Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Γιαγκούλας Φώτης. Ο λήσταρχος "εν λόγγη και βονά". Εισαγωγή στη τέχνη του αυχενοτόμου.

«Εν Λόγγη και βονά».Ληστρικά χρονικά. 
Φώτης Γιαγκούλας.
 Ο ξακουστός λήσταρχος. Ανέκδοτη επιστολή και φωτογραφία του
ή εισαγωγή στην «τέχνη» του «αυχενοτόμου».


«Δια[1] τον περιβόητον λήσταρχον Γιαγκούλαν, τον οποίον εχαρακτήρισεν ο εν Θεσσαλονίκη ανταποκριτής μας εις το «Έθνος» της παρελθούσης Δευτέρας, με την φράσιν «δεν υπάρχει αιμοβορώτερος άνθρωπος απ’ αυτόν και σκοτώνει δια την ηδονήν του σκοτωμού», μας έδωσε μερικάς ενδιαφέρουσας πληροφορίας ο ιατρός κ. Τσ…. Όστις τον είχε γνωρίσει εις τας φυλακάς της Αιγίνης, εκτίοντα την εις ισόβια ποινήν του και όστις είχε συντελέσει να μεταφερθή εις τας φυλακάς Θεσσαλονίκης, ότε και μεταφερόμενος εδραπέτευσε…. Εις τας φυλακάς μέσα ήτο ήρεμος σαν αρνάκι. Και ντροπαλός σαν κορίτσι. Τόσο ντροπαλός, ώστε εκοκκίνιζε όταν κανείς του απέτεινε τον λόγο. Το «αρνάκι» όμως αυτό μετεμορφώθη μίαν ημέραν εξαφνικά εις λέοντα, όταν ήλθε εις κάποιαν διένεξιν με τον λήσταρχο Φλώρο. Τόσο αγρίεψε η όψις του, ώστε ο λήσταρχος Φλώρος, διπλός εις τα χρόνια και εις σωματικάς διαστάσεις απ’ αυτόν, τα εχρειάστηκε, εκιτρίνισε σαν φλωρί από τον τρόμο του.

               

Πρώτη φορά δημοσιεύεται η παραπάνω φωτογραφία του Φώτη Γιαγκούλα. Εκ του αρχείου των φυλακών Αιγίνης.

Τότε η Επιστασία των φυλακών, δια να αποσοβήση ενδεχομένην συμπλοκήν των,  κ’ επειδή είχε δείξει καλήν διαγωγήν εν τη φυλακή, τον μετέφερε εις άλλο διαμέρισμα- εις το οπωσδήποτε ευπρεπέστερο διαμέρισμα, όπου έμενεν ο τότε φυλακισμένος κ. Πρωθυπουργός και άλλοι έγκριτοι πολίται, φυλακισμένοι επίσης, οι περισσότεροι, δια πολιτικά εγκλήματα.

Στο νέο διαμέρισμα εγνωρίσθηκε και με τον ιατρόν κ. Τς… με τον οποίον συνεδέθη και δια φιλίας. Όταν εδραπέτευσεν του ‘γραφε τακτικά «εν Λόγγη και βονά», όπως εσημείωνε επάνω εις τα γράμματά του, εν εκ των οποίων είχε την καλωσύνην ο κ. Τσ…. να μας δώση για το «Έθνος» και που θα δημοσιεύσουμε παρακάτω

Είταν εύμορφος ο Γιαγκούλας, όπως φαίνεται και στην εικόνα του που δημοσιεύουμε και σου ενέπνεε αμέσως εμπιστοσύνη μόλις τον εγνώριζες. Σωστός λύκος μ’ εξωτερικό και φερσίματα ευγενικού νεανία. Λίγο ύστερα από τη δραπέτευσή του μετέβη στας φυλακάς Αιγίνης ένας άνθρωπος σταλμένος απόαυτόν, να πληρώση τα χρέη του. Είχε την εντολήν να δώση τα διπλά και τα τρίδιπλα σε όσους τον είχαν δανείσει κατά τον καιρό της φυλακίσεώς του. Κι έτσι έγινε, τέλειος τζέντελμαν. Καλύτερα όμως φαίνεται στο γράμμα του που τόστειλε στο γιατρό με διεύθυνση «Εν Λόγγη και βονά» και με ημερομηνία 13 του Απρίλη του 1923.

Το γράμμα είναι τ’ ακόλουθο και το δημοσιεύουμε αυτολεξεί, όπως είναι γραμμένο με όλες τις ανορθογραφίες του, αφού αποτελεί ιστορικό δοκουμέντο:

«Σεβαστέ μου Γιατρέ χαίρε, γιαίνω, υγείαν δι εμάς εγκαρδίως Ποθώ. Σεβαστέ μου Γιατρέ, μάθε ότη εγώ απόδρασα και ευρίσκομαι Απάνω στα Βονά και σε παρακαλώ όπως μει με παραξιγήσης όπου ευράδηνα δια να σε γράψω διώτη εγώ ευρίσκομε ακόμοι πολή μακριά της Πατρίδος μου. Μάλιστα κειμίθηκα Γυμνός και κρίωσα και είμε και αστενής, αλλά μόλης φτάσω στο Σπίτι μου, Σεβαστέ μου Γιατρέ, θα σε γράψω Πολή και ότη καλά θέλεις τώρα να με γράφεις ελεύθερα διώτι αιστάνωμε τας καλωσίνα σας σαν δεν μου συστούσες εσή ότι ήμε καλώ πεδή δε θα εμπορούσα ναποδράσω να σώσου τα νιάτα μου· και γιαυτώ Γιατρέ  μου μένω καταυποχρεωμενος και δε θα σας λιζμονήσου ποτές σε όλην την Ζωήν μου. Μόλης φτάσου  στο σπιτι μου θα σας Αποστείλου 2 Ζαρκαδάκια, ένα δια σένα και ένα την κυρίαν Μ….. Μι νομισης Σεβαστέ μου Γιατρέ Απόδρασα και θα σας Λιζμονίσου. Όχη, όχη Γιατρέ μου, και στη άλην επιστολήν μου θα σε γράψου λεπτομερος πος αποδρασα, γιατί σκοπόν Αποδρασα. Γνορίζω Γιατρέ μου Σας πρόσβαλα με τήν Αποδρασην μου αλλα ξεύρεις Γιατρέ μου ότι ειμουν εσωβια δικασμεένος οπου χαρις και να επερνα παλη τα καλητερα χρόναι τα Νεώτης μου θα τα ετρωγα εις την ατίμην την φυλάκην……… Να με γράφις τακτικα να μαθενω την υγείαν σας. Εγω και να μη σας γράφου τακτικά Να μι με παροξιγισης διώτη Απάνω στα Βονά ξευρεις οτη πολλές φορες δεν υπαρχουν κολες και φακελα, σαν εχω κολες και φακελα δε θα έχω Μελάνη.

Ο ανευ-ετέρου
Διατελώ Μεπολή Αγάπη
το παιδισας
ΦΩΤΙΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ»

 


-«Γιαγκούλας γράψε», θυμάμαι μου είπε ο πατέρας μου στο τσαγκάρικό μας. Είχε την καλή συνήθεια να γράφει σε ένα χαρτάκι από μπλοκ το όνομα του κάθε πελάτη που άφηνε τα παπούτσια του για επιδιόρθωση. Έβαζε λίγη κόλα και το κόλλαγε στον πάτο του παπουτσιού. «Γιαγκούλας;» αναρωτήθηκα. Ακουστά είχα το όνομα του φημισμένου ληστή. Θάτανε τότε γύρω στο 1970. Ρώτησα τον πατέρα μου μήπως δεν άκουσα καλά. «Γιαγκούλας είπες;» «Ο Γιάννης ο Γιαγκούλας» απάντησε αυτός, χωρίς συνέχεια, διότι όταν είχε πολλή δουλειά (και τότε στο τσαγκάρικό μας γινότανε χαμός από πελάτες) δεν ήθελε να τον απασχολούν. Το κράτησα και αυτό.

Προ καιρού  βρήκα την παραπάνω επιστολή του Γιαγκούλα και την έβαλα στο αρχείο με την συλλογή για μελλοντική μελέτη σχετικά με το θέμα «Ληστές και ληστεία». Ρώτησα όμως τον Μάκη Κουλούρη, ο οποίος θυμάται πάρα πολλά πρόσωπα, κυρίως κατοίκους της Ράχης, αν θυμόμουν καλά και υπήρχε κάποιος με το όνομα «Γιαγκούλας» στη Ράχη και στην περιοχή της. Ο Μάκης ήξερε (και πως να μην ήξερε!!!!!). Μου είπε: «Γιάννης Αθ………… λεγόταν, με το παρατσούκλι Γιαγκούλας και έμενε στο Φραγκοπήγαδο. Καροτσέρης με διπλόκαρο (ο γράφων θυμήθηκε τον φοβερό θόρυβο που έκαναν τα Ραχιώτικα κάρα, να κατεβαίνουν από την 2α πάροδο της Αθηνών, σημερινή οδός Καζαντζάκη, για να πάνε στη δουλειά τους, και πεταγότανε από τον ύπνο του, διότι μέναμε στο ισόγειο του σπιτιού μας και το παράθυρό του προς το δρόμο, νόμιζε πως το κάρο είχε μπει μέσα  στο δωμάτιο), ήτανε καλός άνθρωπος και ντερβισόμαγκας. Το παρατσούκλι «Γιαγκούλας» το πήρε επειδή κάποτε έκανε ένα αγώγι με κλεμμένους τσίγκους, και η Ασφάλεια τον συνέλαβε. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πως τα μεταφερόμενα ήτανε κλεμμένα και στην απολογία του στο δικαστήριο είπε αγανακτισμένος «τι με τραβάτε πέρα-δώθε σα τον Γιαγκούλα». Από τότε του έμεινε το παρατσούκλι «Γιαγκούλας».

Μπορεί ο καλαματιανός «Γιαγκούλας» να ήταν φιλήσυχος άνθρωπος, αλλά ο λήσταρχος Γιαγκούλας δεν ήταν ο καλοσυνάτος τύπος που εμφανίζεται στη παρατεθείσα πιο πάνω επιστολή.
Όνομα: Φώτης Γιαγκούλας
Ημ. Γέννησης: Πιθανώς το 1894
Τόπος Γέννησης: Μεταξάς Σερβίων
Ημ. Θανάτου: 20 Σεπτεμβρίου 1925

Τόπος Θανάτου: Κλεφτόβρυση Ολύμπου
Περιοχή δράσης: Όλυμπος, Πιέρια,  Ελασσόνα, Κοζάνη.
Έτη δράσης: 1918-1925

Ο Γιαγκούλας κατήγετο εκ του χωρίου Μεταξά της επαρχίας Σερβίων του νομού Κοζάνης. Η δράσις του ήρχισεν εις τα 1918. Κατ’ αρχάς ήτο απλούς ζωοκλέφτης. Ως τοιούτος δε εμάστιζε τα ποίμνια των συγχωριανών του. Με την πάροδο όμως του καιρού και με την επίδρασιν της έξεως εξειλίχθη εις ληστήν. Ως τοιούτος δε επεκηρύχθη  το πρώτον την 30ην Ιουλίου 1920 δυνάμει της υπ’ αριθ. 18451 διαταγής του Υπουργείου Εσωτερικών. Την 19ην Αυγούστου 1920 συνεπλάκη με απόσπασμα χωροφυλακής υπό τον ανθυπασπιστήν Αναγνωστάκην παρά την θέσιν Αγγελίνα μεταξύ των χωρίων Καντάδες και Ραχόβου της επαρχίας Σερβίων. Αποτέλεσμα της συμπλοκής ήτο να δεχθή τραύμα εις την δεξιάν χείρα. Συλληφθείς τότε παρεδόθη εις την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Κοζάνης, οπόθεν μετηνέχθη και ενεκλείσθη εις τας φυλακάς Αιγίνης. Υπόδικος ών εις τας φυλακάς αυτάς, μετεφέρετο βραδύτερον εις Θεσσαλονίκην δια να δικασθή. Καθ’ οδόν όμως, τον Φεβρουάριον του 1923, επήδησεν από το τραίνον, καίτοι έφερεν τας χειροπέδας, και εκρύφθη εις τινα συνοικισμόν παρά την Λάρισσαν. Μετά 8 ημέρας από της αποδράσεώς του, τού έλυσε τας χειροπέδας εις το χωρίον Καταφύγι της Κατερίνης κάποιος σιδηρουργός ονόματι Κυριάκος Αραπατζής, συμπολίτης του, τον οποίον μόλις του ηλευθέρωσε τας χείρας, εφόνευσεν δια κτυπήματος σφύρας. Μετά την απόδρασίν του ήρχισε πάλιν την ληστρική του δράσιν και ένεκας τούτου επεκηρύχθη δια δευτέραν φοράν τον Αύγουστον του 1923 αντί 10 χιλιάδων δια την κατάδοσιν και 20 χιλιάδων δια την σύλληψιν ή τον φόνον του, δυνάμει της υπ’ αριθ. 7415 διαταγής του Υπ. Εσωτερικών. Το πρώτο του έγκλημα είνε ο φόνος του Γ. Τριανταφύλλου έξωθι του χωρίου Δελίνου Σερβίων, κατόπιν ο φόνος του Γ. Φακίτσα εντός του χωρίου Μότρου, η κατακρεούργησις του Αθαν. Μικριώτου εντός του παρά του χωρίου Μεταξά θέσεως Νιαράμπεη, ο φόνος του Ι. Σούλιου, ο φόνος του ανθυπασπιστού Γρηγοράτου την 22/2/1921, ο φόνος του ιατρού Οδυσσέως Νικολαϊδου εν Καταφυγίω Σερβίων, ο φόνος του προέδρου κοινότητος Τσαπουρνιάς Αθαν. Πάικου την 13/2/1925 και την αυτήν ημέραν ο φόνος ο φόνος του ανθ/στού Αποστόλου. Επίσης εφονεύθησαν υπ’ αυτού δια λόγους εκδικήσεως ή αμύνης οι Γ.Γκοζότης, Αθ. Καρατζέκας, Ι.Λιόλιος, παπα-Παναγιώτης, συμπολίται του. Από την Βουβάλα ο Γιαγκούλας εφόνευσε τον Πρόεδρον της κοινότητος Ν.Τσολάκην και άλλον από το χωρίον Μακρύ. Ο Γιαγκούλας εθεωρείτο ασύλληπτος διότι όχι μόνον ήτο εξαιρετικά προνοητικός και εγνώριζε κάλλιστα τα μέρη εις τα οποία έδρα, αλλά και διότι υποστηρίζετο πολύ από τους κατοίκους των ορεινών χωρίων της Ελασσώνας, της Κατερίνης και των Σερβίων.
Το οικογενειακόν όνομα του Γιαγκούλα είνε Γιαννούλης. Το μετέβαλε σε αυτός εις Γιαγκούλαν επί το θορυβωδέστερον.
Επίσης έχει διαπράξει και πλείστους άλλους φόνους υπολογιζομένους εις τεσσαράκοντα και αναριθμήτους ληστείας..
Ο Γιαγκούλας ήτο ηλικίας 25 ετών σήμερον και ήτο τύπος ωραίου ανδρός.

Μετά την δραπέτευσή του συνάντησε τη συμμορία του Χαντόλια αποτελουμένην από οχτώ ληστάς. Όλοι οι λησταί και ο Χαντόλιας εσυμφωνήσανε και τον ανακηρύξανε αρχηγό τους. Ο Γιαγκούλας με τη νέα συμμορία του εκδικήθηκε σκληρά όλους όσους τον επρόδωσαν την πρώτη φορά και έγιναν αφορμή για την σύλληψή του και την σύλληψη της Ευαγγελίας του. Εσκότωσε τον γιό του Τσούλου και έκαψε ύστερα το μαντρί με όλα τα πρόβατα των Τσουλαίων. Τον πατέρα τον επήρε μαζί του και τον εκκρέμασε στη Λούζιανη.
        Προς καταδίωξη του ληστάρχου η Χωροφυλακή έστειλε τον ικανώτατο αξιωματικό Γρηγοράτο, ο οποίος πράγματι τον επολέμησε με πείσμα. Ο Γρηγοράτος κατόρθωσε και τον κατεδίωξε ώς την Λούζιανη που ήταν το στρατηγείο του ληστάρχου. Ο αιφνιδιασμός εκείνος ευρήκε απαράσκευο το Γιαγκούλα. Μολαταύτα επολέμησε έως το βράδυ κατά του αποσπάσματος του Γρηγοράτου. Κατά την συμπλοκήν όμως ένας ληστής ετραυματίσθηκε σοβαρώς. Η υπόλοιπη συμμορία κατόρθωσε να διαφύγη την καταδίωξη του αποσπάσματος και να φθάση στον Αλιάκμονα. Από εκεί ξαναγύρισε στη Λούζιανη γιατί το απόσπασμα του Γρηγοράτου έχασε τα ίχνη της συμμορίας και επαραπλανήθηκε μέσα στο δάσος. Όταν έφθασαν οι λησταί εκεί πάνω ανεφοδιάσθησαν καλά από όλα τα χρειώδη και ύστερα επήραν τον τραυματία τους και τον μετέφεραν στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, του οποίου ο ηγούμενος ήταν φίλος του Γιαγκούλα. Ο λήσταρχος άφησε τον τραυματισμένο ληστή στο μοναστήρι και έφυγεν πάλιν μαζί με τους ληστάς του και εγκαταστάθηκε στον κρησφύγετο της Μόρνας, από το οποίον μπορούσε να παρακολουθή τον διώκτη του Γρηγοράτο δια του φίλου του κτηνοτρόφου Παπαδημητρίου κατοίκου του χωρίου Μόρνα. Στη Μόρνα ο λήσταρχος επληροφορήθηκε πως ο Γρηγοράτος έφυγε από το Μεταξά για τα Σέρβια και αμέσως εκατέβηκε στο χωριό και άρπαξε τον παπά και τον πάρεδρο με τους οποίους είχε παλαιούς λογαριασμούς, τον εξάδελφό του Χάλεβα δεν τον πρόφθασε, γιατί η γυναίκα του πάρεδρου εξέφυγε κρυφά από τους φρουρούς που είχε τοποθετημένους ο Γιαγκούλας έξω από το σπίτι της, όταν επήγε να πιάση τον άνδρα της και έτρεξε και ειδοποίησε το Χάλεβα, ο οποίος εκαβάλλησε αμέσως το άλογό του και έφθασε σε μια ώρα στα Σέρβια να ειδοποιήση το Γρηγοράτο.

Ο Γρηγοράτος μόλις επληροφορήθηκε την κάθοδο του ληστάρχου, έτρεξε με το απόσπασμά του στο Μεταξά, κατεδίωξε το λήσταρχο και τον έφθασε επάνω από το Ράχοβο. Εκεί έγινε συμπλοκή μεταξύ της συμμορίας και ενός αποσπάσματος, κατά την οποίαν ετραυματίσθηκε ο ανθυπομοίραχος και έτσι η συμμορία κατόρθωσε να ξεφύγη πάλιν. Μετά την συμπλοκήν ο Γιαγκούλας εξακολούθησε την πορείαν του για την Μόρναν. Στον δρόμο συνάντησε τυχαίως τον Χάλεβαν, ο οποίος μόλις ειδοποίησε το Γρηγοράτο για την κάθοδο του ληστάρχου, προεξώφλησε το θάνατο το Γιαγκούλα και έτρεξε στη Μόρνα να αναγγείλη την είδηση στο φίλο του ληστάρχου Παπαδημητρίου για να τον πειράξη! Ο λήσταρχος όταν είδε έτσι ξαφνικά τον άσπονδο ξάδελφό του μπροστά του, τον έπιασε και τον μετέφερε στο δάσος, έκανε εκεί πάνω ένα πρωτότυπο δικαστήριο και τέλος τον κομμάτιασε. Μετά την κατακρεούργηση του ξαδέλφου του, ο Γιαγκούλας εγύρισε πάλι στη Μόρνα. Εκάλεσε το φίλο του Παπαδημητρίου και του ανάθεσε να μάθη αν στη Καταφυγή, στο χωριό του άσπονδου εχθρού του γιατρού Νικολαΐδη (ο γιατρός είχε ειδοποιήσει τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής για την παρουσία στην περιοχή τού Γιαγκούλα), ήταν δύναμη χωροφυλακής. Ο Παπαδημητρίου συμμορφώθηκε με την παράκληση του φίλου του και έστειλε το γιό του Γιάννο στην Καταφυγή για να μάθη τι γινότανε. Στη συνέχεια με έφοδο στην Καταφυγή συνέλαβε τον πατέρα Νικολαΐδη και τα δυο παιδιά του, τον γιατρό και τον Αριστόδημο. Πήρε λύτρα και για τους τρεις και μετά τους έβγαλε έξω από το χωριό. Στη θέση «Σταυροδρόμι» έβγαλε την «παρδάλα» του και έκοψε το κεφάλι του γιατρού Νικολαΐδη μπροστά στα μάτια των συγγενών του. Ο γιατρός ήταν 32 ετών σπουδαγμένος στη Γερμανία, με γυναίκα Γερμανίδα και μικρό παιδί. Μετά τη δολοφονία του η γυναίκα του επέστρεψε στη Γερμανία.
Ο μοίραρχος Γρηγοράτος θεραπεύτηκε και συνέχισε την αναζήτηση του Γιαγκούλα. Κατάλαβε πως ο Παπαδημητρίου προστάτευε τον ληστή και μια μέρα μπήκε στο σπίτι του. Ο Γιαγκούλας ήταν κρυμμένος στο υπόγειο και σκότωσε τον μοίραρχο Γρηγοράτο μαζί με δυο στρατιώτες του. Τραυματίστηκε στο πόδι αλλά μπόρεσε και έφυγε.

Ο πρόεδρος του χωριού Ράχοβο Γιώργος Πάσσαρης ήταν ο επόμενος στόχος του γιατί τον είχε προδώσει στο Γρηγοράτο. Του έστειλε γράμμα με ένα νέο έμπιστό του, τον Σπύρο Τόλια, και τον κάλεσε στο λημέρι του ζητώντας 100 χιλιάδες δραχμές για λύτρα. Ο Πάσσαρης πήγε στη συνάντηση, έδωσε τα λύτρα που του ζητήθηκαν και ομολόγησε το πόσο πολύ τον τσάκισε στο ξύλο ο Γρηγοράτος για να προδώσει τον Γιαγκούλα. Ο λήσταρχος κατάλαβε πως ο Πάσσαρης δεν τον πρόδωσε εκούσια, πως θύμα ήταν αυτός των μεθόδων της Χωροφυλακής. Τον συγχώρεσε και τον άφησε.    

Λίγο καιρό αργότερα έμαθε ότι πίεζαν την αγαπημένη του Ευαγγελία μέσα στις  φυλακές Κοζάνης που έκτιε ποινή 5ετούς φυλακίσεως. Αποφάσισε να διακινδυνεύσει και μεταμφιεσμένος με αστό ζωέμπορο ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ελπίζοντας πως μέσω των ισχυρών γνωριμιών που έκανε στις φυλακές Αιγίνης θα πετύχαινε τον μετριασμό της ποινής της Ευαγγελίας του και της δικής του.


Στο ταξίδι αυτό αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους και εμπόδια αλλά τα ξεπέρασε χωρίς όμως να κατορθώσει το επιδιωκόμενο.  

                                             Εφημ. «Σκρίπ» φύλο 22/9/1925

Διάφοροι συγγραφείς γράφουν πως ο Γιαγκούλας συμμάχησε με τον φημισμένο λήσταρχο Γκαντάρα και έκαναν από κοινού ληστείες. Δεν καταγράφεται σε επίσημη έκθεση τέτοια συμμαχία. Πρόκειται για σύγχυση πιθανότατα διότι και οι δύο συμμορίες δρούσαν στην περιοχή του Ολύμπου την περίοδο 1924-1925. Εξάλλου ο Γιαγκούλας είχε στην ομάδα του τον Θύμιο, ανιψιό του Γκαντάρα από την αδερφή του.

Ο λήσταρχος Γκαντάρας με την συμμορία του φωτογραφούμενος από τον Αθανάσιο Μάνθο, φωτογράφο των Τρικάλων.

Όμως νέος εχθρός ξεχύθηκε στο κατόπι του. Ο ανθυπομοίραρχος Αποστόλου διορίσθηκε στην θέση του δολοφονηθέντος Γρηγοράτου. Πρώτη του κίνηση ήταν η ανακάλυψη και σύλληψη του Παπαδημητρίου, φίλου του Γιαγκούλα, ο οποίος μετά το φόνο του Γρηγοράτου στο σπίτι του έφυγε από το χωριό του κρυπτόμενος. Καταδικάσθηκε σε θάνατο, παρόλο που όλοι οι μάρτυρες υπερασπίσεως κατέθεσαν πως ο φόβος του Γιαγκούλα τον έκανε συνεργάτη του. Εκτελέσθηκε αμέσως στην Κοζάνη όπου δικάστηκε. Ο Αποστόλου κινήθηκε με μεγάλη προσοχή προς τη Μόρνα στα λημέρια του Γιαγκούλα. Στην διαδρομή έπεσε πάνω στο ληστή Χαντόλια και σκότωσε δυο ληστές του.

Ο Γιαγκούλας κατάλαβε από πολλά περιστατικά πως ο νέος διώκτης του ήταν πολύ σκληρός και μεθοδικός και αποφάσισε να κινηθεί κατά τα μέρη του Ολύμπου. Ο Αποστόλου είχε ήδη ειδοποιήσει τη Χωροφυλακή Κατερίνης και κινήθηκαν προς τα κει. Σε ενέδρα τους πριν το χωριό Δέλινο σκοτώθηκε ο υπαρχηγός Χαντόλιας και τραυματίστηκαν δυο ληστές της συμμορίας του, ο Μίτσης και ο Θύμιος γιός της αδελφής του Καντάρα (λήσταρχος που στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γιαγκούλα).

Ο Αποστόλου κινούμενος μεθοδικά ανακάλυψε όλο το δίκτυο υποστηρικτών και φίλων του Γιαγκούλα και διέταξε την εξορία τους σε μακρινά μέρη, μεταξύ των οποίων η μητέρα και ο αδελφός Κώστας του Γιαγκούλα.

Όμως όταν πήγε να εξετάσει ένα έγκλημα στην Τσαπουρνιά μαζί με 3 άντρες του, ο Γιαγκούλας τους έστησε καρτέρι και αφού τους αφόπλισε  σκότωσε τον Αποστόλου και έδιωξε τους άλλους 3 και τους είπε να διαδώσουν τα γεγονότα πως ο Γιαγκούλας σκότωσε τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου.

Το 1925 υπήρξε καθοριστικό για την συμμορία Γιαγκούλα, στην οποίαν είχαν ήδη προσχωρήσει τα αδέλφια Παντελής (Πάντος) και Λεωνίδας (Γάτος)  Μπαμπάνη, με καταγωγή από το χωριό Καρατζόλι Ελασσόνας.

Τα αδέλφια Μπαμπάνη με τον Κώστα Τσιαμήτα και τρεις ακόμη ληστές διέπραξαν τον Φεβρουάριο 1925 την πασίγνωστη ληστεία σε βάρος του δήμαρχου Κατερίνης Κουρκουμπέτη, του πολιτικού Στάη, του καθηγητή Φωτεινού, του γιατρού Τζαμαλούκα, επιχειρηματιών, φαρμακοποιού, δικαστικού και αξιωματικού ε.α και πολλών άλλων που είχαν πάει για κυνήγι σε πλαγιά του Ολύμπου. Ο Γιαγκούλας δεν πήρε μέρος σε αυτή την ληστεία, η οποία υπήρξε η αφορμή για να πάρει σκληρά μέτρα ο υπουργός εσωτερικών Γεώργιος Κονδύλης.

                                                                        ΣΚΡΙΠ 5/3/1925

-Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η συμμορία  Γιαγκούλα - Μπαμπάνη  οργάνωσε την απαγωγή δύο  νεαρών ξαδελφών, αντρών της οικογένειας Ράπτη. Ήταν η τελευταία ενέργειά της διότι το αιματηρό τέλος της απαγωγής έφερε και το τέλος της δράσης των ληστών.

«[2]Λάρισσα 17.9.1925. Καθ’ ά αναφέρει ο επόπτης αποσπασμάτων μοίραρχος Κώτσιος, τη νύκτα 8-9 τρέχοντος μηνός, η συμμορία Γιαγκούλα-Μπαμπάνη ηχμαλώτισε εις το χωρίον Γκούτα-Μαντζέρον, τους παίδας Δημήτριον Διονυσίου Ράπτην και Νικόλαον Μιλτιάδου Ράπτην, ούς κρατεί ζητούσα λύτρα 3 εκατομμύρια δραχμάς. Αποσπάσματα διετάχθησαν να ενεργήσουν  καταλλήλως…».

Οι υποψίες της Χωροφυλακής πιθανολογούσαν πως ήταν σκηνοθετημένη[3]:

 

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 τα αποσπάσματα είδαν από μακριά τούς ληστές στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου. Πέντε καταδιωκτικά αποσπάσματα με 38 άνδρες, άρχισαν τη μάχη και σιγά-σιγά πλησίαζαν τους φυγάδες. Από τις 10 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα πολεμούσαν. Ο Τσαμήτας ήταν σε προχωρημένη θέση για να φέρει νερό και να προστατεύει την συμμορία και ο Λεωνίδας Μπαμπάνης φύλαγε τους αιχμαλώτους. Ο Τσαμήτας σκοτώθηκε πρώτος και έτσι τα αποσπάσματα πλησίασαν στα 300 μέτρα την υπόλοιπη ομάδα. Δεύτερος σκοτώθηκε ο Πάντος Μπαμπάνης.



Όταν τον είδε νεκρό ο αδελφός του Λεωνίδας επιτέθηκε στους αιχμαλώτους, σκότωσε με σφαίρα τον Δημήτριο Ράπτη και τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι το Νικόλαο στα χέρια, ο οποίος ξέφυγε και κύλησε προς μια λάκκα και παρ’ ολίγο να τον σκοτώσουν οι χωροφύλακες. Ο Γιαγκούλας σκοτώθηκε τελευταίος.

                                                              «ΣΚΡΙΠ» 25/9/1925

 Γύρω στις 5μμ αραίωσαν οι πυροβολισμοί και τα αποσπάσματα έκαναν έφοδο στο ταμπούρι των ληστών, φοβούμενοι μήπως ξεγλιστρήσουν. Εκεί βρήκαν τους νεκρούς, τον τραυματία και τον Λεωνίδα εξαφανισμένο.

Σκοτώθηκε και ο χωροφύλακας Σαλιώρας Κωνσταντινίδης και εκ των χωρικών τραυματίστηκε ο Θεόδωρος Αγριόκτιστος. Τα αποσπάσματα έκοψαν τα κεφάλια των ληστών επί τόπου και έδωσαν τα σώματα στους χωρικούς για να τα θάψουν.

Ο μόνος που επέζησε από τη μάχη ήταν ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, ο οποίος τελικά συνελήφθη στην πορεία των αποσπασμάτων για την Κατερίνη,  κατάφερε να δραπετεύσει και να ξαναβγεί στο κλαρί. Κατέφυγε κάπου στην Καστοριά. Οι τροφοδότες του εκεί ήταν κάποια οικογένεια Κορώνα και ενώ μια μέρα έστειλαν τα εφόδια  με τη μέλλουσα νύφη τους αυτός τη διακόρευσε και οι ίδιοι οι Κορωναίοι τον βρήκανε και των σκοτώσανε. 

Τα κεφάλια των ληστών Γιαγκούλα, Π. Μπαμπάνη και Τσαμήτα εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε κοντάρια,

                                                          «ΣΚΡΙΠ» φύλο της 26/9/1925

μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο. Οι ληστές ήταν επικηρυγμένοι με τα παρακάτω ποσά. Φώτης Γιαγκούλας: 600.000 Πάντος Μπαμπάνης: 400.000 Τσαμήτας: 50.000 Λεωνίδας Μπαμπάνης: 150.000 για αυτό και οι διώκτες τους ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα.

 

                                                            «ΕΜΠΡΟΣ» 23/9/1925

Ο Γιαγκούλας λέγεται ότι είχε σχεδιάσει την έξοδο στην Αυστραλία αλλά χρειαζόταν χρήματα και για αυτό οργάνωσε την απαγωγή δύο νεαρών αντρών της οικογένειας Ράπτη μιας πλούσιας οικογένειας από τον Τύρναβο. Απήγαγε τα δύο παιδιά και ζητούσε για την απελευθέρωση τους για 1.000.000 δραχμές ως λύτρα.

Η ανακάλυψη της συμμορίας έγινε, όπως σε όλες της ιστορίες ληστών, επειδή ο κομιστής της επιστολής των ληστών προς τις οικογένειες Ράπτη, Γκόρτζος επ’ ονόματι, κτηνοτρόφος της περιοχής (από άλλες πληροφορίες τον ρόλο της καταδόσεως έπαιξαν και οι κτηνοτρόφος Καλαντζής και Σταυρογιάννης) γλυκάθηκε από τα χρήματα που υποσχόταν η επικήρυξη για την συμμορία και εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο Γιαγκούλας και αντί να το γράμμα να καταλήξει στην οικογένεια Ράπτη κατέληξε στην Χωροφυλακή. Έτσι τα αποσπάσματα με επικεφαλής τον Γκόρτζο έφθασαν στα ίχνη τους.

                                                 «ΣΚΡΙΠ» φύλο της 27/9/1925.

Ο Καλαντζής δεν έχει αυτιά. Του τα είχαν κόψει ληστές όταν ήταν μικρός. («ΣΚΡΙΠ» φύλο 24/9/1925­).

Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο αρχιφύλακας Πετράκης.


Έτσι τελείωσε η δράση της συμμορίας του Γιαγκούλα ο οποίος έδρασε λίγα χρόνια και στηρίχθηκε από τους ντόπιους πληθυσμούς για πολλούς λόγους.

Οι εφημερίδες της εποχής για πολλές μέρες μετά την εξολόθρευση της συμμορίας δημοσίευαν ειδήσεις της. Ενδεικτικά :

                                                      Σκρίπ 22/9/1925

                                                                                  Σκρίπ 23/9/1925

                                                                      Εμπρός 25/9/1925

                                                                 Σκρίπ 26/9/1925

                                                                      Εμπρός 27/8/1925

-Σύμφωνα με το https://medievalswordmanship.wordpress.com/2014/09/11/%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%AC%CE%BB%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B1/

Η «Παρδάλα», το μαχαίρι του λήσταρχου Γιαγκούλα.

Το 1917 ο περιβόητος λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας (τέλη 19ου αιώνα-1925) απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί,  φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Μαχαίρι τύπου γιαταγανιού, με λεπίδα ελαφρώς καμπύλη. Τόσο η λεπίδα όσο και η λαβή διακοσμούνται περίτεχνα. Το μαχαίρι ανήκε στον διαβόητο λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα. Κράμα σιδήρου, κράμα χαλκού, ξύλο

Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε χαράξει το εξής κείμενο: 

«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917»



Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».

Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Υπάρχει ένα μουσείο στην Αθήνα που λίγοι το ξέρουν, αν και συγκεντρώνει τους πιο φρικιαστικούς θησαυρούς του ελληνικού εγκλήματος. Από κεφάλια ληστών, μέχρι έμβρυα στη φορμόλη.

Η διάσημη κεφαλή του Γιαγκούλα είναι διατηρημένη σε άριστη κατάσταση. Τα γοητευτικά χαρακτηριστικά του τρομερού και νεαρού αυτού άντρα παραμένουν αναλλοίωτα και μοιάζει σαν να κοιμάται ήρεμος – ο Γιαγκούλας πέθανε μόλις 25 ετών, προλαβαίνοντας να σκοτώσει 54 άτομα. Αναρωτιέμαι πώς τα κεφάλια έχουν καταφέρει να διατηρηθούν τόσο καλά και τόσα χρόνια. «Είχε γίνει πολύ καλή δουλειά από τον ιατροδικαστή Βασίλη Κωνσταντέλο. Τα κεφάλια ήταν από τότε που η ληστοκρατία στην Ελλάδα ήταν πολύ διαδεδομένη, τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ού. Μέχρι το 1920-1925 είχαμε πολλούς ληστές στην Ελλάδα. Ήταν επικηρυγμένοι όλοι. Τους σκότωνε η αστυνομία διά τουφεκισμού. Πολλά κρανία είναι παραμορφωμένα. Έκοβαν τα κεφάλια τους και τα έστελναν στο εργαστήριο της Ιατροδικαστικής για ταυτοποίηση, για να αποδείξουν ότι πράγματι τους σκότωσαν. Τα έβαζαν μέσα σε τενεκέδες με πετρέλαιο ή χοντρό αλάτι – έτσι λένε οι μαρτυρίες. Ο ιατροδικαστής Κωνσταντέλος τα έπαιρνε, τα καθάριζε, τα έβαζε μέσα σε φορμόλη, αφαιρούσε τον εγκέφαλο και τα γέμιζε με άχυρο. Έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, γι' αυτό και έχουν διατηρηθεί 100 χρόνια μετά.

Οι περισσότεροι «κεφαλοκυνηγοί» που κατά καιρούς συνόδευαν τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ήταν ειδικοί «αυχενοτόμοι». Έκοβαν το κεφάλι αρχίζοντας από μπροστά και λίγο πιο κάτω από τα αυτιά. Μερικές φορές όταν έφταναν στη σπονδυλική στήλη το μαχαίρι δυσκόλευε, ιδίως αν δεν ήταν φρεσκοακονισμένο. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει η ανάλογη γνώση ώστε η λεπίδα να ξεγλιστρήσει ανάμεσα στους σπονδύλους κόβοντας τους χόνδρους που έδεναν τον έναν με τον άλλον. Οι περισσότεροι από αυτούς τους «αυχετονόμους» ήταν κτηνοτρόφοι. Έσφαζαν τα ζωντανά τους και γνώριζαν άριστα την τεχνική, αλλά κάθε άλλο παρά χρησιμοποιούσαν τη δεξιοτεχνία τους στην περίπτωση των ληστών. Συνήθως ήταν άγριοι κι εκδικητικοί μαζί τους, κόβοντας άτσαλα τα κεφάλια, θρυμματίζοντας τα οστά και όχι ξεγλιστρώντας ανάμεσά τους. Το κομμένο κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα κρεμασμένο στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού της Κατερίνης. Ψηλά στον Όλυμπο ο Καλαϊτζής έπιασε το κεφάλι του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα από τα μαλλιά και το τράβηξε προς τα πίσω. Ύστερα ανασήκωσε το πάνω μέρος του σώματος, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε σιγά σιγά να το κόβει. Πρώτα έκοψε τα μαλακά σημεία – δέρμα, μυϊκές μάζες, αγγεία, νεύρα, τένοντες και ιστούς. Λιανίστηκαν οι σφαγίτιδες φλέβες, κόπηκε η καρωτίδα. Αν ο λήσταρχος ήταν ζωντανός θα είχε ξεχυθεί ένα χείμαρρος από αίμα που θα απλωνόταν σαν μια κόκκινη βεντάλια –μεγάλες χοντρές σταγόνες– σε δύο ή και τρία μέτρα απόσταση. Ύστερα τσάκισε το υοειδές κόκαλο κομματιάζοντας τον θυρεοειδή χόνδρο. Στη συνέχεια και παρά το τρόχισμά της η κάμα φάνηκε να στομώνει. Όταν τελικά έφτασε στους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς τούς ξεπέρασε δουλεύοντας το μαχαίρι ανάμεσα στα κενά, «τέχνη» που ο Καλαϊτζής την ήξερε πολύ καλά από τα σφαχτά του. Έπειτα έπιασε από τα μαλλιά το κομμένο κεφάλι και το έδειξε στον Πετράκη. Ο μοίραρχος ένιωσε το στομάχι του να ανεβαίνει και γύρισε αλλού το πρόσωπο.  

 Το απόσπασμα είναι από το τρίτο μέρος του βιβλίου («Όταν σκοτώνεται ο απέθαντος») και από το κεφάλαιο «Όπου το λόγο έχουν οι ‘’αυχενοτόμοι’’» (σελ. 402). Το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.  
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/giagkoulas/ ]

                                            Σωτήρη Χρηστίδη: λιθογραφία.

Η ΚΕΦΑΛΙ ΕΠΙ ΠΙΝΑΚΙ

Το «έθιμο» του αποκεφαλισμού ληστών και η επίδειξη της κομμένης κεφαλής άρχισε ουσιαστικά στο νεοελληνικό κράτος από το 1925. Από τότε δηλαδή που η άνθηση της ληστείας ανάγκασε την κυβέρνηση του Πάγκαλου (είχε πάρει την εξουσία με κίνημα από τον Ιούνιο 1925) να παραχωρήσει επιπλέον κίνητρα για την εξάλειψή της, εμπλουτίζοντας το Νομοθετικό Διάταγμα της 30/9/1924 και θέτοντας μια συγκεκριμένη περίοδο που ίσχυαν τα μέτρα περί αμνηστίας, με βάση το οποίο όποιος ληστής έφερνε στις Αρχές το κεφάλι ενός άλλου επικηρυγμένου ληστή ωφελείτο με αμνηστία. Κάποιοι ληστές έμαθαν περί των προϋποθέσεων της αμνηστίας αλλά δεν έμαθαν πως είχε περιορισμένη περίοδο ισχύος. Μερικοί από αυτούς που προσπάθησαν να επωφεληθούν από τις διατάξεις του, και να αμνηστευτούν σκοτώνοντας άλλους ληστές, ουσιαστικά «την πάτησαν». Σαν τον ληστή Κοτσαδάμ που σκότωσε τον φίλο του ληστή Μαύρο, φωτογραφήθηκε με το κεφάλι του, αλλά οδηγήθηκε στο Στρατοδικείο (ίσχυε στρατιωτικός νόμος) για τις πράξεις του, δικάστηκε για πολλές ληστείες και απαγωγές και καταδικάστηκε διότι είχε περάσει η περίοδος της αμνηστίας. Εκτελέστηκε στην Λιβαδειά στις 12 Οκτωβρίου 1925.

                                                   4

                                                                                      5


                                                       Ο ληστής Κοτσαδάμ με το κεφάλι του επικηρυγμένου ληστή Αγγέλου ή Μαύρου

Ουσιαστικά  «η έκθεση σε κοινή θέα  του κεφαλιού ενός επικηρυγμένου ως «ληστή», ο οποίος σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους είχε συγκροτήσει «ληστρική συμμορία», αποτελούσε ένδειξη της αποτελεσματικότητας του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού και των προσπαθειών του για ότι θεωρούσε εμπέδωση της τάξης και της ασφάλειας». Παράλληλα τρόμαζε τους υποψήφιους να παρανομήσουν «δείχνοντάς τους» πως αργά η γρήγορα θα είχαν την ίδια τύχη.

Βέβαια δεν πρέπει να εξαιρεθεί  από τα παραπάνω η περίπτωση της έκθεσης κεφαλών ληστών-απαγωγέων που συνελήφθησαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν στην λαιμητόμο. Τον ίδιο στόχο είχε και η έκθεση, στο πεδίο του Άρεως Αθηνών το 1870, των 7 κεφαλών των απαγωγέων των Άγγλων περιηγητών στο Δήλεσι που εκτελέστηκαν.

Τον ίδιο ακριβώς στόχο εξυπηρετούσαν και η έκθεση κεφαλών και νεκρών σωμάτων ανταρτών στην περίοδο 1945-1949.


Τα κεφάλια των Βελουχιώτη και Τζαβέλα κρέμονται στον φανοστάτη των Τρικάλων 18/6/1945

«Σκοπός της έκθεσης ήταν η ανύψωση του ηθικού και ο παραδειγματισμός όσων νόμισαν ότι «μπορούν να σηκώσουν την τιποτένια τους προσωπικότητα από του κράτους τη θέληση».  Όπως και οι δημόσιες εκτελέσεις, η αποκοπή και η έκθεση των κομμένων κεφαλών αποτελούσαν βάρβαρα θεάματα επίδειξης δύναμης τα οποία είναι δηλωτικά της προσβεβλημένης δύναμης της κρατικής εξουσίας και του τερατώδους χαρακτήρα του μεγαλύτερου των εγκλημάτων, της εσχάτης προδοσίας. Σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν την τάξη απέναντι σε αυτούς των οποίων η ανυπακοή προς την εξουσία έθετε σε κίνδυνο την καθεστηκυία τάξη, την ιεραρχία και την ίδια την εξουσία.  Ο συμβολισμός του αποκεφαλισμού έκανε την πράξη αυτή ένα ιδανικό αποτρεπτικό. Πολλές κοινωνίες θεωρούν το κεφάλι ως την έδρα της γνώσης και της συνείδησης και πιστεύουν ότι πρέπει να είναι συνδεδεμένο με το σώμα έτσι ώστε η ψυχή να μπορέσει να περάσει στον άλλο κόσμο. Το κεφάλι είναι επίσης το μόνο μέρος του σώματος το οποίο αν αφαιρεθεί, μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί ότι ανήκει σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι συγγενείς και οι φίλοι, όπως είναι φυσικό, αντιδρούν με φόβο και αποτροπιασμό αν κοιτάξουν το αποκομμένο κεφάλι κάποιου ατόμου που γνωρίζουν. Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει διάσημες ιστορίες όπως αυτής της Ιουδήθ που αποκεφάλισε τον Ολοφέρνη ή η διαταγή του Ηρώδη για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, οι βασιλιάδες της Δύσης και οι μουσουλμάνοι χαλίφες συνέχισαν την παράδοση με το να εκθέτουν τα αποκομμένα κεφάλια των εχθρών τους σε δημόσια θέα. Όσο αφορά τη νεοελληνική πραγματικότητα, η πρακτική της αποκοπής και δημόσιας έκθεσης κεφαλών είχε τις ρίζες της στην εποχή της Τουρκοκρατίας και συνεχίστηκε να εφαρμόζεται στο νέο ελληνικό κράτος απέναντι στους ληστές. Οι άνδρες των αποσπασμάτων Χωροφυλακής ή οι ιδιώτες οι οποίοι φόνευαν επικηρυγμένους ληστές απέκοβαν το κεφάλι τους και το παρέδιδαν στις αρχές προκειμένου να εισπράξουν την αμοιβή της επικήρυξης. Αυτό γινόταν για πρακτικούς λόγους, καθώς δεν ήταν πάντοτε δυνατή η μεταφορά ολόκληρου του πτώματος, ιδιαίτερα όταν ο φόνος είχε συντελεστεί σε ορεινές ή απομακρυσμένες περιοχές, αλλά είχε και ηθικές προεκτάσεις καθώς απαξίωνε ηθικά τον νεκρό μέσω της βεβήλωσης του σώματός του (του στερούσε την ακεραιότητά του)».




[1] Εφημερίδα Αθηνών «Έθνος». Ο λήσταρχος Γιαγκούλας. Φύλο της 12/5/1924, σελ. 1.

 [2] Εφημερίδα Αθηνών «Σκρίπ», φύλο της 22/9/1925.

[3] Ό.π.

[4] Εφημερίδα Αθηνών «Σκρίπ», φύλο της 27/9/1925.

[5] Εφημερίδα Αθηνών «Εμπρός», φύλο της 13/10/1925.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου