Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΜΑΡΜΑΡΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ. Δημοσίευμα Αγγλικής εφημερίδας το 1880.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΜΑΡΜΑΡΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ. Συμβολή.
Του Χρήστου Νικ. Ζερίτη

Με αφορμή τις δηλώσεις του διευθυντή του Βρεττανικού Μουσείου την 26/1/2019 https://www.newsbeast.gr/greece/arthro/4465417/ta-glypta-toy-parthenona-den-anikoyn-stin-ellada σχετικώς με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα (και κατ' επέκταση για τα Μάρμαρα του Επικούριου Απόλλωνα Βασσών), ο οποίος δήλωσε πως «Η μετατόπιση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι  "δημιουργική πράξη", καταθέτω σήμερα ένα κείμενο που έχω "ανακαλύψει" προ ετών, στην αθηναϊκή εφημερίδα ΑΙΩΝ της 2/7/1880.
 

Ένα κείμενο που για να γραφτεί πήρε ως αφορμή το δημοσίευμα της 14/6/1880 από την Λονδρέζικη εφημερίδα "Illustrated London News".
Το παραθέτω:






Τα ελγίνεια μάρμαρα
Elgin marbles: Ούτω καλούνται τα εν έτει 1801 παρά του εις Κωνσταντινούπολιν τότε πρέσβεως της Αγγλίας λόρδου Έλγιν, από του Παρθενώνος και των Αθηνών, αφαιρεθέντα ανάγλυφα και γλυπτικά έργα. Τα μάρμαρα ταύτα, μετ’ άλλων αρχαιοτήτων, ηγόρασεν η αγγλική Κυβέρνησις τω 1816, αντί 35.000 λιρών και κατέθηκεν εν των Βρεττανικώ Μουσείω, εν ιδία αιθούση, επικληθείση «ελγινείω αιθούση».

Εν ταις Εικονογραφικαίς Ειδήσεις του Λονδίνου (Illustrated London News) της  14 (26) Ιουνίου, αναγιγνώσκομεν τα επόμενα:

«Ενθυμούνται οι πάντες οπόσον πικρώς ο Βάϋρον κατήγγειλε την παρά του λόρδου Έλγιν αφαίρεσιν της ζωφόρου του Παρθενώνος. Εχαρακτήρισεν αυτήν, ως σύλησιν. Ενθυμούνται επίσης οι πάντες, οπόσον υπερηφάνως ο υψηλόγος Ρικάρδος Pyne Knight
Payne Knight (1751-1824)

 αντέστη εις την απόκτησιν των ελγινείων μαρμάρων, και ότι η αγορά αντί 34.000 λιρών και η κατάθεσις εν τω Βρεττανικώ Μουσείω των πολυτίμων μνημείων της μεγαλοφυΐας του Φειδίου, οφείλεται κυρίως εις τας  παρορμήσεις του πατρός της κλασσικής γραφής εν τη Αγγλία, του ατυχούς Βενιαμίν Baydop. Τα ελγίνεια μάρμαρα αναμφισβήτως, επί εξηκονταετίαν όλην, υπήρξαν ανεκτιμήτου αξίας τοις περί την τέχνην Άγγλοις σπουδασταίς. Άλλ’ όμως υποχρεούμαι να ομολογήσω, ότι εν τινι περιστάσει, τον Έλγιν έτεινα να κρίνω, ως άσπλαχνον καταστροφέα, και να επαναλάβω μετ’ ανίας τους αιχμηρούς στίχους τούτους της «Κατάρας της Αθηνάς». (The curse of Minerva: Ποίημα του Βάϋρον, γραφέν εν Αθήναις, εν τω μοναστηρίω των Καπουκίνων, εν έτει 1811).

Σημείωση γράφοντος: παρατίθεται το ποίημα και συνεχίζεται το κείμενο της εφημερίδος.
(Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑ -The Curse of Minerva-

Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι σαν εκεί στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ’ το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ’ απ’ των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τ’ απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τί θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν, πού ’παιρνε και την πνοή του.
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
είν’ απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Μα θλιμμένο είν’ το φως του στα αγωνιώδη μάτια
και ο λόφος είναι μαύρος που χαρά ήταν γεμάτος,
στην αγαπημένη χώρα σαν να έχυνε σκοτάδι
’κει όπου ποτέ ο Φοίβος δεν φανέρωσε μαυράδι.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γύρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα ’χε όλα περιφρονημένα,
που ’χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά νά, στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ’ του Υμηττού το ύψος, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα,
παίζουνε με την κορνίζα οι ολόλαμπρες αχτίδες·
στην ολόλευκη κολόνα τα φιλιά της στέλνει τώρα
η σελήνη, με το φως της π’ ολοένα τρεμοπαίζει
στου τζαμιού τον πύργο όλο μα τον κάνει και να λάμπει
το σημάδι του και γύρω να αστράφτουνε οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί εκεί τριγύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μεσ’ στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Όπως έτσι στης Παλλάδας το ναό βρισκόμουν μόνος,
και τις ομορφιές κοιτούσα, στο μαγευτικό ακρογιάλι
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία,
κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τ’ αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να ’μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.
Αλλά πιο πολύ σ’ εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, ’κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.
Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μεσ’ στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ’ ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που ’χε πλάσει του Φειδία τ’ άξιο χέρι.
Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π’ ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό, καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ευγενές ακόμα,
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; – ιδέ τριγύρω σου και ’μπρος.
Νά, εγώ είδα πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Τούρκου και Γότθων αντάμα γλίτωσα ’γω το κακό,
μα η χώρα σου μου στέλνει έναν κλέφτη πιο τρανό.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει,
ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει, –
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
τ’ όνομα το μισητό του πάει και στον ναό μου γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του!
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
είν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Ο Αλάριχος τα πάντα είχε άγρια καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο Έλγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος ;
Το ’κανε, όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ’ του λέοντα ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει!
Τ’ όνομά του μ’ ένα άλλο τον ναό μου τον λερώνει,
κάποια αμοιβή η Παλλάδα ν’ απαιτήσει αξιώνει
και το φως της να το ρίξει η Αφροδίτη πια θυμώνει!»
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν’ απαλύνω της οργής της το μεθύσι:
«Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιόνος,
και σαν Βρετανός που είμαι, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία, Αθηνά! Απ’ τη Σκωτία
ήτανε ο συλητής σου. – Κοίταξε τη Βοιωτία
από της Φυλής τους λόφους τους ωραίους κοίτα γύρω,
του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
Και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα
της Σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
που τα σπέρματά της είναι όλα περιορισμένα
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
χώρα τσιγκουνιάς κι ομίχλης αλλά και της σοφιστείας,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σαν ρημάδια.
Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα ’ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.
Για τον πλούτο χίλιους τρόπους εφευρίσκουν τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο στον βορρά δεν πάνε,
κέρδη να ’βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.
Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει εδώ πέρα!
Κι όμως, άξια βλαστάρια γέννησε και η Σκωτία,
σαν τον Πίνδαρο που έχει η νωθρή η Βοιωτία,
και μακάρι οι σοφοί τους να νικήσουνε το κλίμα
κι οι γενναίοι ν’ αψηφίσουν και του θάνατου το μνήμα,
και τη σκόνη αυτής της χώρας ξετινάζοντας και πάλι,
σαν παιδάκια να αστράψουν σε χαρούμενο ακρογιάλι,
γιατί, όπως σ’ άλλα χρόνια, όταν σε μια ψεύτρα χώρα
δέκα ανδρείοι αν υπήρχαν, αποφεύγονταν η μπόρα».
«Ω θνητέ, μου είπε τότε η κόρη η γαλανομάτα,
στις ακτές της χώρας σου φέρε τούτα τα μαντάτα:
Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει
και ν’ αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη.
Άκουσε, λοιπόν, τα λόγια της θεάς Παλλάδας μόνο:
άκουσε και σώπα: τ’ άλλα θα λεχθούν από τον χρόνο.
Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ’κανε αυτή την πράξη
η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του
και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του.
Κι αν βρεθεί απόγονός του με λίγο πνεύμα ή φάτσα,
τότε σίγουρα θα είναι νόθος κι από άλλη ράτσα.
Να γυρίζει μ’ απογόνους διανοητικά βλαμμένους
και αντί για της σοφίας, της βλακείας να ’χει επαίνους.
Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία
που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία,
να πουλά κι έτσι να κάνει – τί ντροπή και τί απάτη! –
της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη.
Κι ο Ουέστ, που της Ευρώπης είναι ο ρυπαρογράφος,
μα της δύστυχης Αγγλίας κόλαξ και τρανός ζωγράφος,
με τα χέρια σαν αγγίξει έργα τέχνης των αιώνων,
μπρος τους θα βρεθεί πως είναι μαθητής ογδόντα χρόνων.
Και τριγύρω οι αγροίκοι παλαιστές θα μαζευτούνε
με της τέχνης τα μνημεία και αυτοί να συγκριθούνε
και το «μαρμαράδικό» του βλέποντας, θα το θαυμάσουν
κοκορόμυαλοι στην πύλη βιαστικοί σαν καταφθάσουν
πλήθη γύρω απ’ την πύλη, τόσα που δεν είδαν άλλοι,
θα γουρλώνουνε τα μάτια με κατάπληξη μεγάλη
και, τεμπέλικα, τ’ αρχαία σαν χαζοί θα σχολιάζουν,
ενώ οι γεροντοκόρες από πόθο θα στενάζουν
και θα κατατρώγουν όλες ψηλαφώντας με τα μάτια
των υπέροχων γιγάντων τα μαρμάρινα κομμάτια,
και θλιμμένες θα φωνάζουν, όταν δουν τους ανδριάντες:
‘Ω, οι Έλληνες οι αρχαίοι ήτανε τέλειοι άντρες!’
Και συγκρίνοντάς τους τώρα με εκείνους τους γενναίους,
θα ζηλέψουν τη Λαΐδα για τους φίλους Αθηναίους.
Πότε σύγχρονη γυναίκα θα ’χει τέτοιον εραστή;
Άχ, αλίμονο, ο σερ Χάρρυ δεν μοιάζει του Ηρακλή!
Και στο τέλος, μεσ’ στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος,
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κείνου θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε·
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυό καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει…»

© 2018 Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος)



«Θνητέ», μοι είπεν (η Αθηνά), «το ερυθρόχρουν του προσώπου σου μοι εξαγγέλλει ότι είσαι Άγγλος. Φέρεις όνομα άλλοτε ένδοξον λαού, του πρώτου εν δυνάμει και εν ελευθερία, αλλά σήμερον καταπεσόντος εν τη υπολήψει του κόσμου, προ πάντων δε εν τη υπολήψει εμού. Εφεξής η Παλλάς θα ηγήται των εχθρών αυτού. Θέλεις δε να μάθης τους λόγουςβτης περιφρονήσεώς μου; Στρέψον τους οφθαλμούς πέριξ σου. Εδώ, επιζώσα τω πολέμω και τη πυρκαϊά, είδον εκ διαδοχής εκπνευσάσας πολλάς τυραννίας. Εσώθην από των δηώσεων των Τούρκων και των Γότθων. Επέπρωτο δε η πατρίς σου ν’ αποστείλη ληστήν, μέλλοντα να υπερακοντίση πάντας. Ιδέ τον κενόν και βεβηλωθέντα ναόν τούτον, μετρησον τα απομένοντα αυτώ λείψανα. Τα μεν κατετέθησαν παρά του Κέκροπος, τα δ’ εκοσμήθησαν παρα του Περικλέους. Το μνημείον τούτο ανηγέρθη παρά του Αδριανού, εν ταις ημέραις της παρακμής της τέχνης. Έχω δε και άλλας υποχρεώσεις μαρτυρουμένας υπό της ευγνωμοσύνης  μου. Μάθε, ότι ο Αλάριχος και ο Έλγιν συνεπλήρωσαν το έργον».
«Η περίστασις, περί ης γράφω, αναφέρεται εις το έαρ του 1877, ότε, εν Αθήναις ευρισκόμενος, είδον εν τω πολυτεχνικώ Σχολείω της πόλεως ταύτης, εβδομήκοντα μέχρι εκατόν  ανθηρούς νεανίας Έλληνας σπουδαστάς, επιμελώς εργαζομένους εις αντιτύπωσιν ουχί τεμαχίων εκ της του Παρθενώνος ζωφόρου, αλλά της Αφροδίτης των Μεδίκων, της Αφροδίτης της Κω, του Απόλλωνος του Βαλβεδέρε, της Αρτέμιδος, των αριστουργημάτων της αρχαίας γλυπτικής, εκ προπλασμάτων εκ γύψου. Οι βάρβαροι της Δύσεως κατακρατούσιν ασφαλώς τα πολύτιμα μάρμαρα, η δε πτωχή της σήμερον Ελλάς υποχρεούται ν’ αποδέχηται εκμαγεία εκ Παρισίων. Οι καιροί των ιπποτών προ μακρού χρόνου εξέπνευσαν και αντιπαρήλθον. Οποίας όμως γενναιοφροσύνης μεγαλοπρεπούς πράξις θα ετελείτο, εάν τα ελγίνεια μάρμαρα απεδίδοντο τω βασιλεί των Ελλήνων Γεωργίω!. Ανόητος πρότασις θα είπωσιν αλλ’ όμως το ηθικόν δικαίωμα ημών επί των μαρμάρων τούτων δεν είναι μείζον του δικαιώματος, όπερ ηθέλομεν προβάλει επί των ίππων του Αγίου Μάρκου της Βενετίας ή επί του  πύργου της Πίζης. Ο Δούξ του Ουέστμινστερ, οι λόρδοι Γραϊμβιλ, Σπένσερ, Ουαρνκλάϊφ, Μόρλεϋ, οι κράτιστοι των της Αγγλίας τεχνητών και οι πρωτεύοντες διδάσκαλοι του Έτον, του Αράου και του Ουέστμισντερ, μετά πολλών άλλων , πάντες υπόσχονται να υποστηρίξωσι την ίδρυσιν μουσείου εκμαγείων (museum of Gasts). Ο μέγας ελληνιστής, ο προϊστάμενος σήμερον της Κυβερνήσεως (ο Γλάδστων), δύναται ν’ αρνηθή τούτο τοις καλλιτέχναις και τοις λογίοις; Μήτε η μάθησις μήτε η καλλιτεχνία ας μην το επιτρέψωσι!»
Ο τους ωραίους χαράξας στίχους τούτους χαρακτηρίζει την πρότασιν αυτού ως προωρισμένην  να προκαλέση τα μειδιάματα και ως ανόητον υποδειχθησομένην. Δεν αμφισβητούμεν το ακριβές του τοιούτου φόβου του γράψαντος. Τοιαύτη υπήρξεν ανέκαθεν η τύχη των ευγενών ιδεών και των προτάσεων της πρακτικής και ευρείας πολιτικής, της επί το μέλλον ορώσης. Τα μειδιάματα και οι εμπαιγμοί των πολλών υπεδέξαντο  ταύτας. Διότι και  επί της προτάσεως ταύτης περί των ελγινείων Μαρμάρων γελώσιν ίσως οι αναγιγνώσκοντες, ουδόλως όμως παραδεχόμεθα ότι δεν δύναται να λάβη σάρκα και οστά ημέραν  τινά. Αλλά και εις έτερος λόγος έτι μάλλον κρατύνει την ελπίδα ημών. Εάν περί χώρας άλλης πρόκειται, ηθέλομεν ίσως δυσπιστήσει και πράγματι ηθέλομεν κατατάξει εν τοις απιθάνοις, εάν μη εν τοις όλως αδυνάτοις, την εκπλήρωσιν της ευχής του εικονογραφικού φύλλου του Λονδίνου. Προκειμένου όμως περί της Αγγλίας, η απελπισία δεν είναι αποδεκτή, επί της εν τέλει επιτυχίας της ευγενούς προτάσεως περί των ελγινείων μαρμάρων. Η ιστορία των μεγάλων νομοθετικών κατορθωμάτων και της κατισχήσεως των φιλανθρώπων και ευγενών ιδεών εν τη Αγγλία, είναι τόσω γνωστή, και η προς επίτευξιν του κρείττονος μέθοδος των Άγγλων τόσω αναγνωρισμένη, ώστε και η περί αποδόσεως τη Ελλάδι των προ ογδοήκοντα ετών αφαιρεθέντων από της Ακροπόλεως αριστουργημάτων, δεν δύναται να ταχθή εν τοις αδυνάτοις. Αρκεί η πρότασις προς απόδοσιν των έργων του Φειδίου τη πόλει, εν η παρήχθησαν, και αφ΄ης αφηρέθησαν, να τύχη συνηγόρου αληθούς Άγγλου, ήτοι ανδρός επιμένοντος εις τας ιδέας του και εγκαρτερούντος εις την υποστήριξιν αυτών, όπως χαιρετίσωμεν και ταύτην, μετά βραχύν χρόνον ως γεγονός τετελεσμένον. Ουδόλως δε παράδοξον να ίδωμεν αυτούς, τους υποδεχομένους σήμερον την πρότασιν, μετά μειδιαμάτων, αναδεικνυομένους, μετ’ ολίγον, συνηγόρους, προμάχους και εκτελεστάς αυτής.
Πλείστα ηδυνάμεθα να φέρωμεν εκ του παρελθόντος παραδείγματα, όπως αποδείξωμεν ότι εν τη Αγγλία επικρατεί η ειλικρίνεια εν τω πολιτεύεσθαι και ο προς το αληθές σεβασμός, ώστε πλέον η άπαξ προήχθησαν υπέρμαχοι και τελικοί εκτελεσταί της καλης ιδέας αυτοί οι αρχήθεν πολεμήσαντες αυτήν. Περιοριζόμεθα, εκ μυρίων άλλων, ν’  αναγράψωμεν το επόμενον επιφανές προηγούμενον και ως μάλλον προς ημάς σχετιζόμενον. Εν έτει 1856, κατά Δεκέμβριον, ο λόρδον Πάλμερστον, 
Henry Temple,3rd-Palmerston-



υπουργός ων τότε των Εξωτερικών, έγραφε προς τον Αρμοστήν της Επτανήσου Ουάρδον, τα επόμενα:
«Έλαβον, μετά της υμετέρας επιστολής της 13, το αντίγραφον του ψηφίσματος της Ιονίου Βουλής, υπέρ μετά της Ελλάδος ενώσεως. Εάν επιθυμούμεν πράγματι να τιμωρήσωμεν τους Ιονίους, ηθέλομεν αποδεχθή το αίτημά των και παραδόσει αυτούς εις την συνταγματικήν Κυβέρνησιν του βασιλέως Όθωνος. Αλλά τούτο θα ήτο αυστηρά τιμωρία κατ’  έθνους ένεκα των αμαρτημάτων ευαρίθμων τινών. Ως πιθανόν γινώσκεις, τινές των εν τω υπουργείω των Αποικιών γραμματέων, φρονούσιν ότι κρείττον ήθελεν είσθαι να ξεφορτωθώμεν, καθώς λέγουσι, τας Ιονίους νήσους. Αλλά και μωράν και σχολαστικήν κρίνω την ιδέαν αυτήν. Πιστεύω ότι πρώτος την ιδέαν ταύτην εξήνεγκεν ο Stephen, ανήρ εξαίρετος και όντως πεπαιδευμένος, αλλ’ εις άκρον στραβοκέφαλος. Η γνώμη μου είναι όλως διάφορος. Την Κέρκυραν κρίνω ως θέσιν σπουδαιοτάτην δια τα κατά την Μεσόγειον συμφέροντα, εν καιρώ πολέμου, αποδέχομαι δε ως πράξιν άκρας αφροσύνης την από των χειρών ημών αφαίρεσιν αυτής. Την Κέρκυραν δεν δύναται διαρκώς να καθέξη Δύναμις, μη ισχυρά κατά θάλασσαν. Εντεύθεν δε θάττον ή βράδιον θα περιέλθη εις τας  χείρας της Ρωσσίας ή της Γαλλίας. Αμφότερα δε τα ενδεχόμενα ταύτα δεν δύνανται να επέλθωσιν άνευ μεγίστης ζημίας ημών».
Και όμως ο ανήρ ο παραστήσας την μετά της Ελλάδος ένωσιν της Επτανήσου ως μωρά και σχολαστικήν, ως πράξιν άκρας ανοησίας, μετά δωδεκαετίαν μόλις συμπληρωθείσαν, αυτός ούτος συνετέλει την ωραίαν πράξιν και απέδιδε τας επτά Νήσους τη Ελλάδι, αναγνωρίζων ούτω την υπέρ της Ελλάδος ευχήν, ουχί ως το προϊόν ευαρίθμων τινών  θερμοκεφάλων Ιονίων, αλλ’ ως ευχήν γενικήν του όλου λαού της Επτανήσου, ανακηρύσσων δε και ως μηδόλως αντικειμένην εις τα συμφέροντα της Αγγλίας. Εαυτόν πρωτίστως σεβόμενος ο μέγας πολιτικός της Αγγλίας, δεν απηξίωσε να υπηρετήση την αγαθήν ιδέαν, εί και πρό ετών κατεπολέμησε ταύτην και την απέκρουσεν, ούτε έκρινεν, ότι αρετή πρωτίστη εν τω πολιτεύεσθαι είναι το εμμένειν εις τας εσφαλμένους γνώμας και αναβιβάζειν εις καθήκον το πείσμα. Αυτά τα προ των οφθαλμών διαδραματιζόμενα, εν τη Ανατολή από τινων ετών, τι άλλο αποδεικνύουσιν ή ότι οι Άγγλοι γινώσκουσι να εκτιμώσι τους καιρούς και ότι αι μεγάλαι του πολιτισμού απαιτήσεις και της παγκοσμίου Δικαιοσύνης αι αποφάσεις προώρισται να τυγχάνωσιν αείποτε παρ’ αυτοίς εργατών προνομιούχων; Ή αρχή της ακεραιότητος της σουλτανικής εξουσίας μεταποιηθείσα εις αρχήν της ακεραιότητος της οθωμανικής επικράτειας, κατέληξε σήμερον παρά τοις Άγγλοις, εις το δόγμα της αποδόσεως της Ανατολής εις το τέως υπόδουλον εν αυτή πολιτισμόν. Ό,τι προ τινος εκρίνετο ως ύψιστον υπαγόρευμα των συμφερόντων της αγγλικής πολιτικής, σήμερον τουναντίον ανακηρύσσεται ως ζημία αυτών, η δε τέως ως μωρά και ανόητος κρινομένη αρχή της αναστάσεως της ελληνικής εθνότητος, εν τη πληρότητι αυτής, από τινος εγένετο άρθρον της πολιτικής πίστεως του μεγάλου έθνους.


Ας ελπίσωμεν ότι και η πρότασις του πρωτίστου εικονογραφικού φύλλου της Αγγλίας, ου γνωσταί αι προς τον καλλιτεχνικόν κόσμον και προς την επιστήμην σχέσεις, θα τύχη της υποστηρίξεως της αγγλικής επιστήμης. Πρώτη αύτη οφείλει ν’ απαιτήση όπως αποδοθώσιν εις την γην, την παραγάγουσαν τα τελειότατα έργα της γλυπτικής, τα λείψανα των προϊόντων των πάλαι Τέκνων αυτής. Επί αιώνα ήμισυ και πλέον, εχρησίμευσαν τα λείψανα της Ακροπόλεως εις την ανάπτυξιν του αισθήματος του ωραίου και εις την αποκάλυψιν των μυστηρίων της γλυπτικής εν τη Αγγλία, και δι’ αυτής εν τη άλλη Δυτική Ευρώπη. Δίκαιον ν’ αποτεθώσι πάλιν εις την θέσιν αφ’ ης αφηρέθησαν, και δια των χειρών αυτών εκείνων, οίτινες δια του πρωτίστου των ποιητών αυτών, εν τω καθ’  ημάς αιώνι, εχαρακτήρισαν ως ληστείαν του λόρδου Έλγιν την πράξιν. Ίσως τα πολύτιμα μάρμαρα, τα κοσμούντα από πεντήκοντα ετών το Βρεττανικόν Μουσείον, εσώθησαν από της εντελούς καταστροφής, ήτις πιθανόν ηπείλει ταύτα, αν έμενον εις χείρας αμαθών κυρίων. Βεβαίως ταύτα παρέσχον υπηρεσίας ανεκτιμήτους εις την τέχνην, αποκαλύψαντα πλείστα μυστήρια του ωραίου. Αναμφισβήτως δε και εις του φιλελληνισμού την επίρρωσιν συνετέλεσεν η θέα των αριστουργημάτων της αθηναϊκής τέχνης, ευγλώττως συνηγορησάντων δια της παντοδυνάμου καλλονής αυτών εις την ευμένειαν υπέρ των απογόνων των εργασαμένων αυτά πατέρων της καλλιτεχνίας. Καιρός όμως όπως αρθή εκ του μέσου το παράπονον της Ελλάδος. Αφού δε σήμερον το Διεθνές Δίκαιον δεν επιτρέπει τω κατακτητή την διαρπαγήν των μουσείων και την μεταφοράν των καλλιτεχνημάτων από της κατακτωμένης χώρας εις το κράτος του κατακτητού, πολλώ ήττον επιτρέπεται εις μέγα και ευγενές έθνος, οίον το αγγλικόν, να κατακρατά εισέτι κειμήλια καλλιτεχνικά, αφαιρεθέντα από των νομίμων κληρονόμων αυτών, δια πράξεως ήτις ει και εν τοις περαιτέρω αποτελέσμασιν αυτής, ούτε την τέχνην ούτε την Ελλάδα εζημίωσε, δυσκόλως όμως δύναται ν’ αποβάλη τον τύπον της αρπαγής και της συλήσεως, όν εν τη γενέσει αυτής περιεβλήθη. Ιδίως δε καθ’ ήν στιγμήν η Αγγλία αναγνωρίζει την ελληνικήν Ανατολήν, ως ανήκουσα, και δικαίω και τύπω, τοις Έλλησιν υψίστης γενναιοφροσύνης και συνετωτάτης πολιτικής απόφασις έσεται η πανηγυρική απόδοσις των ελγινείων μαρμάρων τη Ελλάδι. Θέλουσιν αποτεθεί ταύτα εν τη Ακροπόλει, ως αρραβών αιωνία των δύο εθνών, και ως η πρωτίστη και αρίστη συνθήκη της συμμαχίας και της επιμαχίας αυτών.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Roger Casement ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Επιστρέψατε τα μάρμαρα του Ελγίνου: αφήστε τα ακηλίδωτα,
καθάρια κάτω από τον αττικό ουρανό.
Τα βρόμικα αδράχτια του βορινού μας κλίματος τα κατατρώνε πιο πολύ κι από το πέρασμα των αιώνων.
Πόσες φορές το μουγκρητό της θάλασσας του Πειραιά
διαπερνώντας τους κίονες και το ναό το σούρουπο,
χάιδευε αυτά τα μάρμαρα, που τώρα πρέπει να φύγουν
από το πολύβουο Λονδίνο και τα άστατα μεσημέρια του.
Ω! Αφήστε τα να ακούσουν ξανά τους ήχους που λούζουν
το Ιερό της Αθηνάς μέσα στην αύρα του πρωινού.
Το μουγκανητό του βοδιού, τα κουδουνίσματα της κατσίκας
και το νανουριστικό βόμβο της αύρας του Υμηττού.
Δώστε πίσω τα μάρμαρα, αφήστε τα να αγρυπνούν εκεί όπου η τέχνη
ακόμη στέκει άγρυπνη πάνω από τον τάφο του Φειδία.

Ο Ιρλανδός επαναστάτης Ρότζερ Κέισμεντ απαγχονίστηκε από τους άγγλους στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

                                                 ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ
-Σεμνά δεντράκια των Βασσών
και τί χαζολογάτε;
Τά μάθατε απ' τον κόσμο τα στερνά;
Η νέα πανούκλα ολοταχώς
ο πόλεμος που ασθμαίνει
κι ο Ικτίνος στη Φιγάλεια
του καφενέ ακαμάτης.
-Κοπέλλες του Άδυτου ορφανές
ποιά θέρμη σάς πονάει;
-Ο συντριμμός του Σκεπαστή
στη συννεφιά η καλύπτρα
βραγιές του αγέρα
του θεού σπέρματα λιθωμένα.
                                                  (Ανδρίτσαινα, 20.4.2001)

Τα 2 ποιήματα προέρχονται από το Blog STADION


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου