Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΑΣ Ο ΠΟΚ
ΠΟΚ, έτσι τον φώναζαν στα γήπεδα της Toyota στην Καλαμάτα τον Μάιο του 2000 το ασπρόμαυρο κόλει.
Γινόταν τότε το ποδοσφαιρικό τουρνουά της MasterCard. Αθλητές από 12 ευρωπαϊκές χώρες, 380
περίπου άτομα μαζί με τους συνοδούς. Εκεί τον πρωτοείδαμε να τρέχει στα γήπεδα,
στο πάρκινγκ, να γαυγίζει στα μηχανάκια, να τον χαϊδεύουν όλοι οι ξένοι. ΠΟΚ,
τα αρχικά από το Ποδοσφαιρικός Όμιλος Καλαμάτας. Έτσι λέγανε την ποδοσφαιρική
ακαδημία που είχε η ΠΑΕ «Π.Σ. Καλαμάτα», με τον τότε ιδιοκτήτη Σταύρο
Παπαδόπουλο. Προπονητές ο Τάσος Σιούλας και ο Γιάννης Χριστόπουλος. Ο Γιάννης,
φίλος μου από το 1997, ήταν πολύ καιρό μέσα στο χώρο και τον αγαπούσε. Όταν στο
τέλος του τουρνουά μάθαμε πως τα γήπεδα θα άλλαζαν χρήση ρωτήσαμε για την τύχη
του ΠΟΚ. «Έχουμε εντολή από τον κυρ- Σταύρο να τον χαρίσουμε, τον θέλετε; είναι
ράτσα καλή και τον έχει φέρει από το Χόνγκ-Χόνγκ».
Η Γωγώ και ο Γιάννης επέμεναν και τον
πήραμε εμείς. Ήταν τότε 2,5 χρονών. Από τότε ήταν στο σπίτι με τον μεγάλο κήπο
και απεριόριστο χώρο. Γίναμε φίλοι όλοι μας μαζί του. Ο κυρ Λεωνίδας, η κυρά
Κούλα, η Ποτούλα, ο Χρήστος, ο Νικόλας, η Αθηνά, ο Βασίλης, η Κορίνα. Μα πιο πολύ
η Γωγώ. Την λάτρεψε και αυτός.
Τον αγαπήσαμε όλοι και παίζαμε μαζί του
καθημερινά. Κούκλος στην εμφάνιση, αριστοκράτης στην συμπεριφορά. Ποτέ δεν τον
μαλώσαμε, ποτέ δεν μας αγρίεψε. Στο φαγητό του άρχοντας. Εκλεκτικός όσο δεν
έπαιρνε. Με τα μεζεδάκια του, τις κροκέτες του, τα πάντα πλυμένα και καθαρό
πιάτο του, με τις καθαριότητές του, με την παρέα όλων μας, τα παιχνίδια του, τα
τρεξίματά του. Του δίναμε να φάει και το έπαιρνε από το χέρι χωρίς να μας
ακουμπήσει. Στα οικογενειακά τραπέζια καθόταν κοντά μας και ποτέ δεν μας
ενόχλησε για να φάει. Γνώριζε πως θα έτρωγε το καλύτερο.
Καθόμασταν στο τζάκι του Λεωνίδα και
βλέπαμε τηλεόραση. Ο ΠΟΚ δίπλα στο τζάκι ζεσταινόταν και κοιμόταν μέχρι να
φύγουμε και να βγει να κοιμηθεί στο σπιτάκι του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς,
κατ’ έθιμο, όλη η οικογένεια
συγκεντρωνόμαστε στου κυρ Λεωνίδα.
Παίζαμε 31. Όλοι ήθελαν τον ΠΟΚ κοντά τους για γούρι. Κι αυτός για να μην
κακοκαρδίσει κανέναν καθόταν κοντά στο αγαπημένο του τζάκι και μας κοιτούσε,
και πολλές φορές μου φαινόταν σα να χασκογέλαγε που αγωνιούσαμε στο επιπόλαιο
εθιμικό χαρτοπαίγνιο.
Μισούσε τις γάτες. Γάτα καμία στο
Νησάκι. Κι όμως στα γεράματά του δύο γάτες τον «ερωτεύτηκαν» και όλη τη μέρα
κοιμόντουσαν πάνω του. Αναγκάστηκε να τις δεχτεί ή ανταποκρίθηκε στον έρωτά
τους;
Του άρεσε να φεύγει, αλλά πάντα
επέστρεφε. Από πού έφευγε, σε περιφραγμένο καλά χτήμα, ποτέ δεν καταλάβαμε.
Έφευγε όμως ο γόης. Πόσες φορές γνωστοί μας άνθρωποι, αλλά και άγνωστοι
άνθρωποι που τον ξεχώριζαν και έβλεπαν την ταυτότητά του, που γνώριζαν τη
λατρεία μας στον ΠΟΚ, δεν μας τηλεφώνησαν να μας πουν πως τον είχαν δει να
σεργιανάει πότε στην Αριστομένους, πότε 23ης Μαρτίου, πότε στου
Λιναρδάκη, πότε στη Μακεδονίας και πότε στη Φαρών. Και μείς τρέχαμε. Άλλοτε τον
βρίσκαμε εκεί που μας λέγανε και άλλοτε όχι. Όταν δεν τον βρίσκαμε γυρίζαμε στο
Νησάκι και τον περιμέναμε. Πάντα γύριζε. Εκτός από μια φορά. Τότε τρέξαμε,
βάλαμε αγγελία εύρεσης με αμοιβή, περάσαμε μαρτυρικά 4 μέρες. Την 5η
μέρα χτύπησε το τηλέφωνό μου και μια γνωστή μου είπε πως στις εργ. Κατ. της
αγίας Τριάδος τον είχε «σπιτώσει» ένας τύπος. Πήγα «πρακτορικά» και
παρακολουθούσα το σπίτι. Δεν τον έβγαζε καθόλου έξω. Κάποια στιγμή φώναξα
ΠΟΟΟΚ. Άκουσα τη φωνή του. Βεβαιώθηκα. Ήταν το 2005. Ο τύπος που τον είχε βουτήξει
ήταν προβληματικός. Ρώτησα γι αυτόν τον αδελφοποιητό μου Βασίλη, θεός
σχωρέστον. «Τον ξέρω» μου είπε, «θα πάμε και θα του χτυπήσουμε την πόρτα».
Πήγαμε, χτυπάει την πόρτα ο Βασίλης, «ποιος είναι» ρωτάει ο άλλος, χωρίς ν’
ανοίξει την πόρτα, «ο Βασίλης ο Ρομπόγλου» του λέει ο φίλος μου, μισανοίγει την
πόρτα ο από μέσα, βλέπω τον ΠΟΚ πίσω του, ΠΟΟΟΚ του φωνάζω με αγωνία και…..ο
ΠΟΚ δίνει μια σπρωχτιά στον δεσμοφύλακα του, βγαίνει από την πόρτα και πέφτει
επάνω μου, αγκαλιαζόμαστε και κλαίγαμε μαζί. Τότε πρόσεξα το ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ. Δάκρυ
της χαράς που ξανανταμώσαμε.
Έγινε πατέρας μια φορά. Ο Κώστας μας
έφερε την δικιά του, μια «Ποκίνα» και ερωτευτήκανε. Η Ποκίνα απέκτησε 5 μικρά.
Δεν πήραμε κανένα. Ούτε κατάλαβα το γιατί. Τώρα που το σκέπτομαι μάλλον δεν
θέλαμε να μοιράσουμε την αγάπη μας. Ίσως
νάναι καλύτερα.
Έζησε πολλά χρόνια ακόμη. Δεν ξανάφυγε
ποτέ. Τα παιδιά μου, και μείς βέβαια, μεγαλώσαμε μαζί του. Όλους μάς έκανε
καλύτερους ανθρώπους, το Ποκάκι μας μωρέ μου. Τις ευαισθησίες που μας χάρισε!
Στο ΟΑΚΑ, το 2009 νομίζω, βρεθήκαμε να
δούμε με τον Νικόλα μου την Πανάθα. Τη χρονιά που πήραμε το τελευταίο
πρωτάθλημα. Ο γαύρος στα χάλια του, εμείς πετάγαμε. Θα τους σκίσουμε. Έλα ντε
που η «πόρνη μπάλα» να μην μπαίνει μέσα. Και στο τέλος ένα εγγλέζικο νούμερο
μας έβαλε γκολ. Χάσαμε 0-1. Σκαστοί γυρίζαμε στην Καλαμάτα. Που να παρηγορήσω το
Νικόλα; Λίγο προτού φτάσουμε σπίτι μας αποφασίσαμε να πάμε στον Ποκάρα. Χαρές
που έκανε που μας είδε στις 2 ξημερώματα. Καθίσαμε καμιά ώρα μαζί του και
παρηγορηθήκαμε. Το Ποκάκι μας μωρέ μου.
Ο κυρ Λεωνίδας κολλητός του φίλος. Έσκαβε
τον κήπο, το Ποκάκι δίπλα του. Φύτευε, το Ποκάκι δίπλα του. Μάζευε πορτοκάλια,
το Ποκάκι δίπλα του. Λιαζότανε, το Ποκάκι δίπλα του. Φίλος και αδελφός. Μόνο
τάβλι δεν παίζανε μαζί. Το πρωί πάντα τον περίμενε να φάει το σαλαμάκι του.
Το Πάσχα του 2012 μας αρρώστησε. Ήταν 14
χρονού, και βάλε. Η Χριστίνα μας είπε πως είχε σοβαρό πρόβλημα στο συκώτι του.
Ξεκινήσαμε θεραπείες. Συνήλθε. Μετά από
λίγο καιρό τα ίδια. Θεραπείες. Ξανασυνήλθε. Τον Δεκέμβριο πάλι προβλήματα.
Θεραπείες. Ξανασυνήλθε. «Λάζαρο» τον λέγαμε. Όμως το όνομα «Ποκάκι μουουου» μας
πήγαινε καλύτερα στη γλώσσα. Πότε στο ιατρείο της Χριστίνας, πότε η Χριστίνα
στο σπίτι μας. Η Χριστίνα εκεί, να μας συμπαραστέκεται. Η Αθηνά στη
Θεσσαλονίκη. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο, στο Skype. Πρώτα ρωτούσε για το Ποκάκι και μετά για
τους άλλους. Ο Νίκος φαντάρος, τα ίδια. «Το Ποκάκι μας».
Η κυρά Κούλα εκεί, μάνα, αδελφή, θεία,
ξαδέλφη, νοσοκόμα. Να του μαγειρέψει, να του στρώσει, να τον σκεπάσει, να του
φορέσει το πάμπερ, να τον καθαρίσει. Πιστή γυναίκα που του αφοσιώθηκε.
Η Γιώτα, σαν αδελφή, κάθε απόγευμα εκεί,
3 ώρες. Να τον χαϊδεύει, να του μιλάει, να τον ταΐζει, να τον χτενίζει, να του
συμπαραστέκεται καθημερινά. Στέρησε από την καθημερινότητά της την ξεκούραση.
Για το «Ποκάκι της».
Το Γωγούλι εκεί κι αυτή. Καθημερινά. Να
του προσφέρει ό, τι μπορεί. Μα πιο πολύ τη λατρεία της. Την άδολη αγάπη που
μόνο «ένα Γωγούλι» μπορεί να προσφέρει σε «ένα Ποκάκι». Που μεγάλωσε μαζί του.
Που η αγκαλιά του την παρηγορούσε στις μαύρες της. Που τα παιχνίδια του την
έκαναν να χαίρεται. Που η σκέψη του της έδινε δύναμη. Που, που, που…….
Και μείς οι υπόλοιποι, όσο μπορούσαμε,
μαζί του. Τι να κάνουμε άλλωστε εμείς όταν η αγάπη ξεχείλιζε από τις γυναίκες
του σπιτιού μας.
Ήρθε όμως ο καιρός του. Ξαναρρώστησε. Η
ηπατοπάθεια δεν κάνει αστεία. Υγρά στην κοιλιά, αδύναμη καρδιά, φάρμακα πολλά,
ενέσεις, ορούς… Κουράστηκε ο καημενούλης. Άρχισε να τρώει όλο και λιγότερο, να
μην σηκώνεται ούτε με βοήθεια. Το καταλάβαμε. Άρχισαν οι κρίσεις δύσπνοιας.
Καθόλου δεν έτρωγε. Νερό με τη σύριγγα. Η Γωγώ, η Ποτούλα, η κυρά Κούλα, ο κυρ
Λεωνίδας εκεί. Ποτέ δεν ήταν μόνος του.
Χθες το καταλάβαμε. Το τέλος ήταν κοντά.
Η Χριστίνα ήρθε το απόγευμα. Τον βοήθησε ιατρικά. Ήταν όμως φανερό. Της
τηλεφωνήσαμε. Το βράδυ ήρθε ξανά. Κλαίγαμε απέξω κι από μέσα. Όλα έγιναν όπως
Του άξιζε. Με αξιοπρέπεια. Έσβησε στην αγκαλιά της Γωγούλας. Χωρίς πόνο, γλυκά
σαν να κοιμήθηκε το γλυκό πλασματάκι μας. Κι μείς μείναμε βουβοί.
Το ΠΟΚΑΚΙ ΜΑΣ θα μείνει για πάντα εκεί
που έζησε την υπέροχη ζωούλα του. ΜΑΖΙ ΜΑΣ. Κι όπως εκείνο το δάκρυ στα ματάκια
του, λίγο πριν το τέλος, δεν κύλησε, το κράτησε μέσα του, μάλλον για να μην
κάνει τις στιγμές μας χειρότερες, έτσι και μείς όταν θα Τον συλλογιόμαστε,
θάχουμε ένα δάκρυ στα μάτια μας και στην ψυχή μας, γιατί το ΠΟΚΑΚΙ ΜΑΣ το
αξίζει.-
Χρήστος Νικ. Ζερίτης
15.4.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου