Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΩΝΥΜΟΙ "ΣΠΟΡΟΦΥΛΑΚΕΣ": 

Μικρό παιδί στο φτωχό χωριό της Μάνης που μεγάλωνα τα καλοκαίρια παρέα με την γιαγιά μου και αργότερα με όλη την οικογένεια, που έρχονταν για να παραθερίσει τις ημέρες από του Σωτήρος, που γιόρταζε η Πολιάνα, μέχρι και τον δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε δίπλα η Χοτάσια, θυμάμαι τα πανηγύρια, αυτές τις γνήσιες εκδηλώσεις χαράς και διασκέδασης των ανθρώπων που ζούσαν στην ύπαιθρο, που τα χρόνια της δεκαετίας του ΄60 ήταν η μόνη ψυχαγωγία. Θυμάμαι τους λαϊκούς οργανοπαίκτες οι οποίοι είναι χαραγμένοι μέσα στο μυαλό μου, σαν μια εποχή που το μοναδικό καλό τραγούδι για να χορέψουν οι άνθρωποι, ήταν το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι. Μεγαλώνοντας διαπίστωσα πως υπήρχαν και άλλα τραγούδια που δε μου φαίνονταν και τόσο γνήσια και βεβαιώθηκα πως ο διαχωρισμός του παραδοσιακού δημοτικού από το δημώδες και το νεοδημοτικό τραγούδι δεν ήταν τόσο απλό θέμα. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τραγούδια σαν την «Περδικούλα», «στον Άδη θα κατέβω», «Παιδιά μ’ σαν θέλετε βιολιά», τραγούδια με τα οποία οι συγχωριανοί μου χόρευαν.. Έχοντας στ’ αυτιά και στην ψυχή μου αυτά τα τραγούδια, έπαθα σοκ τα μετέπειτα χρόνια ακούγοντας σε πανηγύρια που παρευρισκόμουν, αποκλειστικά τα τραγούδια του τύπου «μου κλέψανε το πετεινό» και τις λοιπές συναφείς ομοιοκατάληκτες αρλουμπολογίες. Αναρωτιόμουν τότε, πως ήταν δυνατόν να εγκαταλείφθηκαν τα αυθεντικά παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια και να έχουμε καταλήξει να-μας επιβάλουν-ακούμε, σε όλων των ειδών τις διασκεδάσεις από πανηγύρια μέχρι γάμους και από βαφτίσια μέχρι αρραβώνες, τους δημοτικοφανείς νεωτερισμούς (βλακώδεις στην πλειοψηφία τους) που «κτυπήθηκαν» και σε δίσκους από τους νεοέλληνες που στοιβάχτηκαν στις πόλεις και στις μεγαλουπόλεις, εγκαταλείποντας τα χωριά τους.
Η φτώχεια, ο Β’ μεγάλος πόλεμος και οι εμφύλιες συρράξεις έδιωξαν τους ανθρώπους από τα χωριά τους. Άλλοι στα ξένα και άλλοι στην Αθήνα. Αυτοί που έμειναν στα χωριά άρχισαν να πουλάνε για ένα κομμάτι ψωμί τα είδη που κάποτε ήταν πολύτιμα στην καθημερινότητά τους. Έτσι πουλήθηκαν σε περιφερόμενους εμπόρους είδη καθημερινής χρήσης και προγονικά κληρονομήματα, κυρίως όμως είδη λαϊκής τέχνης, που κατέληξαν στο Μοναστηράκι και έγιναν αντίκες. Αυτά τα πήραν κάποιοι διορατικοί φιλότεχνοι αγοραστές και στόλισαν τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Κάποιοι τα εμπορεύτηκαν και τα μεταπούλησαν και το επάγγελμα του αντικέρ πήρε άλλη διάσταση. Ποιος ο λόγος που οι αρχικοί κάτοχοι τα πούλησαν; Πιστεύω πως ο βασικότερος όλων ήταν πως ήθελαν να απομακρύνουν όλα εκείνα τα αντικείμενα που τους θύμιζαν τις εποχές της ταλαιπωρίας και της μεγάλης φτώχειας, αλλά και εργαλεία αχρηστεύτηκαν από την μηχανοποίηση. Τι να το κάνει η γιαγιά το δρεπάνι αφού έπαψε να θερίζει, αφού ούτε καν έσπερνε, αφού έπαψε να φουρνίζει και το αυτοκίνητο έφερνε ψωμί από την πόλη? Τι να το κάνει κάποιος το καπίστρι αφού ο γάιδαρος και το μουλάρι αντικαταστάθηκαν από το αγροτικό? Τι να το κάνει το αλέτρι ο ξωμάχος που το χωριό γέμισε «μινώταυρους» και σκάβανε χωρίς κόπο? Τι να τα κάνει τα εργαλεία ο πατέρας που του έφυγαν τα παιδιά από το χωριό και πήγαν στην πόλη να ζήσουν την διαφορετική ζωή?
Έτσι έγινε και με τραγούδια μας. Τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια έρχονται από την αρχαιότητα και δια μέσω του Βυζαντίου παραδόθηκαν σε μας. Είναι αυτά τα δημιουργήματα του λαού, που δεν «κατασκευάστηκαν» από έναν δημιουργό αλλά χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολλαπλές «επεμβάσεις» από τους άγνωστους λαϊκούς καλλιτέχνες και μη, για να τελειοποιηθούν και να πάρουν την μορφή που έφθασε ως εμάς, ανταποκρινόντουσαν στις βιοτικές ανάγκες του λαού με τα εργατικά τραγούδια, ερμήνευαν τα αισθήματά του για τις ιστορικές περιόδους, επαινούσαν τα κατορθώματά του στους πολέμους, εξυμνούσαν την γενναιότητα και τη λεβεντιά, εξωτερίκευαν τους μύχιους πόθους του για τον έρωτα, την όμορφη και καλή γυναίκα, γίνανε τραγουδομοιρολόγια κρατώντας αποσπάσματα μοιρολογιών από την θρηνητική δραματολογία και τραγουδήθηκαν σε στιγμές μοναχικής αυτογνωσίας, τραγούδησαν τον πόνο του χωρισμού και της ξενιτειάς , «έκλαψαν» την γυναίκα της προηγούμενης φάσης της πολιτιστικής ζωής, που σαν παντρευόταν έφευγε από το σπίτι αφήνοντας τα γονικά και τους συγγενείς της, για να πάει, συνήθως, άμισθη υπηρέτρια, στο σπίτι του άντρα της. Αυτά είναι τα τραγούδια μας. Δημιουργήματα μιας εποχής που ο κουρασμένος αγροτικός κόσμος τα τραγουδούσε και ευφραινόταν η καρδιά του. Πρόκειται για εκείνες τις εποχές που έφυγαν ανεπιστρεπτί. 
Είναι εκείνες οι εποχές που υπήρχε στα χωριά η ΑΡΕΤΗ, με την λακωνική έννοια του όρου. Αυτή η ΑΡΕΤΗ δίδασκε τον σεβασμό στους γονείς και στους μεγαλύτερους, απέρριπτε την φιλοχρηματία, την υπερκατανάλωση, το «εγώ» υποχωρούσε στο «εμείς», η εργατικότητα, η εντιμότητα, η φιλοτιμία και η ολιγάρκεια ήταν άγραφοι κανόνες που όλοι σχεδόν κατείχαν. Η θυσία για την Πατρίδα ήταν υποχρέωση, η προστασία της οικογενειακής τιμής, με τις υπερβολές της, ήταν καθήκον, ο σεβασμός στη γυναίκα και στα παιδιά καθημερινός τρόπος ζωής (θυμήθηκα τον προπάππο μου τον Ηλία στο λιομάζωμα, όταν σταμάταγαν για μεσημέρι, έδινε νερό από τη στάμνα πρώτα στα παιδιά, μετά στις γυναίκες όλων των ηλικιών, μετά στα ζώα που ήταν στο χωράφι και στο τέλος έπινε αυτός και τα παιδιά του).
Όταν οι πόλεις γέμισαν από εσωτερικούς πρόσφυγες, που άφησαν τα χωριά και τον καθημερινό αγροτικό και κτηνοτροφικό κάματο, για να βρουν μια ζωή με μεγαλύτερες ανέσεις και άλλη δουλειά, ήρθε και η ανάγκη για διασκέδαση. Πανηγύρια στην Αθήνα όμως δεν υπήρχαν. Ο «Έλατος», ως μαγαζί διασκέδασης με τους ανάλογους συνειρμούς στο όνομα, έγινε το στέκι των επαρχιωτών που στην Αθήνα ήθελαν να ακούσουν μουσική που θα τους θύμιζε το χωριό τους. Εκεί βρήκαν καταφύγιο και οι παραδοσιακοί μουσικοί που λιγόστεψε η δουλειά τους στα χωριά, αφού ο φωνόγραφος με τις μουσικές πλάκες μπήκε στο καφενείο και στο χωριό, το ράδιο άρχισε να διαδίδεται και οι δουλειές λιγόστεψαν. Τα πανηγύρια είναι καλοκαιρινά. Το χειμώνα πως θα ζούσαν; Ο «Έλατος» προσέφερε μόνιμη δουλειά. Οι χωριάτες γέμιζαν το μαγαζί. Ανάγκη και για άλλα του ιδίου είδους. Μαζί με τα ρεμπετάδικα και δημοτικάδικα. Όμως υπήρξε ανάγκη για την δημιουργία νέων τραγουδιών διότι τα παλαιά δημοτικά, τα παραδοσιακά δηλαδή, δεν ανταποκρινόταν θεματικά στο νέο τρόπο ζωής. Πως να ικανοποιήσει τον αθηναίο ένα τραγούδι που έλεγε «είχα ένα περιβολάκι, όμορφο και μικρουλάκι» και αυτός ζούσε στο Αιγάλεω, με τα σπίτια δίπλα-δίπλα και ούτε λίγο ελεύθερο χώρο; Πώς να τον αγγίξει ο στίχος «παιδιά μ’ σαν θέλετε βιολιά, κλαρίνα, μαντολίνα, περάστε απ’ την Αναβρυτή» όταν η Αναβρετή ήταν πολύ μακριά; Πώς να συγκινήσει ένα παλιό τραγούδι του χωριού του, κάποιον που δούλευε μέρα νύχτα στην Αθήνα για να τα βγάλει πέρα, ξεχνώντας πως οι γονείς πονάγανε σιωπηλά από την απουσία του .
Η αστικοποίηση των χωριατόπαιδων έδωσε δουλειά σε αυτοδίδακτους συνθέτες και στιχουργούς, να δημιουργήσουν το νέο είδος τραγουδιού, που το είπανε πλαστά «δημοτικό» ώστε να συγκινεί τα χωριατόπαιδα, η πραγματικότητα είναι πως πρόκειται για νεοδημοτικά, παράπεμπε όμως ακουστικά σε τραγούδι αστικό, αλλά που είχε χωριάτικα όργανα κλαρίνο, βιολί, λαουτοκιθάρα, παλαιούς ρυθμούς που προσαρμόστηκαν στην αστική ζωή και στίχους αφελείς με θέματα τη νοσταλγία της χωριάτικης ζωής, του έρωτα κλπ, αλλά με ομοιοκαταληξίες που παρέπεμπε σε λόγια δημιουργήματα, για να γίνουν πιο εύπεπτα, του τύπου «και τώρα πια μακριά σου δε μπορώ να ζήσω, μόνο μια χάρη σου ζητώ, αγάπα με όσο σε αγαπάω γιατί Χρυσούλα μου θα σκοτωθώ». Κανένα παραδοσιακό τραγούδι δε ομολογεί τέτοιον μεγάλο έρωτα με κοινές λέξεις και ακόμη περισσότερο, η πρόθεση αυτοκτονίας δεν υπάρχει και βέβαια δεν ομολογείται. Ο ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση πεθαίνει μόνο από μαράζι. Τι σχέση μπορεί να έχει ο παραδοσιακός στίχος «αποσπερού το πιπίνι μου» ή «τι έχεις μπόλκα μου και κλαις σε φορούν καλές-λωβές» με το νεώτερο κάποιοι ανεκδιήγητου «μου κλέψανε τον πετεινό κι είν’ το κοτέτσι μου αδειανό» ή το κατ’ ευφημισμόν νησιώτικο « Έχω ματώσει και έχω πληρώσει μονάχα πόνο μου έχεις δώσει, έχω ξοφλήσει έχω ξοφλήσει δεν σου οφείλω έχουμε κλείσει» ή «άμα τη χωρίσω θα σε προτιμήσω… συνέχεια μου κλαις με δάκρυα μου λες για σένα είμαι αγάπη μου φτιαγμένος. Στο σπίτι πως γυρνώ έχεις παράπονο το ήξερες πως είμαι παντρεμένος». Ή το σουξέ στα χωριάτικα σκυλοπανηγύρια και διασκεδάζουνε μέχρι τις 9 το πρωί, με τίτλο «Δε σου κάνω τον άγιο, αχ, αμάρτησα για μια νύχτα παράνομα, αχ, περπάτησα». Όλη η στιχουργική ικανότητα προσαρμόζεται στα θέματα «γκομενοδουλειές», «νύχτα και ασωτία», «ΕΓΩ είμαι το σύμπαν» και λοιπές σχετικές ανοησίες. Κι όμως υπάρχουν αυτά τα χαζοτράγουδα, κυκλοφορούν σε δίσκους, χορεύονται σε γάμους, τραγουδιούνται σε χωριάτικα πανηγύρια και κανένας δεν διαμαρτύρεται. Θα θυμάστε ίσως πριν μερικά χρόνια το τι θραύση έκαναν δυο σταρ της νύχτας που έγιναν φίρμες σε μια μέρα και η διαφήμισή τους και τα τραγούδια τους πρόσβαλαν τη νησιωτική μουσική παράδοση. Υποτίθεται πως η στιχοπλοκία και η θεματολογία των τραγουδιών τους συγκινούσε εκείνους τους νεοέλληνες, των οποίων η ψεύτικη ευημερία με όλα τα συνακόλουθα, ήταν και ο λόγος που η Πατρίδα μας έφτασε το έσχατο σημείο ηθικής και μουσικής κατάπτωσης. Και μαζί με τον ξεπεσμό του παραδοσιακού τραγουδιού ήρθε και ο ξεπεσμός του παραδοσιακού χορού. Όλοι θα έχετε δει τις χορευτικές παραδοξολογίες με κορυφαία την φιγούρα, που ενώ όλοι χορεύουν σε κύκλο στο ρεφρέν κινούνται στο κέντρο του κύκλου και σηκώνουν χαζοχαρούμενα τα χέρια τους.
Για να το δούμε όμως καλύτερα το θέμα. Δεν μου λες κύριε μουσικέ ποιος σου έμαθε αυτές τις ανοησίες; Γιατί διασκεύασες προς το πιο σύγχρονο τα γνήσια δημιουργήματα που παρέλαβες; Γιατί τροποποίησες το οργανικό τραγούδι «Αργήτικο συρτό» το γνωστό «Μπερατιανό» που παίζεται αργά (όπως το έπαιζε ο αλαγόνιος βιολιτζής Πατριαρχέας) και τόκανες σύγχρονο; Ποιος σου είπε πως εγώ, ο ακροατής δηλαδή, είμαι υποχρεωμένος να ανεχθώ συνειδητά τις επιλογές σου; Πως είναι δυνατόν να δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα οτιδήποτε μας σερβίρουν; Είναι δυνατόν να μην αντιδρούμε στο κάθε συγκρότημα, που καλείται στο χωριό μας να παίξει στο πανηγύρι μας, όταν παίζει τα νεοδημοτικά κατασκευάσματα ή τροποποιημένα παραδοσιακά και δεν προτιμά τραγούδια της περιοχής μας ή γενικότερα ελληνικά παραδοσιακά ή και ακόμα χειρότερα αυτά που παίζει δεν τα παίζει και σωστά; Υπάρχουν χιλιάδες δίσκοι που έχουν διασώσει τα παραδοσιακά τραγούδια και σωστούς ρυθμούς τους, και άλλες τόσες χιλιάδες με τις δημοτικοφανείς ασυναρτησίες, που βασίζονται στα ερωτικά υπονοούμενα και τα προκλητικά για την νοημοσύνη μας μουσικά μοτίβα. Πως είναι δυνατόν να αφήνουμε ελεύθερους, χωρίς προσυμφωνία, με αυτούς που μετακαλούμε να μας διασκεδάσουν, για το τι είδους τραγούδια θα παίξουν; Είναι δυνατόν να αφήνουμε να παίζονται τραγούδια ελληνικά, «παρά φύσιν», και να χορεύουμε και να διασκεδάζουμε και να δίνουμε στις νεώτερες γενιές την εντύπωση ότι ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ.
Ποίος ο λόγος ύπαρξης εκατοντάδων φορέων και μοναχικών ερευνητών που ασχολούνται με την καταγραφή, διάσωση και διάδοση της παραδοσιακής μας μουσικής κληρονομιάς; Δηλαδή όλες αυτές οι καταγραφές έγιναν για να πάνε στο μουσείο; Θα μουσειοποιηθούν τα αυθεντικά και θα χρησιμοποιηθούν τα γιαλαντζί ε;
Όλοι μας ξέρουμε πως οι σπόροι που χρησιμοποιούμε στις καλλιέργειές μας είναι οι καλύτεροι διότι είναι οι αυθεντικοί παλαιοί, που έφτασαν μέχρι σήμερα στα χέρια μας από τους προπαππούδες μας και τις προγιαγιάδες μας. Μπορεί να μην είναι τόσο παραγωγικοί ή ανθεκτικοί σε σύγχρονες ασθένειες, ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΠΕΝΤΑΝΟΣΤΙΜΟΙ. Παγκόσμιοι γίγαντες, σαν την εταιρία MONSANTO, που παράγουν μεταλλαγμένους σπόρους τομάτας, καλαμποκιού και όλων των ειδών τα κηπευτικά, προσπαθούν να επιβάλλουν το μεταλλαγμένο είδος. Ευτυχώς που η σοφία του λαού μας, αλλά και η ύπαρξη πολλών οργανώσεων, (αυτοί οι ανώνυμοι σποροφύλακες) κρατάει τους παλιούς σπόρους και συνεχίζει να τους χρησιμοποιεί απορρίπτοντας τα μεταλλαγμένα τα οποία μόνο συμφορές θα φέρουν. 
Ένα είδος μουσικής μετάλλαξης που θέλουν να επιβάλλουν στους Έλληνες είναι και η μετατροπή του παραδοσιακού τραγουδιού που τα λέει όλα, σε ένα σύγχρονο κατασκεύασμα, εύπεπτο στη νεολαία, που δεν λέει τίποτα. Δεν πιστεύετε πως ήρθε ο καιρός και θα πρέπει να αντισταθούμε; Δεν θα πρέπει σήμερα, που η χώρα μας πρέπει να αναστηθεί ποικιλοτρόπως, να συνεισφέρουμε όλοι εμείς στην αισθητική της μουσικής ανάστασής της; Δεν πρέπει εμείς να επαναφέρουμε στο μυαλό μας και σε χρήση τα γνήσια δημιουργήματα του λαού μας, τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια, την παραδοσιακή ζωή (προσαρμοσμένη στις σημερινή πραγματικότητα) την παραδοσιακή συμπεριφορά, και να τα βάλουμε στην καθημερινότητά μας; Τότε γιατί ΟΙ ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΣΠΟΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ, όπως ο Κώστας Καντζιλιέρης ανάλωσε δεκάδες χρόνια για την συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών; Για να βγάλει μόνο 2 CD και τα τραγούδια που περιέχονται να τα ακούσουμε και τα ξεχάσουμε; Γιατί αυτά τα τραγούδια που τραγούδησαν οι πρόγονοί μας είχαν λειτουργική σημασία τότε και σήμερα δεν έχουν; Γιατί άραγε ο συντοπίτης μας-σποροφύλακας Μάριος Παπαδέας παίζει με το σαντούρι του και τραγουδάει εκείνα τα τραγούδια που συγκινούν τους σοβαρούς ακροατές, τώρα πλέον, και εμείς συνεχίζουμε να ακούμε τα δημοτικοφανή καψουροτράγουδα; Τότε γιατί τα παιδιά του ήρωα βετεράνου πολεμιστή της Κύπρου το 1974, Γιώργου Μπατσικούρα από τη Νέδουσα, ο Παύλος και η Γωγούλα, σπούδασαν μουσική και εξελίσσονται σε καταπληκτικούς μουσικούς; Γιατί ο Καρβελιώτης-σποροφύλακας Γιώργος Μαρινάκης ξοδεύει τη ζωή του μυούμενος στα μυστικά του παραδοσιακού λαούτου; Γιατί οι Νεδουσέοι σποροφύλακες συνεχίζουν να φτιάχνουν νταούλια, τσαφαράκια και μαγκούρες; Γιατί τέλος ακολουθούμε το θρησκευτικό τυπικό, είμαστε δεν είμαστε θρησκευόμενοι. Και τρέχουμε στις θρησκευτικές γιορτές να εξωραΐσουμε, να προσφέρουμε, να προσκυνήσουμε. Και θαυμάζουμε τους καλούς ψαλτάδες που ψέλνουν με το βυζαντινό τυπικό;
Τι θα σκέπτονταν για μας, αν ζούσαν σήμερα, οι παλιές μουσικές φυσιογνωμίες των χωριών μας, που ψυχαγώγησαν τις προηγούμενες γενιές, αν μας έβλεπαν να χορεύουμε συνοδεία αχαρακτήριστων μουσικών (ο θεός να τα κάνει) μοτίβων; Τι θα μονολογούσε ο αείμνηστος παλιός μουσικός Γιάννης Πατριαρχέας που συγκίνησε τον Σίμωνα Καρρά και τον υποχρέωσε με την μουσική παιδεία του να τον ηχογραφήσει σε μοναδικά μουσικά στιγμιότυπα της περιοχής μας, αν άκουγε την ηχορύπανση που προκαλούν στ’ αυτιά μας και στο φυσικό περιβάλλον, κάποιοι «μουσικοί εξ ανάγκης» που καλούνται να μας διασκεδάσουν με ασυνάρτητες μουσικές ριπές, σκοτώνοντας την αισθητική μας και ματώνοντας τον πολιτισμό μας;
Ο μεγάλος Έλληνας Ίων Δραγούμης έγραφε: Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες (1903-1909). Ελληνικός πολιτισμός (1913). 1927. : 
"Ξεσκέπασε τη δημοτική παράδοση και πρόσωπο με πρόσωπο θα αντικρύσεις γυμνή την ψυχή σου. Έπειτα, καλλιεργώντας την παράδοση αυτή και ανεβαίνοντας κατά τις ρίζες της και προσέχοντας και τη γύρω σου φύση, θα προβλέψεις τους νέους δρόμους που δύνασαι να ανοίξεις, τον πολιτισμό που μπορείς με το έθνος σου να δημιουργήσεις…… Η λογιότατη παράδοση είναι το τελευταίο φανερό απομεινάρι του βυζαντινού πολιτισμού, σαν ένα ξερό φύλλο που δεν έπεσε ακόμα από το δέντρο. Ο χυμός του δέντρου είναι η δημοτική παράδοση. [...] Είναι σαν ένα ζεστό ρεύμα ζωής, που περνά αιώνες τώρα στα κατάβαθα της ψυχής των Ελλήνων και βαστά με την αιώνια ροή του την ενότητα ή ομοιότητα της μορφής της….. Με το να μη γίνεται να ξεφορτωθούμε ολότελα τη γλώσσα μας τη λαϊκή, όσο τουλάχιστο ζούμε στον τόπο μας, συνεχίζομε την ψυχή του έθνους μας, μ’ όλα τα ξένα ή τα παλιά που φορτωνόμαστε….Η μουσική του τόπου σου συμπυκνώνει όλα τα αισθήματα της φυλής σου και, σαν την ακούς, ξυπνάει μέσα σου όλος ο Ελληνισμός και βράζει και σε αναστατώνει. Τα τραγούδια τα ελληνικά δυναμώνουν την ελληνική ψυχή σου και τη συνθέτουν, αφού την αναλύσουν πρώτα σε μύρια φώτα, πλούτη και χρώματα…"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου