Η ΜΑΝΗ Η ΑΛΑΓΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΤΑΤΑ
Η γιαγιά μου Ευτυχία Κατσαρέα έφυγε από
τη ζωή σε ηλικία 93 ετών τον Απρίλιο 2001. Μέχρι και λίγες μήνες πριν
διατηρούσε σχεδόν ακμαία τη μνήμη της. Ένα παράδειγμα φέρνω στο μυαλό μου και
μου έδωσε αφορμή να επικοινωνήσω με την εφημερίδα μας.
Έφτιαξα ένα εξοχικό σπίτι στον Ταΰγετο,
στο χωριό Αλαγονία μισή ώρα δρόμο από την Καλαμάτα. Το 1999 ήταν στα τελειώματά
του και πήγα την γιαγιά μου να το δει. Όταν φτάσαμε και ανέβηκε στο σπίτι,
βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταζε γύρω της. «Σ’ αυτό το χωριό έχω έρθει» μου είπε.
Στην αρχή δεν έδωσα σημασία στη κουβέντα της γιατί η γιαγιά μου μερικές φορές
μιλούσε συμβολικά. Συνέχισε όμως λίγο μετά συμπληρώνοντας την αρχική φράση,
«εδώ ερχόμαστε και παίρναμε πατάτες, ήτανε μια πλατεία, Πλάτσα τη λέγανε, και
κει μας έδιναν πατάτες και τους δίναμε υφαντά. Ήταν κι άλλες γυναίκες από τα
χωριά μας. Κάναμε μια μέρα να φτάσουμε. Ήταν καλοί άνθρωποι και μας κοίμιζαν
στα σπίτια τους. Έπαιρνα καμιά φορά και τα κορίτσια. Ρώτα τις θείες σου τη
Γιώτα και τη Βούλα, θα το θυμούνται».
Την διήγησή της την κράτησα στο μυαλό μου
και…..με τον τοπικό Σύλλογο του χωριού αποφασίσαμε να εκδώσουμε λαογραφικά
κείμενα ενός ντόπιου λόγιου, του Γιάννη
Ροβολή που σήμερα είναι 86 ετών και είμαι γείτονάς του στο χωριό, ο οποίος
τα δημοσιεύει από το 1975 στην εφημερίδα που εκδίδουν οι έξι πολιτιστικοί
Σύλλογοι των χωριών της περιοχής Αλαγονίας τα «Παναλαγονιακά νέα». Ανέλαβα την
επιμέλεια του προς έκδοση βιβλίου και πήρα εκατοντάδες κείμενα, άλλα
χειρόγραφα, άλλα δακτυλογραφημένα και άλλα δημοσιευμένα για να τα γράψω στον
υπολογιστή μου και να κάνω την τελική επιλογή. Γράφοντάς τα τά διάβαζα και πολύ
προσεκτικά. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω που περιγράφει την καλλιέργεια
της πατάτας στην Αλαγονία και την επαφή των χωριανών του με τους Μανιάτες.
Προτού σας αφήσω να διαβάσετε το κείμενό του και τελειώνοντας την εισαγωγή μου,
θέλω να πω τι μου απάντησε ο μπάρμπα-Γιάννης όταν τον ρώτησα αν θυμάται κάτι
από αυτές τις επαφές με τους Μανιάτες. «Πως δε θυμάμαι» μου είπε. «Θυμάμαι τις
γυναίκες, γιατί στους 40 οι 30 ήταν γυναίκες τα 8 παιδιά κορίτσια και ελάχιστοι
άνδρες. Οι μεγάλες γυναίκες φορούσαν όλες σχεδόν μαύρα ρούχα (τα μικρά
κοριτσάκια φορούσαν σκούρα ρούχα και είχαν όλα μακριές κοτσίδες), είχαν την
αξιοπρέπεια, την τιμιότητα, την καλοσύνη και την ευγένεια χαρίσματα που
φαίνονταν. Η μία υποστήριζε την άλλη και στα σπίτια μας που τις παίρναμε να
κοιμηθούν δεν ήθελαν να έρθουν για να μη μας επιβαρύνουν. Εμείς όμως (δηλαδή οι
γιαγιάδες μας, οι μανάδες μας και οι αδερφές μας γιατί με τους άνδρες δεν είχαν
πάρε-δώσε), επιμέναμε. Το θεωρούσαμε ντροπή για το χωριό μας να αφήσουμε
γυναίκες ταλαιπωρημένες και εξαντλημένες από μακριά πορεία να κοιμηθούνε έξω».
Αυτά μου είπε ο μπάρμπα-Γιάννης. Στη
μνήμη της γιαγιάς μου και σε αυτή των θειάδων μου Γιώτας και Βούλας οι οποίες
έμαθα πως την είχαν συνοδέψει κάποιες φορές, όπως και σε όλες τις παλιές
γυναίκες του χωριού μας που έκαναν τα μακρινά ταξίδια προκειμένου να θρέψουν
τις οικογένειές τους, αφιερώνω το παρακάτω κείμενο που υπάρχει στο βιβλίο
«Εγράφομεν εν Αλαγονία. Θέματα του λαϊκού πολιτισμού» έκδοση 2011 από το
πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού
Αλαγονία. Καλό θα ήταν αν κάποιος άλλος θα μπορούσε από οικογενειακές προγονικές αναμνήσεις να συμπληρώσει
το κείμενο και έτσι να έχουμε περισσότερα στοιχεία για τις μετακινήσεις των
Πολιανιτών.
Χρήστος Νικ. Ζερίτης
3.5.2012
Το παραπάνω κείμενο, με αφορμή το δημοσίευμα του μπάρμπα-Γιάννη Ροβολή,
έστειλα για δημοσίευση στην εφημερίδα του χωριού μου Άγιος Νίκων Μάνης. Ήταν
αφορμή για να θυμηθούν μερικοί συγχωριανοί μου τις ταλαιπωρίες των μανάδων
τους, οι οποίες ξεκίναγαν από τα χωριά του Ζυγού (Πλάτσα, Νομιτσί, Μηλιά,
Γαρμπελιά, Κουτήφαρι, Σωματιανά, Λαγκάδα, Άγιος Νίκων) και έρχονταν στην
Αλαγονία. Ελπίζω το καλοκαίρι που θα τους συναντήσω να έχω και τις διηγήσεις
τους και αν συντρέχει κάτι διαφορετικό, από εκείνα που μου διηγήθηκε η γιαγιά
μου, θα το δώσω στα Παναλαγονιακά Νέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου