Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Άγιο Λιάς στην Πάνω Μεριά Αλαγονίας. Εγράψαμεν εν Αλαγονία του Γιάννη Ροβολή και του Δημήτρη Αλεξέα.

 

Άγιο Λιάς στην Πάνω Μεριά Αλαγονίας
                                                                      Μνήμη μπάρμπα Τζίμη Αλεξέα

            Στην Αλαγονία, χωριό του Ταϋγέτου, και στα 880 μέτρα υψόμετρο βρίσκεται το προαύλιο της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, 


γεμάτο δέντρα που στον παχύ ίσκιο τους φωλιάζουν εκατοντάδες πουλιά. Το βρήκα έτοιμο όταν αξιώθηκα να κατοικήσω ως έπηλυς. Ο ακάματος λόγιος του χωριού μπάρμπα Γιάννης Ροβολής

                                Ο μπάρμπα Γιάννης Ροβολής ψέλνει στον εσπερινό του Αγιολιά στις 19/7/2007

 έχει γράψει σχετικώς[1]«…Και προχωρώντας προς τα πάνω, φτάνουμε στα κάτω σπίτια της Απάνω Μεριάς. Εκεί είναι χτισμένη η εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Είναι ένα είδος ύψωμα εκεί. Ίσως κάποτε, από κει και πάνω, να μην ήτανε άλλα σπίτια και η εκκλησία αυτή να ήταν στην κορφή του χωριού, αφού όπως ξέρουμε, οι εκκλησίες του Προφήτη Ηλία χτίζονται σε κορυφές. Ο θρύλος όμως θέλει να χτίστηκε η εκκλησία από άλλο γεγονός.

       Ήταν λέει, δυο φίλοι. Βρέθηκαν μια μέρα, ο ένας, εκεί που σήμερα είναι ο Άγιο - Δημήτρης και ο άλλος εκεί που είναι ο Προφήτης Ηλίας. Χωρίς σπίτια και δέντρα ανάμεσα τους έχει καλή ορατότητα.

                                            Η απόσταση του Αγιολιά από τον Άγιο Δημήτρη που εικονίζεται εδώ

Φωνάζει αυτός που ήταν στον Άγιο - Δημήτρη ας πούμε, και λέει στον άλλον:

-Κάθεσαι να σε ντουφεκίσω;   Μακρινή σχετικά η απόσταση.

-Κάθομαι ………λέει ο άλλος.

Ντουφεκάει ο πρώτος, το φέρνει η κατάρα και το βόλι τον ρίχνει νεκρό το φίλο του. Απαρηγόρητος  ο ακούσιος δολοφόνος…… Πέρασε καιρός πολύς να συνέλθει. Όταν συνήρθε, και στη μνήμη του φίλου του, έχτισε τον Προφήτη Ηλία, γιατί Ηλία έλεγαν τον αδικοχαμένο. Τα τελευταία χρόνια, με ενέργειες και έξοδα του συμπατριώτη μας Δημ. Γ. Αλεξέα που γύρισε από την Αμερική, καθώς και των γιων του Γιώργου και Τάκη, που ζουν και εργάζονται στην Αμερική, με τη μικρή βοήθεια του υποφαινομένου, του Αντώνη Ι. Αλεξέα, κ.α., έγινε επισκευή και εξωραϊσμός της εκκλησίας και του προαυλίου, και από ξερότοπος μεταβλήθηκε σε όαση.


        Οι προσκυνητές στη μνήμη της εις ουρανούς ανόδου του Προφήτου, στις 20 Ιουλίου, μένουν κατευχαριστημένοι από εκεί μετάβασή τους».

Όμως και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μου έχει περιγράψει λεπτομερώς τα έργα και τις μέρες της αποκατάστασης του χώρου. Τρία χρόνια προσπαθούσαν, μου είπε, και κουβαλούσαν χώμα για να γεμίζουν το «στρυμώ» έδαφος γύρω από το εκκλησάκι. Όλα τα δέντρα που φυτεύτηκαν, ο εξωραϊσμός της εκκλησίας, το νερό που φέρανε με τη σωλήνα της ύδρευσης, τα παρτέρια, οι περιφράξεις, οι σιδηροκατασκευές, το πλακόστρωτο υπήρξαν έργα των προαναφερθέντων.

Τώρα η περιοχή της Πάνω Μεριάς Αλαγονίας έχει πολλά σπίτια. Όταν κτίστηκε το εκκλησάκι ήταν το τελευταίο σημείο του χωριού, γι’ αυτό και δίπλα του υπήρχε το νεκροταφείο, (όπως και όλες οι εκκλησίες τότε είχαν το κοιμητήριό τους) το οποίο σήμερα δεν λειτουργεί. Ο μπάρμπα Γιάννης Ροβολής τοποθετούσε την κατασκευή της εκκλησίας γύρω στο 1830 και μάλιστα έχει περιγράψει σχετικά και ιστορίες και κάποια ευτράπελα :

Για τα κάλαντα του Λαζάρου[2] : «…Λοιπόν τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια του χωριού, λέγανε το Λάζαρο έπαιρναν ένα δύο αυγά, όσα τους δίνουν οι νοικοκυράδες, και όταν τελείωναν τους «Λαζάρους», τα φλάμπουρα δηλαδή της ημέρας, τα πετούσαν στη στέγη του Άγιου Λιά. Παλιότερα όταν ακόμη ήταν το υπόστεγο, στη στέγη του υπόστεγου. Γιατί στον Άγιο Λιά και όχι σε άλλη εκκλησία; Ίσως γιατί τότε ο Άγιος Λιάς ήταν νεκροταφείο, και ίσως ακόμη να υπονοούσε η κίνηση αυτή, όπως αναστήθηκε ο Λάζαρος να αναμένουν όλοι προαπελθόντες την δική τους ανάσταση...».

Για το πως τρελάθηκε ο παλιός παπάς, ο Πάπα Δημήτρης, από τον σαλό του χωριού τον Κασκούτη[3] που κοιμόταν σε τάφο στο κοιμητήριο του Αγιολιά: «Κασκούτη τον έλεγαν και με αυτό το όνομα έγινε γνωστός και σε μας. Δεν ξέρουμε αν ήταν το επώνυμο ή το παρατσούκλι του. Δεν ξέρουμε αν ήταν από το χωριό μας η από κάπου αλλού και έμεινε στο χωριό μας για να ζήσει. Δεν ξέρουμε αν είχε σπίτι στο χωριό και που ήταν αυτό, ή ήταν σπουργίτι που έμενε όπου νύχτωνε. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι οι «βίδες» του ήταν λασκαρισμένες. Ακίνδυνος βέβαια, αλλά πολύ επικίνδυνος. Ακίνδυνος γιατί από πρόθεση δεν πείραξε κανέναν. Επικίνδυνος όμως γιατί παρά την θέλησή του ξεπεταγόταν εκεί που δεν το περίμενε κανείς, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων από την ιστορία  που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.

Φόβος των γυναικών που πήγαιναν χαράματα για ξύλα η φρύγανα, μήπως ξαφνικά ξεπεταχτεί μπροστά τους εκεί που δεν τον περίμεναν. Καλός όμως και πρόθυμος να τις βοηθήσει στο κόψιμο των ξύλων και των φρύγανων, όταν τον έβλεπαν έγκαιρα, με ανταμοιβή έναν καλό λόγο ή ένα κομμάτι ψωμί.

Σπουργίτης της ζωής που την έπαιρνε όπως ερχόταν, και με την άδεια βέβαια πάντα του λασκαρισμένου μυαλού του.

Άκουγε τον κούκο που τραγουδούσε την άνοιξη, ζήλευε, τον μιμόταν. Ανέβαινε σ' ένα πεύκο κει πάνω τον Κομμένον Έλατο ή στην Κατσίπινα και τραγουδούσε κι αυτός. Κούκου κούκου.

Είπαμε δεν ξέρουμε αν είχε σπίτι. Έμενε όπου τον βόλευε.

Εκείνο τον καιρό κάθε εκκλησία στον προαύλιο χώρο της είχε και κοιμητήριο. Έτσι ήταν και στον Άγιο Λιά. Το προαύλιο ήταν και κοιμητήριο. Λοιπόν, το βράδυ εκείνο ο Κασκούτης έκρινε καλό να κοιμηθεί σ έναν τάφο που ήταν άδειος, και το έκανε. Ίσως ήταν άνοιξη και το κρύο να μην τον πείραζε. Το σαλεμένο μυαλό του δεν του υπαγόρευε φόβους και ενδοιασμούς.

Κοιμήθηκε λοιπόν και το πρωί της άλλης μέρας, χαράματα ακόμη, πάει ο παππά-Δημήτρης να χτυπήσει την καμπάνα για τον όρθρο. Με το νταν η καμπάνα ξύπνησε ο Κασκούτης. Ανασηκώνεται λίγο μέσα στο ιδιότυπο «υπνοδωμάτιο» του, και φωνάζει του παπά:

- Καμπάνισε παπά, καμπάνισε…

Ο δυστυχισμένος γέροντας τάχασε. Φοβήθηκε ακούγοντας μια φωνή μέσα από τον τάφο. Αυτός ο ευσεβής, ο γνωστικός, φοβήθηκε τόσο όσο δεν υπολόγισε τον φόβο ο Κασκούτης ο λειψός.

Αφήνει το καμπαναριό πηδώντας και τρέχοντας προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι του το γρηγορότερο για να βρει εκεί καταφύγιο. Φρου από δω, φρου από κει τα ράσα του, στο ξέφρενο τρέξιμό του, του μεγάλωναν ακόμη περισσότερο τον φόβο, βάζοντας στο νου  του: -Έρχονται ξοπίσω μου… με κυνηγούν …

Ποιοι τον κυνηγούσαν; Τι ήταν αυτοί που τον κυνηγούσαν; Ο φόβος τον είχε κυριέψει εξ ολοκλήρου. Η φωνή του Κασκούτη που τον φώναζε:

-Μην σκιάζεσαι παπά… εγώ είμαι… τον έφερναν σε παραλογισμό.

Έφτασε στο σπίτι του και έπεσε αμέσως άρρωστος με ρίγη. Έζησε από κει κι έπειτα ο σεβάσμιος γέροντας με συντροφιά τα ρίγη που τον έπιαναν πυκνά. Βέβαια έμαθε τι ήταν η αιτία του φόβου του, και στη μεγαλοψυχία του συγχώρησε τον φτωχό κι άφταιγο Κασκούτη. Το κακό όμως  είχε γίνει πια. Έζησε καθώς είπαμε άρρωστος την υπόλοιπη ζωή του. Κι ο Κασκούτης; Μετά το επικίνδυνο αυτό εγχείρημά του που στοίχισε την υγεία του σεβάσμιου γέροντα, ίσως να τελείωσε την ζωή του σε κάποιο άσυλο. Η ιστορία του τελειώνει εδώ. Ίσως κανένας να μην ενδιαφέρθηκε  γι’ αυτόν, να μάθει τι απόγινε».

                                                     Η θέα από το παλιό Κοιμητήριο του Αγιολιά

Για τον Δημήτρη Αλεξέα που ανακατασκεύασε τον Προφήτη Ηλία[4] : «…Ο Δημητράκης, ο μπάρμπα Μήτσος, ο μπάρμπα Τζίμης, ο Μητράτσος, για τους περισσότερους, ήταν μια φωτεινή μορφή. Άνθρωπος πλασμένος να βοηθά και να θυσιάζεται για τους άλλους. Και είχε και το χάρισμα του ό,τι κάτι που αυτός το πίστευε και το έκανε, να μεταδίδει την διάθεσή του το κέφι του για το ό,τι θα έκανε, να το μεταδίδει λέω και πάλι στους άλλους και με μπροστάρη αυτόν να ακολουθάμε και οι άλλοι.

                                         Δημήτριος και Αγγελική Αλεξέα. Αρχείο του γιού τους Γεωργίου Αλεξέα.

Θα προσπαθήσω να απαριθμήσω με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια, τα όσα πρόσφερε για το γενικό καλό, σαν ελάχιστη ευλαβική προσφορά στην μνήμη του. Γιατί και αν εμείς θέλουμε να σιωπήσουμε, θα πεταχτούν οι πέτρες και βροντοφωνάζουν για τα έργα του.

Ίσως όσον καιρό  ήταν μαζί μας κανένας να μην μίλησε για το έργο που πρόσφερε. Βέβαια ούτε θα ήθελε να απαριθμούν τα έργα του και να τον επαινούν. Δεν προσέφερε για ανταπόδοση αλλά προσέφερε γιατί έτσι το ένοιωθε και με αυτόν τον τρόπο εξωτερίκευε τον εσωτερικό του κόσμο.

Δούλεψε σκληρά και δω και στην ξενιτιά. Σκοπός και  μέλημά του ήταν να βοηθήσει. Να βοηθήσει όπου υπήρχε ανάγκη. Όχι δεν κολακεύουμε την μνήμη του, αλλά τώρα από τα ουράνια που μας βλέπει, ας  αναφέρουμε με λίγα λόγια όπως είπαμε, για να μάθουν όσοι τυχόν δεν ξέρουν και να γίνει φωτεινό παράδειγμα, για μίμηση. Και που δεν είχε προσφέρει;

Και ας ξεκινήσουμε από το κοιμητήριο. Το ξέφραγο και ρημαγμένο εκείνο μέρος πήρε τη σημερινή μορφή του, την μορφή την πρέπουσα για ένα τέτοιο μέρος. Βοήθησε στην πραγμάτωση του σκοπού αυτού με την πρωτοβουλία του και με την προσωπική εργασία του.

Δρόμοι μέσα στο χωριό ανοίχτηκαν με ενέργειές του, με οικονομική  συμβολή και συνδρομή του. Δρόμοι βατοί ανοίχτηκαν και σήμερα με τα γαϊδουράκια μας και τα γεροντικά πόδια μας, περπατάμε άνετα.

Από τα Αλωνάκια στον Άγιο Παντελεήμονα, το στενό από τον Άγιο Παντελεήμονα ως τα Κωνστανταρέικα. Από του Λιανού τη Μπορίτσα (παλιότερα) ως την Παλιόστανη. Έφερνε την μπουλντόζα, έλεγε στο χειριστή τι θα κάνει, πλήρωνε, και παράδινε το έργο στην κοινή χρήση.

Στον Άγιο Παντελεήμονα, με έξοδα του και δική του εργασία, έφερε νερό και στο εκκλησάκι αυτό τώρα είναι δύο βρύσες…

Πού δουλειά κοινοτική και δεν είχε δουλέψει αφιλοκερδώς; Αλλού τσιμεντόστρωση, αλλού αντιστήριξη ή υποστήριξη, πάντα πρώτος. Δρόμος προς Μεσόρουγα; Δρόμος προς και μέσα στην Απάνω Μεριά; Δρόμος προς Παλιόμυλο; Κοντά στον Άγιο Δημήτρη να καλουπώνει, να χτίζει, να βοηθά στο ρίξιμο των τσιμέντων, σαν μάστορας ή σαν απλός εργάτης.

Εκείνο όμως που με σεμνότητα ευχαριστιόταν και ενδόμυχα χαιρόταν, ήταν η ριζική μεταμόρφωση και ο εξωραϊσμός, της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, του χωριού του, έξω από αυτήν, στη γειτονιά του. Ο χώρος αυτός έξω από την εκκλησία ήταν τόπος εξορίας του Αδάμ. Πρώτα – πρώτα έφτιαξε την εκκλησία. Την σοφάτισε μέσα και έξω. Αγόρασε χρώματα και  βάφτηκε η εκκλησία μέσα και έξω. Τον αύλειο χώρο τον διαμόρφωσε και τον φύτεψε με ακακίες, κερασιές και άλλα δέντρα. Φύτεψε κλήματα και έφτιαξε κληματαριές. Όσοι περνούν από κει ας παίρνουν ό,τι κάθε εποχή υπάρχει, και ας αναπολούν την υπέροχη μορφή του και την ακόμα πιο υπέροχη ψυχή του. Έξοδα και κόποι πολλοί τελεσφόρησαν και ο τόπος εξορίας του Αδάμ, μεταμορφώθηκε σε μια βαθύσκια όαση.


         Και να που τα άψυχα εκείνα δέντρα, οι ακακίες, που τόσο τις φρόντισε, τις σκάλισε, τις πότισε, τις χάιδεψε, να λοιπόν κι αυτές, σαν ελάχιστη ανταπόδοση, την ώρα που για τον δρόμο προς την αιωνιότητα περνούσε από κει για τελευταία φορά, σαν να έκλαιγαν κι αυτές, και τα δάκρυά τους μεταμορφωμένα σε ολόλευκα λουλούδια έραιναν το τελευταίο αυτό διάβα του…».


          Αυτός ήταν ο Μπάρμπα Τζίμης ο Αλεξέας, ο «Στάλιν» όπως άκουσα να τον ονομάζουν σαν ήρθα στην Αλαγονία. Τα παιδιά του και τα εγγόνια του συνεχίζουν και σήμερα την ίδια τακτική. Παντού στις κοινοτικές εργασίες πρώτοι, εργατικοί, φιλότιμοι, ολιγαρκείς και ανιδιοτελείς.-

 



[1] Ροβολής Γιάννης. «Εγράφομεν εν Αλαγονία. Θέματα του λαϊκού πολιτισμού της Αλαγονίας». Καλαμάτα 2011, σελ. 57.

[2] Ροβολής Γιάννης. Αδημοσίευτα χρονογραφήματα.

[3] Ό.π. σελ. 117

[4] Ό.π. σελ. 99

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου