ΑΛΑΓΟΝΙΑ ΤΑΫΓΕΤΟΥ
ΔΥΟ ΔΗΜΩΔΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΒΕΛΑΝΙΔΙΩΤΗ.
Δύο δημώδεις
παροιμίαι.
Εν τω δήμω Αλαγονίας της Μεσσηνίας λέγεται
μεταξύ των κατοίκων προκειμένου εκδηλώσεως εξαναγκασμού το δημώδες: «Πίσκοπος κρεμάμενος
έγραφε κι' απόγραφε». Το ρητόν τούτον προέρχεται εκ της αιχμαλωσίας του επισκόπου Δαμαλών Ιακώβου κατά τας
αρχάς του 18ου αιώνος υπό των Τούρκων, όστις
εξαναγκασθείς να γράψη προς τους Έλληνας του Ναυπλίου ίνα μη βοηθώσι τους Ενετούς προέταξε το άνω ρητόν. Ο επίσκοπος Ιάκωβος φαίνεται ότι ησχολείτο εις την
δημώδη στοιχουργίαν, διότι ίνα εκδηλώση τας βασάνους της
αιχμαλωσίας έψαλε «Πίσκοπε του Δαμαλά, χωρίς νου δίχως μυαλά, τα λιανά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, γύρνα το χερόμυλον, κούνα τ' αραπόπουλο», όπερ παρά τω λαώ μέχρι σήμερον λέγεται μέχρι της λέξεως
«γύρευες» προς εκδήλωσιν πλεονεξίας τινός (Πρβλ Μ. Γ. Λαμπρινίδου, ο επίσκοπος του
Δαμαλά, εν Σκόκον, Εθνικώ
Ημερολόγιο» 1910 σ 361).
ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΒΕΛΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
Αρχιμανδρίτης
Η παροιμία «Πίσκοπος κρεμάμενος έγραφε κι'
απόγραφε» δεν επιχωριάζει εν Αλαγονία μόνον, άλλ'
είναι εν χρήσει και εν τη άλλη Μεσσηνία και πολλαχού της Ελλάδος. Φέρεται δε και υπό τους τύπους: «Ο παπάς κρεμάμενος κτλ.», και «Πίσκοπος δερνάμενος έγραφε κι' απόγραφε». Διάφορον δ' έννοιαν έχει η παραλλαγή ταύτης: «Αδειανός καλόγερος έγραφε κι' απέγραφε». Των άλλων παραλλαγών η έννοια είναι η αυτή περίπου και η του γνωμικού του Σοφοκλέους παρά Στοβαίω Ανθολ.. ΞΒ', 30.
Δεν προέρχεται, δ' η παροιμία εξ επισκόπου
τινός των Δαμαλών κατά το 1715 αιχμαλωτισθέντος υπό των
Τούρκων, άλλ' είναι πολλώ παλαιοτέρα. Παλαιοτέρα και του
ΙΕ' αιώνος, ότε ο Μιχαήλ Βαλσαμών, ισχυριζόμενος ότι άκων και βιαζόμενος
υπέγραψε την ομολογίαν της εν Φλωρεντία συνόδου μνημονεύει την παροιμίαν,
ήν καλεί κοινόν μύθον: «Συνέβη δε παθείν ημάς τας απειλάς πεφρικότας όπερ ο κοινός φησί μύθος, Επίσκοπος
κρεμάμενος υπέγραψεν.»
Η ετέρα παροιμία περί του επισκόπου του Δαμαλά
είναι πανελλήνιος, πλείστας δε παραλαγάς ταύτης εδημοσίευσα εν Παροιμίαις
τ. Δ' σ. 259 κέ. ων τινές ελλιπέστεραι, ως η υπό του πανοσιωτάτου
αρχιμανδρίτου κ. Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτου μνημονευομένη,
άλλαι δε άρτιαι. Εν τη συλλογή μου εκείνη, αναφέρων και τους
συναφείς προς την παροιμίαν μύθους, παρετήρησα ότι «η διάδοσις της παροιμίας ανά πάσας τας ελληνικάς χώρας, από της Κερκύρας μέχρι της Καππαδοκίας, ελέγχει την παλαιότητα αυτής». Άλλ' ο κ. Μ. Λαμπρυνίδης εν τη ανωτέρω
μνημονευομένη πραγματεία αυτού, μη έχων προ οφθαλμών τα ύπ'
εμού γραφέντα, λέγει ότι επλάσθη μετά την εν έτει 1715 αιχμαλωσίαν του επισκόπου Δαμαλών και Πεδιάδος Ιακώβου, εις ην και αναφέρεται. Αφηγείται δ' ως εξής τα κατά την αιχμαλωσίαν του επισκόπου. Κατά την πολιορκίαν
υπό των Τούρκων του υπό των Ενετών κατεχομένου Ναυπλίου, ο οθωμανικός στόλος
συνωδεύετο και υπό μεγάλου αριθμού πειρατικών πλοίων του Αλγερίου· είς δε πειρατής Αλγερινός παραπλέων την παραλιακήν ακτήν της αρχαίας Τροιζήνος (Δαμαλά), «διέκρινε μικρόν αλιευτικόν ακάτιον, όπερ
είτε εξ αντιπνοίας ή μάλλον προς αφθονωτέραν αλιείαν
ιχθύων είχεν απομακρυνθή της ακτής. Επί του ακατίου τούτου ηλίευεν ο επίσκοπος του Δαμαλά, όστις αγνοών
τον κίνδυνον, όν διέτρεχεν εκ των πειρατών, είχεν αναχθή εις βαθύτερα ύδατα
προς άγραν μεγαλυτέρων ιχθύων». Ο Αλγερινός πειρατής ηχμαλώτισε τον επίσκοπον και παρέδωκεν αυτόν εις τον εν τω κόλπω του Ναυπλίου ναυλοχούντα Καπετάν πασάν, όστις τον υπεχρέωσε να γράψη προς
τους εγκεκλεισμένους εν Ναυπλίω Έλληνας να μη παρέχωσι βοήθειαν εις τους
αλλόδοξους Ενετούς. Απειλούμενος δι' αγχόνης
εξετέλεσεν ο επίσκοπος την επιταγήν
του πασά, άλλ' όπως εννοήσωσιν οι ομογενείς αυτού ότι ταύτα συμβουλεύει υπείκων εις την βίαν, προσέθηκεν εις την
επιστολήν εν υστερογράφω το «Πίσκοπος
κρεμάμενος έγραφε κι' απόγραφε». Αλλ' αποκαλύψας το πονηρόν σημείωμα ο
Καπετάν-πασάς διέταξε να μαστιγώσωσι τον επίσκοπον και είτα παρέδωκεν αυτόν εις
την διάκρισιν του αιχμαλωτίσαντος αυτόν Αλγερινού πειρατού. Ούτος δε μετά την άλωσιν του Ναυπλίου,
επανήλθεν εις Αλγέριον μετά του αιχμαλώτου επισκόπου, εις όν η του πειρατού
σύζυγος επέβαλλεν επιπονώτατα έργα, τα
οποία εξετέλει υπάδων τους διεκτραγωδούντας τα παθήματά του στίχους.
Ταύτα αφηγείται ό κ. Λαμπρυνίδης, ακολουθών
παράδοσιν, ήν ως μ’ επληροφόρησεν, ερωτήσαντα αυτόν περί των πηγών,
ήκουσεν εν Δαμαλά πρό εικοσιπενταετίας· το δ' όνομα του επισκόπου προσέθεσεν
αυτός εικάσας ότι Ιάκωβος θα ελέγετο ο κατά την πολιορκίαν του Ναυπλίου τω 1715 επίσκοπος Δαμαλών, διότι επιγραφή
επί του υπερθύρου της εκκλησίας της άγιας Μαρίνης πρό του χωρίου Λιγουριού ονομάζει Ιάκωβον τον κατά το 1713
επίσκοπον Δαμαλών και Πεδιάδων. Η
παράδοσις πολλάς έχει απιθανότητας και πολλά κενά. Κατά την πολιορκίαν του Ναυπλίου πάσα η ύπαιθρος χώρα
κατείχετο υπό των Τούρκων, δεν εξηγείται δε διατί ο επίσκοπος ηχμασλωτίσθη,
επειδή ανήχθη εις το πέλαγος,
απομακρυνθείς της ακτής, ενώ και εν τη έδρα του μένων διετέλει πάντοτε υπό την εξουσίαν των Τούρκων. Και ο λόγος της
παραδόσεως του επισκόπου εις τον
καπετάν πασάν, και της αποδόσεως εις τον πειρατήν δεν διαφαίνεται εν τη αφηγήσει ταύτη. Πάντα ταύτα
πείθουσιν, ότι η παράδοσις ήν ήκουσεν ο
κ. Λαμπρυνίδης, είναι κατασκεύασμα μεταγενέστερον τινός των επιχωρίων, ζητήσαντος να συνάψη τον λόγον περί του τιμωρηθέντος
δια την απληστίαν του επισκόπου του Δαμαλά προς τα ιστορικά γεγονότα της
εκπολιορκήσεως του Ναυπλίου υπό των Τούρκων,
γνωστά εις τον λαόν εκ του στιχουργήματος περί συμφοράς και αιχμαλωσίας του Μορέως του
Μάνθου Ιωάννου.
Η γνησία και αδιάφθορος διατύπωσις του μύθου,
εξ ου συνεπτύχθη η παροιμία, είναι εκείνη, ην ήκουσεν ό Άγγλος
περιηγητής Chandler τω 1765 εν αυτή τη έδρα της επισκοπής Δαμαλών. Εις τον επίσκοπον προσέφεραν ποτέ δώρον ιχθύς, τους οποίους ούτος ιδών μικρούς δυσηρεστήθη, ελπίζων δ' ότι θα
εύρη μεγαλύτερους, απεφάσισε να δοκιμάση αλλά το πλοίον συνελήφθη υπό Βαρβαρίνων (όχι Αλγερινών) πειρατών αιχμαλωτίσαντες ούτοι
αυτόν, τον ηνάγκασαν να αλέθη σίτον και ταυτοχρόνως να λικνίζη εν
βρέφος. Εκίνησεν όμως εις συμπάθειαν τον
κύριόν του, άδων στίχους τινάς, ούς αυτός εποίησε, μη έχοντας ποιητικήν άξίαν, αλλ' εκφράζοντας την ασυνεσίαν
του και τα επακολουθήματα αυτής.
Η διατύπωσις αύτη δεν αναφέρει τον χρόνον,
καθ' όν υπόκειται ο μύθος, ουδέ γεγονός τι γνωστόν, εξ
ου ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τον χρόνον. Αν δ' η διήγησις
ήτο συναφής προς την μεγάλην συμφοράν της αιχμαλωσίας του Μορέως, δεν είναι πιθανόν ότι μετά πεντήκοντα έτη ουδέν ίχνος θα διέσωζε
γεγονότος, ου επί μακρόν ζωηράν διετήρουν την οδυνηράν
ανάμνησιν οι δυστυχείς κάτοικοι της Πελοποννήσου. Άλλως δ' έχομεν
ασφαλές τεκμήριον, μαρτυρούν ότι η παροιμία είναι
παλαιοτέρα της αλώσεως του Ναυπλίου. Ο σύγχρονος της αλώσεως Ιωαννίτης παροιμιογράφος Κατζιούλης (αποθανών τω 1730) απεθησαύρισεν εις την συλλογήν του από του στόματος
συμπολιτών του συνοπτικωτάτην
παραλλαγήν της παροιμίας. Όπως δε παροιμία τις διαδοθή εκτός του τόπου, όπου παρήχθη, απαιτείται μακρός χρόνος, και
μακρότερος έτι όπως συμπτυχθεί εις συνοπτικήν διατύπωσιν.
Ν. Γ. Π.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος
κυρός Ιεζεκιήλ γεννήθηκε στην
Καλαμάτα την 4η Οκτωβρίου 1874 και, κατά κόσμον, ονομαζόταν
Παναγιώτης Φ. Στρούμπος. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές ανέλαβε τη
διεύθυνση των εμπορικών επιχειρήσεων του πατέρα του και για εμπορικούς
λόγους επισκέφθηκε τη Ρωσία, τη Ρουμανία και τη Τουρκία.
Πνεύμα όμως ζωηρό και ανήσυχο ο Παναγιώτης Στρούμπος, παράλληλα με το
εμπόριο, ασχολούνταν με τα γράμματα και τη δημοσιογραφία,
δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και άρθρα στις αθηναϊκές εφημερίδες
«Παλλιγγενεσία», «Καιροί», «Ανατολή» κ.ά.. Επίσης εγγράφεται στη
Θεολογική Σχολή και τη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1905
παίρνει το πτυχίο και των δύο Σχολών. Κατόπιν εκάρη μοναχός στην Ιερά
Μονή Βελανιδιάς Καλαμάτας από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Μελέτιο και πήρε
το όνομα Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης. Στη συνέχεια χειροτονείται διάκονος
και πρεσβύτερος (Αρχιμανδρίτης) και αναλαμβάνει προϊστάμενος του ιερού
ναού Χρυσοσπηλιώτισσας Αιόλου, στην Αθήνα. Αργότερα κατά την παραμονή
του στην Τεργέστη της Ιταλίας αναλαμβάνει προϊστάμενος του ιερού ναού
της εκεί ελληνικής κοινότητας.
Κατά
τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο ήρθε στην Ελλάδα και υπηρέτησε ως
εθελοντής στρατιωτικός ιεροκήρυκας και έλαβε μέρος στις εκστρατείες της
Σερβίας και Μικράς Ασίας με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Για το λόγο
αυτό τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό ανδρείας Β' τάξεως, με το μετάλλιο
στρατιωτικής αξίας Δ' τάξεως και με τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος.
Τον Οκτώβριο του 1924 εξελέγη Μητροπολίτης
Θεσσαλιώτιδος. Στη
Μητρόπολη αυτή ανέπτυξε πλούσια θρησκευτική, κοινωνική, πνευματική
κ.λπ. δράση. Ίδρυσε στην Καρδίτσα το φιλόπτωχο ταμείο «Άγιος Σεραφείμ»
με σκοπό την παροχή βοήθειας σε απόρους, τη χορηγία συσσιτίων σε
φτωχούς, την προικοδότηση απόρων κοριτσιών κ.λπ. Ίδρυσε επίσης την
ταπητουργική σχολή Καρδίτσας, το σύλλογο Λαϊκής Βιβλιοθήκης «Η Αθηνά»,
το παλαιό νοσοκομείο Καρδίτσας σε οικόπεδο της ιεράς μονής Κορώνας, το
Σανατόριο και τις παιδικές κατασκηνώσεις.
Όπως και πρώτα ως λαϊκός, έτσι και τώρα ως ποιμενάρχης
συγγράφει και
δημοσιεύει σε περιοδικά και εφημερίδες πλήθος μελετών και άρθρων επί
ιστορικών, θεολογικών, κοινωνικών, νομικών κ.ά. θεμάτων, τα περισσότερα
από τα οποία συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σε τέσσερις τόμους, με τίτλο
«Έργα και Ημέραι».
Εξεδήμησε εις
Κύριον το Σεπτέμβριο του 1953, αφού είχε υποβάλει την
παραίτηση του δύο χρόνια περίπου νωρίτερα, υπέρ του Μητροπολίτου Ζιχνών
Κυρίλλου, ο οποίος είχε διατελέσει Πρωτοσύγκελλός του.
Πηγή :
Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου