ή εισαγωγή στην «τέχνη» του «αυχενοτόμου».
Πρώτη
φορά δημοσιεύεται η παραπάνω φωτογραφία του Φώτη Γιαγκούλα. Εκ του αρχείου των
φυλακών Αιγίνης.
Τότε
η Επιστασία των φυλακών, δια να αποσοβήση ενδεχομένην συμπλοκήν των, κ’ επειδή είχε δείξει καλήν διαγωγήν εν τη
φυλακή, τον μετέφερε εις άλλο διαμέρισμα- εις το οπωσδήποτε ευπρεπέστερο
διαμέρισμα, όπου έμενεν ο τότε φυλακισμένος κ. Πρωθυπουργός και άλλοι έγκριτοι
πολίται, φυλακισμένοι επίσης, οι περισσότεροι, δια πολιτικά εγκλήματα.
Στο
νέο διαμέρισμα εγνωρίσθηκε και με τον ιατρόν κ. Τς… με τον οποίον συνεδέθη και
δια φιλίας. Όταν εδραπέτευσεν του ‘γραφε τακτικά «εν Λόγγη και βονά», όπως
εσημείωνε επάνω εις τα γράμματά του, εν εκ των οποίων είχε την καλωσύνην ο κ. Τσ….
να μας δώση για το «Έθνος» και που θα δημοσιεύσουμε παρακάτω
Είταν
εύμορφος ο Γιαγκούλας, όπως φαίνεται και στην εικόνα του που δημοσιεύουμε και
σου ενέπνεε αμέσως εμπιστοσύνη μόλις τον εγνώριζες. Σωστός λύκος μ’ εξωτερικό
και φερσίματα ευγενικού νεανία. Λίγο ύστερα από τη δραπέτευσή του μετέβη στας
φυλακάς Αιγίνης ένας άνθρωπος σταλμένος απόαυτόν, να πληρώση τα χρέη του. Είχε
την εντολήν να δώση τα διπλά και τα τρίδιπλα σε όσους τον είχαν δανείσει κατά
τον καιρό της φυλακίσεώς του. Κι έτσι έγινε, τέλειος τζέντελμαν. Καλύτερα όμως
φαίνεται στο γράμμα του που τόστειλε στο γιατρό με διεύθυνση «Εν Λόγγη και
βονά» και με ημερομηνία 13 του Απρίλη του 1923.
Το
γράμμα είναι τ’ ακόλουθο και το δημοσιεύουμε αυτολεξεί, όπως είναι γραμμένο με
όλες τις ανορθογραφίες του, αφού αποτελεί ιστορικό δοκουμέντο:
«Σεβαστέ
μου Γιατρέ χαίρε, γιαίνω, υγείαν δι εμάς εγκαρδίως Ποθώ. Σεβαστέ μου Γιατρέ,
μάθε ότη εγώ απόδρασα και ευρίσκομαι Απάνω στα Βονά και σε παρακαλώ όπως μει με
παραξιγήσης όπου ευράδηνα δια να σε γράψω διώτη εγώ ευρίσκομε ακόμοι πολή
μακριά της Πατρίδος μου. Μάλιστα κειμίθηκα Γυμνός και κρίωσα και είμε και
αστενής, αλλά μόλης φτάσω στο Σπίτι μου, Σεβαστέ μου Γιατρέ, θα σε γράψω Πολή
και ότη καλά θέλεις τώρα να με γράφεις ελεύθερα διώτι αιστάνωμε τας καλωσίνα σας
σαν δεν μου συστούσες εσή ότι ήμε καλώ πεδή δε θα εμπορούσα ναποδράσω να σώσου
τα νιάτα μου· και γιαυτώ Γιατρέ μου μένω καταυποχρεωμενος και δε θα σας
λιζμονήσου ποτές σε όλην την Ζωήν μου. Μόλης φτάσου στο σπιτι μου θα σας Αποστείλου 2 Ζαρκαδάκια,
ένα δια σένα και ένα την κυρίαν Μ….. Μι νομισης Σεβαστέ μου Γιατρέ Απόδρασα και
θα σας Λιζμονίσου. Όχη, όχη Γιατρέ μου, και στη άλην επιστολήν μου θα σε γράψου
λεπτομερος πος αποδρασα, γιατί σκοπόν Αποδρασα. Γνορίζω Γιατρέ μου Σας πρόσβαλα
με τήν Αποδρασην μου αλλα ξεύρεις Γιατρέ μου ότι ειμουν εσωβια δικασμεένος οπου
χαρις και να επερνα παλη τα καλητερα χρόναι τα Νεώτης μου θα τα ετρωγα εις την
ατίμην την φυλάκην……… Να με γράφις τακτικα να μαθενω την υγείαν σας. Εγω και να
μη σας γράφου τακτικά Να μι με παροξιγισης διώτη Απάνω στα Βονά ξευρεις οτη
πολλές φορες δεν υπαρχουν κολες και φακελα, σαν εχω κολες και φακελα δε θα έχω
Μελάνη.
Ο
ανευ-ετέρου
Διατελώ Μεπολή Αγάπη
το παιδισας
ΦΩΤΙΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ»
-«Γιαγκούλας γράψε»,
θυμάμαι μου είπε ο πατέρας μου στο τσαγκάρικό μας. Είχε την καλή συνήθεια να
γράφει σε ένα χαρτάκι από μπλοκ το όνομα του κάθε πελάτη που άφηνε τα παπούτσια
του για επιδιόρθωση. Έβαζε λίγη κόλα και το κόλλαγε στον πάτο του παπουτσιού.
«Γιαγκούλας;» αναρωτήθηκα. Ακουστά είχα το όνομα του φημισμένου ληστή. Θάτανε
τότε γύρω στο 1970. Ρώτησα τον πατέρα μου μήπως δεν άκουσα καλά. «Γιαγκούλας
είπες;» «Ο Γιάννης ο Γιαγκούλας» απάντησε αυτός, χωρίς συνέχεια, διότι όταν
είχε πολλή δουλειά (και τότε στο τσαγκάρικό μας γινότανε χαμός από πελάτες) δεν
ήθελε να τον απασχολούν. Το κράτησα και αυτό.
Προ καιρού βρήκα την παραπάνω επιστολή του Γιαγκούλα και
την έβαλα στο αρχείο με την συλλογή για μελλοντική μελέτη σχετικά με το θέμα
«Ληστές και ληστεία». Ρώτησα όμως τον Μάκη Κουλούρη, ο οποίος θυμάται πάρα
πολλά πρόσωπα, κυρίως κατοίκους της Ράχης, αν θυμόμουν καλά και υπήρχε κάποιος
με το όνομα «Γιαγκούλας» στη Ράχη και στην περιοχή της. Ο Μάκης ήξερε (και πως
να μην ήξερε!!!!!). Μου είπε: «Γιάννης Αθ………… λεγόταν, με το παρατσούκλι
Γιαγκούλας και έμενε στο Φραγκοπήγαδο. Καροτσέρης με διπλόκαρο (ο γράφων θυμήθηκε
τον φοβερό θόρυβο που έκαναν τα Ραχιώτικα κάρα, να κατεβαίνουν από την 2α
πάροδο της Αθηνών, σημερινή οδός Καζαντζάκη, για να πάνε στη δουλειά τους, και
πεταγότανε από τον ύπνο του, διότι μέναμε στο ισόγειο του σπιτιού μας και το
παράθυρό του προς το δρόμο, νόμιζε πως το κάρο είχε μπει μέσα στο δωμάτιο), ήτανε καλός άνθρωπος και
ντερβισόμαγκας. Το παρατσούκλι «Γιαγκούλας» το πήρε επειδή κάποτε έκανε ένα
αγώγι με κλεμμένους τσίγκους, και η Ασφάλεια τον συνέλαβε. Ο άνθρωπος δεν ήξερε
πως τα μεταφερόμενα ήτανε κλεμμένα και στην απολογία του στο δικαστήριο είπε
αγανακτισμένος «τι με τραβάτε πέρα-δώθε σα τον Γιαγκούλα». Από τότε του έμεινε
το παρατσούκλι «Γιαγκούλας».
Μπορεί ο καλαματιανός «Γιαγκούλας» να ήταν φιλήσυχος
άνθρωπος, αλλά ο λήσταρχος Γιαγκούλας δεν ήταν ο καλοσυνάτος τύπος που
εμφανίζεται στη παρατεθείσα πιο πάνω επιστολή.
Όνομα: Φώτης Γιαγκούλας
Ημ. Γέννησης: Πιθανώς το 1894
Τόπος Γέννησης: Μεταξάς Σερβίων
Ημ. Θανάτου: 20 Σεπτεμβρίου 1925
Τόπος Θανάτου: Κλεφτόβρυση Ολύμπου
Περιοχή δράσης: Όλυμπος, Πιέρια,
Ελασσόνα, Κοζάνη.
Έτη δράσης: 1918-1925
Ο πρόεδρος του χωριού Ράχοβο Γιώργος Πάσσαρης ήταν ο
επόμενος στόχος του γιατί τον είχε προδώσει στο Γρηγοράτο. Του έστειλε γράμμα
με ένα νέο έμπιστό του, τον Σπύρο Τόλια, και τον κάλεσε στο λημέρι του ζητώντας
100 χιλιάδες δραχμές για λύτρα. Ο Πάσσαρης πήγε στη συνάντηση, έδωσε τα λύτρα
που του ζητήθηκαν και ομολόγησε το πόσο πολύ τον τσάκισε στο ξύλο ο Γρηγοράτος
για να προδώσει τον Γιαγκούλα. Ο λήσταρχος κατάλαβε πως ο Πάσσαρης δεν τον
πρόδωσε εκούσια, πως θύμα ήταν αυτός των μεθόδων της Χωροφυλακής. Τον συγχώρεσε
και τον άφησε.
Λίγο καιρό αργότερα έμαθε ότι πίεζαν την αγαπημένη
του Ευαγγελία μέσα στις φυλακές Κοζάνης που
έκτιε ποινή 5ετούς φυλακίσεως. Αποφάσισε να διακινδυνεύσει και μεταμφιεσμένος
με αστό ζωέμπορο ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ελπίζοντας πως μέσω
των ισχυρών γνωριμιών που έκανε στις φυλακές Αιγίνης θα πετύχαινε τον μετριασμό
της ποινής της Ευαγγελίας του και της δικής του.
Στο ταξίδι αυτό αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους και εμπόδια αλλά τα ξεπέρασε χωρίς όμως να κατορθώσει το επιδιωκόμενο.
Διάφοροι συγγραφείς γράφουν πως ο Γιαγκούλας
συμμάχησε με τον φημισμένο λήσταρχο Γκαντάρα και έκαναν από κοινού ληστείες.
Δεν καταγράφεται σε επίσημη έκθεση τέτοια συμμαχία. Πρόκειται για σύγχυση
πιθανότατα διότι και οι δύο συμμορίες δρούσαν στην περιοχή του Ολύμπου την
περίοδο 1924-1925. Εξάλλου ο Γιαγκούλας είχε στην ομάδα του τον Θύμιο, ανιψιό
του Γκαντάρα από την αδερφή του.
Όμως νέος εχθρός ξεχύθηκε στο κατόπι του. Ο
ανθυπομοίραρχος Αποστόλου διορίσθηκε στην θέση του δολοφονηθέντος Γρηγοράτου.
Πρώτη του κίνηση ήταν η ανακάλυψη και σύλληψη του Παπαδημητρίου, φίλου του
Γιαγκούλα, ο οποίος μετά το φόνο του Γρηγοράτου στο σπίτι του έφυγε από το
χωριό του κρυπτόμενος. Καταδικάσθηκε σε θάνατο, παρόλο που όλοι οι μάρτυρες
υπερασπίσεως κατέθεσαν πως ο φόβος του Γιαγκούλα τον έκανε συνεργάτη του.
Εκτελέσθηκε αμέσως στην Κοζάνη όπου δικάστηκε. Ο Αποστόλου κινήθηκε με μεγάλη
προσοχή προς τη Μόρνα στα λημέρια του Γιαγκούλα. Στην διαδρομή έπεσε πάνω στο
ληστή Χαντόλια και σκότωσε δυο ληστές του.
Ο Γιαγκούλας κατάλαβε από πολλά περιστατικά πως ο
νέος διώκτης του ήταν πολύ σκληρός και μεθοδικός και αποφάσισε να κινηθεί κατά
τα μέρη του Ολύμπου. Ο Αποστόλου είχε ήδη ειδοποιήσει τη Χωροφυλακή Κατερίνης
και κινήθηκαν προς τα κει. Σε ενέδρα τους πριν το χωριό Δέλινο σκοτώθηκε ο
υπαρχηγός Χαντόλιας και τραυματίστηκαν δυο ληστές της συμμορίας του, ο Μίτσης
και ο Θύμιος γιός της αδελφής του Καντάρα (λήσταρχος που στη συνέχεια
συνεργάστηκε με τον Γιαγκούλα).
Ο Αποστόλου κινούμενος μεθοδικά ανακάλυψε όλο το
δίκτυο υποστηρικτών και φίλων του Γιαγκούλα και διέταξε την εξορία τους σε
μακρινά μέρη, μεταξύ των οποίων η μητέρα και ο αδελφός Κώστας του Γιαγκούλα.
Όμως όταν πήγε να εξετάσει ένα έγκλημα στην Τσαπουρνιά μαζί
με 3 άντρες του, ο Γιαγκούλας τους έστησε καρτέρι και αφού τους αφόπλισε
σκότωσε τον Αποστόλου και έδιωξε τους άλλους 3 και τους είπε να διαδώσουν τα
γεγονότα πως ο Γιαγκούλας σκότωσε τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου.
Το 1925
υπήρξε καθοριστικό για την συμμορία Γιαγκούλα, στην οποίαν είχαν ήδη
προσχωρήσει τα αδέλφια Παντελής (Πάντος) και Λεωνίδας (Γάτος) Μπαμπάνη, με καταγωγή από το χωριό Καρατζόλι
Ελασσόνας.
Τα αδέλφια
Μπαμπάνη με τον Κώστα Τσιαμήτα και τρεις ακόμη ληστές διέπραξαν τον Φεβρουάριο
1925 την πασίγνωστη ληστεία σε βάρος του δήμαρχου Κατερίνης Κουρκουμπέτη, του
πολιτικού Στάη, του καθηγητή Φωτεινού, του γιατρού Τζαμαλούκα, επιχειρηματιών,
φαρμακοποιού, δικαστικού και αξιωματικού ε.α και πολλών άλλων που είχαν πάει
για κυνήγι σε πλαγιά του Ολύμπου. Ο Γιαγκούλας δεν πήρε μέρος σε αυτή την
ληστεία, η οποία υπήρξε η αφορμή για να πάρει σκληρά μέτρα ο υπουργός
εσωτερικών Γεώργιος Κονδύλης.
-Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η συμμορία Γιαγκούλα - Μπαμπάνη οργάνωσε την απαγωγή δύο νεαρών ξαδελφών, αντρών της οικογένειας Ράπτη.
Ήταν η τελευταία ενέργειά της διότι το αιματηρό τέλος της απαγωγής έφερε και το
τέλος της δράσης των ληστών.
«[2]Λάρισσα
17.9.1925. Καθ’ ά αναφέρει ο επόπτης αποσπασμάτων μοίραρχος Κώτσιος, τη νύκτα
8-9 τρέχοντος μηνός, η συμμορία Γιαγκούλα-Μπαμπάνη ηχμαλώτισε εις το χωρίον
Γκούτα-Μαντζέρον, τους παίδας Δημήτριον Διονυσίου Ράπτην και Νικόλαον Μιλτιάδου
Ράπτην, ούς κρατεί ζητούσα λύτρα 3 εκατομμύρια δραχμάς. Αποσπάσματα διετάχθησαν
να ενεργήσουν καταλλήλως…».
Οι υποψίες της Χωροφυλακής
πιθανολογούσαν πως ήταν σκηνοθετημένη[3]:
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 τα αποσπάσματα είδαν από μακριά τούς ληστές στην
περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου. Πέντε
καταδιωκτικά αποσπάσματα με 38 άνδρες, άρχισαν τη μάχη και σιγά-σιγά πλησίαζαν
τους φυγάδες. Από τις 10 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα πολεμούσαν. Ο
Τσαμήτας ήταν σε προχωρημένη θέση για να φέρει νερό και να προστατεύει την
συμμορία και ο Λεωνίδας Μπαμπάνης φύλαγε τους αιχμαλώτους. Ο Τσαμήτας σκοτώθηκε
πρώτος και έτσι τα αποσπάσματα πλησίασαν στα 300 μέτρα την υπόλοιπη ομάδα.
Δεύτερος σκοτώθηκε ο Πάντος Μπαμπάνης.
Όταν τον είδε νεκρό ο αδελφός του
Λεωνίδας επιτέθηκε στους αιχμαλώτους, σκότωσε με σφαίρα τον Δημήτριο Ράπτη και
τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι το Νικόλαο στα χέρια, ο οποίος ξέφυγε και κύλησε
προς μια λάκκα και παρ’ ολίγο να τον σκοτώσουν οι χωροφύλακες. Ο Γιαγκούλας
σκοτώθηκε τελευταίος.
Γύρω στις 5μμ αραίωσαν οι πυροβολισμοί και τα
αποσπάσματα έκαναν έφοδο στο ταμπούρι των ληστών, φοβούμενοι μήπως
ξεγλιστρήσουν. Εκεί βρήκαν τους νεκρούς, τον τραυματία και τον Λεωνίδα εξαφανισμένο.
Σκοτώθηκε και ο χωροφύλακας
Σαλιώρας Κωνσταντινίδης και εκ των χωρικών τραυματίστηκε ο Θεόδωρος
Αγριόκτιστος. Τα αποσπάσματα έκοψαν τα κεφάλια των ληστών επί τόπου και έδωσαν
τα σώματα στους χωρικούς για να τα θάψουν.
Ο μόνος που επέζησε από τη μάχη
ήταν ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, ο οποίος τελικά συνελήφθη στην πορεία των αποσπασμάτων
για την Κατερίνη, κατάφερε να
δραπετεύσει και να ξαναβγεί στο κλαρί. Κατέφυγε κάπου στην Καστοριά. Οι
τροφοδότες του εκεί ήταν κάποια οικογένεια Κορώνα και ενώ μια μέρα έστειλαν τα
εφόδια με τη μέλλουσα νύφη τους αυτός τη διακόρευσε και οι ίδιοι οι Κορωναίοι
τον βρήκανε και των σκοτώσανε.
Τα κεφάλια των ληστών Γιαγκούλα, Π.
Μπαμπάνη και Τσαμήτα εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε κοντάρια,
μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου
για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο. Οι ληστές ήταν επικηρυγμένοι με τα παρακάτω
ποσά. Φώτης
Γιαγκούλας: 600.000 Πάντος Μπαμπάνης:
400.000 Τσαμήτας: 50.000 Λεωνίδας Μπαμπάνης: 150.000 για αυτό και οι
διώκτες τους ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα.
Ο Γιαγκούλας λέγεται ότι είχε σχεδιάσει την έξοδο στην Αυστραλία αλλά χρειαζόταν χρήματα και για αυτό οργάνωσε την απαγωγή δύο νεαρών αντρών της οικογένειας Ράπτη μιας πλούσιας οικογένειας από τον Τύρναβο. Απήγαγε τα δύο παιδιά και ζητούσε για την απελευθέρωση τους για 1.000.000 δραχμές ως λύτρα.
Ο Καλαντζής δεν έχει αυτιά. Του τα είχαν κόψει ληστές όταν ήταν μικρός. («ΣΚΡΙΠ» φύλο 24/9/1925).
Επικεφαλής
της επιχείρησης ήταν ο αρχιφύλακας Πετράκης.
Έτσι τελείωσε η δράση της συμμορίας του Γιαγκούλα ο οποίος έδρασε λίγα χρόνια και στηρίχθηκε από τους ντόπιους πληθυσμούς για πολλούς λόγους.
Οι εφημερίδες της εποχής για πολλές μέρες μετά την
εξολόθρευση της συμμορίας δημοσίευαν ειδήσεις της. Ενδεικτικά :
Η «Παρδάλα», το μαχαίρι του λήσταρχου
Γιαγκούλα.
Το 1917 ο περιβόητος λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας (τέλη
19ου αιώνα-1925) απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό
όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Μαχαίρι τύπου γιαταγανιού, με λεπίδα
ελαφρώς καμπύλη. Τόσο η λεπίδα όσο και η λαβή διακοσμούνται
περίτεχνα. Το μαχαίρι ανήκε στον διαβόητο λήσταρχο Φώτη
Γιαγκούλα. Κράμα σιδήρου, κράμα χαλκού, ξύλο
Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε
χαράξει το εξής κείμενο:
«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917»
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του
Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου,
συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του,
καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη
και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και
μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον
θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια
τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Υπάρχει ένα μουσείο
στην Αθήνα που λίγοι το ξέρουν, αν και συγκεντρώνει τους πιο φρικιαστικούς
θησαυρούς του ελληνικού εγκλήματος. Από κεφάλια ληστών, μέχρι έμβρυα στη
φορμόλη.
Οι περισσότεροι «κεφαλοκυνηγοί» που κατά καιρούς
συνόδευαν τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ήταν ειδικοί «αυχενοτόμοι». Έκοβαν το
κεφάλι αρχίζοντας από μπροστά και λίγο πιο κάτω από τα αυτιά. Μερικές φορές
όταν έφταναν στη σπονδυλική στήλη το μαχαίρι δυσκόλευε, ιδίως αν δεν ήταν
φρεσκοακονισμένο. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει η ανάλογη γνώση ώστε η λεπίδα να
ξεγλιστρήσει ανάμεσα στους σπονδύλους κόβοντας τους χόνδρους που έδεναν τον
έναν με τον άλλον. Οι περισσότεροι από αυτούς τους «αυχετονόμους» ήταν
κτηνοτρόφοι. Έσφαζαν τα ζωντανά τους και γνώριζαν άριστα την τεχνική, αλλά κάθε
άλλο παρά χρησιμοποιούσαν τη δεξιοτεχνία τους στην περίπτωση των ληστών.
Συνήθως ήταν άγριοι κι εκδικητικοί μαζί τους, κόβοντας άτσαλα τα κεφάλια,
θρυμματίζοντας τα οστά και όχι ξεγλιστρώντας ανάμεσά τους. Το κομμένο κεφάλι του
Φώτη Γιαγκούλα κρεμασμένο στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού της Κατερίνης.
Ψηλά στον Όλυμπο ο Καλαϊτζής έπιασε το κεφάλι του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα από
τα μαλλιά και το τράβηξε προς τα πίσω. Ύστερα ανασήκωσε το πάνω μέρος του
σώματος, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε σιγά σιγά να το κόβει. Πρώτα
έκοψε τα μαλακά σημεία – δέρμα, μυϊκές μάζες, αγγεία, νεύρα, τένοντες και
ιστούς. Λιανίστηκαν οι σφαγίτιδες φλέβες, κόπηκε η καρωτίδα. Αν ο λήσταρχος
ήταν ζωντανός θα είχε ξεχυθεί ένα χείμαρρος από αίμα που θα απλωνόταν σαν μια
κόκκινη βεντάλια –μεγάλες χοντρές σταγόνες– σε δύο ή και τρία μέτρα απόσταση.
Ύστερα τσάκισε το υοειδές κόκαλο κομματιάζοντας τον θυρεοειδή χόνδρο. Στη
συνέχεια και παρά το τρόχισμά της η κάμα φάνηκε να στομώνει. Όταν τελικά έφτασε
στους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς τούς ξεπέρασε δουλεύοντας το μαχαίρι ανάμεσα
στα κενά, «τέχνη» που ο Καλαϊτζής την ήξερε πολύ καλά από τα σφαχτά του. Έπειτα
έπιασε από τα μαλλιά το κομμένο κεφάλι και το έδειξε στον Πετράκη. Ο μοίραρχος
ένιωσε το στομάχι του να ανεβαίνει και γύρισε αλλού το πρόσωπο.
Το απόσπασμα είναι από το τρίτο μέρος του
βιβλίου («Όταν σκοτώνεται ο απέθαντος») και από το κεφάλαιο «Όπου το λόγο έχουν
οι ‘’αυχενοτόμοι’’» (σελ. 402). Το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/giagkoulas/ ]
Η ΚΕΦΑΛΙ ΕΠΙ ΠΙΝΑΚΙ
5
Ο ληστής Κοτσαδάμ με το κεφάλι του επικηρυγμένου
ληστή Αγγέλου ή Μαύρου
Ουσιαστικά «η
έκθεση σε κοινή θέα του κεφαλιού ενός επικηρυγμένου ως «ληστή», ο οποίος
σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους είχε συγκροτήσει «ληστρική συμμορία»,
αποτελούσε ένδειξη της αποτελεσματικότητας του κρατικού κατασταλτικού
μηχανισμού και των προσπαθειών του για ότι θεωρούσε εμπέδωση της τάξης και της
ασφάλειας». Παράλληλα τρόμαζε τους υποψήφιους να παρανομήσουν «δείχνοντάς τους»
πως αργά η γρήγορα θα είχαν την ίδια τύχη.
Βέβαια δεν πρέπει να εξαιρεθεί από τα παραπάνω η περίπτωση της έκθεσης
κεφαλών ληστών-απαγωγέων που συνελήφθησαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν στην
λαιμητόμο. Τον ίδιο στόχο είχε και η έκθεση, στο πεδίο του Άρεως Αθηνών το
1870, των 7 κεφαλών των απαγωγέων των Άγγλων περιηγητών στο Δήλεσι που
εκτελέστηκαν.
Τον ίδιο
ακριβώς στόχο εξυπηρετούσαν και η έκθεση κεφαλών και νεκρών σωμάτων ανταρτών
στην περίοδο 1945-1949.
Τα κεφάλια των Βελουχιώτη και Τζαβέλα κρέμονται στον φανοστάτη των Τρικάλων 18/6/1945
«Σκοπός της έκθεσης ήταν η
ανύψωση του ηθικού και ο παραδειγματισμός όσων νόμισαν ότι «μπορούν να σηκώσουν την τιποτένια τους προσωπικότητα από του
κράτους τη θέληση». Όπως και οι δημόσιες εκτελέσεις, η αποκοπή
και η έκθεση των κομμένων κεφαλών αποτελούσαν βάρβαρα θεάματα επίδειξης δύναμης
τα οποία είναι δηλωτικά της προσβεβλημένης δύναμης της κρατικής εξουσίας και
του τερατώδους χαρακτήρα του μεγαλύτερου των εγκλημάτων, της εσχάτης προδοσίας.
Σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν την τάξη απέναντι σε αυτούς των οποίων η
ανυπακοή προς την εξουσία έθετε σε κίνδυνο την καθεστηκυία τάξη, την ιεραρχία
και την ίδια την εξουσία. Ο συμβολισμός του αποκεφαλισμού έκανε την πράξη
αυτή ένα ιδανικό αποτρεπτικό. Πολλές κοινωνίες θεωρούν το κεφάλι ως την έδρα
της γνώσης και της συνείδησης και πιστεύουν ότι πρέπει να είναι συνδεδεμένο με
το σώμα έτσι ώστε η ψυχή να μπορέσει να περάσει στον άλλο κόσμο. Το κεφάλι
είναι επίσης το μόνο μέρος του σώματος το οποίο αν αφαιρεθεί, μπορεί εύκολα να
αναγνωριστεί ότι ανήκει σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι συγγενείς και οι φίλοι,
όπως είναι φυσικό, αντιδρούν με φόβο και αποτροπιασμό αν κοιτάξουν το
αποκομμένο κεφάλι κάποιου ατόμου που γνωρίζουν. Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει
διάσημες ιστορίες όπως αυτής της Ιουδήθ που αποκεφάλισε τον Ολοφέρνη ή η
διαταγή του Ηρώδη για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή. Οι Ρωμαίοι
αυτοκράτορες, οι βασιλιάδες της Δύσης και οι μουσουλμάνοι χαλίφες συνέχισαν την
παράδοση με το να εκθέτουν τα αποκομμένα κεφάλια των εχθρών τους σε δημόσια θέα. Όσο αφορά τη νεοελληνική πραγματικότητα,
η πρακτική της αποκοπής και δημόσιας έκθεσης κεφαλών είχε τις ρίζες της στην
εποχή της Τουρκοκρατίας και συνεχίστηκε να εφαρμόζεται στο νέο ελληνικό κράτος
απέναντι στους ληστές. Οι άνδρες των αποσπασμάτων Χωροφυλακής ή οι ιδιώτες οι
οποίοι φόνευαν επικηρυγμένους ληστές απέκοβαν το κεφάλι τους και το παρέδιδαν
στις αρχές προκειμένου να εισπράξουν την αμοιβή της επικήρυξης. Αυτό γινόταν
για πρακτικούς λόγους, καθώς δεν ήταν πάντοτε δυνατή η μεταφορά ολόκληρου του
πτώματος, ιδιαίτερα όταν ο φόνος είχε συντελεστεί σε ορεινές ή απομακρυσμένες
περιοχές, αλλά είχε και ηθικές προεκτάσεις καθώς απαξίωνε ηθικά τον νεκρό μέσω
της βεβήλωσης του σώματός του (του στερούσε την ακεραιότητά του)».
[1]
Εφημερίδα Αθηνών «Έθνος». Ο λήσταρχος Γιαγκούλας. Φύλο της 12/5/1924, σελ. 1.
[3] Ό.π.
[4]
Εφημερίδα Αθηνών «Σκρίπ», φύλο της 27/9/1925.
[5]
Εφημερίδα Αθηνών «Εμπρός», φύλο της 13/10/1925.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου