Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΗΣ Ι. ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ-ΣΟΥΚΙΟΥΡΜΠΕΗΣ (ΣΩΚΡΑΤΗΣ Β. ΚΟΥΓΕΑΣ)

ΣΟΥΚΙΟΥΡΜΠΕΗΣ-ΓΙΩΡΓΗΣ Ι. ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ
Σωκράτης Β. Κουγέας
 (βασισμένο σε έρευνα του Σωκράτη Κουγέα)

Σουκιούρμπεης-Γιώργης Ι. Μαυρομιχάλης
Πρόλογος:  
Ο Σουκιούρμπεης-Γιώργης Μαυρομιχάλης, γιός του Γιάννη Μαυρομιχάλη και ξάδελφος του Πετρόμπεη, αιχμαλωτίστηκε στη μάχη του Μυλοίπυργου στον Αλμυρό Καλαμάτας στην τελευταία μάχη των Ορλωφικών το 1700, όπου και σκοτώθηκε ο πατέρας του, και μεταφέρθηκε στη Κωνσταντινούπολη. Έγινε γενίτσαρος, χωρίς ποτέ να ξεχάσει την καταγωγήν του. Όλα τα στοιχεία αυτής της ιστορίας, αλλά και πολλά άλλα σχετικά, έφερε στην επιφάνεια ο σπουδαίος ερευνητής και ακαδημαϊκός, από τους Δολούς της Μάνης, Σωκράτης Κουγέας. Η σπουδαία μελέτη του βρίσκεται δημοσιευμένη στον Α΄ τόμο των "Πελοποννησιακών" 1956.
         Δυστυχώς αρκετοί χρησιμοποιούν αυτή τη μελέτη και γράφουν μυθιστορήματα και υποτυπώδεις εργασίες, χωρίς να προτάσσουν το όνομα του Σωκράτη Κουγέα.

        Το παρακάτω στιχούργημα συντέθηκε προκειμένου να συμπεριληφθεί μαζί με άλλα κείμενά μου, στην εκδήλωση-αφιέρωμα στις 23 Μαρτίου 2007 στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, σε παράσταση, που σκηνοθέτησε ο Κώστας Κατσουλάκης και ο αείμνηστος Μιχάλης Τούμπουρος συνέθεσε την μουσική της,  με τίτλο «…κι άρχισαν το τραγούδημα της λεβεντιάς τραγούδι..»


Συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων στις 13 Μαρτίου 1846 (απόσπασμα από τα πρακτικά).
«Ο πάππος του αντιστρατήγου Πέτρου Μαυρομιχάλη, καπετάν Γιωργάκης, μη ανεχόμενος την δουλείαν του έθνους μας, μετά του Μπενάκη και Κρεβατά και μετά των ναυάρχων του Ρωσικού στόλου Αλεξίου και θεοδώρου Ορλώφ συννενοηθείς, εκίνησε την των 1769 επανάστασιν, ήτις ατυχώς δεν έλαβεν το ελπιζόμενον αποτέλεσμα. Ότι οι υιοί του καπετάν Γιωργάκη έπεσαν, ο μεν εις, ο Ιωάννης, εις το πεδίον της κατά το Αλμυρόν γενομένης τότε μάχης, ο δ’ έτερος ο Πιέρρος, πολιορκηθείς εις τινα των του Αλμυρού πύργων, και εξελθών, καίτοι προβεβηκώς την ηλικίαν, επληγώθη. Μη θέλων δε να παραδοθή εις τους εχθρούς, τετραυματισμένος επέρασε κολυμβών εις Γιαννιτσάνικα. Ότι ο αδελφός του καπετάν Γιωργάκη Ιωάννης αιχμαλωτισθείς, απήχθη εις Ναύπλιον και μετά εξαετή δουλείαν ηλευθερώθη με ικανά λύτρα και ότι ο φιλοπόλεμος λαός της Μάνης δεν κατέθεσε τα όπλα, παρά υπό συνθήκας να μένη ελεύθερος και αυτοδέσποτος».



Ακούστε Κωνσταντίνε μου και μικρο-Κατερίνα μου
θέλω να μοιρολογηθώ να κλάψω και να θυμηθώ.
Νάχα στα χέρια μου φτερά να πέταγα πολύ ψηλά
σ΄ούλης της Μάνης τα χωριά Προσηλιακά κι Αποσκιερά
και να τους πω για τα παλιά τα χρόνια τα Ορλωφικά
πως επολέμησε η γενιά η Μαυρομιχαλέικη,
που ήταν Νεραιδογέννητη,
για της Πατρίς τη λευτεριά.

Ήτανε χίλια επτακόσια εβδομήντα όταν κατέβηκε η γενιά
η Ρούσα των Ορλώφηδων, και τότε βγήκε διαταγή και ξεκινήσανε μαζί
ο Κρεβατάς, Μπενάκηδες και όλοι οι Μαυρομιχάληδες.
Ορλώφ
Στο Ναυαρίνο βγήκανε Αλέξης και ο Θόδωρος με οκτακόσιους γαλανούς,
και πήγαν για απαντημό ο πάππος μου ο Γιώργαρος κι ο αδελφός του ο Γιάννης.
Τρομάξαν οι Ορλώφηδες σαν αντικρύσαν τον Οσμάν
οκτώ χιλιάδες έφερνε Αλβανικό ασκέρι
και σκόρπισαν σαν φύσηξε ο άνεμος της στέπας.
Μόνος του ο Σκυλόγιαννης, τριακόσιοι οι δικοί του
μείνανε στο Ριζόμυλο, κει στου Νησιού τα μέρη.
Χάθηκαν, ξεριζώθηκαν όπως στις Θερμοπύλες,
κι είκοσι εφτά τού μείνανε μαζί του πολεμήσαν
μέσα στα σπίτια του Νησιού, στο σπίτι του Πληβούρη.
Βαθύ ήταν το σακάτεμα, κανείς άλλος δε ζούσε,
τον πήρανε, τον πήγανε αιχμάλωτο στη Πόλη
και σ΄ έξι χρόνια γύρισε πληρώνοντας παράδες.
Ο Γιώργης το αδέρφι του εγύρισε στη Μάνη
στρατό να φέρει στ΄ Αλμυρό βοήθεια να δώσει
στους δυο του γιούς, το Γιάννακα πού΄ταν με τον Πιέρρο.
Φυλάγαν στους ΜΥΛΟΙΠΥΡΓΟΥΣ τη πόρτα της Πατρίδας.
Κι ήταν μαζί τους το παιδί, ο Γιώργης, γιος του Γιάννη,
δράκος δεκατετράχρονος, χωρίς μουστάκι ακόμα,
κι όλοι μαζί δεν ήτανε πάνω από εικοσιπέντε.
Τους δυο τούς  Πύργους πιάσανε κι ήθελαν να πεθάνουν
παρά πλάτη να δώσουνε στους Αλβανούς, στους Τούρκους.
Ο Γιάννης ήτα ΄ ριστερά κι ο Πιέρρος στον απάνω
κι οι πύργοι ήταν δυνατοί, ήταν Καπετανάκηδων, (γενιά Χριστοδουλιάνων),
ο Πύργος. Φαίνονται οι ζεματίστρες.
χτισμένοι χρόνια τώρα, δίπλα στους Μύλους,
στο κεφαλάρι πού΄φερνε νερό του Μπουρολίβα.
Πέντε χιλιάδες οι οχτροί σταθήκανε μπροστά τους
νταούλια παίζαν, πίπιζες, φωνές των αλλοφύλων,
και τα κανόνια τά΄ στησαν απέναντι μπροστά τους.
Τη πρώτη μέρα βάρεσαν κι οι  μπόμπες αστοχήσαν
κι όσες στους πύργους έπεσαν καμιά ζημιά δε κάναν.
Τη δεύτερη μ΄αλλαλαγμούς χυμήξαν χίλιοι πρώτα
και χίλιοι λίγο πιο μετά, γρήγορα κάναν πίσω.
Κορμιά πολλά σωριάστηκαν μπροστά στους δυο τούς Πύργους
και ο Χατζή-Οσμάν μαστίγωσε τους πρώτους.
Τους στρατηγούς του κάλεσε και αγριεμένος είπε:
«τους Πύργους αν δε πάρετε πίσω να μη γυρίστε»
Και το πρωί ανήλιαγα ξεκίνησαν τη μάχη.
Γιουρούσια κάνανε πολλά, λίγα ντουφέκια μέσα,
όσο και να βιαζόντουσαν δε πρόλαβαν τα βόλια.
Και μέσα μπήκαν οι οχτροί, στη στέρνα, στην αυλή τους,
σα δαίμονες ουρλιάζανε σα σατανάδες μοιάζαν.
Σπαθιά γυαλίσανε στο φως μα όσους και να κόβαν
ατέλειωτοι ήταν οι οχτροί και λίγοι οι δικοί μας.
Το αίμα πλημμύρισε παντού κι έτρεχε σα ποτάμι,
κι οι λαβωμένοι σκούζανε κι οι ζωντανοί παλεύαν.
Μέσα στους πύργους κλείστηκαν, στις ζεματίστρες πήγαν,
λάδι καφτό τους ρίχνανε και βόλια καταιγίδα.
εσωτερικό του Πύργου
Τότε ήταν που ο Οσμάν είπε να τους γκρεμίσει
και μίνες σκάψανε βαθιές και βάλαν τα φουρνέλα.
Φυτίλι τράβηξαν μακρύ, οργιές διακόσιες ίσως
κι όταν του ΄βάλαν τη φωτιά σα φίδι σφυριλάγα
και όλοι μέσα κάνανε φορές τρεις το σταυρό τους.
Σα να ξεκόπει το βουνό ήταν βαρύς ο βρόντος
και κουρνιαχτός σηκώθηκε, κι όταν ξανακαθήσε,
ο κάτω πύργος του Γιαννιού σωρός ήτανε πέτρες.
Κι ο Γιάννης αποκάτω τους ψυχομαχά και λέει
στο γιο του το μονάκριβο το Γιώργη που το πιάναν:
«Καλύτερα να σ΄ έβλεπα μαζί μου σκοτωμένο
παρά σε χέρια τούρκικα παιδί παραδομένο».
Ο πάνω πύργος στάθηκε σα μισογκρεμισμένος
και ο Πιέρρος μόνος του στεκόταν λαβωμένος.
το πάχος του τοίχου
Να φύγει έκανε μπροστά, μα οι οχτροί μπροστά του,
και στα ζερβά και στα δεξιά τον ψάχναν Αρβανίτες
κεφάλι να του κόψουνε και στον Οσμάν να πάνε.
Μα κείνος βούτηξε κρυφά μέσα στο κεφαλάρι
στη θάλασσα τον έβγαλε και πήγε κολυμπώντα
μέχρι τα Γιαννιτσάνικα, στο πόρο του Ξερίλα.
Το Γιώργη μας τον πήρανε και χάθηκε για πάντα.
Μνημόσυνα του κάναμε στης Τσίμοβας την εκκλησιά.

Μέχρι που Τούρκος ναύαρχος ήρθε να δει το σπίτι
Πύργος Μαυρομιχάλη στο Λιμένι
στου Λιμενιού το Πύργο μας, πού ΄ταν πάππου προσπάππου,
στα χίλια οκτακόσια δέκα τέσσερα, το θεριστή το μήνα.
Τη μάνα του Πετρόμπεη φίλησε σα δικιά του
και μες το πύργο γύρισε μόνος του τα δωμάτια.
Τη νύχτα έκλαιγε βουβά, ήταν δικός του ο πόνος.
Τα χάσαμε δε ξέραμε πως το Γιωργί μας ζούσε
ΣΟΥΚΙΟΥΡΜΠΕΗ τον λέγανε κι ήταν τρανός αφέντης,
Και ξανανταμωθήκαμε όλοι οι Νεραϊδογέννητοι.
Το μυστικό κρατήσαμε για πάντα στη ψυχή μας,
τη πίκρα εγώ δε κράτησα, γι΄ αυτό μοιρολογιέμαι.

Χ.Ν. Ζερίτης
Καλαμάτα 6/8/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου