Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄-ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ-ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΥΝΑΦΗ-ΛΕΙΨΑΝΑ-ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ ΠΟΙΗΜΑ

                                    ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄                                ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ-ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΥΝΑΦΗ-ΛΕΙΨΑΝΑ-                                                                        ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ ΠΟΙΗΜΑ                                                                                                            Του Χρήστου Νικ. Ζερίτη
         «Τό φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
         Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».

Μια συγκλονιστική στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας του 1821 υπήρξε αναμφίβολα ο Απαγχονισμός του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, κατά κόσμον Γεωργίου Αγγελόπουλου με καταγωγή από την Δημητσάνα Αρκαδίας, την Κυριακή του Πάσχα στις 10 Απριλίου 1821 μπροστά στην πύλη του Πατριαρχείου. 
Η μνήμη υπήρξε ζωντανή τα 50 πρώτα χρόνια μετά την δολοφονία του και οι απόπειρες ζωγραφικής απεικόνισης των τραγικών στιγμών αρκετές. Οι πλέον γνωστές είναι αυτές από τον Νικηφόρο Λύτρα του έτους 1864 «Συρόμενος στην αγχόνη», του Πέτερ φον Ες του έτους 1835  «ο διασυρμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄» και του φιλέλληνα Ούγκ Φουρό του έτους 1826 «ο απαγχονισμός του Πατριάρχη».
Όπως επανειλημμένως έχει αναφερθεί, η διαδικτυακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων περιέχει πολλούς «θησαυρούς» και, για τον γράφοντα τούτες τις γραμμές, ο κυριότερος «θησαυρός» είναι το αρχείο εφημερίδων και περιοδικών.  Στην εφημερίδα, του δημοσιογράφου και ιστορικού της Επαναστάσεως του 1821 Ιωάννη Φιλήμονα, «ΑΙΩΝ» φύλο 1335 της 25/2/1853, εμφανίζεται καταχωρημένη η παρακάτω είδηση
«ΠΙΝΑΞ
Εμφαίνων την εν έτει 1821 απαγχόνησιν Γρηγορίου Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
υπό Ανδρέου Κριεζή.
Ο πίναξ ούτος είναι έτι αποτύπωσις του ειρημένου γεγονότος, ολίγον μετά την εκτέλεσιν.
Εις το μέσον φαίνεται ο νεκρός του αοιδίμου μεγαλομάρτυρος της Ελληνικής Επαναστάσεως απηωρημένος εις την μεγάλην πύλην του Πατριαρχείου. Παρά τους πόδας αυτού ερριμένα το εδώλιον (σκαμνί) και καλυμμαύκιον. Εκ δεξιών δε και εξ ευωνύμων αυτού οι δήμιοι.
Δεξιόθεν του πίνακος ίστανται ο Ρούμελη Βαλεσής ή Ρούμελη Καζασκέρης, ο Καπετάν Πασάς, ο Ραϊζ Εφέντης, ο Σταμπόλ Εφέντης, ο Καλέ Αγασής και ο Τοπχανά Ναζιρής. Αριστερόθεν Ουλεμάς, ο Μποσταντζή Βασής, ο Γενιτσάρ Αγάς, ο Κουμπαρατζή Βασής, ο Ανατόλ Καζεσκέρης και ο Μπαρουτχανά Ναζιρής, σχηματίζοντες δύο χορούς και συσκεπτόμενοι περί των αποτελεσμάτων της τοιαύτης κατά των Χριστιανών τρομακτικής και φρικτής αποφάσεως. Εις το αριστερόν άκρον του πίνακος θεατής χαιρεκακών, ο Χαχάμπασης. Το γεγονός είναι ιστορικώτατον, η δ’  εξεικόνησις στηρίζεται εις τα την εντύπωσιν ήν κατέλιπεν εις την μνήμην του ζωγράφου και εις αυτοψίαν του τόπου καθ’ όν συνέβη, γενομένην προς συλλογήν ακριβεστάτων πληροφοριών περί τε του τόπου, χρόνου και των προσώπων άτινα παρευρέθησαν εις την εκτέλεσιν. Το πρόσωπον του Χαχάμπαση είναι προσθήκη κατ’ επίνειαν, ίσως διότι εις τους Εβραίους παρεδόθη το σώμα του αοιδίμου και παρ’ αυτών ερρίφθη εις την θάλασσαν, όθεν θαυμασίως διεσώθη και μετεκομίσθη εις Οδησσόν επί Ελληνικού πλοίου. Ο πίναξ παριστά το γεγονός εν ημέρα και φωτίζεται εκ δυσμών. Είναι δε το μεν μήκος 1,45, το δε ύψος 1,15 του Γαλλικού μέτρου».


Αναζήτησα τον πίνακα αυτόν μέσα σε σοβαρές συλλογές αλλά δεν κατόρθωσα να τον εντοπίσω. Ιδιαίτερα ερεύνησα στην έκδοση της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος «Η Ελληνική ζωγραφική 1832-1922» Αθήνα 1993, Α΄ ανατύπωση» και στον κατάλογο των έργων του Ανδρέα Κριεζή αναφέρονται 16 γνωστοί και καταγραμμένοι πίνακές του στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται ο παραπάνω περιγραφόμενος.
Αναζητώντας κάτι σχετικό με βάση την περιγραφή βρήκα τον παραπάνω αναρτώμενο. Δεν κατόρθωσα να βρω τον καλλιτέχνη, ούτε το έτος. Είναι πολύ συνηθισμένος πίνακας και οι περισσότεροι συγγραφείς που ασχολούνται με θεματολογία τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ την χρησιμοποιούν. Βέβαια το κύριο θέμα του κειμένου δεν είναι έρευνα περί ζωγραφικής, αλλά η περιγραφή των προσώπων της συγκλονιστικής στιγμής. 
Ο δημοσιογράφος του «Αιώνος» αναφέρει πως ο ζωγράφος Ανδρέας Κριεζής επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη (πριν το 1853 βέβαια), είδε τον χώρο,  «…γενομένην προς συλλογήν ακριβεστάτων πληροφοριών περί τε του τόπου, χρόνου και των προσώπων άτινα παρευρέθησαν εις την εκτέλεσιν…». Εξ αυτών συμπεραίνεται πως ο πίνακας πιθανόν να έχει και αρκετές πληροφορίες για το πως ήταν οι περιγραφόμενοι δήμιοι και λοιποί συνεργοί της δολοφονίας. 
       Ο ζωγράφος Ανδρέας Κριεζής. Έργο του Φραντζέσκο Πίτζε 1850. Εθνική Πινακοθήκη.

Ο παρουσιαζόμενος πίνακας δεν είναι ο αυθεντικός του Ανδρέα Κριεζή. Πιστεύω όμως πως ο δημιουργός του είχε υπόψη του τον πρωτότυπο (αμέσως μετά τον απαγχονισμό) και δημιούργησε μια τροποποιημένη σύνθεση (λίγο πριν τον απαγχονισμό), έχοντας όμως πρόσωπα και στοιχεία εκ του πρωτοτύπου. Εκτίμηση με μεγάλο ρίσκο και παρακαλώ τον αναγνώστη να μην την αναπαράγει ως 100% ασφαλή.
Στο ίδιο δημοσίευμα του «Αιώνος» ο δημοσιογράφος είδε και περιγράφει ακόμη έναν πίνακα του ζωγράφου Ανδρέα Κριεζή.
{«Παναγία η Γλυκοφιλούσα», έργον του αυτού ζωγράφου Κυρίου Ανδρέα Κριεζή, είναι τετελεσμένη. Παριστά την Θεοτόκον φέρουσα τον Ιησού εις τας αγκάλας. Είναι το μεν μήκος 0,46 το δε πλάτος 0, 59 του Γαλλικού μέτρου. Τα πρόσωπα φυσικού μεγέθους. Το σύμπλεγμα είναι εντός ελλειψοειδούς σχήματος. Η Θεοτόκος εκφράζει σέβας προ τον Ιησούν, βλέποντα προς τον ουρανόν και περιπτυσσόμενον την μητέρα. Ο χρωματισμός ζωηρότατος, θερμότατος, πλούσιος. Το ύφος νεώτερον, σεμνόν παραδεδεγμένον υπό της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας}.
Ούτε αυτός συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο έργων του Ανδρέα Κριεζή. Ή οι πίνακες πουλήθηκαν εκείνη την εποχή (1853) σε φιλόπατρη μνήμονα και όχι συλλέκτη ή αγοράστηκαν από συλλέκτη και οι απόγονοί του δεν έχουν δηλώσει την κατοχή τους σε επίσημο καταγραφικό φορέα.


                                              Από έκδοση της εφημερίδος "Καθημερινή".

Θα επανέλθω όμως στην δολοφονία του Πατριάρχη και στις μετέπειτα ημέρες όπως τις κατέγραψαν πηγές του 1853. Ο «Ανώνυμος» συγγραφέας του μικρού σχήματος εντύπου εκ 134 σελίδων «Βίος και πολιτεία του ιερομάρτυρος Γρηγορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» γράφει για την περίοδο μόλις 30 χρόνια μετά τον απαγχονισμό του : 
«… «Το δε σώμα του ιερομάρτυρος Πατριάρχου έμενεν ανηρτημένον δι’ όλων τριών ημερών, τηρούμενον υπό φυλάκων. Όθεν, καίτοι σπουδάσας παντοιοτρόπως να το εξαγοράσει δια μεγάλης ποσότητος χρημάτων προς ενταφιασμόν ο της Πατριαρχείας διάδοχος μακαρίτης Ευγένιος, μάτην εκοπίασε. Καθότι είχον διατάξει οι Τούρκοι να ριφθή το σώμα εις την θάλασσαν, και να γείνη άφαντον. Ηγνόουν δε, ότι ούτως επλήρουν το νεύμα της θείας βουλής, ήτις δια της θαλάσσης έμελλε να πέμψη το ητιμωμένον εκείνο λείψανον εις άλλην χώραν ευδαίμονα και Χριστιανικήν , ίνα κηδευθή ενδόξως και οσίως και βασιλικώς. Έτι δε κρεμάμενον, συνήρχοντο καθ΄ ημέραν πλήθος Οθωμανών προς την θέαν αυτού. Ούδ’ έμεινεν ουδείς σχεδόν των εν τη Πόλει Οθωμανών, ός τις δεν υπήγε να το θεωρήση αυτοψεί….εκ δε των ερχομένων Τουρκισσών γραΐδια τινά, κρατούντα ραβδίον δια το γήρας, πλησιάζοντα εράβδιζον τον νεκρόν. Και ο Σουλτάνος αυτός (ως λέγουσι) μετημφιεσμένος παρήλθεν από μακρόθεν, ίνα τούτον ίδη εκ του διαβατικού. Ο δε τότε Μέγας Βεζύρης, Βεντερλής Αλ-Πασάς και έστη, διελθών επισήμως έφιππος, και θεωρήσας τον νεκρόν σκυθρωπός, εκίνησε την κεφαλής ειπών, «ώ της αδικίας!».
Την Τρίτη 12/4/1821, και 3η ημέρα μετά τον απαγχονισμό, επανήλθαν προ του νεκρού οι δήμιοι φέρνοντας μαζί τους και είκοσι Εβραίους, τους «μυσαρωτάτους», οι οποίοι με γυρισμένα τα μανίκια ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν ό,τι τους διέταζαν. Αυτοί έπιασαν το σκοινί που ήταν ακόμα στο λαιμό του Πατριάρχη και τον έφεραν συρόμενο μέχρι την αποβάθρα του Φαναρίου. 


                                 Πέτερ Φον Ες "Ο διασυρμός του Πατριάρχη" 1835

Του έδεσαν μια μεγάλη πέτρα αρχικώς, και πρόσθεσαν άλλες δύο αργότερα, τον ανέβασαν σε  μια βάρκα και τον πήγαν στο μέσον του Κεράτιου κόλπου και εκεί έριξαν στο νερό το «πολύαθλο σώμα». Φαίνεται πως οι πέτρες έφυγαν από το σκοινί και το ταλαίπωρο σώμα ανέβηκε στην επιφάνεια «συνεπιφέρον παρασυρόμενον το σχοινίον και φερόμενο υπό των κυμάτων τήδε και κείσαι», μέχρι το βράδυ της 16ης Απριλίου οπόταν το λείψανο εντοπίστηκε να πλέει μεταξύ δύο καραβιών στην περιοχή Καράκιοϊ. Το ένα πλοίο ήταν «Σλαβωνικό» και το άλλο Κεφαλλονίτικο υπό Ιονική σημαία. Λεγόταν «Άγιος Νικόλαος» και ο καπετάνιος του Μαρής-Γεράσιμος Σκλάβος. Ο καπετάνιος του ξένου πλοίου πρώτος είδε το λείψανο και του έριξε μια ψάθα να το κρύψει και για το πάρει το βράδυ να το θάψει, χωρίς να ξέρει ποιανού ήταν. Ο Έλληνας καπετάνιος το είδε και αυτός, διαπίστωσε δε πως ανήκε σε ιερωμένο. Κάλεσε τον Πρωτοσύγγελο του Πατριαρχείου να αναγνωρίσει ποίος ήταν ο νεκρός (ο Πρωτοσύγγελος είχε βρει καταφύγιο και προστασία στο πλοίο του) και εκείνος με λυγμούς διαπίστωσε πως ήταν ο Πατριάρχης. Τη νύχτα σήκωσαν το σκήνωμα και φιλοστόργως το τύλιξαν με σεντόνι και το κατέβασαν στο έρμα του πλοίου.
                                       Γεώργιος Ροϊλός "Το μαρτύριο του Πατριάρχη". Εθνική Πινακοθήκη

Το ίδιο βράδυ ο «Άγιος Νικόλαος» απέπλευσε για την Οδησσό. Οι άνεμοι ήταν ενάντιοι και το πλοίο έκανε είκοσι τέσσερεις ημέρες για να φθάσει. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Οδησσού στις 11 Μαΐου 1821  είχε ανυψώσει μαύρη σημαία και όλοι νόμισαν πως ήταν μολυσμένο, κάτι συνηθισμένο τότε. Βεβαιώθηκαν όμως πως δεν υπήρχε ασθένεια και σαν αστραπή διαδόθηκε πως μετέφερε την σορό του Πατριάρχη στην ομόθρησκο χώρα.
Ο Γενικός Διοικητής της Οδησσού κόμης Λανζερών, φιλέλλην και προστάτης πολλών ελληνικών οικογενειών που διωκόμενες είχαν ζητήσει άσυλο στη Ρωσία, κανόνισε να παραληφθεί η σορός. Ο Έλληνας γιατρός Εμμανουήλ Περσιάνης επιφορτίστηκε να βρει έξι Έλληνες προύχοντες διαφυγόντες από την Κωνσταντινούπολη για να γίνει άλλη μία αναγνώριση της σορού. Έτσι και έγινε. Ήρθαν ο Νικόλαος Σούτσος, ο Αλέξανδρος Χαντζερής, ο Γεώργιος Καρατζάς, ο Ιωάννης Σχινάς και δύο ακόμη οι οποίοι και αναγνώρισαν την σεπτή σορό. Ακολούθησαν οι πρέπουσες διαδικασίες και το λείψανο του Πατριάρχη Γρηγόριος Ε΄ με μεγάλες τιμές, τελετουργική ιερατική πομπή, κανονιοβολισμούς από ξηράς και θαλάσσης, ακολουθούμενος από Ρώσους επίσημους και Έλληνες πρόσφυγες κατέληξε στην Γραικορωσική εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπου και τελέστηκε θεία λειτουργία. Ακολούθως εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία και στο τέλος όλοι ιερωμένοι και λαϊκοί ασπάσθηκαν το ιερό λείψανο, το οποίο παρέμεινε στο μέσον αυτής της εκκλησίας για λαϊκό προσκύνημα και χιλιάδες άνθρωποι, όλων των δογμάτων και θρησκειών, συνέρρεαν καθημερινώς και το προσκυνούσαν με συγκίνηση και λυγμούς. Μετά από τρεις ημέρες, στις 19 Ιουνίου 1821, συνήλθαν πάλι Αρχιερείς, κλήρος, επίσημοι και λαός και τελέστηκε θεία λειτουργία και μετά το Τρισάγιο του μνημοσύνου. Ο περίφημος ρήτωρ σοφώτατος ιεροδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Στο τέλος και εν πομπή το ιερό σκήνωμα μεταφέρθηκε στην Ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδος και ετάφη στο προετοιμασμένο μνημείο απέναντι από την Ωραία Πύλη. Με το πέρασμα των χρόνων ο τάφος άλλαξε διότι η ευσέβεια των εκεί Ελλήνων του έκανε προσθετικές τιμητικές εργασίες.


Από το site: https://www.orthodoxianewsagency.gr/orthodoxes-provoles/odissos-foto-ekei-pou-protoetafi-o-patriarxis-grigorios-o-e/

Τα χρόνια περνούσαν και οι διαμάχες, οι οποίες υπήρξαν (και συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα) για την πολιτική που ακολούθησε το Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης πρίν την Επανάσταση, καταλάγιασαν. Από το 1853 άρχισε ένας αγώνας αποκατάστασης της δράσης του και επαναφοράς του στην Ελληνική γη. Πρώτος ο Γεώργιος Τερτσέτης, δικαστής και αρχειοφύλακας στην Βιβλιοθήκη της Βουλής, με εξαιρετική ομιλία του έβαλε τις βάσεις. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε «Ανωνύμως» η βιογραφία του δολοφονημένου Πατριάρχη. Σήμερα είναι γνωστό πως γράφτηκε από τον Έφορο της Εθνικής Βιβλιοθήκης Κωνσταντίνο Κροκιδά, περιέχει δε πολλές λεπτομέρειες των γεγονότων εκείνες τις σκοτεινές εποχές. Την έκδοση αυτή διαθέτει ο γράφων και βασίστηκε σε πολλά στοιχεία.
Ο ανιψιός του Πατριάρχη Γεώργιος Αγγελόπουλος, ίλαρχος, δραστηριοποιήθηκε το 1862 και δεν άργησε το θέμα να έρθει για τα καλά στην επικαιρότητα. Αποφασίστηκε να στηθεί ανδριάντας Μάρτυρος και παράλληλα άρχισε να συζητείται ευρέως το θέμα της επιστροφής του σκηνώματος. Οι σκέψεις ωρίμασαν και το 1871 ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόφιλος (κατά κόσμον Θεόδωρος Βλαχοπαπαδόπουλος εκ Πατρών) εκ παραλλήλου με τον Γεώργιο Αγγελόπουλο, ως συγγενή του Πατριάρχη, κατέθεσαν στην Βουλή το αίτημα της επιστροφής. Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου συμφώνησε, η Βουλή ψήφισε και αποφασίστηκε η αποστολή.
Μέσα από το ημερολόγιο της Επιτροπής που ταξίδευσε στην Οδησσό και μετακόμισε στην Ελλάδα το λείψανο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, διαπιστώνει ο καθένας τα εμπόδια, τις δυσκολίες και την σοβαρότητα της αποστολής η οποία είχε αίσιο τέλος. Η εφημερίδα «ΑΙΩΝ» στο φύλλο της Πέμπτης 22 Απριλίου 1871 το δημοσίευσε :


 
Την Ελληνική αποστολή αποτέλεσαν οι : Αρχιεπίσκοπος (Μητροπολίτης) Φθιώτιδος Καλλίνικος, Αρχιεπίσκοπος (Μητροπολίτης) Ζακύνθου Νικόλοας, Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λαμπίρης, Αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Λεκόπουλος, ο ανιψιός του Πατριάρχου Γεώργιος Κ. Αγγελόπουλος και ο Γραμματέας Κωνσταντίνος Καλόθης. Αναχώρησαν από τον Πειραιά στις 26 Μαρτίου 1871 και επέστρεψαν στις 25 Απριλίου 1871. Στο ημερολόγιο αναφέρονται και οι ευχαριστίες σε όσους εξ Οδησσού διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής στον ιερό σκοπό του : 
 «…Ιδία δε νομίζομεν άξιον να μνημονεύσωμεν ενταύθα τους φιλοξενήσαντας ημάς ομογενείς, και εκ των εγχωρίων εκκλησιαστικών και πολιτικών Αρχών, τον Πανεριώτατον Αρχιεπίσκοπον Χερσώνος και Οδησσού, τον Γενικόν Διοικητήν της Νέας Ρωσσίας και Βεσσαραβίας Κ.Κ. Κοτσιμπού, τον Νομάρχην Οδησσού Κ. Βουχάρην, τον Δήμαρχον Οδησσσού Κ.Κ. Νοβοσέλσκην, και τον αναπληρώσαντα αυτόν Κ. Κωνσταντίνον Ν. Παλαούζωφ. Βαθ’εως συγκίνησε δ’ ημάς η εξής χριστιανική πράξις της εν Οδησσώ Κοινότητος των Διμαρτυρομένων. Ούτοι, συνελθόντες εις την ιδίαν αυτών Λέσχην, εξελέξαντο τετραμελή επιτροπήν, όπως μεταβή εις τον Καθεδρικόν της Οδησσού Ναόν, όπου ήν, ως είρηται, εκτεθειμένη ή τα ιερά λείψανα τουΠατριάρχου περιέχουσα λάρναξ, κα ιπροσφέρη προς το ένδοξον της καλής ομολογίας θύμα, τον φόρον του βαθέως σεβασμού των. Η εντολή δε αύτη, προσελθούσης της επιτροπής και ασπασαμένης μετά πολλής ευλαβείας την λάρνακα, εξετελέσθη ευσεβάστως, αφού τέθηκε και ωραίον σταυρόν, εκ λευκών κα ιιομόρφων τεχνικών ανθέων...»

Το λείψανο έφθασε στον Πειραιά και σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Μεταφέρθηκε με άμαξα στην Μητρόπολη Αθηνών συνοδευόμενο από χιλιάδες λαού, την Ιεραρχία, σύσσωμη την Βουλή και τους Βασιλείς Γεώργιο και Όλγα. 

Η άφιξη των λειψάνων του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Αθήνα 25 Απριλίου 1871.
Φωτογραφία του Πέτρου Μωραΐτη. Από την έκδοση "Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραΐτη". Εκδόσεις "Ποταμός" 2001. Του  Άλκη Ξ. Ξανθάκη.

Στις 29 Απριλίου ανοίχθηκε το φέρετρο, παρουσία του βασιλικού ζεύγους, και καταγράφηκε η κατάσταση της σορού: «…Και πρώτον αφαιρεθέντος του επικαλύμματος της πρώτης ή εξωτέρας σορού και των σφραγίδων τοις εν αυτή δευτέρας ή παλαιοτέρας δρυίνης σορού ευρεθεισών σώων, του Σ. Μητροπολίτου Αθηνών αφαιρέσαντος αυτάς και των καλυπτόντων την σορόν ταύτην δύο σανίδων, μόλις κρατουμένων, αφαιρεθεισών επίσης, ευρέθη το ιερόν λείψανον, ως αντελήφθησαν οι ψηλαφίσαντες αυτό ΣΣ Αρχιερείς, έχον ως έπεται: «Τα μεν άνωθεν ιερά άμφια εν υγρά καταστάσει και το πλείστον εφθαρμένα, ο Αήρ, ο καλύπτων το πρόσωπον, και η επ’ αυτού ιερά εικών του Σωτήρος, ημίφθαρτα. Επί του στήθους, μεταξύ των ιερών αμφίων, ο Τίμιος Σταυρός μετά γραφών εκ σμάλτου. Το επιγονάτιον εφθαρμένον. Η κεφαλή, συγκρατουμένη μεν, αλλ’ εις διάλυσιν, σωζομένων των τριχών αυτής τε και του πώγωνος. Αι χείρες συγκρατούμεναι ωσαύτως και το πλείστον αδιάλυτοι, διακρινομένων και των δακτύλων. Τα οστά του στέρνου συγκρατούμενα, της δε κοιλίας το μέρος διαλελυμένον. Οι μηροί συγκρατούμενοι, αλλ’ αι κνήμαι και οι ταρσοί εις διάλυσιν. Καθόλου δε ειπείν, το ιερόν λείψανον φαίνεται κατά μέγα μέρος συγκρατούμενον». Μετά ταύτα, επιτεθέντος επί της σορού τού επικαλύμματος, ως είχεν απ’ αρχής, και περιδεθείσης και σφραγισθείσης αύθις αυτής τη σφραγίδι τού επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως υπουργείου, υπεγράφη η παρούσα πράξις υπό των παρόντων, προς βεβαίωσιν. Το υπουργικόν Συμβούλιον, Α. Κουμουνδούρος. Ο Πρόεδρος της Βουλής Κ. Λομβάρδος.
 
                         
                              Το ταφικό μνημείο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Μητρόπολη Αθηνών.

Στις 25 Μαρτίου 1872 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην θέση που βρίσκεται και σήμερα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Η κατασκευή του έγινε από τον γλύπτη Γεώργιο Φυτάλη και τον αδελφό του και τα έξοδα υπήρξαν δωρεά του Ευεργέτου Γεωργίου Αβέρωφ. Μετά από δοξολογία στο ναό της Μητροπόλεως κατευθύνθηκαν όλοι οι επίσημοι στα Προπύλαια όπου χιλιάδες λαού ανέμεναν την τελετή των αποκαλυπτηρίων. Ο Πρύτανης Ευθύμιος Καστόρχης έκανε την αποκάλυψη του ανδριάντος και αμέσως «…ο Πρύτανης ανέγνω λόγον, οτέ μεν στρεφόμενος προ το άγαλμα, οτέ δε προς τον Βασιλέα, όν περατωθέντα διεδέχθησαν επευφημίαι υπέρ του οσιομάρτυρος. Άμα καταβάντος του Πρυτάνεως, ανέβη το αυτό βήμα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, όστις έμελλεν, ως είχε προαναγγελθή, ν’ απαγγείλη ποίημα εις τον αποκαλυφθέντα ανδριάντα. Των πάντων τα βλέμματα εστράφησαν προς τον προσφιλή ποιητήν, από των χειλέων του οποίου ο παριστάμενος Λαός ήν πεπεισμένος ότι έμελλε ν’ ακούση αντάξιον της ημέρας και της υποθέσεως έργον. Αι προσδοκίαι αύται δεν εψεύσθησαν. Καθ’ όλον το διάστημα καθ΄ ό απήγγειλεν ο Βαλαωρίτης το ποίημα αυτού, εκ στήθους και μεθ΄ όλου του ενθουσιασμού, όστις τον ενέπνευσεν ότε το συνέταξεν, αιχμάλωτοι ήσαν αι διάνοιαι και αι καρδίαι των μυρίων ακροατών αυτού. Αι ωραίαι εικόνες του ποιήματος του Βαλαωρίτου, αποκαλυπτόμεναι εκ διαδοχής, ενώπιον τών προς αυτόν ατενιζόντων, δια της ηχηράς δε και εκφραστικής φωνής του, και του ανδρικού παραστήματός του, ωραιότεραι καθιστάμεναι, απέσπων δάκρυα ενθουσιασμού. Εις πάσαν στροφήν δε, μόλις περατουμένην, χειροκροτήσεις και ανευφημίαι διαδέχοντο τας τελευταίας του ποιητού λέξεις. Βροντώδεις αι ανευφημίαι και τα χειροκροτήματα ηκούσθησαν, ότε ο Βαλαωρίτης, περάνας την απαγγελίαν του ποιήματός του, κατέβη του βήματος και διευθύνθη προς τον Βασιλέα, καταβάντα από της σκηνής και εις συνάντησίν του χωρήσαντα. Περιπαθώς σφίξας την χείρα του ποιητού ο Βασιλεύς, εδέχθη παρ΄ αυτού το χειρόγραφον του απαγγελθέντος ποιήματος…».

          Ο Ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879). Μία ανέκδοτη φωτογραφία του ποιητή σε νεαρή ηλικία περιέχεται στην προαναφερθείσα εξαίρετη μελέτη του Άλκη Ξ. Ξανθάκη, "
Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραΐτη", σελ.72.  

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;... Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;...
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;...

Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν... Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα
φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα,
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του... Θυμᾶται τὴν ἡμέρα,
πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε... Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου
τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,... τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα,
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή.... Θυμᾶται τὴν ἀντάρα,
τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου...

Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,
Οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ᾿ ὁλόχρυση χλαμύδα
Τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη
Ὅταν, Πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν᾿ οἱ ξένοι
Τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ ῾ς τὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου...
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου...
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
Τ᾿ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ᾿ ἐδῶ μαρμαρωμένο
Θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο, κ᾿ αἰώνια θὰ νὰ ζήσῃ,
Νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη ῾ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση...

Πενήντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!...
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκαῖς, Πατέρα
Πετοῦν οἱ ὧραις ἄμετραις῾ς τοῦ τάφου τὸ λιμάνι...
Γιὰ μᾶς... καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ...
Πενήντα χρόνοι ἐπέρασαν κι᾿ ἀκόμ᾿ ἡ ἀνατριχίλα
βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά... Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι᾿ ὁ τάφος σου καὶ᾿ ς τὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται῾ς τὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθὼν τὴν μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου, ποὺ ἐζωντάνεψες... Γέροντα, τί σοῦ λείπει;...
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;...
Ποιὸς εἲν᾿ ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιὸ τὸ μυστικό σου;...

Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι...
Κι᾿ ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὡς τ᾿ ἄγριο Κακοσούλι
Ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθὶ καὶ ξεθεμέλιωμα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα...
Ἐβρόντουν κι᾿ ἄστραφταν παντοῦ τα κλέφτικα λημέρια
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ᾿ ἀχόρταγα τὰ χέρια
Κ᾿ ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιχνίδια...
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
Καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται ῾ς τοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη.
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ᾿ οἱ βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἆχε διαπεράσει
Κρυφὸ μαχαίρι αὐτὴ τὴ γῆ κ᾿ ἐσκότωσε τὴν πλάση...

Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
Σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βοριᾶ καὶ μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἐξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ἐρέκαξε κ᾿ ἐμούγκρισε... «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχην!»...

Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει ῾ς τὴ γῆ ῾ς τὸ κῦμα
Τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι᾿ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
Ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
Ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ᾿ ἄτιμο τὸ σχοινί σου
Κ᾿ ἔγεινε φίδι φτερωτὸ ῾ς τὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου...
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;...

Ἀναστηλώνεται ὁ Μοριᾶς... ἡ Ρούμελη μουγκρίζει...
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντοῦ παράπονο βαθύ, κι᾿ ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι...
Διαβαίνει ἡ μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη... τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκασμένα
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε ῾ς τὰ ξένα...

Σ᾿ τοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
Τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα... Πᾶσα ματιά του σφάζει...
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα καὶ ὁ Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει...

Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερον... δὲν θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα...
῾ς τὴν Κιάφα νεκρανάσταση...῾Σ τοῦ Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη... κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα...
Ἐρημιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα ῾ς τὴν Τρίπολη,῾ς τοῦ Λάλα...
Κι᾿ ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε καὶ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο,
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».

Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα... Καπνίζει τὸ Ζητούνι...
κ᾿ ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόμονη τεντώνει τὸ ρουθοῦνι
Σὰν τὸ καθάριο τ᾿ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ᾿ ἀγέρι
Ποῦ, ταχυδρόμος τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ τὰ φτερά του φέρει
Τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του...
Ὁ γυιὸς τ᾿ Ἀνδρούτζου ῾ς τὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
Κ᾿ ἐπάνω του, σὰν νἄτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται ἡ Ἀρβανητιὰ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη...
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα ῾ς τὴν Τένεδο,῾ς τὴν Σάμο
Καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ ῾ς τὸν ἄμμο
Ξερνώντας αἷμα καὶ φωτιά, φωνάζει... «Πολεμάρχοι!...
Ἐκδίκηση... ἄσπλαχνη... παντοῦ... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».

Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ ῾ς τὸ Καρπενήσι
Τοῦ Βότζαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
Σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη… ῾Σ τὸν τάφο του κλεισμένο
Τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲν γέρνει τὸ κεφάλι...
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
Τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
Καὶ φλογερὸ μετέωρο πετᾷ ῾ς τὸν οὐρανό του
Καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο… ῾Σ τὸ διάβα του τρομάζουν
Τ᾿ ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν...
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι
Πὤμεν᾿ ἀκόμα πράσινο, τ᾿ ἀράπικο ποδάρι
Τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε... Χορτάσαν οἱ κοράκοι…
῾Σ τὴ Ράχοβα, ῾ς τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι...
Θερίζει τ᾿ ἄσπλαχνο σπαθὶ κι᾿ ὁ πάγος σαβανώνει...

Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
Τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ᾿ ἀχόρταγο λαρύγκι...
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται... Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
Ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυασήματά του
῾Σ τοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά... καὶ φεύγει... Ἀνάθεμά τον!...
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ᾿ ἀστραπόβροντά των
Καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη...
Μ᾿ αὐτά... μ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ πτωχικὴ φωλιά μας.
Κ᾿ ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας,
Π᾿ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου. Γιατί τὰ δάχτυλά σου
Ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...

Σ᾿ τ᾿ ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
Ἐρρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου ἡ φαρμακάδα,
Π᾿ οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δὲ φθάνει
Τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ γλυκάνῃ...
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ ῾ς τὸ πλευρό σου χύνει
Αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι;...
Οὔτε, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια...
Οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ θρόνου μας βλαστάρια,
Ποὺ θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητοῦ τὴ λύρα,
Καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγεινε τὸ ράσο σου πορφύρα;...
Τί θέλεις, γέροντ᾿, ἀπὸ μᾶς;... Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
Πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαὶς κι᾿ ἀπὸ τὰ σωθηκά σου
Πόση θὰ ἐβλάσταινε ζωή;... Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;...
Δὲ φέγγει μεσ᾿ ῾ς τὸ μνῆμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;...
Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
Ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα...
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
Ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ
Τὸ φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!». 


 


1 σχόλιο:

  1. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες των δύσκολων εκείνων χρόνων. Αλκης Ξ. Ξανθάκης Ιστορικός φωτογραφίας

    ΑπάντησηΔιαγραφή