ΒΑΡΔΑ ΦΟΥΡΝΕΛΟ
-Από δω ο κύριος Ιουδάρχης…. Και
βλέπεις έναν κοτσονάτο γεροντάκι, μικρόσωμο 1,60, με μάτια αστραφτερά και
ακουστικό στ’ αυτί, Σαντσίτος αληθινός.
26.4.1997 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ (ΙΟΥΔΑΡΧΗΣ) |
-Κι από δω ο Ιούδας. Και βλέπεις
ένα γίγαντα 2 μέτρα ,
ξύλινος Δον Κιχώτης, με τα χέρια απλωμένα σα να θέλει να κρατηθεί από κάπου. Τα
άντερά του είναι σωληνάκια γεμάτα μπαρούτι. Για καρδιά, σπλήνα, νεφρά, πλεμόνια
έχει τα τρομπόνια γεμάτα εκρηκτικά. Σπαθί, ακόντιο, ασπίδα έχει τις σαίτες,
μαστορικά φτιαγμένες και τοποθετημένες στο ξύλινο κορμί του.
Ο Ιούδας. Μάλιστα. Μουστακάκι αλα
Ντούγκλας Φαίρμπαξ, μουσάκι ιταλικό, μάτι θολωμένο και ύφος προδοτικό. Τι
μπορεί να ξέρει ο Ιουδάρχης από προδοσία; Πως φαντάζεται κάθε χρόνο τον Ιούδα; Γιατί
μεθάει να τον ανατινάζει κάθε Μ. Παρασκευή; Και το φιλοθεάμον κοινό του
Αβραμόγιαννη παρακολουθεί εκστασιασμένο.
«Τσ,τσ,τσ,τσ…τι μαγκιλίκι είναι τούτο;»
αναρωτιέται ο διπλανός μου, αμύητος στο
μυστήριο του Ιούδα. Και μπαμ και μπουμ και «φυλάχτε τα παιδιά σας» και να οι
μπουρλοτιέρηδες και «πάρε τρομπονέτα» και να κάπνα και να εκρήξεις και να ο
Ιουδάρχης ατάραχος να θαυμάζει που καταστρέφεται το έργο του, ανατινάζεται ο
κόπος του, καίγεται το δημιούργημά του. Άραγε την ώρα που καίγεται ο Ιούδας του
χαίρεται ή στεναχωριέται; Ίσως να είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης που δημιουργεί
για να καταστρέψει αυτό που έφτιαξε.
Το πρώτο μέρος «της παράστασης» έχει
τελειώσει. Το μπουλούκι έχει ανέβει ψυχολογικά. Την Κυριακή θα δώσουν «την
παράσταση» μέσα στο γήπεδο. Οι δοκιμές πάνε καλά. Ο καπετάνιος έχει φτιάξει
χαρμάνι τριάλφα. Το Μ. Σάββατο ήρθε. Οι ετοιμασίες στο φόρτε. Το μπουλούκι
δουλεύει πυρετωδώς. Όλη η γειτονιά αντηχεί από τις σφυριές. Οι πιο έμπειροι
κάνουν τις λεπτές και πιο υπεύθυνες εργασίες. Οι νεότεροι τα χοντρά. Γκαπ,
γκουπ. Πριν δυο μέρες σφυριά χρησιμοποίησαν οι σταυρωτές του Χριστού. Σήμερα τα
χρησιμοποιούν αυτοί που θα πανηγυρίσουν την Ανάστασή του.
Χέρια μαυρισμένα, άλλα με κάλους, άλλα
πληγιασμένα με πανιά διπλωμένα, δουλεύουν με πάθος. Ταΐζουν τις σαΐτες
κουταλιά-κουταλιά, ο Κυριάκος ρίχνει το μίγμα. Στουπώνουν. Εργαλεία μαστορικά
τις κλείνουν. Το «Αβγό», με το κινητό στο χέρι κάργα, σε μεγάλα κέφια. Ο
«Μπούρμπουνας» κουβαλάει χαρμάνι με τις σουπιέρες. Ο Γιάννος μαζεύει τις
έτοιμες και τις καβίλιες. Ο Γιούρας επιβλέπει. Τα μελιγκωνάκια δουλεύουν. Είναι
όλα έτοιμα. «Άντε και του χρόνου μάγκες». Τέλος.
Κυριακή του Πάσχα απόγευμα. Στο
μπουλούκι. Οι μπέμπηδες έχουν καπέλα με τα γαρύφαλλα και περιμένουν. Η ανάπαυση
του πολεμιστή πριν τη μάχη. Συλλογισμοί κάθονται και ηρεμούν. Οι δύο καπεταναίοι
με μια γωνιά συζητούν. Ο «Κοκοβιός» μεγάλο πειραχτήρι, δείχνει έτοιμος. Πίνει
δυο γουλιές από μια πράσινη. Το «Αβγό» κάνει τις τελευταίες δοκιμαστικές. Δεν
βιάζονται. Η απόφαση. Ο Γιούρας κάνει τις τελικές διορθώσεις. Το Μπουρμπουνάκι
ετοιμάζει τ’ αναφτήρια. Τι παιδιά είναι άραγε αυτή η ομάδα; Μήπως «εξέχοντα»
μέλη της κοινωνίας της πόλεώς μας; Ουχί. Μήπως συγγραφείς, καλλιτέχνες και
άλλοι τινές; Ουδόλως. Μήπως είναι τακτικοί θεατές του φεστιβάλ Χορού και των
παραστάσεων του ΔΗΠΕΘΕΚ; Μπρίτς. Εργατάκια είναι. Μεροκαματιάρηδες, φανταράκια,
μαθητές. Κάνω το λάθος και ρωτάω «σε ποια δέσμη θα δώσεις εξετάσεις;». Η
απάντηση «εξετάσεις δίνω κάθε μέρα στη ζωή».
Τα ταγάρια γεμίζουν. Φορτώνονται στους
ώμους. Πορεία στους δρόμους για το γήπεδο. Αμίλητοι, σοβαροί. Η κλήρωση. Ευχές
με τα άλλα μπουλούκια. Αρχίζουμε. Στο νούμερό μας μπαίνουμε. Καλή επιτυχία. Ο
κύκλος, το τσιγάρο στο στόμα βαθιές ρουφηξιές, ο Μπούρμπουνα φωνάζει «Βάρδα
φουρνέλο», το τσιγάρο φεύγει από τα χείλια τους και πάει στα χείλια της σαΐτας.
Αρχίζει. Ο Γιούρας γονατιστός τις ρίχνει και ελέγχει γύρω του. Ξαναμμένοι όλοι,
μεθούν από τη δύναμη της σαίτας και τη μυρωδιά της μπαρούτης. Το χέρι πίσω, η
μέση λυγάει, τα γόνατα σπάνε, το μάτι θολώνει. Φωνή του Μπουρμπουνάκι «κάφτε τες»,
φωνές εξεφτά. Μελωδία. Αηδόνια. Το στυλ του καθενού. Ένταση. Ο Κούλης στο , «ζεϋμπέκικο
της φωτιάς και της σαΐτας». «Γεια σου συμμαθητή ραχιώτη». Ούτε ακούει ούτε
βλέπει. Σαΐτα και άνθρωπος γίνονται ένα. Το χέρι, το κορμί, η σαΐτα σε
αρμονία.. Έρωτας. Όπως ο χορευτής κρατάει τη ντάμα του. Όπως ο μουσικός το
όργανό του. Όπως ο μοτοσικλετιστής τη
μηχανή του. Μια σχέση αγάπης και ανταγωνισμού. Ποιος θα είναι ο πιο καλός; Και
οι δυο μαζί.
Το πρώτο μέρος τέλειωσε. Το άλλο
νούμερο. Ο Γιούρας. Σκυλί μοναχό, μισός άνθρωπος, αρχηγός, κουμανταδόρος,
αγωνιστής, προστάτης, συμβουλάτορας και ψυχωμένος άντρας. Και του χρόνου
παιδιά. Τέλος. Επιστροφή στο τσαρδί, ποδαράτα. Κριτικές, απόψεις, παινέματα,
καλαμπούρια. Ήρεμα και στρωτά.
Σε θαυμάζω καπετάν-Γιούρα. «Πρέπει να
ζήσει το έθιμο» μου είπες. Εσύ δεν πρέπει να ζήσεις; Ζεις όλο το χρόνο για να
ρίξεις δέκα λεπτά σαΐτες. Κι είναι για σένα η σαΐτα ερωμένη, και Βούλα και μάνα
και κόρη και πεθερά και εγγόνα. Και όλα. Και όταν βάζεις το χέρι στη τσέπη να
καλύψεις τα έξοδα το κάνεις για σένα, για μένα, για όλους.
Σε θαυμάζω καπετάν-Μπούρμπουνα. Που δε
φοράς γάντια όταν ζυμώνεις το μπαρούτι με τα συναφή του. Που πάντα φέρεσαι σαν ώριμος άντρας. Που
χαμογελάς πάντα. Που ρίχνεις σαΐτες ξεμπράτσωτος. Που φωνάζεις «ΒΑΡΔΑ ΦΟΥΡΝΕΛΟ»
και για σένα σημαίνει «ανάφτε τη φωτιά της ζωής και ζήστε την με πάθος».
Σας θαυμάζω όλους για το σερετιλίκι
σας. Γιατί οι «καθώς πρέπει» δεν το γνωρίζουν. Και σας σνομπάρουν. Τι να
καταλάβουν από την ψυχή σας κάποιοι από κείνους που ασχοληθήκανε και
γράψανε «το έθιμον του σαϊτοπολέμου εις
την Καλαμάταν». Και από κείνους που έρχονται να σας δουν λίγοι καταλαβαίνουν.
Γιατί δεν καταλαβαίνουν τη λαϊκή ψυχή. Και σας βλέπουν μόνο σα θέαμα, γι αυτό
έρχονται στο γήπεδο με τα καλά τους ρούχα. Γι αυτό και δεν κάθονται μέχρι το
τέλος. Μη λερώσουν τα σκουτιά τους.
Νάσαστε όλοι καλά λοιπόν κάθε χρόνο.
Όλοι σας. Και συ καπετάν-Χρήστο, και συ καπετάν-Ανέστη, καπετάν-Ηλία, καπετάν-Κούλη,
καπετάν-Σπύρο, καπετάν-Γιούρα, καπετάν-Μπούρμπουνα, καπετάν-Τζίμη,
καπετάν-Σταύρο, καπετάν-Νίκο, καπετάν-Διαμαντή, καπετάν-Μιχάλη, καπετάν-Θανάση,
καπεταναίοι του Πετάλου, καπετάν-Κώστα, καπετάν-Γερακάρη, καπετάν-Μπάμπη. Γιατί
είσαστε όλοι παλικάρια. Γιατί όλοι εσείς νιώθετε τη δύναμη της σαΐτας στις
χούφτες σας, στα μπράτσα σας και στο κορμί σας, ενώ οι πολυδιαφημισμένοι
«ρίπτες κροτίδων» στα άλλα μέρη της Ελλάδος, στα πασχαλινά τους έθιμα τις
ρίχνουν, τις πετάνε μακριά τους. Κανείς και πουθενά δεν έχει την ψυχάρα σας, να
πιάσει το ανήμερο θεριό από τα γκέμια και να το τιθασεύσει.
Όλοι όσοι σας ξέρουν γνωρίζουν ότι το
σερετιλίκι σας δεν είναι για επίδειξη. Θέλουν να σας πουν το πόσο σας εκτιμούν
αλλά δε τολμούν να σας το εκφράσουν. Μαζί τους κι εγώ που σας έζησα από κοντά
λίγες ώρες και κατάλαβα τη μεγάλη προσφορά σας στον αγώνα για τη διατήρηση της λαϊκής
μας τέχνης και παράδοσης.
Κι όπως η γριά-Μπαμπαρούτσαινα
παρακολουθούσε από μακριά τις τελευταίες ετοιμασίες του Γιούρα και θυμόταν τον
άντρα της, έτσι και μείς που μιλάτε στην καρδιά μας, σας θαυμάζουμε από
απόσταση και σας βλέπουμε σαν κάτι από τον εαυτό μας, κάτι από κείνο που θα
θέλαμε να είμαστε.-
Με εκτίμηση και σεβασμό
Χρήστος Νικ. Ζερίτης
30.4.1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου