ΜΟΝΗ
ΤΣΙΓΚΟΥ-ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΟ 1845
Το παρόν δημοσίευμα αφορά το γειτονικό
στην Πολιάνα μοναστήρι Τσίγκου, με βάση
τα δημοσιεύματα της αθηναϊκής εφημερίδας του 1845 «Αιών», γνωστή για τα αντιβαυαρικά και αντιμοναρχικά
της αισθήματα. Η εφημερίδα αυτή δεν έκρυψε ποτέ τον φιλορωσικό της
προσανατολισμό, που ολοφάνερα φαίνεται στην αρθρογραφία αλλά και στην
ειδησεογραφία της. Στην καθημερινή ειδησεογραφία της καταχωρούνται ειδήσεις που
καταγγέλλουν τα πεπραγμένα των φίλων και υποστηρικτών της Κυβέρνησης, στους
οποίους ανήκε τότε και η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Σχετικά με την ιστορία
της μονής Τσίγκου πιστεύω πως το πληρέστερο κείμενο είναι αυτό του μανιάτη
συγγραφέα Κυριάκου Κάσση και είναι καταχωρημένο στο βιβλίο του «Άνθη της Πέτρας»
εκδόσεις Ιχώρ, Αθήνα 1990, όπου στις σελίδες 438-440 παρουσιάζει άγνωστες
λεπτομέρειες της ιστορικής διαδρομής του. Ένα απόσπασμα από αυτό το δημοσίευμα
θα αντιγράψω στο παρόν κείμενο, προκειμένου να αποδειχθεί πως η προφορική
παράδοση των οικογενειών, σε μεγάλο βαθμό, ανταποκρίνεται και στην ιστορική
αλήθεια.
Η παρακάτω είδηση υπάρχει στο φύλο της εφημερίδας της 11 Αυγούστου 1845:
Εκ Γυθείου 1 Αυγούστου.
Κατασταθείσα πλέον αφόρητος η αγυρτική διαγωγή της εξουσίας εις την Λακωνίαν
δια της κατακρημνίσεως των οικιών, δια της ερημώσεως χωρίων, δια της λεηλασίας
της περιουσίας των πολιτών, δια της αδίκου καταδιώξεως, δια της περί όνου σκιάς
εκδόσεως ενταλμάτων συλλήψεως, απεφασίσθη το Λακωνικόν, «Ταν ή επί τας»
καθόσον, και ησύχως αν ζώσιν, η φυλάκισις, η ερήμωσις των οικιών και η αρπαγή
της περιουσίας του πολίτου είναι το αποτέλεσμα της ειρηνικής ζωής του. Καθώς το
Μοναστήριον του Τζίγγου επονομαζόμενον, θέλων ο Κ. Διοικητής να λεηλατήσει μετά
του Π.Κ. Μαυρομιχάλη, αρχηγού της παρανόμου και ληστρικής εθνοφυλακής, διέταξε
την κατεδάφισίν του προ οκτώ ημερών, ο ιδιοκτήτης όμως (επειδή είναι ιδιόκτητον
και όχι εθνικόν) αντέστη δια των όπλων γενναίως από τινών ημερών, και η
καταισχύνη θα είναι το αποτέλεσμα της πολιορκίας, καθόσον οι εντός του
Μοναστηρίου μέχρι σήμερον 60 τον αριθμόν, είναι ικανοί ν’ αντιπαραταχθούν όχι
με τους 100 ή 200 του Πετράκη, αλλά με 2.000. Εις το Μοναστήριον τούτο ο
πόλεμος εξακολουθεί τακτικώς και μέχρι τούδε δύο πληγώματα έχουν υποφέρει οι
λησταί εθνοφύλακες. Ο δε γίγας αρχηγός των μακρότερα βολής τουφεκίου υπό τα
μεγάλα βράχη κρύπτεται, μήπως ελικοειδώς η βολή στραφείσα τον επιτύχη. Σήμερον
έφθασε η είδησις ότι ο γενναίος Πετράκης και ο αγύρτης Παπαπάνος Μοναστηριώτης
με της πομπής τα δισάκια, παραιτούνται της πολιορκίας του Μοναστηρίου και
ετοιμάζονται προς πολιορκίαν του Μεζάπου, προς εκδίκησιν, δήθεν της οποίας
έλαβον τιμής εις το προκείμενον Μοναστήριον, αλλά και εις τον Μέζαπον θα τύχουν
έτι καλλητέρας υποδοχής, ή εκείνης, την οποίαν εδέχθη ο Πετράκης πέρισσυ, ότε
διέβαινε τα σύνορα του Μεζάπου και δεν θέλει να ωφελήσει ούτε η από την Αμαλίαν
σταλείσα κατά διαταγής του αγύρτου Παπαπάνου πυρίτις, αλλ’ ούτε τα πυροβόλα της
κανονιοφόρου, καθόσον έτι καλλήτερα και σημαντικώτερα πυροβόλα σχηματίζει το
Μέζαπον, ως μέγα φρούριον.
Γράφουσιν εκ Καλαμών από 8 Αυγούστου. Ο πόλεμος εις το Μοναστήριον της
Λακωνίας εξακολουθεί. Εντός του Μοναστηρίου είναι υπέρ τους 30, έξω έως 80.
Αλλ’ από τους τελευταίους εφονεύθη είς και τρεις επληγώθηκαν. Οι μέσα είναι
εφωδιασμένοι από τροφάς.
Παρόμοιες
ειδήσεις για την συμπεριφορά της Κυβέρνησης, μέσω των ανθρώπων της, στους
Μανιάτες, υπάρχουν πάμπολλες και για πολλά χρόνια στις στήλες της προαναφερθείσας
εφημερίδας. Οι παραπάνω όμως δύο ειδήσεις επιβεβαιώνονται και από την προφορική
παράδοση, η οποία υπάρχει και την
καταγράφει ο Κυριάκος Κάσσης στο σπουδαίο βιβλίο του «Άνθη της Πέτρας»,
εκδόσεις Ιχώρ Αθήνα 1990. Γράφει: «Διηγείται ο Μιχάλης Πέτρουλας, 87 χρονώ το
1988: Μετά την, Επανάσταση του 1821, ο Μαυρομιχάλης έφερε από το Φανάρι της
Πόλης ένανε, τον Μαυροκορδάτο, και τον εστήριξε για πρωθυπουργό με εντολή να παραγκωνίσει όλους τους Μανιάτες
αγωνιστές. Ένας έγγονας του Πετρόμπεη, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, εγίνη
ταγματάρχης. Κατορθώσανε οι Μαυρομιχαλιάνοι με διάφορους τρόπους να εξοντώσουνε
όλους τους ανταγωνιστές τους …ο Κυβέλος μόνο τον χτύπησε αμείλιχτα…στη Μηλιά
δεν εστάθη…δεν είχε πέρασμα για Σπάρτη-Καλαμάτα…ήρθε στου Τσίγκου και το
διεκδίκησε. Δεν του το δώσανε. Ήφερε κανόνι κάτου από το Μοναστήρι…έριξε
κανονιές. Ερίξανε και οι μέσα και σκοτώσανε ένανε από τη φρουρά του
Μαυρομιχάλη…ένανε που λεγότανε Φακομούρης κι ήτανε από τα χωριά της Μίνας. Ο
γεμιτζής του κανονιού ήξερε το δίκιο και το ΄κανε επίτηδες και δεν εχάλασε το
Μοναστήρι. Το πολιόρκησε σαράντα πέντε μέρες. Βγαίνανε οι γυναίκες-γιατί τις
γυναίκες δεν τις εβαρούσανε-και εγιομίζανε νερό από την πηγή, αλλά πήγαιναν οι
απόξω και τους σπάγανε τα σταμνιά. Είχε όμως καταφύγγι υπόγειο από το Μοναστήρι
στο νερό και επρομηθεύονταν. Ήρθε ο Κοσονάκος, που ήτανε τότες υποψήφιος
αντίθετος του Μαυρομιχάλη, κι εμπήκε μέσα. Πήγαν ενισχύσεις και οι
Πετροπουλάκηδες και οι Κυβελαίοι. Συμφωνήσανε να παραδοθεί το Μοναστήρι στον
Μαυρομιχάλη και οι Πετρουλαίοι με τον οπλισμό τους να πάνε στην Νουμπρεβίτσα…»
Το κείμενο στο βιβλίο του Κυρ. Κάσση
συνεχίζεται με την διήγηση του Μιχάλη Πέτρουλα, ο οποίος δίνει πάρα πολλές
πληροφορίες σχετικές με την οικογένεια Πέτρουλα και την σχέση της με το
Μοναστήρι του Τσίγκου.
Χρήστος Ν. Ζερίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου