαραίτητο συστατικό της γυναικείας φορεσιάς, στο κεφάλι χρωματιστό και στο χέρι λευκό συνήθως, με πολλαπλή λαογραφική σημασία ως εξάρτημα αγνότητος, σοβαρότητος, επισημότητος, δείγμα χαρακτήρα αλλά και αναγνωριστικό τής φέρουσας. Μαντίλι για τα δάκρια, για το χορό, για αποχαιρετισμό, την ξενιτειά, για ιδιαίτερο μήνυμα, «γράμμα» στον αγαπημένο,η και «συμβόλαιο» δέσμευσης. Στις δύο φωτογραφίες λειτουργεί ως συμπλήρωμα-κομμάτι της φορεσιάς και επίσημης ιδιότητας μιάς Κυρίας επί των Τιμών της Βασίλισσας.
    «Όταν η Αμαλία επρόκειτο να σχηματίση την Αυλή της εφρόντισε να προσλάβη κυρίας και δεσποινίδας της τότε αθηναϊκής κοινωνίας διακρινομένας δια την ηθικήν των  αλλά και δια την απλότητα. Η Βασίλισσα αφ’ ετέρου προσπάθησε να περιστοιχισθή από γυναίκας της ελευθέρας Ελλάδος, ίσως παρασυρόμενη εκ της αδικαιολογήτου προς τας Φαναριωτίσσας αντιπαθείας της, της υποδουλωμένης παρά τη Αθηναϊκή Κοινωνία, ήτις εν τούτοις, δεν έπαυε ημέρα τη ημέρα ν’ απομιμήται περισσότερον τας Φαναριωτίσσας, τας οποίας εσυκοφάντει[6]…».
      Στην Αυλή της βασίλισσας Αμαλίας υπηρετούσαν Ελληνίδες Κυρίες με δύο ιδιότητες ως Σύμβουλοι και Φίλες, ανάλογα με τις υποχρεώσεις τους και την ηλικία τους. Ήταν οι Επίτιμες Κυρίες από διάφορες περιοχές στεργιανές και νησιωτικές της Ελλάδος. Δεν έμεναν συνεχώς στο Παλάτι. Πήγαιναν κατά τις 10π.μ και έφευγαν μετά τις 7μ.μ. Ήταν επίσης υποχρεωμένες να φορούν την τοπική τους ενδυμασία και ιεραρχικά ήταν ανώτερες από τις Κυρίες της Τιμής οι οποίες φορούσαν συνήθως την φορεσιά την λεγόμενη «της Αμαλίας» αλλά και φορεσιές από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Οι Κυρίες (ουσιαστικά Δεσποινίδες) επί των Τιμών της Βασίλισσας ήταν ανύπαντρες και ζούσαν μόνιμα στο Παλάτι. Έφευγαν μόνο σε σοβαρές οικογενειακές τους υποχρεώσεις (γάμους, κηδείες, αρρώστιες κλπ). Αν κάποιος τις ζητούσε σε γάμο και συμφωνούσαν οι γονείς τους και η Βασίλισσα, τότε παντρευόντουσαν και αποχωρούσαν από την Βασιλική Υπηρεσία. «Η βασίλισσα παντρεύει της κυρίες της και τους δίνει μία μικρή προίκα. Έως τότε, τους δίνει ετησίως ένα πενιχρό ποσό με το οποίο μετά βίας συντηρούνται[7]». Αργότερα το 1862 στην Έξωση του Όθωνα και της Αμαλίας, υπήρξαν Δεσποινίδες που συνόδευσαν την βασίλισσα Αμαλία στην εξορία στο Βάμβεργκ της Γερμανίας και έμειναν μαζί της (όχι όλες μαζί αλλά σταδιακά στα 13 χρόνια που έζησε εκεί ακόμα) μέχρι το θάνατό της το 1875 (Μαρία Γρίβα, Ασπασία Καρπούνη, Ρεγγίνα Φίλωνος και Ξανθή Χατζίσκου).

                       

   

ΟΘΩΝ ΚΑΙ ΑΜΑΛΙΑ-ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ 1854                    ΟΘΩΝ ΚΑΙ ΑΜΑΛΙΑ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΤΟ 1867

           Από αυτές, τις δεσποινίδες στην ουσία, τα χρόνια της βασιλείας της είχε πολλές απαιτήσεις στην αυστηρή τήρηση της σοβαρότητος, της αξιοπρέπειας και της εθιμοτυπίας καθώς και να γίνονται παραδείγματα στην διαμορφούμενη τότε αστική κοινωνία. Μία από τις σπουδαιότερες και ομορφότερες που υπήρξαν ήταν και η Φωτεινή Αναστ. Μαυρομιχάλη.
         Η Φωτεινή εισήλθε στην υπηρεσία της βασίλισσας το 1844, σε ηλικία 18 ετών, αφού πριν είχε θητεύσει και εκπαιδευτεί στα εκπαιδευτήρια Χιλλ και κοντά στην δούκισσα της Πλακεντίας, η οποία «είδε» νωρίς τα σπάνια προσόντα της Μανιατοπούλας και την πήρε μαζί της από μικρούλα 13 ετών. Ήταν η πιο διάσημη Κυρία επί των Τιμών της Βασίλισσας. Πήγαινε παντού ό,που πήγαινε και η Αμαλία, η οποία την καλούσε με το μικρό της όνομα παρακάμπτοντας τις τυπικότητες. Σπανίως έλειψε από κοντά της. Το ίδιο και η μητέρα της τής οποίας η παρουσία στο Παλάτι έδινε ιδιαίτερη χαρά στις συζητήσεις με την βασίλισσα. Όμως ο καιρός έχει και γυρίσματα.

       Τον Αύγουστο του 1850 δολοφονήθηκε ο υπουργός Νικόλαος Κορφιωτάκης από έναν μανιάτη Θωμά Ζυγούρη επ’ ονόματι και ο οποίος συνελήφθη αμέσως. Οι υποψίες έπεσαν στην οικογένεια Μαυρομιχαλαίων διότι ο δολοφόνος και οι συνεργοί του ήταν στενοί φίλοι και προστατευόμενοι των Λεωνίδα και Πέτρου Μαυρομιχαλαίων, παιδιά του ήρωα πεσόντα Κυριακούλη. Όλα έδειξαν πως ο Κορφιωτάκης (υπουργός στην κυβέρνηση του ναυάρχου Αντωνίου Κριεζή, που υπήρξε μεγάλος Αυλάρχης του Όθωνα ο οποίος και έλεγχε την κυβέρνηση 100% και στην οποίαν δεν μπήκε κανένας Μαυρομιχάλης) εμπόδιζε με ανοίκειο τρόπο την εκλογή του Πέτρου στην Λακωνία (εκλογική περιφέρεια και των δύο), καθώς μιλούσε υποτιμητικά στην Βουλή και για τον Δημήτριο Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, υπασπιστή του βασιλιά τότε, ο οποίος και τον προκάλεσε σε μονομαχία αλλά ο Κορφιωτάκης με εύσχημο τρόπο αρνήθηκε δικαιολογώντας την στάση του. Για τις διαφορές του Νικολάου Κορφιωτάκη και των κυριότερων μανιάτικων οικογενειών θα γίνει αναφορά σε εκτενές άλλο σημείωμα.
       Άρχισαν οι ανακρίσεις στις οποίες, εκτός από τους βασικούς υπόπτους, κλήθηκαν και οι Αναστάσιος Μαυρομιχάλης και η σύζυγός του Χρυσηίδα. Η αντίστροφη μέτρηση της απομάκρυνσης από το Παλάτι είχε αρχίσει. Η βασιλική Αυλή, η οποία έλεγχε την κυβέρνηση Κριεζή, θεώρησε «προδοσία» την σιωπή της Χρυσηίδος (υπήρξαν υπόνοιες πως γνώριζε τα περί του σχεδίου δολοφονίας του Κορφιωτάκη). Οι ξένοιαστες μέρες της Φωτεινής και της Χρυσηίδος είχαν τελειώσει στο τέλος του καλοκαιριού του 1850.

       Το τι έγινε τους επόμενους μήνες και μέχρι την παραίτηση των δύο Μανιατισσών, μάνας και θυγατέρας, το περιγράφει μια αυτόπτης μάρτυς, Μεγάλη Κυρία της Αυλής η μαντάμ Πλούσκωφ, στο ημερολόγιό της :
Σεπτέμβριος 1850, σελ. 130. «…Απελπιστικά κακή εβδομάδα. Κυριαρχεί το θέμα [της δολοφονίας του Κορφιωτάκη]. Η κοινή γνώμη πιστεύει ότι ηθικός αυτουργός είναι η οικογένεια Μαυρομιχάλη και αυτό είναι πολύ κακό. Η καημένη η Φωτεινή! Η μητέρα της ήρθε στη βασίλισσα σε τέτοια κατάσταση, που φοβήθηκα ότι θα πάθει εγκεφαλικό. Αν και φαίνεται ότι γι’ αυτήν το πρόβλημα δεν είναι συναισθηματικό… Η οικογένεια [Μαυρομιχάλη] ακολουθεί λάθος τακτική…».
Οκτώβριος 1850, σελ. 131. «…Η καημένη η Φωτεινή, έφυγε για να πάει τη μητέρα της στην Τήνο. Έκλαιγε πάρα πολύ...».
Υποσημείωση σελ. 131. «… Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να διατηρήσει τη θέση της στο παλάτι…».
Δεκέμβριος 1850, σελ. 134. «… Επέστρεψε η Φωτεινή. Σήμερα, καθώς και στις 29, ο καιρός ήταν τόσο κακός, με βροχή και χιόνι, που η βασίλισσα μόνο με την άμαξα μπόρεσε να βγει και είχαμε περιπέτειες με φωνές και γέλια. Με επισκέφθηκε η Φωτεινή. Ήταν πολύ χαρούμενη…».
Δεκέμβριος 1850, σελ.134. «…Το μυαλό μας πήγαινε στη Φωτεινή που ήταν στους γονείς της και έτρεφε φρούδες ελπίδες, αλλά …».
Γενάρης 1851, σελ.135. «…Η Φωτεινή υπέβαλε την παραίτησή της, η οποία έγινε δεκτή….».

      Από τον Γενάρη του 1851 που παραιτήθηκε η Φωτεινή καθώς είχε απομακρυνθεί και η μητέρα της Χρυσηίς, δεν ξαναγύρισε στο Παλάτι.
    
      Το θέμα θα ήταν ελλιπές αν δεν έγραφα κάποια σύντομα βιογραφικά των εικονιζόμενων Γυναικών. Πρώτα θα γραφούν αυτά για τις δυο Μανιάτισσες:
ΧΡΥΣΗΙΣ ΑΝΑΣΤ. ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ (1808-1882). Αρ. 5 της φωτογραφίας. Επίτιμη Κυρία. Γεννήθηκε στην Μεγάλη Μαντίνεια της Αβίας και πέθανε στην Αθήνα. Ήταν κόρη του αγωνιστή Σπυρίδωνα Παγώνη και αδελφή του αγωνιστή Γεωργίου Παγώνη, ο οποίος χειροτονήθηκε και έγινε μετέπειτα ο Γεράσιμος Μητροπολίτης Αργολίδος. Παντρεύτηκε τον αγωνιστή Αναστάσιο Μαυρομιχάλη, τριτότοκο γιό του Πετρόμπεη, και απέκτησαν επτά παιδιά (5 αγόρια και 2 κορίτσια). Ένα από αυτά ήταν η πανέμορφη Φωτεινή.
Υπηρέτησε ως Επίτιμη Κυρία στην Αυλή της βασίλισσας Αμαλίας. Διορίστηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1842.

                              Η Χρυσηίς Αναστ. Μαυρομιχάλη, το γένος Παγώνη από την Μεγάλη Μαντίνεια Αβίας.
                              Απεικόνιση του Βέλγου διπλωμάτη
Benjamin Mary. Από την έκδοση «Νεοελληνικές απαρχές,                                                Προσωπογραφίες από την Ελλάδα του Όθωνα». Εκδόσεις Λούσυ Μπρατζιώτη 1992.

Περιγράφεται ως «…η ωραία Καλαματιανή που έφερε το ελληνικόν ένδυμα μετά πολλής χάριτος, δι’ ού μεγαλοπρεπέστερον το παράστημα αυτής διεγράφετο. Είχεν ανθηράν μορφήν, οφθαλμούς απαστράπτοντας ζωήν και ευφυΐαν. Αληθής τύπος Σπαρτιάτιδος εν τε τω χαρακτήρι και τω ήθει… Η Βασίλισσα πολλάκις προεκάλει συζήτησιν μετ’ αυτής αρεσκομένη εις τας χαριτολόγους, αφελείς και ανεπιτηδεύτους απαντήσεις της..».
Σε νεκρολογία[8] που δημοσιεύθηκε την εποχή του θανάτου της γράφεται ως «…γυνή ωραία και καλλίστη την όψιν, ανεφάνη έν των εγκαυχημάτων και των εγκαλλωπισμάτων της κοινωνίας των Αθηνών, ουδείς δ’ ευτυχήσας να γνωρίση την αρίστην αυτήν δέσποιναν εν τη ακμή αυτής, θα λησμονήση το θέλγητρον της συναναστροφής και της δεξιώσεώς της... Ενάρετος γυνή, κόσμον όλον περικλείουσα Ελληνοπρεπών αισθημάτων, ανέπτυξε εν τη κοινωνία όλα τα δώρα της ευγενούς ψυχής της…έκλεισε τους οφθαλμούς δια παντός εις το φως του ηλίου, ίνα ανοίξη αυτούς εις το φως το ανέσπερον την 1ην Μαρτίου 1882, ταφείσα εν Αθήναις, και ειλικρινώς κλαυθείσα υπό πλείστων αρίστων οικογενειών της Ελλάδος…».

ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ (1826-1872)
. Αρ. 6 της φωτογραφίας.  Κυρία των Τιμών. Γεννήθηκε στο Λιμένι της Μάνης και πέθανε στην Αθήνα. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας από τα επτά (2 κορίτσια και 5 αγόρια). Τα πρώτα χρόνια τής ζωής της έδειχναν το ευοίωνο μέλλον της. Το 1839 «προσλήφθηκε» από την δούκισσα Πλακεντίας και μαζί της εκπαιδεύτηκε με αριστοκρατικούς κανόνες. Η βασίλισσα Αμαλία την ζήτησε για την Αυλή της και η Φωτεινή έμεινε μαζί της από το 1844 μέχρι και το 1850. Ήταν, κατά την περιγραφή του Γάλλου Γρενιέ «Μεγαλόσωμη, ψηλόλιγνη, ελληνική κατατομή, μάτια φλογερά, ρουθούνια ανήσυχα, μελαχροινή με μάτια γαλανά. Ένας παλιός θρύλος σε κάνει να πιστέψεις πως ο πειρασμός έχει την ουρά του μέσα σ’ αυτή την ομορφιά της. Η καλλονή της συνηνωμένη με πλείστα ηθικά και επίκτητα προτερήματα, έδιδεν την εντύπωση εις μεν το πρόσωπόν της του κάλλους της Αφροδίτης, εις την φρόνησιν της Αθηνάς και την παρθενικήν αιδώ της Αρτέμιδος».

 
                 Η Φωτεινή Α. Μαυρομιχάλη (1826-1872). Κυρία επί των Τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.
                Έργο του ζωγράφου της βαυαρικής Αυλής Joseph. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

        Η Σωτηρία Αλιμπέρτη, που έζησε κοντά στην εποχή της, γράφει για την Φωτεινή : «Η μοίρα θελήσασα να φαιδρύνη τον σκυθρωπόν οίκον των Μαυρομιχαλαίων, τον πενθούντα τόσα θύματα υπέρ της Πατρίδος, εχάρισεν εις αυτόν ΕΝ ΑΝΘΟΣ εκ των σπανιωτέρων : την Φωτεινήν. Ποία ωραία μορφή, ποία χρυσίζουσα κόμη, ποίοι βαθυκύανοι, ήρεμοι και πλουμιστοί οφθαλμοί, ποία χάρις και μεγαλοπρεπής στάσις! Οποίον αγγελικόν μειδίαμα, ευγένεια ήθους, αγχίνοια και πνεύμα ακτινοβόλον! Η Κυρία Φωτεινή Μαυρομιχάλη, εκπαιδευθείσα εν τω  Παρθεναγωγείο Χίλλ, προώρως ανέπτυξεν απάσας τας χάριτας του πνεύματος και τα αισθήματα της καρδίας αυτής. Νεωτάτη προσείλκυσε την στοργήν και την αγάπην της δουκίσσης της Πλακεντίας, εγκαταστάσης τότε εν Αθήναις, ήτις παρεκάλεσε τους γονείς της να επιτρέψωσιν όπως έχη αυτήν πλησίον της ως σύντροφον, ως είχε προσλάβει και την δεσποινίδα Ελένην Καψάλην, είτα δέσποιναν Σκουζέ».
       Και ο Εντμόν Αμπού θα συμπληρώσει : «Η Φωτεινή μιλεί τα  γαλλικά σα να έζησε χρόνια στο προάστιο του Αγίου Γερμανού. Είναι τόσο μορφωμένη, όσο κι όμορφη, τόσο ενάρετη όσο και έξυπνη».      Πέθανε από σοβαρή πάθηση της καρδιάς της σε ηλικία 46 ετών.


Η ΒΙΛΕΛΜΙΝΗ ΦΟΝ ΠΛΟΥΣΚΩΦ (Juliane Wilhelmine Detlefine von Plüskow 1793-1872). Αριθ. 4 της φωτογραφίας. Γερμανίδα Κυρία. Ήταν το γένος Witzleben, γεννήθηκε στις 16/9/1793 στο Eckernförde του Σλέσβιχ-Χόλσταïν και απεβίωσε στις 7/4/1872 στη Βαμβέργη της Βαυαρίας. Το έτος 1814 παντρεύτηκε τον Carl Philipp Gottfried von Plüskow (1789 – 1821), με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη από το 1807. Έμεινε χήρα σε ηλικία μόλις 28 ετών και χρειάστηκε να μεγαλώσει μόνη τα πέντε παιδιά της, που ήταν ακόμη μικρά. Γνωρίζουμε από το ημερολόγιό της ότι αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε ο πατέρας τής βασίλισσας Αμαλίας, πριν προτείνει στην κόρη του την Βιλελμίνη φον Πλούσκωφ ως μεγάλη κυρία της Τιμής, φαίνεται ότι ανταποκρίθηκε με επιτυχία στο δύσκολο αυτό έργο ως χηρεύουσα. Όταν τα παιδιά της ενηλικιώθηκαν, θέλησε να εργαστεί και δέχθηκε τη θέση της μεγάλης κυρίας της Τιμής της βασίλισσας της Ελλάδας. Ήρθε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1839 και γρήγορα αποδείχθηκε κατάλληλη για τη θέση της, χρήσιμη και αποτελεσματική. Μετά το θάνατο της Ιουλίας φον Νόρντενφλυχτ (Julia von Nordenflycht), αγαπημένης παιδαγωγού της βασίλισσας Αμαλίας, τον Ιούλιο του 1842, την αντικατέστησε στο ρόλο τής μεγαλύτερης ηλικιακά, πιστής, έμπειρης και εχέμυθης γυναίκας, που η ορφανή από την ηλικία των δύο ετών Αμαλία φαίνεται ότι είχε ανάγκη. Ο ερχομός της και η έλλειψη πολλών χώρων στο Παλάτι ανάγκασε τις υπάρχουσες Βιζεντάου και Μπότσαρη να μένουν μαζί σε νοικιασμένη οικία εκτός του Παλατιού.

                                                Melle Plouskof dame d' honneur de la Reine Amalie inner.
                                                                   Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

      Από το ημερολόγιο προκύπτει σε γενικές γραμμές ποια ήταν τα καθήκοντά της. Βρισκόταν σε καθημερινή επαφή με ξένους διπλωμάτες και μετέφερε στη βασίλισσα κάθε πληροφορία, που με τον ένα ή άλλο τρόπο περιερχόταν στην αντίληψή της. Ήταν εργατική, πολύ μορφωμένη, γνώριζε γαλλικά και αγγλικά και μάθαινε ελληνικά και ισπανικά. Αγαπούσε το διάβασμα και αφιέρωνε το χρόνο της τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στον ξένο τύπο, που έφτανε τακτικά στην Αθήνα με το ταχυδρομείο. Ασφαλώς δεν επενέβαινε σε θέματα πολιτικής, αλλά κατέβαλλε δυνατή προσπάθεια ώστε να ικανοποιεί κάθε επιθυμία της βασίλισσας Αμαλίας, εκπεφρασμένη ή όχι. Στα πλαίσια αυτά αναλάμβανε και λεπτές αποστολές.
     Το ημερολόγιο μετέφρασαν και παρουσίασαν το 2014 οι Βάνα και Μίκαελ Μπουσέ.
     Γράφει γι’ αυτήν ο Έντμόντ Αμπού[9] πως «η μεγάλη κυρία είναι μια Πρωσίδα, η κυρία βαρώνη του Πλουσκώφ. Είναι μια κοντή, ξερακιανή γυναίκα, με ευγενή αισθήματα, όλο τάκτ και μέτρο αλλά και κάποια λεπτότητα. Αντιπροσωπεύει ακριβώς το γερμανικό πρωτόκολλο. Διαθέτει και όλη εκείνη τη δυσκαμψία που χρειάζεται. Αν και δεν ξέρει ούτε κολύμπι, ούτε ιππασία η βασίλισσα την αγαπά τρυφερά. Η κυρία Πλουσκώφ είναι προσκολλημένη στην βασίλισσα και την ακολουθεί παντού σαν σκιά. Όταν η βασίλισσα δίνει την ακρόασή της, η βαρόνη στέκεται σε διακριτική απόσταση, ακίνητη σαν άγαλμα. Ξέρει, στις περιστάσεις αυτές, να κοκκαλώνει με συγκεκριμένο τρόπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση στους ξένους, αλλά και να τους πείσει τελικώς, ότι είναι από ξύλο…».

    ΜΑΡΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΔΟΥ (1804-1847). Αριθ. 1 φωτογραφίας. Επίτιμη Κυρία. Πατέρας της ήταν ο Ψαριανός ναύαρχος Νικολής Αποστόλης και οι πρόγονοί τους είχαν μετοικήσει από τη Μάνη στα Ψαρά. Παντρεύτηκε σε ηλικία 17 ετών τον Ψαριανό Αναγνώστη Μοναρχίδη γόνο ισχυρής και εύπορης οικογένειας, ο οποίος στα ελεύθερα χρόνια του βασιλείου έγινε νομάρχης και αργότερα γερουσιαστής. Η Μαρία ήταν στα Ψαρά και έζησε την καταστροφή τους και τις σφαγές το 1824, πολέμησε γενναιότατα τους Τούρκους προσπαθώντας να προστατεύσει την πατρίδα της και τα δύο παιδιά της. Αφού τής τελείωσαν τα πυρομαχικά έπεσε την θάλασσα για να κολυμπήσει μέχρι τα ελληνικά πλοία που προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον αφανιζόμενο πληθυσμό. Εξαντλημένη την περιμάζεψε ένα πλοίο αλλά το ένα της παιδί το είχε χάσει. Τιμητικά εντάχτηκε στις Επίτιμες Κυρίες στις 13 Δεκεμβρίου 1842 και φορούσε μόνιμα την ψαριανή ενδυμασία. Περιγράφεται ως «…ωραία, με παράστημα υψιτενές, περιεβάλλετο πλουσίως και φιλοκάλως το Ψαριανόν ένδυμα. Επί της κεφαλής έφερε το ερυθρόν κρήδεμνον μετά λευκού αραχνοειδούς πέπλου δια χρυσών παρυφών κεκοσμημένου. Το πέπλον τούτον οι αρχαίοι ονόμαζον Νεφέλην, υφαινομένην εν τη νήσω Κέα και περιζήτητον επί Περικλέους…». Πέθανε στις 6 Ιουνίου 1847 σε ηλικία 43 ετών και θρηνήθηκε από την ελληνική κοινωνία και την βασίλισσα Αμαλία. Έγραψε στο ημερολόγιό της η Κυρία Πλούσκωφ πως «Πέθανε η Μοναρχίδου και πήγα στο σπίτι της όπου έχουν εκθέσει τη σορό σε κοινή θέα. Δεν συμφωνώ με αυτή τη συνήθεια. Δεν έδινε καθόλου την εντύπωση νεκρής και θα τη θάψουν σε δεκατέσσερις ώρες από τη στιγμή του θανάτου. Την καημένη! Ελπίζω να είναι πραγματικά νεκρή – ανατριχιάζω και που το σκέπτομαι».

                                                Μαρία Μοναρχίδου το γένος Αποστόλη από τα Ψαρά.
                                  Απεικόνιση του Βέλγου διπλωμάτη
Benjamin Mary. Από την έκδοση «Νεοελληνικές απαρχές,                                                Προσωπογραφίες από την Ελλάδα του Όθωνα». Εκδόσεις Λούσυ Μπρατζιώτη 1992.

ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΤΑΣΗ-ΘΕΟΧΑΡΗ. Αριθ. 2 της φωτογραφίας. Κυρία των Τιμών.  Ήταν από τις Σπέτσες και σπετσιώτικη η φορεσιά που φορούσε πάντοτε. Ανήκε στον σημαντική οικογένεια Μπόταση της οποίας όλα τα μέλη πρόσφεραν εκδουλεύσεις στον απελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Ήταν η τελευταία κόρη του Νικολάου Μπόταση και εγγονή του Γκίκα Μπόταση, σπουδαίων αγωνιστών. Ο πατέρας της πέθανε το 1841, «…ύστερα από μίαν πολυχρόνιον ασθένειαν ύδροπος, κατά το πεντηκοστόν της ηλικίας του έτος, αφήσας πέντε ανήλικα τέκνα και την άλλην οικογένειάν του εις απόλυτον ένδειαν, έπειτα από την κολοσσαίαν κατάστασιν την οποίαν είχε η οικία του και την οποίαν εξόδευσε εις την επανάστασίν μας[10]…». Αργότερα η Ελένη υπήρξε προστατευόμενη του Ιωάννου Κωλέττη. Χάρη στην υποστήριξή του μπήκε στο Παλάτι. «Η εσχάτη θυγατέρα του μακαρίτου Νικολάου Βόταση διωρίσθη κυρία της Αυλής. Όσοι γνωρίζουσι την αρετήν του Παναγιώτου Βόταση, Αντιπροέδρου της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τας χρηματικάς θυσίας εκείνου, τας χρηματικάς θυσίας του Γκίκα Βόταση πάππου της νέας, τον πατριωτισμόν του πατρός της Νικολάου Βόταση, εκτιμώσι την εκλογήν ταύτην. Ο πρωθυπουργός Κωλέττης προχθές την εφιλοξένησεν εις τον οίκον του και αυτός ως πατήρ της την συνώδευσεν εις την Αυλήν. Καθώς καταδικάζομεν την προς τινας όχι προσεκτικήν σχέσιν του, επαινούμεν την πιστήν προς τους θανόντας Βοτάσεις φιλίαν του[11]».  
        Η Ελένη Μπόταση-Θεοχάρη υπηρέτησε ως κυρία της Τιμής της Βασίλισσας Αμαλίας από τον Μάρτιο του 1845 μέχρι τον Ιούλιο του 1847. Στην διάρκεια της ολιγοετούς παραμονής της στο Παλάτι πέθανε ο αδελφός της τον Ιούλιο 1846 και αμέσως μετά η γιαγιά της από την λύπη της. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους πέθανε και έτερος αδελφός της. Τον Οκτώβριο του 1847 παντρεύτηκε η μεγάλη αδελφή της. Στο ημερολόγιο της κυρίας Πλούσκωφ αναφέρεται πως στην αρχή του Ιουλίου του 1848 υποψιάστηκαν για εγκυμοσύνη της, χωρίς να έχει παντρευτεί ακόμη, και προσπάθησαν να την πείσουν να παραιτηθεί λόγω του σκανδάλου, αλλά αυτή αρνιόταν. Τελικώς έφυγε από την Αυλή της βασίλισσας αλλά επίσημα παραιτήθηκε στα τέλη του Ιουλίου. «…Παρουσιάστηκε η δεσποινίς Μπόταση για να υποβάλει την παραίτησή της, όπως της είχε επίμονα ζητηθεί…» γράφει στο ημερολόγιό της η κυρία Πλούσκωφ.  Περιγράφεται ως «λεπτοφυής, με ελληνικήν κατατομήν, έχουσα οφθαλμούς μεγάλους, αμυγδαλωτούς, στεφανουμένους υπό κροσσού μελανών βλεφαρίδων, έφερεν επί κεφαλής το Σπετσιωτικόν κρήδεμνον».
 
Μπόταση-Θεοχάρη Ελένη-Από το βιβλίο «Παλαιαί Αθήναι & η Βασίλισσα Αμαλία», του Γ. Τσοκόπουλου το έτος 1900.

Παντρεύτηκε τον εξέχοντα πολιτικό Νικόλαο Θεοχάρη ο οποίος υπηρέτησε σε πέντε Οθωνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1834-1862.
Ελλείπουν ειδήσεις σχετικώς με την υπόλοιπη ζωή της και τον θάνατό της.

RENNENKAMPFF  ELISSE. Αριθ. 3 της φωτογραφίας. Η δεσποινίς Ρένεγκαμφ ήρθε στην Αθήνα μαζί με την Αμαλία και ήταν μία από τις τέσσερεις Γερμανίδες που υπηρέτησαν στην Αυλή.  Ήταν «…λεπτοφυής, ξανθή, ωραίου παραστήματος, κεκοσμημένη δια πολλών αρετών, εγένετο αγαπητή εν τε τη Αυλή και εν τη κοινωνία. Συνεζεύχθη τον κύριον Βάϊς, γραμματέα της Αυστριακής πρεσβείας. Αγαπώσα  τας Αθήνας πολλάκις εκ Γερμανίας επισκέψατο αυτάς». Στο ημερολόγιο της Πλούσκωφ αναφέρεται συνεχώς από το 1846 και μετά. Με βάση τα όσα γράφει φαίνεται πως η Ελίζα ήταν όμορφη, ηθική, χαριτωμένη και τις άρεσαν οι πολυάνθρωπες παρέες.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΑΝΤ. ΚΡΙΕΖΗ (1804-1876). Αριθ.7 της φωτογραφίας. Επίτιμη Κυρία. Υδραία. Ο πατέρας της Γεώργιος Βούλγαρης ήταν διοικητής του νησιού τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Ήταν το τέταρτο παιδί του και σε ηλικία 12 ετών την αρραβώνιασε με τον 20χρονο τότε θαλασσομάχο και μετέπειτα ναύαρχο Αντώνιο Κριεζή (1796-1865), ο οποίος υπήρξε αυλάρχης του Όθωνα και Πρωθυπουργός την περίοδο 1849-1854. Διορίστηκε στην Αυλή της Βασίλισσας στις 13 Δεκεμβρίου 1842. Η Κυριακούλα ήταν η Πρώτη, μετά την βαρώνη Πλούσκωφ, Επίτιμη Κυρία και αναπληρώτριά της όταν έλειπε. Χαρακτηριζόταν ως τέλεια οικοδέσποινα, σύζυγος και μητέρα. Είχε «λεπτοφυές, ωραίον παράστημα, μορφήν θελκτικήν, μελάγχρουν μετά σοβαρών χαρακτήρων. Έφερε κομψοπρεπώς και φιλοκάλως το υδραϊκόν ένδυμα και επί της κεφαλής την χρυσοκέντητον μπόλια, ής οι δύο άκραι, διασταυρούμενοι υπό την σιαγώνα, επλαισίουν την μακράν και εβενώδη αυτής κόμην».


                                                 Κριεζή Κυριακούλα το γένος Βούλγαρη από την Ύδρα.
                                          Πίνακας του 1852 από τον Φραντζέσκο Πίτζε. Εθνική Πινακοθήκη.
                    Εικόνα από την έκδοση της Εθνικής Τραπέζης «Η Ελληνική ζωγραφική 1832-1922». Αθήναι 1993.

Υπήρξε απαύγασμα και ο ιδεώδης τύπος της Ελληνίδος πιστής στις πατριαρχικές αξίες, ήταν φιλόστοργη, διέθετε αγχίνοιαν, ήτο συμπονετική, απλή και η θέση της στην Αυλή δεν μετέβαλε καθόλου τον χαρακτήρα της. Κάθε πρωί επιμελείτο στο σπίτι της το φτιάξιμο του ψωμιού και του φαγητού της ημέρας, περιποιόταν τα παιδιά της και στις 10πμ βρισκόταν κοντά στην βασίλισσα. Αργά το απόγευμα ξαναγύριζε στο σπίτι της. Αγαπούσε την κεντητική και πάντα έφερε μαζί της μικρή τσάντα με κλωστές, βελόνες και δακτυλήθρες. Ήταν πολύ φιλόξενη και στο σπίτι της πάντα φιλοξενούσε όσους της ζητούσαν στήριξη, από τις αδικημένες χήρες παλαιών αγωνιστών μέχρι τα απολησμονημένα ορφανά. Το Κριεζαίικο σπίτι ήταν πάντα ανοικτό για πλούσιους και για φτωχούς. Κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία και μετά έπαιρνε στο σπίτι της φτωχές γειτόνισσές της. Η βασίλισσα την εμπιστευόταν και πολλές φορές της επέτρεπε να συμμετέχει σε συζητήσεις με ξένους πρέσβεις και απεσταλμένους, εκτελώντας η ίδια χρέη διερμηνέως, και πάντα επέσυρε τον θαυμασμό τους για τις εμβριθείς και εύστοχες απαντήσεις που έδινε με σύνεση και σεμνότητα. Η φιλάνθρωπη προσφορά της στον λοιμό της Αθήνας του 1854 ήταν τεράστια και στάθηκε πολύτιμη συνεργάτης κοντά στην Μαρία Υψηλάντη. Γι’ αυτό και η βασίλισσα Αμαλία την διόρισε στην διοικούσα επιτροπή του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου. Σε όλες τις απεικονίσεις της φορεί πάντα την υδραίικη φορεσιά την οποίαν δώρισε ολόκληρη η κόρη της Αγγελική το 1889 στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Απέκτησε έξι παιδιά, δύο αγόρια και τέσσερα κορίτσια, και όλα διακρίθηκαν στην κοινωνία. Απεβίωσε στις 23 Ιανουαρίου 1876.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΝΝΑΙΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ (1811-1890). Αριθ. 8 της φωτογραφίας. Επίτιμη Κυρία. Η Φωτεινή ήταν Σουλιώτισσα, εγγονή της Μόσχως Τζαβέλλα, κόρη του Φώτου και αδελφή του Κίτσου Τζαβέλλα. Η Φωτεινή γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ο πατέρας της δολοφονήθηκε με δηλητηριασμένο καπνό από πράκτορες του Αλή πασά. Η μάνα της Μαρία την γέννησε τρεις μήνες αργότερα και της έδωσαν το όνομα Φωτεινή σε ανάμνηση του πατέρα της. Έζησε στο Μεσολόγγι, ακολουθώντας τους πολεμιστές αδερφούς της και η παιδική ζωή της δεν ήταν αμέριμνη. Μετά το 1826 και την πτώση του Μεσολογγίου μετακινήθηκαν στο Ναύπλιο. Ο αδερφός της Κίτσος γνώριζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και την προξένεψε για τον γιό του Γιάννη (Γενναίο). Παντρεύτηκαν στα 1828 και έτσι η Τζαβελλοπούλα έγινε Κολοκοτρώνυφη και συμπεθέροι οι ιστορικές οικογένειες Κολοκοτρώνη και Τζαβέλλα.
         Όταν της προτάθηκε να υπηρετήσει την βασίλισσα Αμαλία ώς Επίτιμη Κυρία δέχτηκε την μεγάλη αυτή τιμή ώς Τζαβέλλαινα και ως Κολοκοτρώνη. Διορίστηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1842. Ήταν «λεπτοφυής Σουλιώτις, έχουσα βλέμμα αγνόν, εμβριθές, σπινθηρίζον στοργήν και σθένος ψυχής, μορφήν σοβαράν και όψιν μελάγχρουν. Το ένδυμα αυτής ήτο κράμα σουλιώτικον και μωραϊτικον, συνιστάμενον εκ της χρυσοϋφάντου κοζάκας και του φεσίου, περιεζωσμένου δια χρυσοποικίλτου μανδηλίου. Έφερε αυτό καθ’ όν τρόπον το εφόρουν τότε οι αγωνισταί».
       Στην παραπάνω δεύτερη ομαδική φωτογραφία με τις Κυρίες της βασίλισσας φορεί την γαμήλια κοζάκα της (σαν παλτό μακρύ) και στην μέση της την πελώρια περίτεχνη πόρπη τής γιαγιά της Μόσχως Τζαβέλλα. Και τα δύο σπουδαία αντικείμενα βρίσκονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Η Πηνελόπη Λιδωρίκη-Παπαηλιοπούλου[12], γράφει για αυτήν πως «…μικρά στο δέμας αλλά μαχητής. Έλαμπε δια της άκρας μετριοφροσύνης της, δια της μεγάλης φρονήσεώς της, δια της ηρέμου και πλήρους και πλήρως λογικής συνομιλίας της, δια της αφοσιώστεώς της εις τον οικιακόν βίον, της λατρείας της προς τον σύζυγον και τα τέκνα..».
Εκπλήρωσε αξιοζήλευτα τα υψηλά καθήκοντα ως σύμβουλος της νεαρής βασίλισσας. Η γνώμη της, η κρίσις της, η ανιδιοτέλεια, η έντιμη ειλικρίνεια, η αφοσίωση και η λεπτή νοημοσύνη εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από την Αμαλία, «..ήτις εσέβετο και ηγάπα την Κυρίαν Φωτεινήν».

Φωτεινή Γενναίου Κολοκοτρώνη το γένος Τζαβέλλα. Φορεί την ιστορική κοζάκα της και την προγονική πόρπη-ζώνη.
Από το βιβλίο «Παλαιαί Αθήναι & η Βασίλισσα Αμαλία», του Γ. Τσοκόπουλου το έτος 1900

Η Φωτεινή Τζαβέλλα-Κολοκοτρώνη έβγαλε ξαστεροπρόσωπη την ιστορική γενιά της και τη γενιά του ανδρός της. Απέκτησε 7 παιδιά, δύο αγόρια και πέντε κορίτσια.  Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1890, είκοσι δύο χρόνια μετά την εκδημία του Γενναίου συζύγου της.-


[1] Η ημερομηνία «Νοέμβριος 1846» λαμβάνεται ως έναρξη διότι τότε ήρθε ο Perraut στην Αθήνα και αυτή «Μάιος 1847» διότι τότε απεβίωσε η εικονιζόμενη Μαρία Μοναρχίδου. Και οι δύο φωτογραφίες έχουν ληφθεί μέσα σε ένα εξάμηνο.

[2] Τσοκόπουλος Β.Γ. «Παλαιαί Αθήναι. Η Βασίλισσα Αμαλία». Αθήναι 1905.

[3] Εφημερίδα Αθηνών «ΣΚΡΙΠ» φύλο 9876 της 14/10/1929.

[4] Philibert Perraud (1815-μετά το 1862). Από το βιβλίο «Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας 1839-1970» του Άλκη Ξ. Ξανθάκη, εκδόσεις Πάπυρος 2008. Απόσπασμα σελ.23: «Ήρθε στην Ελλάδα το 1846. Είχε γεννηθεί το 1815 στην Μακόν της Γαλλίας. Ήταν επαγγελματίας μάγειρας και εγκατέλειψε το επάγγελμα για να πάει στο Παρίσι να διδαχθεί τη μέθοδο της φωτογραφίας. Το 1846 επισκέφθηκε τα Ιόνια νησιά, την Κέρκυρα και την Ζάκυνθο , όπου λέγεται πως παρέμεινε για 4 μήνες. Στην Αθήνα ήρθε γύρω στα τέλη του Νοεμβρίου του 1846. Το γεγονός ότι προσκλήθηκε στο παλάτι για να το φωτογραφίσει, καθώς και η φωτογράφιση των Κυριών επί των Τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, αποτελούν δύο σημαντικές ενδείξεις που συνηγορούν ότι το μοναδικό σωζόμενο πορτρέτο του βασιλιά Όθωνα σε δαγγεροτυπία καθώς και μια άλλη από την Αυλή της Αμαλίας, της οποίας διασώζονται μόνον τρία αντίγραφα της πρωτότυπης δαγγεροτυπίας σε χαρτί άλατος, έγιναν από τον Perraud….». Σημείωση γράφοντος: Ο συγγραφέας δεν είχε υπόψη του την παρουσιαζόμενη στον παρόν μελέτημα «δεύτερη» χρονολογικά φωτογραφία, η οποία είναι αναμφίβολα του Perraud, με την οποίαν τον εφοδίασα και ελπίζω στο μέλλον να κάνει την παρουσίασή της με τις γνώσεις του ως επαγγελματίας μελετητής της ιστορικής φωτογραφίας. Ελπίζω να μην έχω πέσει έξω στις εκτιμήσεις που παρουσιάζονται στο παρόν μελέτημα.

[5] Η διαδικασία παραγωγής νταγκεροτυπίας ξεκινά με την παράθεση των χάλκινων πλακών σε ιώδιο, όπου μέσω των αναθυμιάσεων διαμορφώνεται φωτοευαίσθητο ιωδίδιο του αργύρου. Οι πλάκες πρέπει να χρησιμοποιηθούν εντός μίας ώρας. Ακολούθως εκτίθενται από 10 έως 20 λεπτά στο φως, ανάλογα με τη διαθέσιμη φωτεινότητα. Η εμφάνιση της εικόνας επιτυγχάνεται με την έκθεση της πλάκας σε υδράργυρο, θερμαινόμενο σε 75° C. Αυτό αναγκάζει τον υδράργυρο να συγχωνευτεί με το ασήμι. Έπειτα η εικόνα βυθίζεται σε θερμό διάλυμα κοινού άλατος και τελικά ξεπλένεται με καυτό αποσταγμένο νερό. Οι νταγκεροτυπίες δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν σε αντίγραφα και οι επιφάνειες τους ήταν εξαιρετικά λεπτές, με συνέπεια για να μην καταστραφούν να καλύπτονται συχνά με γυαλί. Η εικόνα που παραγόταν εμφάνιζε το πρότυπο σε αντεστραμμένη όψη, ανάλογη με την κατοπτρική αναπαράσταση. Επιπλέον οι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν ήταν ιδιαίτερα τοξικές. Η νταγκεροτυπία ή δαγκεροτυπία (Daguerreotype, η λέξη προέρχεται από τα Γαλλικά: daguerréotype) υπήρξε η πρώτη πρακτική και εμπορική φωτογραφική διαδικασία και παρουσιάστηκε επίσημα από τον Γάλλο εφευρέτη Λουί Νταγκέρ (Louis Daguerre) το 1839. Η παραγωγή της ήταν εξέλιξη της ηλιογραφίας, εφεύρεσης του συνεργάτη του Daguerre, Ζοζέφ Νιέπς (Joseph Nicéphore Niépce).

[6] Εφημερίδα «Σκρίπ». ‘Ο.π.

[7] Εντμόντ Αμπού: «Η Ελλάδα του Όθωνα». Σελ. 345. Μετάφραση από την Αριστέα Κομνηνέλλη. Εκδόσεις «Μεταίχμιο» 2018

[8] Νεκρολογία Χρυσηίδος χας Αναστασίου Μαυρομιχάλη. Περιοδικό «Ποικίλη Στοά». Τόμος 1883.

[10] Εφημερίδα Αθηνών «Αθηνά» της 15/10/1841.

[11] Εφημερίδα Αθηνών «Συνένωσις» της 15/3/1845.

[12] Λιδωρίκη-Παπαηλιοπούλου Πηνελόπη. Σελίδες τινές της ιστορίας του Όθωνος. Αθήνα 1898.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου