Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Η ανάσυρση των "θησαυρών" του Ναυαρίνου. Οι προσπάθειες άγρας των υλικών από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Συμβολή.

 Η ΑΝΑΣΥΡΣΗ ΤΩΝ «ΘΗΣΑΥΡΩΝ» ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ

Οι προσπάθειες άγρας των υλικών από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Συμβολή.

Δεν έχω βρει στη νεοελληνική ιστοριογραφία κάποια ολοκληρωμένη μελέτη για δράσεις σχετικές με την ανάσυρση των υλικών από τα καταποντισμένα πλοία του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στον όρμο του Ναυαρίνου, μετά την γνωστή ναυμαχία της 20ης Οκτωβρίου 1827. Ενώ για τη ναυμαχία και τα αποτελέσματά της έχουν γραφεί εκατοντάδες βιβλία.

Στις 20 Οκτωβρίου, μία ηλιόλουστη μέρα με ήρεμη θάλασσα και ελαφρό δυτικό άνεμο, τα συμμαχικά πλοία μπήκαν στον κόλπο. Συνολικά ήταν 27 πλοία (12 αγγλικά, 7 γαλλικά και 8 ρωσικά), από τα οποία 10 της γραμμής, 9 φρεγάτες, 2 κορβέτες, 5 βρίκια και 1 κότερο. Αυτά αριθμούσαν 1312 πυροβόλα και 9.300 άντρες. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 3 πλοία της γραμμής, 4 δίκροτες φρεγάτες, 13 απλές, 30 κορβέτες, 28 βρίκια, 3 ημιολίες και 6 πυρπολικά -σύνολο  89 πολεμικά. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε 41 μεταγωγικά, από τα οποία τα 8 ήταν αυστριακά. Το προσωπικό τους υπολογίζεται στις 22.000 ναύτες και τα πυροβόλα σε 2.440.


Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ιωσήφ Ντεμίρης (1946 - 2023). Λάδι σε μουσαμά, 70x80 εκ.
Από την επίσημη σελίδα του Πολεμικού Ναυτικού

Σύμφωνα με το σχέδιο του Γάλλου αξιωματικού του αιγυπτιακού στόλου Λετελλιέ, τα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου είχαν διαταχθεί σε τρείς ομόκεντρες σειρές και σε σχήμα πετάλου που το άνοιγμα του -ένα μίλι περίπου πλάτος- έβλεπε προς την είσοδο του κόλπου. Στην πρώτη σειρά ήταν τα 3 τούρκικα πλοία της γραμμής, 4 αιγυπτιακές φρεγάτες και 13 τούρκικες, από τις οποίες οι 2 ήταν δίκροτες των 64 πυροβόλων. Οι υπόλοιπες 2 ήταν τυνησιακές και αγκυροβολημένες πίσω από την όλη παράταξη. Στις άλλες δύο σειρές ήταν τοποθετημένες οι κορβέτες και τα βρίκια. Ο Άγγλος στόλαρχος Κόρδιγκτον παρέταξε τα τρία γαλλικά πλοία της γραμμής απέναντι από τα τέσσερα αιγυπτιακά, στα δυτικά της παράταξης, ενώ τα τρία βρετανικά της γραμμής θα αναλάμβαναν τα τρία τούρκικα. Τα ρώσικα πλοία της γραμμής θα διατάσσονταν μπροστά και απέναντι από τα επόμενα οκτώ μουσουλμανικά πλοία μαζί με τις τρείς βρετανικές φρεγάτες και τη γαλλική φρεγάτα «Armide». ΟΙ αγγλικές φρεγάτες θα σχημάτιζαν μια γραμμή μπροστά στα τούρκικα πλοία της δυτικής πλευράς και εγκάρσια στα αγγλικά πλοία της γραμμής, το ίδιο και οι γαλλικές φρεγάτες για να ασχοληθούν με τις τούρκικες, που θα βρίσκονταν πλάι στα γαλλικά πλοία της γραμμής. Η βρετανική

φρεγάτα «Darmouth» και τα μικρά βρετανικά πλοία θα είχαν ως έργο να επιβλέπουν τα πυρπολικά των Αιγυπτίων, τα οποία βρίσκονταν στα δύο άκρα του πετάλου.

Οι Τούρκοι πυρπόλησαν πρώτοι μία συμμαχική λέμβο και το πυρ γενικεύτηκε. Σύμφωνα με τον Δεριγνύ, η αιγυπτιακή φρεγάτα «Ibsania» άρχισε να βάλει εναντίον της γαλλικής ναυαρχίδας «Sirene» κατά τις 2:40μμ, ενώ η τελευταία ήταν επ’ αγκύρα μόλις 15 λεπτά. Τα τρία βρετανικά πλοία μάχης είχαν ήδη αγκυροβολήσει, αλλά αρκετά, ήταν λίγο πιο πίσω. Το πρώτο ρωσικό πλοίο έφθασε στη προγραμματισμένη θέση του κατά τις 3: 15μμ, εν μέσω σύννεφου καπνού, καθώς πολλά σκάφη είχαν ήδη εμπλακεί στη μάχη. Η αγγλική ναυαρχίδα «Asia» κατόρθωσε πολύ σύντομα να σιγήσει την τουρκική ναυαρχίδα, ενώ την ίδια τύχη είχε και η αιγυπτιακή ναυαρχίδα «Πολεμίστρα», η οποία ξέπεσε τελικά στα ρηχά στην ανατολική πλευρά του κόλπου και αργότερα καταστράφηκε από τους Τούρκους.

Η ναυμαχία έγινε «επ' αγκύρα», ενώ δηλαδή τα πλοία ήταν όλα αγκυροβολημένα, διήρκησε περίπου τέσσερεις ώρες και έληξε με σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Οι Τουρκοαιγύπτιοι έχασαν περίπου 55 πλοία, από τα οποία άλλα βυθίστηκαν και άλλα έμειναν στην επιφάνεια καιόμενα, μέχρις ότου να καταστραφούν από τις εκρήξεις των πυριτιδαποθηκών τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες σύγχρονων, τα ταλαιπωρημένα από τη μάχη συμμαχικά πληρώματα αναγκάσθηκαν να ξαγρυπνήσουν τη νύχτα, ώστε να αποφευχθεί καταστροφή των συμμαχικών σκαφών από καιόμενα τουρκοαιγυπτιακά σκάφη που έπλεαν ανεξέλεγκτα στον κόλπο. Οι σύμμαχοι δεν έχασαν ούτε ένα πλοίο, ενώ οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν 174 νεκροί, σε αντίθεση με τους Τουρκοαιγύπτιους που είχαν απώλειες περίπου 6000 ανδρών[1].

Μεταξύ των βυθισμένων αιγυπτιακών πλοίων ήταν και η ναυαρχίδα «Mohamer Bey», επί της οποία βρισκόταν ο θησαυρός των 30.000 χρυσών νομισμάτων που προοριζόταν για τις ανάγκες μισθοδοσίας ναυτών και αξιωματικών. Όμως μαζί με τα χρήματα βρέθηκαν στον βυθό και κανόνια, ξύλα, σχοινιά, κατάρτια, πανιά, έπιπλα και ένα μεγάλο πλήθος από υλικά που ενδιέφεραν το Ελληνικό Κράτος και το οικονομικό αποτέλεσμα της ανασύρσεώς τους (και πολλών άλλων ναυαγίων από ναυμαχίες) το είχε συμπεριλάβει στον Προϋπολογισμό της Ελλάδος του 1828 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας[2].

 Η παρούσα μελέτη αποτελεί αποτέλεσμα έρευνας από το έτος 2019, από τότε δηλαδή που ο γράφων βρήκε την προκήρυξη διαγωνισμού για την «Άγραν του λιμένα του Νεοκάστρου» που τα μετέπειτα χρόνια χαρακτηριζόταν ως «Άγρα της Πύλου».

Α) Η πρώτη λοιπόν είδηση πως προκηρύσσεται διαγωνισμός ανέλκυσης δημοσιεύθηκε σε πολλές εφημερίδες το 1833, έξι χρόνια δηλαδή μετά τη Ναυμαχία. Μεταξύ των εφημερίδων που δημοσίευσαν την προκήρυξη του διαγωνισμού ήταν η «Αθηνά»[3]. Στο φύλλο της δηλοποιείται πως :

 «ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ

Α΄. Οι επιθυμούντες να επιχειρήσωσι την άγρευσιν των κατά τον λιμένα Νιοκάστρου ευρισκομένων λειψάνων, ειδοποιούνται ότι πρέπει να παρουσιασθώσιν εις τον επί των Ναυτικών Γραμματείαν της Επικρατείας, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ επιτρόπου και να συμφωνήσουν μετ’ αυτής περί όλων, όσα αφορώσι το αντικείμενον τούτο.

Β΄. Όσοι δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθώσιν είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ επιτρόπου πρέπει να διυθύνουν προς την αυτήν επί των Ναυτικών Γραμματείαν τας προτάσεις των, καθ’ άς δύνανται να αναλάβουν το περί ού ο λόγος έργον.

Γ΄. Δια τους πρώτους και δια τους δεύτερους δίδεται προθεσμία τεσσαράκοντα ημερών, αφ’ ής δημοσιευθή το παρόν δια των εφημερίδων, εις το τέλος της οποίας η επί των Ναυτικών Γραμματεία έχουσα υπ’  όψιν τας προτάσεις, όσαι ήθελον παρουσιασθή μέχρις εκείνης της εποχής, θέλει αποφασίση επιδεχομένη τας ωφελιμοτέρας εις το Ταμείον.

Αι προτάσεις αύται πρέπει να έχωσιν αντικείμενον τα εξής άρθρα, κατά τα οποία θέλει γενή το συμφωνητικόν.

α. Ο εκβυθιζόμενος σίδηρος, χαλκός, ορείχαλκος εις κομμάτια, μόλυβδος, κάμηλος[4], γούμεναι[5], σχοινία, ξύλα, άγκυραι και τ.λ. να μερίζονται και η μέν Κυβέρνησις να λαμβάνει….ο δε συμφωνών………..

β. Όλα τα εκβυθιζόμενα χρήσιμα ορειχάλκινα κανόνια να παραχωρούνται εις την Κυβέρνησιν και να πληρώνονται εις τον συμφωνούντα το αντίτιμον του αναλογούντος εις αυτόν μέρους προς Δραχμάς ….δι’  εκάστην οκάν.

γ. Όλα τα σιδηρά χρήσιμα κανόνια τα παραχωρούνται επίσης εις την Κυβέρνησιν πληρωνόμενα αναλόγως ως εφεξής :
Κανόνια των 24 λιτρών δρχ…….
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’   18 ‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’  12 ‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’     8 ‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’     6 ‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
Καννονάδες ή οβούζια[6] οποιασδήποτε χωρητικότητας δρχ…………..

δ. Όσος σίδηρος εκ της αναλογίας του συμφωνούντος, είτε εις αλύσους αγκύρων, είτε εις καρφία κ.λ. ήθελον εγκριθή ν’ αγορασθή δια λογαριασμόν της Κυβερνήσεως, να παραχωρήται εις αυτήν προς δρχ……… το καντάρι.

ε.  Όλον τον χαλκόν και τον ορείχαλκον της αναλογίας του να υποχρεούται ο συμφωνών να τον παραχωρή εις την Κυβέρνησιν, τον μεν χαλκόν προς δρχ ……………. Τον δε ορείχαλκον προς δρχ ……….. την οκάν και εάν η Κυβέρνησις δεν έχει ανάγκην των τοιούτων, τότε δίνηται εις αυτόν το μερίδιόν του εκ της εκβυθιζόμενης ύλης.

στ. Εάν ήθελεν εκβυθισθή και αβλαβείς σχιστόλιθοι (πλάκες) να παραχωρήται εις την Κυβέρνησιν εις την τιμήν λεπτών ……….. δι’  έκαστον τετραγωνικόν πόδα.

ζ. Αι αγρευόμεναι γούμεναι χρήσιμαι δια σφολότζι[7] ψιλό το καντάρι δρχ …………………. Ομοίως Τούρκικον, ομοίως Ρωσσικόν. Δια στουπί…………. Ο μόλυβδος……… το καντάρι…….

η. Εάν ήθελεν εκβυθισθή και χρυσός ή άργυρος, είτε εις νομίσματα είτε εις κομμάτια να λαμβάνη ο συμφωνών.
θ. Τας εκβυθιζομένας και αβλαβείς χρησίμους αγκύρας να υποχρεούται ο συμφωνών να παραχωρή εις την Κυβέρνησιν πληρωνόμενος δια το ανάλογον αυτού, κατά την εκτίμησιν επιτροπής εκλεγμένης από τον επιστάτης της Κυβερνήσεως και τον συμφωνούντα. Κατ’ εκτίμησιν της αυτής επιτροπής θέλει πληρώνεσθαι την αναλογίαν του δι’ όσα εκ των εκβυθιζομένων ειδών ήθελον φανή χρήσιμα εις την Κυβέρνησιν, και των οποίων η τιμή δεν προσδιορίζεται εν τω προγράμματι τούτω.

ι. Είναι εις χρέος ο συμφωνών να φέρη και να παραδίδη εκάστην εσπέραν όλα τα αγριευόμενα εις την εθνικήν αποθήκην, εννοουμένων όλων των εξόδων, και της εκβυθίσεως και της μετακομίσεως εις βάρος του. Ο μερισμός θέλει γίνεται τακτικά εις το τέλος εκάστης εβδομάδος, και όσα εκ των ειδών δεν ήθελον είσθαι επιδεκτικά μερισμού, άλλ’ ουδέ ήθελεν εγκριθή ν’ αγορασθώσι δια λογαριασμόν της Κυβερνήσεως, να πωλούνται επί δημοπρασίας.

ια. Όλα δε τούτα, καθώς και όσα είδη εκ της αναλογίας των συμφωνούντων δεν ήθελον εγκριθή ν’ αγορασθώσι δια λογαριασμόν της Κυβερνήσεως, θέλουν υπόκεισθαι εις τελωνειακά δικαιώματα δια την εξαγωγήν των μεταφερομένων εντός ή εκτός της Επικρατείας.

Εν απουσία του επί των Ναυτικών Γραμματέα, ο επί των Οικονομικών Α. Μαυροκορδάτος.
ο Διευθυντής

Γ. Καρ. Τισαμενός[8]»

Είναι εμφανές πως η παραπάνω προκήρυξη διαγωνισμού δεν προέβλεπε κάποιες σταθερές τιμές και η ασάφεια είναι σαφέστατη. Ίσως αναμενόταν η εκδήλωση ενδιαφέροντος ώστε να γίνει αντιληπτό από το Κράτος, μέσα από διαπραγματεύσεις, σε ποία ύψη κυμαινόταν η ανταπόδοση για τον εργολάβο που θα αναλάμβανε το έργο. Δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν υπήρξε ανταπόκριση και εάν αναδείχθηκε εργολάβος. Εκτιμώντας όμως τους αυστηρούς όρους πιστεύω πως δεν θα υπήρξε ενδιαφέρον, καθώς το 1833 η Αντιβασιλεία προσπαθούσε να εδραιώσει την θέση της και οι εσωτερικές διεργασίες για την ανάληψη της εξουσίας από τον βασιλιά Όθωνα είχαν δημιουργήσει έκρυθμες καταστάσεις. Όμως είχαν περάσει μόνο 6 χρόνια από τη Ναυμαχία και ό,τι είχε καταβυθιστεί ήταν σε καλή κατάσταση.

Β) Η 2η απόπειρα για την επιλογή εργολαβίας για την Ανάσυρση δημοσιεύεται[9] το 1840 στην εφημερίδα «Φίλος του Λαού», δηλαδή επτά (7) χρόνια αργότερα:

«Η επί των Ναυτικών Γραμματεία της Επικρατείας
Δηλοποιεί
Ότι, εκτίθεται εις εργολαβίαν η εκβύθισις των εν τω λιμένι του Νεοκάστρου υπαρχουσών υλών ως κανόνια, μέταλλα παντός είδους, σχοινία, άγκυραι, πλοία, χρήματα, και τα τοιαύτα.
Αι προσφοραί είναι δεκταί δι’ εγγράφων εσφραγισμένων και παρουσιαζομένων εις το Κατάστημα της επί των Ναυτικών Γραμματείας μέχρι της α. Αυγούστου του τρέχοντος έτους. Την επιούσαν δε προ μεσημβρίας θέλουν αποσφραγισθεί, παρόντων όλων των προσφερτών, ή των νομίμων αυτών πληρεξουσίων.
Η συμφεροτέρα προσφορά θέλει επικυρωθεί όταν φθάση τον προσδιορισθέντα ήδη παρά της Κυβερνήσεως ελάχιστον όρον.
Η διάρκεια της εργολαβίας πρέπει να ήναι ρητή και ο εργολάβος θέλει την προσδιορίζει εις την έγγραφον πρότασίν του, λαμβάνων ως ανώτερον όρον πέντε έτη και ως ελάχιστον έν.
Ο πλειοδότης οφείλει να δώση αξιόχρεον εγγύησιν δια την εκπλήρωσιν των μετά του δημοσίου συμφωνιών του.
Αθήναι 25 Ιουνίου 1840
Ο επί των Ναυτικών Γραμματέας της Επικρατείας
Α.Γ. Κριεζής».

Στην 2η προκήρυξη τα πράγματα εμφανώς απλοποιούνται. Δεν αναγράφονται τιμές ούτε ποσοστά όπως στην 1η που θα είχαν τρομάξει τους ενδιαφερόμενους και ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε συμμετοχή. Τώρα όμως υπήρξε ενδιαφέρον και κάποιες προσπάθειες επηρεασμού της Γραμματείας των Ναυτικών για την ανάδειξη του Εργολάβου. Όπως θα διαβάσει παρακάτω ο αναγνώστης, και θα εξάγει τα δικά του συμπεράσματα, το ανώτατο όριο των 5 ετών εργολαβίας, που δόθηκε για την άγρα των υλικών, δημιούργησε αρκετά προβλήματα, τα οποία αποδελτιώθηκαν από εφημερίδες της εποχής και εμφανέστατα αποδεικνύουν πως το 1840 δεν απέχει και πολύ σε νοοτροπία από το 2025.

Φαίνεται πως κάποιοι ενδιαφερόμενοι προσπάθησαν να προκαταλάβουν την τελική επιλογή του Εργολάβου. Μαθαίνομε[10] λοιπόν πως :

«Συμφώνως με την προκήρυξιν της Β. Γραμματείας των Ναυτικών, περί εργολαβίας της εκβυθίσεως των εν τω λιμένι του Νεοκάστρου υπαρχουσών υλών, εδόθησαν αι προτάσεις των εργολάβων εις την ρηθείσαν Γραμματείαν. Είς των προσφερτών είναι και ο αξιωματικός του ναυτικού Κ.Α.Κ. Κολόμπας, όστις προς ανακούφισιν των δεσπουζών αυτόν δυστυχιών, και προς καλλιτέρευσιν της τύχης της πολυαρίθμου οικογενείας του, απεφάσισε να επιχειρισθή το έργον τούτο, πιστεύομεν ως εκ τούτων, ότι ο Κύριος Κολόμπας θέλει προτιμηθή, καθ’ όσον και αι προτάσεις του είναι ωφέλιμοι».

Ο κύριος Κολόμπας επιθυμούσε να προτιμηθεί και χρησιμοποίησε την εφημερίδα για να προβάλλει το ενδιαφέρον του, πλην όμως άλλος πήρε τη εργολαβία.

Από αυτή την 2η προκήρυξη-δηλοποίηση ανεδείχθη Εργολάβος. Η αναζήτηση του ονόματος-ων δεν μου απέφερε αποτελέσματα διότι αναδιφώντας τις εφημερίδες Αθηνών «Αθηνά», «Αιών», «Ο Φίλος του Λαού» και «Ταχύπτερος Φήμη» δεν συνάντησα δημοσίευμα περί του Αναδόχου.

Όμως είναι σίγουρο πως και υπήρξε και δούλεψε και αποτελέσματα είχε διότι σε επιστολή του[11] ο ανταποκριτής του «Φίλου του Λαού» το 1842 ενημερώνει πως :

«Κύριε Συντάκτα του «Φίλου του Λαού». Πύλος την 27 Μαΐου 1842. Χθες εσπέρας αφίχθη ενταύθα με έν αγγλικόν Κότερον ο Κ. Πρέσβυς της Αγγλίας. Εξελθών δε υπήγεν εις το φρούριον και μετά μισήν ώραν εμβήκεν εις το πλοίον. Μένει ακόμη εδώ. Που θα υπάγει δεν γνωρίζω.

Η άγρα του λιμένος υπάγει θαυμασίως. Έχουν έως επτά κανόνια προύτζινα και διάφορα άλλα κομμάτια εξηγμένα. Ελπίζεται καλή ωφέλεια του δημοσίου. Άλλ’ οι αγρευταί παραπονούνται διότι τους παίρνει πολύ η Κυβέρνησις».

Γ)  Δεν διαθέτω στοιχεία για το αν η εργολαβία 1840-1845; ολοκλήρωσε την 5ετή συμφωνία της και ποία ήταν τα συνολικά αποτελέσματα της άγρας, όμως αμέσως μετά μια νέα εργολαβία ξεκινά το 1847 και διαθέτομε το συμφωνητικό. Πρόκειται για Καλυμνιώτες Πλοίαρχους οι οποίοι ως Συνεταιρισμός αναλαμβάνουν την «Άγρα της Πύλου».

Καταθέτω ολόκληρο το κείμενο που υπάρχει στα «Καλυμνιακά Χρονικά[12]»:

«Νύχτα της 20ης Οκτωβρίου 1827. Μόλις τέλειωσε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Μια ναυμαχία δραματική που «πρόσθεσε στο χάρτη της Ευρώπης το εθνικό Κράτος της ελεύθερης Ελλάδας». Ξημερώνοντας η επόμενη μέρα βρίσκει τα ήρεμα πια νερά στο περήφανο Νιόκαστρο, στον κόλπο του Ναυαρίνου, να κρύβουν στον κόρφο τους τα συντρίμμια σχεδόν ολοκλήρου του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Κι’ έμειναν εκεί κρυμμένα για αρκετά χρόνια, διατί ήτα δύσκολο το εγχείρημα της ανέλκυσής τους με τα μέσα της εποχής εκείνης. Χρειάζονταν ικανοί, δυνατοί, τολμηροί και ριψοκίνδυνοι δύτες για να εντοπίζουν τα ναυάγια και να εκτελούν της επιχείρηση της ανέλκυσής τους, μια επιχείρηση αναγκαία και πολύ σημαντική για το νεοσύστατο τότε Ελληνικό Κράτος, γιατί τα «λάφυρα» αποτελούσαν χρήσιμο πολεμικό υλικό, αλλά και σημαντικό οικονομικό πόρο. Αρκεί στην περίπτωση αυτή να αναφερθεί ότι στη ναυαρχίδα του Αιγυπτιακού στόλου, με το όνομα «Moharem Bey», υπήρχαν χρυσά νομίσματα για μισθοδοσία 30.000 περίπου αξιωματικών και ναυτών, καθώς και πολύτιμους λίθους και λάφυρα. Ήταν όμως ήδη γνωστό σε όλους πως οι φημισμένοι σφουγγαράδες της Καλύμνου, τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, όργωναν τους σκοτεινούς βυθούς ολόκληρης της Μεσογείου. Γι’ αυτό ο ένδοξος πυρπολητής της Ελληνικής Επαναστάσεως Κωνσταντίνος Κανάρης, είχε με καμάρι στο καράβι του, για βοηθό του, ως τολμηρό και ικανότατο βουτηχτή, τον Καλύμνιο σφουγγαρά Ιωάννη Καλογιάννη. Και ο Δημήτριος Υψηλάντης, με επιστολή του στις 18 Ιουνίου 1821, αναζητά Καλύμνιους, «ικανούς, αξίους και επιτηδείους βουτιχτάδες», για να ανασύρουν κανόνια και άλλα πολεμικά λάφυρα από τουρκικά πλοία, βυθισμένα από τους πυρπολητές μας στο λιμάνι Ερεσσού Μυτιλήνης. Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό και αναμενόμενο, η δύσκολη αυτή και επικίνδυνη αποστολή να ανατεθεί σε Καλύμνιους σφουγγαράδες. Και πράγματι στις 9 Δεκεμβρίου 1847 υπογράφεται γι’ αυτό το σκοπό το συμφωνητικό που ακολουθεί αυτούσιο και στο οποίο καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, ως εξής :

Συμβόλαιον : Οι υποφαινόμενοι πλοίαρχοι εσυμφωνήσαμεν με τον εργολάβον να υπάγομεν το ερχόμενον καλοκαίριον δια να εκβυθίσωμεν τα εν τω λιμένι του Νεοκάστρου πράγματα του πυρποληθέντος τουρκικού στόλου, με τους εξής όρους:

Α. Ο εργολάβος οφείλει να προμηθεύση εις τους ρηθέντας Πλοιάρχους τα σχοινία και τους μακαράδαις[13], όσα ήθελον χρειασθεί εξ ιδίων των, χωρίς να υπόκεινται οι πλοίαρχοι εις ουδεμίαν πληρωμήν, μεθ’ ών και τον στατήρα.
Β. Ο εργολάβος οφείλει να χορηγήσει εις τους πλοιάρχους την πυρίτιδα, στάμναις και τσιμπούκι δια την μίναν και να πληρώνει έκαστος των πλοιάρχων το αναλογούν μέρος, και ο εργολάβος επίσης.
Γ. Εξ όλου και του οποιουδήποτε πράγματος ό ήθελεν εκβυθισθή, να λαμβάνει ο εργολάβος εκ του ημίσεως (διότι το άλλον ήμισυ θα λαμβάνει η Ελληνική Κυβέρνησις) να λαμβάνει το πέμπτον, αριθ. 1/5, τα δε άλλα τέσσερα πέμπτα, αριθ. 4/5, οι πλοίαρχοι.

Δ. Η διανομή των εκβυθιζομένων πραγμάτων θέλει γίνεσθαι κατά παν Σάββατον, χωρίς τινός προφάσεως εξ οποιουδήποτε μέρους.

Ε. Οι ρηθέντες πλοίαρχοι θέλουν εργάζεσθαι ο καθείς ιδιαιτέρως και οποιοδήποτε έξοδα ήθελον συμβή να πληρώνει ο καθείς ιδιαιτέρως αναλόγως του μεριδίου του, πλην των σχοινίων και μακαράδων καθώς διαλαμβάνει το α΄ άρθρον της παρούσης συμφωνίας.

ΣΤ. Ούτε ο εργολάβος ούτε οι πλοίαρχοι δύνανται να στείλωσιν άλλον πλοίον προς εκβύθισιν, ειμή έν μόνον, οποιονδήποτε θελήσει ο εργολάβος αλλά και αυτό θέλει υπόκεινται εις τους ιδίους όρους.
Ζ. Ο εργολάβος οφείλει να δώσει μίαν μόνον μαούναν την οποίαν θέλουν μεταχειρίζεσθαι όλοι οι πλοίαρχοι, ο καθείς ιδιαιτέρως, και εάν εκ μέρους του εργολάβου ή εκ μέρους των πλοιάρχων συμβή πρόσχημα τι προς ζημίαν της εκβυθίσεως, να υπόκειται ο αίτιος εις πληρωμήν χιλίων, αριθ. 1.000, δραχμών.
Η. Οι εκβυθισταί ωφείλουσι να δουλεύουσιν έως και δέκα πέντε, αριθ. 15, Σεπτεμβρίου, και τότε αμέσως, αφού λογαριασθώσι, να αναχωρώσιν, εκτός εάν κανείς θελήσει να μείνη ακόμη είναι δεκτός. Τότε μόνον δεν είναι υπεύθυνοι να δουλεύωσιν έως τότε όταν αποδειχθεί ότι δεν έχει ο λιμήν προς εκβύθισιν πράγματα.

Θ. Εάν εκ μέρους του εργολάβου ήθελεν συμβή κανέν εμπόδιον προς ζημίαν των εκβυθιστών, να πληρώνει ο εργολάβος εις αυτούς τα έξοδα όλα και τας ζημίας των.

Ι. και τελευταίον, εάν των πλοιάρχων κλέψη οτιδήποτε εκβυθισθέν πράγμα,  και αποδειχθεί η κλοπή, να πληρώνει έπειτα δεκαπλασίως την αξίαν του. Ή εάν τις εξ αυτών να αρνηθή να έλθη προς εκβύθισιν να πληρώνει εις τον εργολάβον δι’ αποζημίωσιν τέσσαρας χιλιάδας, αριθ. 4.000, δραχμάς.

Όθεν προς πίστωσιν εγένετο το παρόν συμβόλαιον εις τέσσετα όμοια υπογεγραμμένα παρ’ όλων ημών και του εργολάβου, εξ ών έκαστος θέλει κρατεί έν.

Εγένετο εν Αθήναις την ενάτην 10βρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους, ημέραν τρίτην της εβδομάδος.

Ο εργολάβος – αντί του εργολάβου Γεωργίου Γιαλάφου, Ν. Καμπούρης.
Οι πλοίαρχοι : Ν. Κορφιάς – Ιωάννης Κουτζουράης, Θέμελης Κουφός (;) γραφόμενος δια Ιωάννου Κουτρούλη, Θεόδωρος Δρόσου, Χπ. Θεοδώρου, Ιω. Διακομιχάλης, γιώργης διακομιχάλης, Θεοφίλης Μουζουράκης,
τα άνω στεργούνται γεώργιος καραφύλις (;) ιπόσχουμε και εδώ υπογράφομε δια χειρός μου.

Δεν βρήκα στοιχεία για τα αποτελέσματα της άγρας. Όμως η συνέχεια αυτής της περιπέτειας, που δόθηκε μέσα από τις εφημερίδες της εποχής, μας αποκαλύπτει πόσα ήταν τα οφέλη της. Ας συγκρατήσει ο αναγνώστης τούτου του πονήματος το όνομα του Καλύμνιου εργολάβου Γεωργίου Γιαλάφου, διότι η συνέχεια, όπως θα παρουσιασθεί παρακάτω, είναι ένα ακόμη δείγμα για τον τρόπο που λειτουργεί διαχρονικά το Ελληνικό Κράτος. Φαίνεται πως οι φιλότιμες προσπάθειες των Καλύμνιων σφουγγαράδων-καταδυτών έφερναν αποτελέσματα και η άγρα ήταν επικερδής, γι’ αυτό και κάποιοι που διέθεταν «μπάρμπα στην Κορώνη…& Πύλο», τον χρησιμοποίησαν για να πάρουν την εργολαβία και να συνεχίσουν την ανάσυρση υλικών. Καταγγέλλεται δηλαδή, εν συντομία, πως πρώην κρατικός υπάλληλος (Καθοπούλης) ανέλαβε την εργολαβία πριν τη λήξη της (ενάμιση έτος), υπό την προστασία του Α. Κριεζή (πρωθυπουργεύοντος και υπουργού Ναυτικών), χωρίς διαγωνισμό, με όρους εις βάρος του Δημοσίου και η ανατεθείσα εργολαβία κατέστη άκυρη με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατόπιν πρωτοβουλίας της Βασίλισσας. Για τον έχοντα περιέργεια για λεπτομέρειες αναγνώστη, ιδού[14] πως :

«Κύριο άρθρο της εφημερίδος «Αιών» με τίτλο «Η άγρα της Πύλου». «Ωμιλήσαμεν προ τριών ημερών μετ’ ευχαριστήσεως μεγάλης περί της βεβαιωθείσης εθνικής ευγνωμοσύνης και τιμής προς τους αοιδίμους Ναυάρχους της εν Πύλω περιωνύμου ναυμαχίας. Ομιλούμε σήμερον μετά λύπης πολλής περί της γενομένης  επισήμου διαρπαγής των βεβυθισμένων λειψάνων των εν τω λιμένι της Πύλου πυρποληθέντων τουρκικών πλοίων…. Οφείλομεν επί του προκειμένου να δώσωμεν εις τους αναγνώστας ημών τας απαιτουμένας πληροφορίας. Της εκβυθίσεως των λειψάνων αυτών η εργολαβία εξετίθετο πριν εις συναγωνισμόν μειοδοσίας, κατά της κοινώς παραδεδεγμένην τάξιν. Τοιαύτη κατεκυρώθη τω 1846 είς τινα καταδύτην Καλύμνιον Γεώργιον Γιαλάφον, επί τέσσερα έτη, ήτοι μέχρι του τέλους του 1850…κατά το συμβόλαιον ο εργολάβος υπεχρεούτο να εργάζηται πέντε τουλάχιστον μήνας του έτους κι να απασχολή επί της προκειμένης εκβυθιστικής άγρας εικοσιπέντε τουλάχιστον καταδύτας. Εκ δε των εκβυθιζομένων πραγμάτων να δίδη εις το Δημόσιον το ήμισυ αυτουσίως και ημερησίως διανεμόμενον επ’ αυτών των ακτών του λιμένος. Προσέτι δε να υποβάληται εις πρόστιμον δρχ. 40.000 προς αποζημίωσιν αν δεν εργασθή τον συμπεφωνημένον χρόνον ή δεν απασχολήση κατά συνέχειαν ωρισμένους καταδύτας. Επί τέλους δε ουδεμίαν ούτος να έχη απαίτησιν αποζημιώσεως εν τη περιπτώσει καθ’ ήν φωραθή υπεξαιρώντι των εκβυθιζομένων πραγμάτων…. Υπό τας συμφωνίας ταύτας ο εργολάβος Γιαλάφος αρξάμενος της άγρας, εχορήγησεν εις το Δημόσιον κατά το τετραετές διάστημα ωφέλειαν περί τα 200.000 δρχ.

Τι δ’ εν τοσούτω συμβαίνει; Την εργολαβίαν αυτήν παρεχώρησεν, αντί τεσσάρων άλλων, επί επτά έτη ο πρώην επί των Ναυτικών Υπουργός προς τον κ. Καθοπούλην, υπάλληλον πριν του επί των Οικονομικών Υπουργείου. Τίνι δε τρόπω παρεχωρήθη αύτη; Κρυφίως, ήτοι παρανόμως, ως μη προηγηθέντος ούτε συναγωνισμού, ούτε τουλάχιστον Βασιλικού διατάγματος αδείας επί τη βάση δεδικαιολογημένης εκθέσεως υου αρμοδίου Υπουργού…. Κατά ποίαν προσέτι παρεχωρήθη εποχήν αύτη; Κατά τον Νοέμβριον του 1849, ήτοι έν και ήμισυ σεδόν έτος προ της λήξεως της πρώτης εργολαβίας. Και υπό ποίους όρους; Πολλώ επιζημίους εις το Δημόσιον, αποδεικνυομένους εξ αυτής, της συμπαραβολής των συμβολαίων, πρώτον του Γιαλάφου και δεύτερον του Καθοπούλη.
Όταν η εργασία εργολαβίας τινός απαιτεί ιδιαιτέραν τεχνικήν επιτηδειότητα, ένεκα δε τούτου δεν ελπίζεται να κατορθωθή καλός συναγωνισμός. Όταν επομένως πρόκειται να παραχωρηθή η τοιαύτης φύσεως εργολαβία εις άνθρωπον έχοντα την απαιτουμένην ιδιαιτέραν τεχνικήν επιτηδειότητα και αποδεδειγμένην εμπειρίαν ή όταν υπάρχωσιν αι λοιπαί αναφερόμενοι εξαιρετικαί περιστάσεις…..

Ηδύνατο ποτέ ο νέος υπάλληλος Καθοπούλης να διαφιλονεικήση δια της λογιστικής του εμπειρίας προς την ιδιαιτέραν τεχνικής επιτηδειότητα του εκ γενετής καταδύτου Γιαλάφου; Απέδειξε ποτέ, εργαζόμενος εν των Ελεγκτικώ Συνεδρίω και τω Υπουργείο Οικονομικών, εμπειρίαν οποιανδήποτε περί τας καταδύσεις και εκβυθίσεις δια να θεωρηθή κάν ούτως εφάμιλλος, αδιάφορος δε η προτίμησίς του; Έξω δε τούτων, προηγήθη δικαιολογητική τις έκθεσις και Βασιλική άδεια; Ουδέν τούτων. Προσέφερε μάλιστα ο δεύτερος εργολάβος Καθοπούλης αξιόχρεων εγγυητήν, υποσχόμενος να αποζημιώση το Δημόσιον, αν δεν εκτελέση ακριβώς το συμβόλαιον, ως προσήγαγε τούτον ο πρώτος Γιαλάφος τον Κύριον Κωνσταντίνον Κ. Πλατύν; … και όχι μόνον υπεχρεώθη αυτός να έχη μόνον 8-10 καταδύτας αντί των 25 περίπου του Γιαλάφου, αλλ’ εξ εναντίας υπεχρεώθη το Δημόσιον τα δέχηται εις βάρος του όσα σιδηρά κανόνια άχρηστα, αλύσεις, αγκύρας και μαδέμια ή μίγματα ελκύση ούτος εις την ξηράν, επί πληρωμή Δρ. μεν 5 το καντάριον δια τα άχρηστα σίδηρα, Δρ. δε 6 δια τα μαδέμια. Αν δε μάλιστα μεταξύ των εκβυθισομένων σιδηρών κανονίων, αλύσεων και αγκυρών ευρεθώσιν εύχρηστα τοιαύτα, το Δημόσιον να πληρώνη ταύτα κατ’ εκτίμησιν πραγματογνωμόνων. Αφίνων εν μέρει πάντα άλλον όρον, και μόνον λαμβάνων υπ’ όψιν τον τελευταίον τούτον, βλέπει έκαστος αναντίρρητον ότι η εργολαβία του κ. Καθοπούλη δυναμένη δια πολλής ευκολίας να ελκύη εις την ξηράν κατά παν έαρ πολλάς εκατοντάδες χιλιάδων καντάρια, θέλει αφαιρεί ετησίως και επί επτά έτη από το Δημόσιον Ταμείον επέκεινα ίσως των Δρ. 200.000, χορηγούσα εις τούτο άχρηστον ύλην, άπειρον μεν κειμένην εις τα αβαθή παράλια του λιμένος της Πύλου, ουδόλως δε ζητουμένην παρά τινός. Δύνανται δ’ άλλως να ευρεθώσι σιδηρά κανόνια χρήσιμα, ωξυδωμένα εν τη θαλάσση επί είκοσιν έτη;.

Δι’ αναφοράς του πρώτου εργολάβου Γιαλάφου εγένετο γνωστή η υπόθεσις αύτη προς την Βασίλισσαν. Η Α.Μ. ιδούσα την επί του προκειμένου έκθεσιν του εν Αθήναις Δικηγορικού συλλόγου, παραβαλούσα δε μάλιστα το νόμιμον συμβόλαιον του Γιαλάφου με το παράνομον του δευτέρου εργολάβου Καθοπούλη, επείσθη περί του δολίου και καταχρηστικού σκοπού, όστις υπαγόρευσε την σύνθεσιν τούτου, και περί της υποθέσεως αυτής διέταξε να συσκεφθή το Υπουργικόν Συμβούλιον. Τι έπραξε τούτο μετά πολλήν σκέψιν και συζήτησιν, εκθέσαντος του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού Κ. Πάϊκου;. Εκήρυξεν άκυρον το μετά του κ. Καθοπούλη συμβόλαιον του υπουργείου Ναυτικών, ως μη γενόμενον κατά τους κειμένους νόμους, ως επιζημιώτατον εις το Δημόσιον και συγχρόνως ώρισε να περιληφθή εις τα έσοδα του προϋπολογισμού η εκ της άγρας του λιμένος της Πύλου προαγόμενη ωφέλεια. Και μολοντούτο κινείται εναντίον της αποφάσεως ταύτης, όχι μόνο εσημειώθη εις τα έσοδα του τρέχοντος προϋπολογισμού η, περί ής ο λόγος, έκτακτος πρόσοδος, αλλά και το υπουργείον των Ναυτικών, υπουργούντος και πρωθυπουργούντος του κ. Κριεζή, διέταξε και εχορηγήθησαν από του εν Πόρω ναυστάθμου εις τον κ. Καθοπούλην, πυρίτις, σχοινία, και άλλα ταύτα προς εκτέλεσιν του κηρυχθέντος, παρά της ολομελείας της Κυβερνήσεως, ακύρου συμβολαίου.

Αλλά ποίαν ο κ. Κριεζής αντέταξεν, ερωτηθείς παρά της Αντιβασιλίσσης, πρόφασιν της τοιαύτης διαγωγής του; Η ακύρωσις, είπε, του συμβολαίου επιφέρει δικαίωμα αποζημιώσεως, προς όν εχορηγήθη η εργολαβία και εις βάρος του Δημοσίου, ή κατά του ατόμου του παραχωρήσαντος την εργολαβίαν ταύτην Υπουργού. Συγχωρούνται, προς Θεού, σοφιστείαι τοιαύται; Θεωρείται ποτέ έγκυρος πάσα εργολαβία χορηγουμένη άνευ συναγωνισμού ή άνευ Βασιλικής αδείας; Έχει ποτέ εργολάβος τοιούτος δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου, ότε εξ ακύρου τίτλου παράγονται δικαιώματα; Έχει ωσαύτως εργολάβος τοιούτος δικαίωμα αγωγής προσωπικώς κατά του Υπουργού, ότε συναλλάχθη εν γνώσει του εν ισχύει υπάρχοντος Νόμου, παράνομον δε και άκυρον πράξιν συνήψε;…….».

Ο καταγγελόμενος Καθοπούλης απάντησε[15] μετά από λίγες ημέρες αφήνοντας υπονοούμενα για την εφημερίδα «Αιώνα» και απαντώντας στο περιεχόμενο των καταγγελλομένων. Επιλέγοντας τα ουσιαστικά σημεία της μακρόσυρτης επιστολής, ο αναγνώστης θα βγάλει τα συμπεράσματά του :

«Η εν Ναυαρίνω Άγρα. Ο Αιών, όργανον των συμφερόντων και ιδεών γνωστής μερίδας ανθρώπων, μεταχειρίζεται τον όγκον του λόγου μέχρι αηδίας και οσάκις ακόμη πρόκειται περί των απλουστέρων πραγμάτων. Τούτο δε πράττει όπως ευκολώτερον τους απλουστέρους πλανήση και δια να δώση μεγαλήτερον θράσος εις τα προστατεύομενα παρ’ αυτού συμφέροντα…η λογική του Αιώνος, η λογική των υλικών συμφερόντων ανθρώπων τους οποίους έλαβε υπό την προστασίαν του και οίτινες είναι γνωστοί, ότι, υπό το πρόσχημα της υπερασπίσεως του εθνικού δήθεν πλούτου, καταγλινονται όλαις δυνάμεσι ν’ αρπάσωσι την ιδιοκτησίαν του άλλου. Τοιούτοι είναι και οι κρυπτόμενοι όπισθεν του ογκώδους άρθρου του Αιώνος…. Όπου καταφαίνεται άπασα η ραδιουργία και η δολιότης προς ακύρωσιν της εις εμέ παραχωρηθείσης εργολαβίας.

Η άγρα της Πύλου είχε αξίαν, είχεν κέρδη θετικά, όταν ήτο πρόσφατος εισέτι η καταστροφή του Οθωμανικού Στόλου διότι υπήρχον ορειχάλκινα τινα πυροβόλα, τα οποία ο Αιγύπτιος ως βυθισμένα βαθέως δεν ηδυνήθη να εξαγάγη. Συστηθείσης της Κυβερνήσεως του Μακαρίτου Καποδιστρίου, εφρόντισε αύτη να διαθέση, δια παραχωρήσεως και όχι δια συναγωνισμού, την άγραν και παντοίοι κερδοσκόποι τολμηροί ιθαγενείς και ξένοι ερρίφθησαν εις το στάδιον των ελπίδων. Αλλά και τότε ακόμη ότε ελπίδες υπήρχον περισσότεραι, ουδείς των εργολάβων αφ’ ού διέτρεξε τον χρόνον της συμφωνίας του ωθήθη υπό νέας ελπίδος. Άπαντες αφ’ ού άπαξ εδοκίμασαν και μετά την δοκιμήν εγκατέλειπον το χρυσούν όνειρόν των, και δεν επιθύμησαν να επαναλάβουν, διότι, ως προείπον, η μόνη θετική πλάνη είναι η άγα των σιδηρών πυροβόλων, των οποίων τα έξοδα της εκβυθίσεως ή υπερτερούν την αξίαν, μετά την αφαίρεσιν του ημίσεως ανήκοντος εις το Δημόσιον ή αφίνουν μικρότατον και ασήμαντον κέρδος. Καθόσον γνωρίζω, τόσον η Κυβέρνησις του Καποδιστρίου, καθώς και η Βασιλική, παρεχώρησε την άγραν συνήθως άνευ δημοπρασίας, διότι ουδείς νόμος, ουδέν διάταγμα εκανόνισε τον τρόπον…».

Η τελευταία, εξ όσων έχω αποδελτιώσει, λοιπόν μεταεπαναστατική είδηση περί της άγρας των υπολειμμάτων του καταβυθισθέντος τουρκοαιγυπτιακού στόλου είναι το 1851. Σκοτάδι καλύπτει τις επόμενες κινήσεις, πιθανότατα, ανάσυρσης. Όμως δεν έγινε κατορθωτό να βρεθεί κάποιο σχετικό δημοσίευμα. Φαίνεται όμως, από διάφορες πηγές, πως γινόταν ένα είδος ανάσυρσης υλικών από τους ντόπιους. «…[16]Οι Τουρκοαιγύπτιοι με την ήττα τους αυτή δεν άνοιξαν μόνο το δρόμο στους επαναστατημένους Έλληνες για την ανεξαρτησία, αλλά εξασφάλισαν οικοδομική ξυλεία και ξύλινες στέγες στους κατοίκους της περιοχής για πολλά χρόνια. Τα περισσότερα, όμως, από τα πλοία τους «κάθισαν» στον μαλακό πυθμένα του κόλπου, εξάπτοντας τη φαντασία των ντόπιων, οι οποίοι γρήγορα άρχισαν να αναπαράγουν ιστορίες για αμύθητους θησαυρούς που συμπαρασύρθηκαν στο βυθό, για την πανάκριβη ξυλεία από την οποία ήταν κατασκευασμένα τα πλοία και για τους χιλιάδες τόνους σιδήρου, χαλκού και μολύβδου των πυροβόλων και των υπερκατασκευών των βυθισμένων πλοίων…».

Πηγές[17] αποκαλύπτουν πως οι πρώτες ανασύρσεις κανονιών (προτού δηλαδή σαπίσουν στο βυθό) προκάλεσαν το ενδιαφέρον αγοραστών, οι οποίοι στη συνέχεια έλιωσαν το σίδερο και δημιούργησαν άλλες κατασκευές.

«…Ήδη από τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους εμφανίστηκαν διάφοροι φιλόδοξοι κυνηγοί θησαυρών, οι οποίοι αφού είχαν εξασφαλίσει τη σχετική άδεια από την κυβέρνηση, προσπαθούσαν με πρωτόγονα τεχνικά μέσα να ανελκύσουν τα απομεινάρια του στόλου.

       Η εκκλησία Sveti Jost Kranjem στη Σλοβενία

Τα πρώτα, λίγα, πυροβόλα από τον κόλπο του Ναυαρίνου που εξήχθησαν από την χώρα, σε εκείνη την πρώιμη περίοδο των ερευνών, αγοράστηκαν στην Τεργέστη από κάποιον Anton Samassa και από το υλικό τους κατασκευάστηκε η καμπάνα του ναού του Sveti Jošt στο Kranjem της Σλοβενίας. Επιγραφή του ρομαντικού Σλοβένου ποιητή Prešeren αναφέρει: «Ο μπρούτζος και ο σίδηρος μου βρέθηκαν στο βάθος της θάλασσας, όταν το βασίλειο της Τουρκίας ηττήθηκε στην Ελλάδα κοντά στο Ναβαρίνο….».

 Η εκκλησία Sveti Jost Kranjem στη Σλοβενία


Οι πληροφορίες όμως πληθαίνουν όσο περνούν τα χρόνια και «…Τον Ιούνιο του 1850 ο Αλεξ. Ραγκαβής με την σύζυγό του Καρολίνα βρίσκονται στο Μόναχο, πρώτο σημαντικό σταθμό στο ταξίδι τους προς την Βρετανία. Στο Μόναχο το ζεύγος επισκέπτεται ένα χυτήριο: «Πήγαμε στο χυτήριο του χαλκού, στο οποίο ο βασιλιάς Λουδοβίκος είχε αναθέσει την κατασκευή, ενός οβελίσκου για τους πεσόντες στους  Ναπολεόντειους πολέμους Βαυαρούς, και επίσης, την αλληγορία της Βαυαρίας[18], της οποίας είδαμε να έχει χυθεί ο τεράστιος βραχίονάς της. Το αναγκαίο υλικό προήλθε από τα οθωμανικά πυροβόλα του Ναυαρίνου[19]».

Πάντως οι προσπάθειες ανέλκυσης του συνόλου ή μέρους των υλικών με εμπορική αξία από τον βυθισμένο στόλο του Ιμπραήμ συνεχίστηκαν καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα με πενιχρά, όμως, αποτελέσματα.

Το 1900 πέθανε ένας Άγγλος που είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία και οι εφημερίδες επαναφέρουν το θέμα της ναυμαχίας : «[20]εις το Λονδίνον απέθανεν προ ολίγων ημερών ένας γέρων ναύτης εις το νοσοκομείον του Αγίου Γεωργίου. Ονομάζετο Ουίλιαμ Νέρομ και οι Άγγλοι τον απεκάλουν συνήθως ο γέρω-Ναυαρίνος. Ήτο ο τελευταίος επιζών εκ της ναυμαχίας του Ναυαρίνου…».

«[21]Το 1901 μια εταιρεία συμφώνησε με το Δημόσιο να αναλάβει το έργο της ανέλκυσης, αλλά η χρήση εκ μέρους της εκρηκτικών, για την αποκόλληση των πλοίων από τον πυθμένα, οδήγησε τις αρμόδιες αρχές να την κηρύξουν έκπτωτη από την εργολαβία. Η διάδοχος στο έργο εταιρεία του μηχανικού Απόστολου Χέλμη δήλωσε μετά από μερικά χρόνια οικονομική αδυναμία. Το 1907 ο Χέλμης πούλησε τα ερευνητικά δικαιώματα στον δαιμόνιο Κυθήριο επιχειρηματία Μίνωα ή Μηνά Κυπριάδη (Κύθηρα, 1845-Αθήνα, 1919)[22], ο οποίος είχε σχηματίσει μεγάλη περιουσία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο Κυπριάδης συνέστησε την «Ναυαγοσωστικήν Υποβρύχιον Εταιρεία Ποσειδών» με την οποία φιλοδοξούσε να πετύχει την ανέλκυση των αντικειμένων από τα πλοία. Επιδίωξε να οργανώσει την εργασία της ανέλκυσης με επιστημονικό τρόπο και για αυτό θέλησε να καθορίσει με ακρίβεια τις θέσεις των πλοίων που ήταν βυθισμένα στον κόλπο της Πύλου. Αγόρασε από τη Γερμανία ειδικά σκάφανδρα τελευταίου τύπου, και εκπαίδευσε συστηματικά ομάδα δυτών, φιλοδοξώντας να ανελκύσει ολόκληρα τα πλοία και όχι κομμάτια τους. Το δαιμόνιο πνεύμα του Κυπριάδη αποτυπώνεται σε αναφορά του προς το υπουργείο των Οικονομικών για τον τρόπο εκτέλεσης του έργου της ανέλκυσης: «Προτείναμε να αδειάσει από το θαλάσσιο νερό, με ατμαντλίες, το λιμάνι της Πύλου, αφού όμως πρώτα αποφραχθούν τα δύο στόμια του που σχηματίζει η νήσος Σφακτηρία. Με αυτό τον τρόπο οι εργάτες θα μπορούσαν να εργαστούν αποτελεσματικά. Το εγχείρημα όμως αυτό κρίνεται πολυδάπανο, αν όχι αδύνατο. Αντί για αυτό προτείνουμε την αφαίρεση με απορρόφηση της λάσπης που βρίσκεται μέσα στα κήτη των πλοίων, έτσι τα πλοία θα γίνουν ελαφρύτερα, στη συνέχεια θα περιδεθούν με ασκούς και με βαρούλκα θα υψωθούν κοντά στην επιφάνεια. Έτσι θα καταστή ευκολότερη η έρευνα του περιεχόμενου τους».

Ο Κυπριάδης, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το εγχείρημα, ήταν ήδη εξήντα ετών και είχε αναδειχθεί σε ιδιαίτερα πρωτοπόρο και πετυχημένο επιχειρηματία. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως δύσκολα ένας επιχειρηματίας αναλαμβάνει ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο, εάν δεν είναι σίγουρος πως η επένδυσή του θα πιάσει τόπο. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ο Κυπριάδης, κατά την μακρά παραμονή του στην Αίγυπτο, είχε ασφαλείς πληροφορίες από επιζώντες του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου, οι διηγήσεις των οποίων εξήψαν τη φαντασία του ρηξικέλευθου Τσιριγώτη και όταν του δόθηκε η ευκαιρία έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα ανέλκυσης. Ο Κυπριάδης μετέβη στο Λονδίνο σε αναζήτηση ειδικών και κεφαλαιούχων, οι οποίοι θα συνέπρατταν στην εταιρεία, δεν βρήκε όμως την ανταπόκριση που περίμενε. Αυτό δεν τον εμπόδισε στα 70 του χρόνια να φορέσει το σκάφανδρο και να κατέβει στο λιμάνι της Πύλου για να διαπιστώσει ο ίδιος την κατάσταση των πλοίων. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως ανέκοψαν τις προσπάθειες του Κυπριάδη, ο οποίος πέθανε το 1919 από την ισπανική γρίπη».

Το 1903 όμως υπήρχαν νεότερες εξελίξεις. Γράφτηκε[23] σχετικά πως «Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ. Κατόπιν των εν τη εσπερινή συναδέλφω αναγραφέντων χθες περί της ανασκαφής του βυθού του Ναυαρίνου προς ανέλκυσιν των ναυαγίων, τα οποία υπάρχουν εκεί από της εν Ναυαρίνο ναυμαχίας κατά την εποχήν του Αγώνος, εζητήσαμε πληροφορίας παρά προσώπου έχοντος σχέσιν με την αναλαβούσαν εταιρίαν το έργο τούτο και δυναμένου  ως εκ της παρ’ αυτή θέσεώς του να γνωρίζη καλώς τα περί τούτου, το οποίον ηυηρεστήθη να μας είπη τα εξής: Ουχί άπαξ οι Κυβερνήσεις της Μεταπολιτεύσεως και εντεύθεν είχον παραχωρήσει το δικαίωμα εις εμπεροτέχνας προς ανίχνευσιν υλικού διεσπαρμένου εν τω βυθώ του Ναυαρίνου συνεπεία της ναυμαχίας του 1827, αλλ’ ένεκα των ατελών μέτρων τα οποία διετέθησαν προς τούτο οι εργολάβοι εζημίωναν. Οι τελευταίοι αναλαβόντες το προνόμιον υπό της Κυβερνήσεως κ.κ. Γαλάτης μηχανικός και Δ. Αμπατζόγλους δύτης, υποστηριχθέντες για κεφαλαίων συνεννοήθησαν μετά του διασήμου Άγγλου μηχανικού κ. Πάρκερ, ναυαγοσώστου, ανελκύσαντος πλήν άλλων και το θωρηκτόν «Παρίσιοι», όπως διευθύνη την εργασίαν και κάμη χρήσιν τελειοτάτων μηχανημάτων προς μέγα όφελος του Δημοσίου το οποίον θα λαμβάνη 53,50% χωρίς ευθύνην δαπανών. Το Υπουργείον εννοείται ότι έδωκεν  απόλυτον πληρεξουσιοδότητα εις την αναλαβούσαν εταιρίαν ίνα εργασθή όπως κρίνη καταλληλότερον καλούσα και όποιον δήποτε (δυσανάγνωστον)… μη δια τούτο και ως τοιούτου κριθέντος του κ. Πάρκερ. Αι εργασίαι θα αρχίσουν μετ’ ού πολύ, θα διαρκέσουν δ’ αναλόγως των αποκαλύψεων και του ευνοϊκού καιρού ή μη προς τοιαύτην εργασίαν.».

Άλλη μια προσπάθεια ανέλκυσης δεν απέδωσε και το 1905 ξεσπάει ένα μεγάλο «σκάνδαλο» και έτσι μαθαίνονται πολλές λεπτομέρειες για άλλη μια προσπάθεια ανέλκυσης των υπολειμμάτων στον όρμο του Ναυαρίνου. Συγκεκριμένα ο αιφνίδιος θάνατος στη Βιέννη του συμβολαιογράφου Αθηνών, και εκλεκτού μέλους της αθηναϊκής κοινωνίας,  Ιωάννου Γαϊτάνου[24] και οι φήμες για την κατασπατάληση ποσών τα οποία επενδυτές του είχαν παραδώσει, είναι στις πρώτες σελίδες των αθηναϊκών εφημερίδων. Κατά τους τότε νόμους δεν επιτρεπόταν στους συμβολαιογράφους να διαχειρίζονται περιουσίες ή μετρητά από πελάτες τους. Εισαγγελέας ερεύνησε το αρχείο του συμβολαιογράφου και δεν βρήκε κάτι μεμπτό. Φήμες όμως διέδιδαν πως τα απωλεσθέντα κεφάλαια που του είχαν δώσει άγνωστοι επενδυτές, δεν τα διαχειριζόταν ως συμβολαιογράφος αλλά ως ιδιώτης-επιχειρηματίας. Και η είδηση καταλήγει πως «… μεταξύ των απωλεσθέντων χρημάτων ήσαν και αύτα που του είχον δοθεί δια την επιχείρησιν της ανελκύσεως  των λειψάνων της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου…». Το επόμενο διάστημα οι αποκαλύψεις υπήρξαν καταιγιστικές και οι αποδείξεις έφεραν τον αποθανόντα Γαϊτάνο ως έναν εκ των μετόχων επενδυτικής εταιρίας η οποία ατύχησε στην «επένδυση» της ανάσυρσης των λειψάνων της ναυμαχίας στο Ναυαρίνο, αλλά και σε κάποιες άλλες παρόμοιες «επενδύσεις». Οι «μέτοχοι» της εταιρίας είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους και έπειθαν αφελείς, οικονομικά εύρωστους, να καταθέτουν-επενδύουν τα χρήματά τους στην επιχείρηση ανέλκυσης «των θησαυρών του Ιμπραήμ». Οι ανακρίσεις επεκτάθηκαν και ο Ανακρτής «..[25]εξήτασεν πολλούς Πειραιείς αναμιχθέντας εις τας επιχειρήσεις του μακαρίτου Γαϊτάνου. Η εξέτασις των μαρτύρων τούτων περιεστράφη κυρίως εις την περιβόητον υπόθεσιν της ανελκύσεως εκ του βυθού του Ναυαρίνου, του πλούτου του καταστραφέντος τουρκοαιγυπτιακού στόλου…». Η κατάληξη της υποθέσεως ήταν πως και ο Γαϊτάνος έπεσε θύμα ραδιούργων συμβούλων που τον χρησιμοποίησαν και κατασπατάλησαν σε αμφιλεγόμενες «επενδύσεις», ληστεύοντας-δίκην εξόδων- ουσιαστικά τις καταθέσεις αφελών, εύπιστων και άπληστων καταθετών, οι οποίοι ανέμεναν να μοιραστούν τα κέρδη από την ανάσυρση  «των θησαυρών του Ναυαρίνου»

 

                                                                    Πύλος το 1910

Το 1913, στις 24 Αυγούστου, το εβδομαδιαίο εικονογραφημένο ελληνικό περιοδικό «ΝΙΚΗ» στη Νέα Υόρκη, δημοσιεύει την είδηση για μια νέα απόπειρα ανέλκυσης υλικών από Αγγλική εταιρία :

 «ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΤΩΝ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ

Είναι αδύνατον νά παρέλθη καλοκαίρι είς τήν Αγγλίαν χωρίς να αγγελθή ο σχηματισμός ενός τουλάχιστον συνδικάτου πρός εξερεύνησίν του βυθού της θαλάσσης και ανέλκυσιν εις την επιφάνειαν των εν αυτή

κεκρυμμένων θησαυρών, προερχομένων είτε εκ ναυαγίων, είτε εκ ναυμαχιών. Μέχρι τούδε υφίσταται μία εταιρία, ήτις συνεστήθη ἴνα ανέλκυση τόν θησαυρόν τής 'Ισπανικής Αρμάδα,, ήτις κατετοντίσθη εις τινα μεμακρυσμένον όρμον της Σκωτίας κατά τήν εποχήν τής Βασιλίσσης Ελισάβετ. Υπάρχει επίσης μία άλλη εταιρία πρός ανεύρεσιν άλλου θησαυρού, τον όποιον εμπεριείχον αι Ισπανικαί γαλέραι αίτινες κατεποντίσθησαν παρά τον κόλπον τού Βίγκου, είς τα παράλια της Πορτογαλίας. Μία τρίτη εταιρία ανανεώνει κατ’ έτος τάς έρευνας της είς τάς νήσους Κόκος πρός ανακάλυψιν του μέρους όπου υποτίθεται είναι κεκρυμμένος θησαυρός εκ πολλών εκατομμυρίων. Είς τάς εταιρίας αυτάς και είς πλείστας άλλας παρόμοιας ρύσεως έρχεται νά προστεθή ήδη ένα συνδικάτον όπερ προτίθεται να εξερευνήση τον βυθόν του λιμένος του Ναυαρίνου όπου ως γνωστόν κατεστράφη ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό των ηνωμένων ναυτικών δυνάμεων της Γαλλίας, Αγγλίας καί Ρωσσίας τό 1827. Τό συνδικάτον αυτό δεν ενδιαφέρεται τόσον διά τήν ανεύρεσιν θησαυρών και εκατομμυρίων, όσον δια τόν ορείχαλκον, τον χαλκόν, τον σίδηρον, τον μόλυβδον, την ξυλείαν κα τά λοιπά υλικά της καταποντισθείσης τουρκοαιγυπτιακής αρμάδας. Κατά την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου κατεποντίσθησαν περί τα εκατόν τουρκικά και αιγυπτιακά σκάφη, το υλικόν των οποίων αντιπροσωπεύει σήμερον αξίαν αρκετών εκατομμυρίων. Τά βυθισμένα σκάφη βλέπονται σχεδόν όλα από την επιφάνειαν τής θαλάσσης εν καιρώ νηνεμίας, και ως εκ τούτου το έργον της εξερευνήσεως αὐτῶν δεν καθίσταται λίαν δυσχερές. Κατά τούς ισχυρισμούς των Αγγλικών εφημερίδων η σχηματισθείσα αυτή εταιρία συνήψεν συμβόλαιον μετά της Ελληνικής κυβερνήσεως του οποίου η ισχύς επεκτείνεται μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου του 1920. Διά τον σκοπόν αυτόν παρηγγέλθη ήδη μία καταδυτική μηχανή βάρους 35 τόννων, διά της οποίας πιστεύεται ότι θα καταστή δυνατή η εξερεύνησις του θαλασσίου βυθού και εις πολύ μεγάλα βάθη. Η μηχανή αυτή είναι εντελώς νέου συστήματος, θα είναι δε ετοίμη κατά τας αρχάς του προσεχούς Σεπτεμβρίου, ότε θα γείνη έναρξις και των εργασιών».

Περαιτέρω: Διαπιστώνοντας  πως στα περιεχόμενα στα περιεχόμενα των Γ.Α.Κ. – Τμήμα Μεσσηνίας βρίσκεται φάκελος σχετικός με την έρευνά μου, πήγα στις 20/12/2019 και τον αναζήτησα. Ευγενέστατη η τότε Δ/ντρια Αναστασία Μηλίτση-Νίκα και όλοι οι υπάλληλοι με βοήθησαν και αποκόμισα σφαιρική αντίληψη για το περιεχόμενο του φακέλου ο οποίος τιτλοφορείται «ΑΝΕΛΚΥΣΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥΡΚΟΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ ΠΥΛΙΑΣ» και είναι της περιόδου 1923-1939. Από αυτόν τον φάκελο φωτοτύπησα κάποια έγγραφα. Ομοίως επισκέφθηκα πάλι τα Γ.Α.Κ. στην Καλαμάτα την 29/9/2025 και ο Δ/ντής κ. Παναγιώτης Ανδριανόπουλος με εξυπηρέτησε θέτοντας πάλι στην διάθεσή μου τον φάκελο, προκειμένου να φωτογραφίσω έγγραφα τα οποία είχα με δει στην επίσκεψη 2019 αλλά δεν είχα δώσει την απαιτούμενη προσοχή.

Όπως εύστοχα γράφτηκε σε σχετική ανάρτηση στις 20/9/2025 των Γ.Α.Κ-Τμήμα Μεσσηνίας «Ο θησαυρός του Ναυαρίνου. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827, όταν ο συμμαχικός στόλος Βρετανών, Γάλλων και Ρώσων κατατρόπωσε τον αντίστοιχο τουρκοαιγυπτιακό, αποτέλεσε σημείο καμπής στην Ελληνική Επανάσταση, αφού άνοιξε τον δρόμο για την αναγνώριση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αρχικά, της αυτονομίας της Ελλάδας. Η ναυμαχία, όμως, έχει και μια άλλη ιστορία, αυτή της ανέλκυσης του θησαυρού που βρίσκονταν στα βυθισμένα τουρκοαιγυπτιακά πλοία. Ήδη, αμέσως μετά τη ναυμαχία, οι Γάλλοι του στρατηγού Μαιζών έκαναν έρευνες στα βυθισμένα πλοία, ενώ και την περίοδο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει τις έρευνες αποκομίζοντας κέρδη χιλιάδων φοινίκων. Το 1840 το ελληνικό κράτος χορηγεί άδεια ανέλκυσης του θησαυρού του Ναυαρίνου, κάτι που κάνει και τα επόμενα χρόνια.

Το 1921 το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε το δικαίωμα ανέλκυσης των πλοίων του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναυαρίνο σε έναν Άγγλο επιχειρηματία. Αργότερα, το δικαίωμα αυτό μεταβιβάστηκε από τον επιχειρηματία στη βρετανική εταιρεία Navarino Recovery Ltd η οποία άρχισε τις εργασίες εξερεύνησης του βυθού και της ανέλκυσης των ναυαγίων μέσω της εταιρείας Navarino Salvors Ltd και μετά μέσω του δικού της πλοίου “La Nina”. Από τη βρετανική εταιρεία η αξία του θησαυρού υπολογιζόταν σε 10.000.000 λίρες Αγγλίας. Το 1925 οι εργασίες ανέλκυσης σταμάτησαν, αφού η σύμβαση θεωρήθηκε άκυρη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Το ελληνικό κράτος κήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την εκχώρηση του δικαιώματος ανέλκυσης, με την Navarino Recovery Ltd να ακολουθεί τη νομική οδό θεωρώντας έγκυρη τη σύμβαση του 1921 και ως η μόνη που έχει το αποκλειστικό δικαίωμα ανέλκυσης. Τα επόμενα χρόνια άρχισε ένας κυκεώνας δικαστηρίων σε Αγγλία και Ελλάδα ανάμεσα στις δύο βρετανικές εταιρείες και το Ελληνικό Δημόσιο. Η ανέλκυση του θησαυρού μετατράπηκε σε χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην Αγγλία αφού οι μέτοχοι των δύο εταιρειών έχασαν τα λεφτά τους. Το 1977 ο Ζακ Κουστώ εξερεύνησε τον βυθό του κόλπου του Ναυαρίνου, εντόπισε πέντε πλοία από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αλλά δεν βρήκε κάποιον θησαυρό λόγω και του λασπώδους βυθού.

Τα τεκμήρια της ανάρτησης προέρχονται από το αρχείο του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και αφορούν τη νομική διαμάχη ανάμεσα στις δύο βρετανικές εταιρείες και το ελληνικό κράτος. Στο Τμήμα ΓΑΚ Μεσσηνίας υπάρχει φάκελος του αρχείου της Κτηματικής Υπηρεσίας Καλαμάτας με τίτλο «ΑΝΕΛΚΥΣΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥΡΚΟΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ ΠΥΛΙΑΣ» της περιόδου 1923-1939 που αφορά το ίδιο θέμα. http://arxeiomnimon.gak.gr/search/resource.html?tab=01...

Βλ. και https://www.pemptousia.gr/2022/02/i-thisavri-tou-navarinou/»

Διαπιστώνεται, με το παρακάτω έγγραφο εκ των Γ.Α.Κ.,  πως 100 χρόνια μετά τη φημισμένη ναυμαχία, συνεχίζεται το ενδιαφέρον διαφόρων εταιριών για την ανέλκυση των ειδών εκ των πλοίων στο βυθό. Ο Άρις Δημητριάδης (αντιπρόσωπος της εταιρίας Navarino Recovery LTD) με την καταγραφή των ανασυρθέντων ειδών, στις 8 Φεβρουαρίου 1926, δίνει[26] ένα σημαντικό στοιχείο για το τι διεσώθη από τις απόπειρες ανέλκυσης την πρώτη 20ετία του εικοστού αιώνα και τα οποία φυλάσσονταν σε αποθήκη του Πύλιου Γεωργίου Μπούκουρα.


Το 1931, στις 24 Ιουνίου, ο Οικονομικός Έφορος Πύλου, σε επιστολή του[27] προς την Διοίκησιν Δημοσίων Κτημάτων, αναφέρει πως δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον Άρι Δημητριάδη, εκπρόσωπο της αναδόχου εταιρίας που είχε κάνει ανελκύσεις ειδών, διότι «…τυγχάνει άγνωστος η διεύθυνσις…», προκειμένου, όπως τον είχαν διατάξει να «..προβεί εις την διανομήν των ανελκυσθέντων και φυλασσομένων ειδών εν τη ενταύθα αποθήκη του Γεωρ. Μπούκουρα, ειδών, ών υποβάλλω το από 1/10/1924 Πρωτόκολλον καταγραφής και ζυγίσεως, παρακαλώ όπως διατάζητε επί του προκειμένου, ό,τι εγκρίνητε, καθότι ο ιδιοκτήτης της αποθήκης Γ. Μπούκουρας, ως μοι εδήλωσε προφορικώς, εάν αύτη δεν κενωθή παρ’ ημών, θ’ αναγκασθή να εκκενώση ταύτην ο ίδιος, εφόσον ουδέν μίσθωμα εισέπραξε μέχρι σήμερον…».

Το 1935 η Δόμνα χήρα του Γεωργίου Μπούκουρα και ο γιός του Ιωάννης, κάτοικοι Πύλου, στέλνουν ένα εξώδικο «μετά διαμαρτυρίας»[28] προς το Υπουργείο Οικονομικών και την Δ/νση Δημοσίων Κτημάτων, με το οποίο ενημερώνουν πως «..η ισόγεια αποθήκη τους στην Πύλο (με σύνορά της, οικία κληρονόμων Μπούκουρα, κληρονόμων Παναγιώτη Σπυρόπουλου και Δημήτρη Μυσιρλή) νοικιάστηκε την 26 Δεκεμβρίου 1924 από τον Αρίστο Δημητριάδη, εκπρόσωπο της εταιρίας Navarino Recovery LTD, με μίσθιο 4.200 δραχμές, με σκοπό να αποθηκευτούν διάφορα αντικείμενα ανελκυσθέντων εκ του πυθμένος του Ναυαρίνου, και δεν πήραν άλλο ενοίκιο εκτός από το α΄ εξάμηνο. Η εταιρία, γράφουν, σταμάτησε τις εργασίες της και παραχώρησε στην οικογένεια Μπούκουρα τα δικαιώματά της επί των ανελκυσθέντων αντικειμένων, αντί για την καταβολή του συμφωνηθέντος ενοικίου. Ο δικηγόρος της οικογένειας Μπούκουρα, Ν. Κουρεμπανάς, σημειώνει ακόμη πως οι εντολείς του ζητούν εντός ενός μηνός α) 20.000 δραχμές για καθυστερημένα ενοίκια και β) το άδειασμα της αποθήκης τους, διαφορετικά θα βγάλουν στον δρόμο το περιεχόμενο, το οποίο και κατέγραψαν, «απεκδυόμενοι πάσης ευθύνης δια την απώλειαν ή φθοράν τούτων…».
Καταθέτουν ακόμη και το, με ημερομηνία 1η Οκτωβρίου 1924, πρωτόκολλο καταγραφής και ζύγισης των 41 αντικειμένων που αποθηκεύτηκαν :

 



Δεν έγινε κάτι σημαντικό αλλά ούτε η οικογένεια Μπούκουρα άδειασε την αποθήκη της και ο Ιωάννης Μπούκουρας έρχεται πάλι διαμαρτυρόμενος το 1937 και με επιστολή του προς το Νομάρχη Μεσσηνίας τον καλεί να αδειάσουν την αποθήκη του και να του πληρώσουν τα μισθώματά της, απλήρωτα από το 1924. Ο Νομάρχης Παπαδήμας απευθύνεται[29] στο Υπουργείο Οικονομικών, στην Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και ζητά το ξεκαθάρισμα της υπόθεσης: «Έχομεν την τιμήν να υποβάλωμεν προσηρτημένως αίτησιν του Ιωαν. Μπούκουρα κατοίκου Πύλου, αφορώσαν την εκκένωσι αποθήκης του εν Πύλω εις ήν εύρηνται αναποθηκευμένα διάφορα αντικείμενα εκ των ανελκυσθέντων εκ του πυθμένως Ναυαρίνου, άτινα, ως ιισχυρίζεται ούτος, περιήλθον ήδη εις την κατοχήν του Ελληνικού Δημοσίου και δια την αποθήκην καθυστερούνται εισέτι τω ειρημένω μισθώματα από του 1924….».



Ο Νομάρχης στην παραπάνω επιστολή του  αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να μην είναι το Ελληνικό Δημόσιο αρμόδιο, αφού η ενοικίαση της αποθήκης Μπούκουρα είχε γίνει το 1924 από τον ιδιώτη Δημητριάδη, «…εκτός αν εν προκειμένω δεν ευθύνεται το Δημόσιον, ότε θα έδει να γνωσθή τούτο των ενδιαφερομένω για τας νομίμους ενέργειάς του κατά των υπευθύνων…».

Το 1935 ο Αντώνιος Θ. Ταρσούλης είχε αιτηθεί προς την Εφορίαν Πυλίας «την χορήγησιν αδείας ανέλκυσης χυτοσιδηρών πυροβόλων εκ του κόλπου του Ναυαρίνου» και το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας του απαντά πως «είναι δυνατόν να χορηγηθή η άδεια ανελκύσεως των εν θέσει Παναγούλα της νήσου Σφακτηρίας-Ναυαρίνου, ευρισκομένων εις τον βυθόν της θαλάσσης παλαιών πυροβόλων, υπό τους ακολούθους όρους….»

Το 1938 γίνεται νέα πρόταση από τον αντιναύαρχο εν αποστρατεία Κάρολο Βρυάκο, εκπρόσωπο μεγάλης εταιρίας, για την εκχώρηση του «αποκλειστικού δικαιώματος ανελκύσεως των ναυαγίων του εν Ναυαρίνω καταποντισθέντος Τουρκοαιγυπτιακού στόλου…».

Μια φωτογραφία κανονιών σε ακτή της Πύλου είχα αποθηκεύσει από το διαδίκτυο πριν κάποια χρόνια, χωρίς να έχει σημειωθεί η πηγή. Επρόκειτο βεβαίως για ανασυρμένα κανόνια από τα βυθισθέντα πλοία και επειδή ήταν σκουριασμένα και άχρηστα εγκαταλείφθηκαν.

Τα κανόνια της Πύλου. Φωτογραφία του 1930

 Πράγματι τα κανόνια αυτά μεταφέρθηκαν στον παλαιό λιμενοβραχίονα και μετατράπηκαν σε δέστρες καϊκιών.


Τα τελευταία χρόνια ένας φιλότιμος Πύλιος, ο Δημήτρης Πανοσκαλτσής, προσπάθησε, και προσπαθεί, να διασώσει την ιστορική μνήμη με διάφορους τρόπους. Μεταφέρω πρόσφατη ανάρτησή του σε Μ.Κ.Δ.: 

«Για την ιστορία, τό 1986 επί δημαρχίας αείμνηστου Βαγγέλη Καταμπάτσου (Σκούπα) καί επί αείμνηστου εφόρου της Εναλίων Γεωργίου Παπαθανασόπουλου αποφάσισαν να μεταφέρουμε τα τρία κανόνια πού ήταν για δέστρες στον παλιό μόλο τής Πύλου στο κάστρο, τα κανόνια τά έβγαλε Με το jcb ο δημοτικός σύμβουλος τότε Τάκης Γιαννόπουλος (Βαλές) τά μεταφέραμε στο κάστρο Με τόν φορτωτή τού Θοδωρή Σεφερλή, τίς δύο άγκυρες πού ήταν στην πλατεία Νέστορος μπροστά από τό δημαρχείο επίσης, την (καδένα)αλυσίδα ή οποία δεν έχει καμία σχέση Με τίς άγκυρες και την ναυμαχία τού Ναυαρίνου ως σύγχρονη μόνο για ντεκόρ , τίς μπάλες από τό παλιό Αντωνοπούλειο μουσείο , τό παλιό μαντεμένιο φωτιστικό (φανοστατης)τής πλατείας τριών Ναυάρχων τό οποίο ήταν πεταμένο πίσω από τό παλιό δημαρχείο, και τέλος τό μικρό κανόνι πού βρέθηκε στην τελευταία ανάπλαση τής πλατείας Νέστορος 10 Δεκεμβρίου 2015 , αντί όλα αυτά νά αποτελέσουν ένα υπαίθριο ναυτικό μουσείο τοπικής ιστορίας στον χώρο τής ανάπλασης είναι πεταμένα στο κάστρο , τό κανόνι πού είναι ημιτελές είναι από τότε που μας βρήκε ό σεισμός τής Καλαμάτας 13 Σεπτεμβρίου 1986 και παραμένει ακόμη έτσι.

Φωτογραφία ντοκουμέντο για τό ποιός είχε επιμεληθεί τού θέματος τότε ,( πίσω φαίνεται τό κτήριο τού Μαιζώνος υπό ανακαίνιση )ενω σήμερα από τό 1986 παραμένουν στό ίδιο σημείο τά κανόνια καί οι αγκυρες .

Έκκληση προς όλους κάντε κάτι νά μεταφερθούν στο χώρο τής ανάπλασης ως υπαίθριο μουσείο ναυτικής ιστορίας.

ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΠΑΝΟΣΚΑΛΤΣΗΣ»

 Ο κ. Πανοσκαλτσής έγραφε το 2022, αναρτώντας και μια φωτογραφία από τα σκουριασμένα κανόνια-δέστρες «Η πολιτιστική μας κληρονομιά δέστρες για βάρκες ! (ρεμενζο) κατά τα άλλα τα σόου και οι αναπαραστασεις μας μάραναν, όταν δεν μπορούμε τα κανόνια να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή θέση στην ιστορία ,όπως τους αρμόζει, ντροπή».

 


 Όμως τα κανόνια της Πύλου δεν ήταν το μόνο περιστατικό εγκατάλειψης. Στην Μεθώνη το 1939 υπήρχαν παρατημένα πολλά παρόμοια υλικά. Μας το αποδεικνύει το παρακάτω έγγραφο από το αρχείο των ΓΑΚ[30]. Πρόκειται για επιστολή-αίτηση του Γεωργίου Στεργίου, κατοίκου Πειραιώς, προς την υπηρεσίαν Δημοσίων Κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών.  Γράφει : «Κύριοι έχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν ότι εις την παραλίαν Μεθώνης, επαρχίας Πυλίας και εντός της θαλάσσης ως και παρά την παραλίαν κεχωμένα υπάρχουνπερί τα 25 παλαιά σιδηρά κανόνια τα οποία ευρέθησαν εντός της θαλάσσης εκ πτώσεως πλευράς του φρουρίου και ειδικώς εις την θέσιν «Παλιόμωλος» ως και οβίδες των (μπάλες) εντός της θαλάσσης και εις παραλίας κεχωσμέναι. Επειδή τα άνω λόγω της διαβρώσεώς των και του είδους των δεν έχουν  ουδεμίαν αρχαιολογικήν αξίαςμ δυανμένου τούτου να διαπιστωθή υπό της ειδικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, παρακαλώ όπως ενεργήσησε ότι δει δια την δια δημοπρασίας εκποίησίν των, αν τούτο είναι εφικτόν, και μας γνωρίσητε εν καιρώ τας επί των άνω αποφάσεις σας, προκειμένου εν περιπτωσει εκποιήσεώς των να λάβωμεν μέρος εις την σχετικήν δημοπρασίαν. Επειδή τα άνω δεν είναι δυνατόν ν’ υπολογισθώσι εις το απολύτως ακριβές βάρος των, να γίνη εκποίησίς των με τιμήν εις το σύνολον των άνω αναφερομένων ειδών, του αναδειχθησομένου πλειοδότου υποχρεουμένου δια ειδικών μέσων να ενεργήση την ανάσυρσιν, μεταφοράν των εις τόπον φορτώσεως κλπ. Αναμένοντες τας επί των άνω αποφάσεις σας….».

Στις 30 Αυγούστου 1939 του εστάλη η απάντηση[31] «… όντως εις θέσιν Παλιός Μώλος της παραλίας Μεθώνης υπάρχει μικρός αριθμός κεχωσμένων υπό της θαλάσσης και της άμμου, ως και δέκα (10) παλαιά κανόνια, ευρισκόμενα κατά μήκος του λιμενοβραχιόνος Μεθώνης, των οποίων όμως κανονίων η εκεί Λιμενική Επιτροπή δεν συναινεί εις την εκποίησιν, καθόταν ταύτα, ανελκυσθέντα προφανώς εκ της θαλάσσης, ετοποθετήθησαν επί του λιμενοβραχίονος ίνα χρησιμεύσωσι δια την πρόσδεσιν των καταπλεόντων εις τον λιμένα της Μεθώνης πλοίων, ο δε Υποτελώνης γνωμοδοτεί ότι δύνανται να εκποιηθώσι ταύτα καθόσον ουδένα σκοπού εκπληρούσι…».

Στα περιεχόμενα του σχετικού προαναφερθέντος φακέλου στα ΓΑΚ Μεσσηνίας, υπάρχει ένα σημαντικό σημείωμα, το οποίο διευκρινίζει πολλές πτυχές όλου αυτού του παροξυσμού για την ανέλκυση ειδών των βυθισμένων πλοίων. Πρόκειται για δακτυλογραφημένη σημείωση «Μετάφρασις εκ του βιβλίου του φιλέλληνος Γάλλου συγγραφέως RENE PUAUX, εκδοθέντος το 1932 υπό το τίτλον « Ας επανέλθωμεν εις την Ελλάδα»μ εις του οποίου την σελίδα 222 όπου το κεφάλαιον «Το Μουσείον του Ναυαρίνου», σημειώνονται τα παρακάτω σημαντικά  στοιχεία : «… το 1929 εις Γάλλος μηχανικός ηθέλησε να αναλάβη εις χείρας την επιχείρησιν (ανέλκυσης των υποτιθεμένων χρηματοκιβωτίων των οθωμανών ναυάρχων). Εις τους ενδεχομένους μετόχους του δεν υπέσχετο σάκκους επί σάκκων πλήρεις χρυσών νομσμάτων, τα οποία θα ανέλκυον οι δύται του, αλλά μόνον μίαν καλήν επυπηρέτησιν των κεφαλαίων των από την πώλησιν, εις τους κατασκευαστάς «παλαιών» επίπλων, των δρυίνων δικών αι οποίαι, κατόπιν παραμονής επί ένα και πλέον αιώνα εντός θαλασσίου ύδατος, είχον μεταβληθή εις έν είδος εβένου, καθώς και από την πώλησιν των ορειχαλκίνων πυροβόλων…».

Στη συνέχεια της διηγήσεως αναφέρεται πως το Ελληνικό κράτος και η Αγγλική εταιρία «Ναυαρίνο σεηλβορς» ζητούσαν πολλά χρήματα για να συναινέσουν σε νέα εργολαβία (30% το Κράτος και η Εταορία που είχε τα δικαιώματα ανέλκυσης για να τα μεταβιβάσει στους Γάλλους). Εκτός τούτων η Αγγλική εταιρία ζητούσε 1.000.000 φράγκα για να πουλήσει όλα όσα είχε ανελκύσει και τα οποία αναφέρθησαν σε κατάσταση παραπάνω. Συν τοις άλλοις η Αγγλική εταιρία διέδιδε μέσω φιλικών της εφημερίδων πως «τα ήδη ανελκυσθέντα εκ των ναυαγίων αντικείμενα ήσαν, ως επί το πλείστον εξαιρετικού ενδιαφέροντος και ότι υπάρχουν μεταξύ τούτων πιστόλια με λαβάς χρυσοποικίλτους και αργυροποικίλτους». Ο φιλέλλην συγγραφέας σημειώνει, έχοντας κάνει επιτόπια έρευνα, πως «ο Ιωάννης Νικητόπουλος, οικονομικός Έφορος Πύλου, διαφυλάσσει εν αποθήκη τα ευρήματα ταύτα, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει πραγματικώς παρά εν μόνον πιστόλιον, και τούτο πολύ βεβλαμμένον. Το υπόλοιπον των σκωριασμένων τούτων αντικειμένων, αποτελείται από μερικά τεμάχια χυτοσιδήρου, μερικά χάλκινα σκεύη, δεκαπέντε σιδηρά πηρούνια και δύο ορειχάλκινα, δύο χυτοσιδηρά καλύματα χυτρών, επτά πηλίνους καπνοσύριγγας, δύο πινάκια, εν δοχείον βουτύρου, διαφόρους πηλίνους υδρίας, τεμάχια ξύλου, τροχαλίας και θραυσμάτων ομοίας φύσεως. Υπάρχει βεβαίως τεραστία διαφορά μεταξύ των ως άνω υλικών και του θησαυρού αξίας 400.000 χρυσών λιρών στερλινών, τον οποίον η ΝΑΒΑΡΙΝΟ ΣΕΙΛΒΟΡΣ ΛΤΔ υπέσχετο εις τους μετόχους της ως δυνάμενος να ανελκυσθή. Τέλος μάρτυρες επιτόπιοι με εβεβαίωσαν ότι, ως είναι γνωστόν, οι πέριξ του κόλπου του Ναυαρίνου κατοικούντες ήρχισαν ενελκύοντες αντικείμενα από την επαύριον ήδη της ναυμαχίας. Πράγματι ο Ντυώμ έγραφε το 1828 : «εις μικράν απόστασιν από την παραλίαν, οι ναύται των Τριῶν Κρατών, Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσσίας, επιβαίνοντες λέμβων, εργάζονται καθημερινώς δια την ανέλκυσιν ορειχαλκίνων πυροβόλων των βυθισμένων πλοίων και κερδίζουν σημαντικά ποσά εκ της εργασίας ταύτης…».

Ολοκληρώνοντας το παρόν συμπεραίνεται πως σταδιακά και από την επαύριο της Ναυμαχίας είχε αρχίσει η ανέλκυση των βυθισμένων ειδών. Οι απόπειρες που έγιναν μετά το 1900 ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν διότι τίποτε με αξία δεν υπήρχε για να ανελκυσθεί. Καθίσταται σχεδόν σίγουρο πως τα χρυσά νομίσματα που υπήρχαν στα τουρκοαιγυπτιακά πλοία ανεσύρθησαν άμεσα από τους νικητές πρωταγωνιστές, αφού μόνο αυτοί ήσαν παρόντες στη βύθισή τους και γνώριζαν που ακριβώς να ψάξουν οι επιδέξιοι δύτες τους. Βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως τα μετέπειτα χρόνια επιτήδειοι κομπιναδόροι εκμεταλλεύτηκαν την φήμη των «θησαυρών του Ναυαρίνου» και έστησαν βρωμοδουλειές στους αφελείς επενδυτές τους.

Η μελέτη του βυθού από την Ελληνική Γεωγραφική Εταιρία το 1999 απέδειξε περίτρανα πως το Ελληνικό Κράτος αδιαφόρησε και δεν φρόντισε να προστατεύσει την περιοχή, ώστε να μετατραπεί σε «Θαλάσσιο ιστορικό Μουσείο» με όλα τα οφέλη που θα είχε η περιοχή. Το συμπέρασμα της μελέτης αυτής δείχνει την τραγική μοίρα που είχε ο όρμος του Ναυαρίνου «…Οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι έρευνας (τομογράφος υποδομής πυθμένα, ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης, κατευθυνόμενο βαθυσκάφος) χρησιμοποιήθηκαν για την αποτύπωση της επιφανείας του πυθμένα του κόλπου της Πύλου, όπου έλαβε χώρα η ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Εντοπίστηκαν συντρίμμια ναυαγίων του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, ενώ διαπιστώθηκε ότι η σύρση των αγκυρών σύγχρονων εμπορικών πλοίων που αγκυροβολούν στον κόλπο, έχει καταστροφικά αποτελέσματα στα υπολείμματα των ναυαγίων. Η εμπορική χρήση του υποθαλάσσιου αρχαιολογικού χώρου του κόλπου της Πύλου, χωρίς προηγουμένως την εκτέλεση θαλάσσιων γεωφυσικών ερευνών, οδήγησε στην καταστροφή σημαντικής ιστορικής κληρονομιάς, αποτελώντας έτσι τυπικό παράδειγμα μη ορθολογικής διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος…».

 



[1] Ορθολογική διαχείριση υποβρύχιων αρχαιολογικών χώρων. Κόλπος Ναυαρίνου (Πύλου). Ένα παράδειγμα προς αποφυγή. 5o Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο / Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία (11, 12, 13 Νοεμβρίου 1999, Αθήνα, Ελλάδα).Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου (11, 12, 13 Νοεμβρίου 1999, Αθήνα, Ελλάδα) / Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία. Σελ. 632.

 [2] Πετρίδη Παύλου. Νεοελληνική πολιτική ιστορία. Τόμος α΄ σελ. 353. Σχετική αναφορά γίνεται στον προϋπολογισμό του 1828 του α΄ Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια,

[3] Εφημερίδα Αθηνών «Αθηνά», φύλλο της 144/2.9.1833.

[4] Κάμηλος : το χοντρό σχοινί.

[5] Γούμενα : το πολύ χοντρό σκοινί για δέσιμο πλοίων. Κοινώς, παλαμάρι.

[6] Οβούζιο : χοντρό βλήμα για ανάλογα όπλα με κάνη χωρίς αυλακώσεις.

[7] Σφολότζι : σχοινί ψιλό που γίνεται από το ξετύλιγμα ενός χοντρού σχοινιού. Σφολότζι λέγεται και η ψιλή κλωστή που περνούσαν στις βελόνες της ραπτομηχανής.

[8] https://izagori.gr/people/biographies/500-%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%83.html

[9] Εφημερίδες Αθηνών «Ο Φίλος του Λαού», φύλλο της 27/6/1840 και «Αιών», φύλλο της 26/6/1840.

[10] Εφημερίδα Αθηνών «Ταχύπτερος Φήμη», φύλλο της 3/8/1840.

[11] Εφημερίδα Αθηνών «Φίλος του Λαού», φύλλο της 5.6.1842.

[12] «Καλυμνιακά Χρονικά», τόμος ΙΘ΄ του έτους 2011, σελ. 140-145, Εκδόσεις Αναγνωστήριον Καλύμνου «ΑΙ ΜΟΥΣΑΙ».

[13] Μακαράς: Τροχαλία.

[14] Εφημερίδα Αθηνών «Αιών», φύλλο της 9/6/1851.

[15] Εφημερίδα Αθηνών «Αθηνά», φύλλο της 18/6/1851.

[16] Δρακόπουλος Βαγγέλης. «Μεταεπαναστατικές ιστορίες Ι. Αναπάντεχες συναντήσεις με τις πηγές 1821-1862. Που είναι τα κανόνια του Ναυαρίνου; Σελ.47-49.

[17] Ό.π.

[18] Η αλληγορία της Βαυαρίας κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 1844 και το 1850 σε σχέδια του γλύπτη Schwanthaler. Έχει ύψος 18,50 μέτρα και ζυγίζει 88 τόνους. Είναι τοποθετημένη μπροστά από το Ruhmeshalle στο Μόναχο.

[19] Δρακόπουλος Βαγγέλης. Ό.π.

[20] Εφημερίδα Αθηνών «Σκρίπ», φύλο 31/1/1900.

[21] Δρακόπουλος Βαγγέλης. Ό.π.

[22] Νικηταρίδης Ν. Η Αιγυπτιώτικη οικογένεια Κυπριάδη :  Από τη Μάνη σε μια ζωή σαν παραμύθι. Όπως ανέφερε στα 1958 ο διευθυντής του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας Τ. Παλαιολόγος, η οικογένεια Κυπριάδη καταγόταν από τη Μάνη και έφερε αρχικά το όνομα Καπετανάκη. Μέλη της ασχολούμενα με τη ναυτιλία, περί τα μέσα του 18ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, όπου αναπτύχθηκαν οικονομικά. Όταν όμως η Κύπρος άρχισε να υφίσταται τις επιδρομές των πειρατών και κυρίως των Άγγλων, έφυγαν εκ νέου και εγκαταστάθηκαν στα Κύθηρα, όπου και έλαβαν το όνομα Κυπριάδη. Ο Μίνως (ή Μηνάς) Κυπριάδης γεννήθηκε το 1845 στο χωριό Καραβάς των Κυθήρων. Υπήρξε το μεγαλύτερο παιδί από τα 7 αγόρια και τα δύο κορίτσια της οικογένειας του. Μόλις τελείωσε το δημοτικό, το 1857, σε ηλικία 12 ετών πήγε στον Πειραιά για να αναζητήσει την τύχη του, εργαζόμενος αρχικά ως πλανόδιος πωλητής βιβλίων και αργότερα κάνοντας διάφορες μικροδουλειές, έχοντας πάντοτε όμως στο νου τη μετανάστευση. Στα 14 του λοιπόν, βρίσκεται επικεφαλής καραβανιού στη Σαχάρα, από τους πρώτους Έλληνες που έφτασαν στο τόπο. Εκεί επιδιδόταν σε αναζήτηση χρυσοφόρου άμμου, στο εμπόριο ελεφαντόδοντου και φτερών στρουθοκαμήλου, ανταλλάσσοντας τα με τους ιθαγενείς, δίνοντας τους ψευτοκοσμήματα, χάνδρες, χτένες, κτλ. Ήταν δε τέτοιες οι συνθήκες, που όπως ανέφερε εκείνος χαρακτηριστικά, σε μια διαδρομή του καραβανιού έπιασε αμμοθύελλα, με αποτέλεσμα να σκεπαστεί από σωρό άμμου. Ευτυχώς όμως, τον αναζήτησε η καμήλα του, βοηθώντας τον με το ρύγχος της να απαλλαγεί από την άμμο και με την όσφρηση της ξαναβρήκαν το καραβάνι. Το 1868 πολέμησε ως εθελοντής στην Κρήτη, όπου και πληγώθηκε σοβαρά, ενώ αργότερα όταν η Ελλάδα ξαναμπήκε σε περιπέτειες, συγκρότησε με δικές του δαπάνες ένοπλο σώμα για να πολεμήσει. Πάντως, το 1869 μετέβη στην Αβησσυνία, όπου εκτός του εμπορίου, επιδόθηκε και στο κυνήγι άγριων θηρίων. Ήταν τόσο σκληρή η ζωή του εκεί, ώστε όταν κάποτε επέστρεφε με φορτία αξίας 20.000 λιρών, τον βρήκε στην έρημο μια τρομερή αμμοθύελλα και τέτοια ήταν η δίψα και η απελπισία του, που άρχισε να φωνάζει πως τα δίνει όλα, για μια καράφα παγωμένο νερό. Κατόπιν, εγκαταστάθηκε στο Σουδάν, ασχολούμενος με την καλλιέργεια βάμβακος. Τότε κάλεσε κοντά του τους 6 αδελφούς του και τρία από τα ξαδέλφια του, τους οποίους και αποκατέστησε. Όταν είχε φύγει από την πατρίδα είχε μονάχα τις λίγες γνώσεις από το Δημοτικό. Αργότερα όμως, έμαθε να μιλά και να γράφει απταίστως γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και αραβικά. Με τον πλούτο λοιπόν που είχε αποκομίσει σε Σαχάρα, Αβησσυνία και Σουδάν, εγκαταστάθηκε μετά στην Αλεξάνδρεια, όπου το 1880 παντρεύτηκε τη Μαριέττα Μαρκοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο αγόρια, τους Θεόδωρο και Επαμεινώνδα, και τρία κορίτσια, τις Άρτεμη, Αντιγόνη και Κλειώ. Στην Αλεξάνδρεια ίδρυσε μεγάλο εμπορικό και τραπεζιτικό Οίκο, ενώ γρήγορα έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους βάμβακος στην Αίγυπτο, με κύκλο εργασιών πολλών εκατομμυρίων λιρών. Συνεργαζόταν δε στενά, με τον τραπεζιτικό Οίκο του Ιωάννη Πεσμαζόγλου. Με την επανάσταση του Οράμπη στα 1882, πυρπολήθηκαν όλες οι αποθήκες βάμβακος που είχε, αξίας τεράστιου ποσού χρημάτων. Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να ανακτήσει τη μεγάλη του περιουσία, αλλά δεν το κατάφερε και τελικά εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.  Προηγουμένως πάντως, ασχολούμενος με τα της Ελλάδος θέματα και κατά την προετοιμασία της χώρας για πόλεμο με την Τουρκία, είχε αποστείλει το Μάρτιο του 1886 επιστολή προς τον Άγγλο πρωθυπουργό Γλάδστων, εκφράζοντας τις απόψεις των Αιγυπτιωτών, ζητώντας του τη βρετανική συμπαράσταση, για να λάβει την απάντηση πως τα γραφόμενα του θα ληφθούν υπόψη. Πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα το 1891, έστειλε σε φίλους του στην Αθήνα 20.000 λίρες για να αγοράσουν για λογαριασμό του ακίνητα στην περιοχή της πλατείας Ομονοίας. Αντί όμως αυτό, εκείνοι αγόρασαν μεγάλες έρημες εκτάσεις μεταξύ τέρματος Πατησίων και Γαλατσίου. Εκεί, ήδη από το 1895, γνώριζε πως υπήρχε στο υπέδαφος αρκετό νερό και έτσι προέβη στην ανόρυξη φρεάτων, στα οποία εγκατέστησε ισχυρές αντλίες, βγάζοντας 1.000-1.500 κ.μ. νερού ημερησίως, τα οποία διέθετε στους καλλιεργητές της περιοχής. Παράλληλα, μελετούσε σχέδιο για την ίδρυση εκεί πρότυπης κηπούπολης με την ονομασία «Μινούπολη», σχέδιο που θα υλοποιήσει αργότερα ο γιός του. Εκτός αυτού, με τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα το 1891, ίδρυσε αρκετά εργοστάσια, όπως το εργοστάσιο κεριών «Φοίβος» στο Νέο Φάληρο, ένα εργοστάσιο κατασκευής κόλλας για πουκάμισα, τη Σαπωνοποιία, τη Ζυθοποιία-Παγοποιία με τον Κλωναρίδη, την Παγοποιία με τον Σφακιανάκη, κ.ά. Τελικά πάντως, οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις του επέφεραν μεγάλες ζημιές. Ο Κυπριάδης, παρά την ελλιπή του μόρφωση, ασχολείτο με τα μαθηματικά, τη χημεία και την αστρονομία, ενώ από ετών καταγινόταν με την εφεύρεση μηχανήματος αυτόματου πιλότου για πλοία. Το 1905, μαζί με το Γάλλο μηχανικό Noury, το κατασκεύασαν τελικά με επιτυχία. Μάλιστα, ο Πρίγκιπας Γεώργιος εκδήλωσε ζωηρό ενδιαφέρον, παραχωρώντας για τις δοκιμές πλοίο του πολεμικού ναυτικού. Για την εφεύρεση αυτή ο Κυπριάδης τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της διεθνούς έκθεσης του Bordeaux , ενώ δεν δέχθηκε τα 30.000 δολάρια που του έδινε αμερικάνικη εταιρεία για τα δικαιώματα της, αφού εκείνος ζήτησε 50.000.
Την περίοδο αυτή ασχολήθηκε επίσης με μεταλλευτικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κατασκευής πυροβόλων ενώ στη συνέχεια ίδρυσε τη ναυαγοσωστική υποβρύχιο εταιρία «Ποσειδών» με κεφάλαια 2.000.000 δρχ., με σκοπό την ανέλκυση του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο, που θα του απέφερε 200 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Το Μάιο του 1907 ανέλαβε επικεφαλής σχετικής ομάδας κεφαλαιούχων και μάλιστα, παρά την ηλικία του, κατέβηκε ο ίδιος με σκάφανδρο για να διαπιστώσει την κατάσταση των πλοίων. Η προσπάθεια όμως ανακόπηκε λόγω των Βαλκανικών και του Α΄ Π.Π.  Τέλος, υπήρξε τακτικός συνεργάτης της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός». Πολλά άρθρα του είχαν δημοσιευτεί, όπως αυτό του 1915 με τίτλο «Το άσημον εκ Μολύβδου Σφαιρίδιον και η δύναμις του», καθώς και μία αξιόλογη μελέτη περί του φορολογικού συστήματος. Δημοσίευε παράλληλα μακρές επιστολές προς τον Γ. Θεοτόκη και τον Ελ. Βενιζέλο, του οποίου υπήρξε πιστός οπαδός και για τον οποίο το 1910 εξέδωσε το βιβλίο «Το μέγα θαύμα του 20ου αιώνος». Ο Μίνως Κυπριάδης πέθανε στο σπίτι του παρά τον Άγιο Λουκά στα Πατήσια στις 16/1/1919 προσβεβλημένος από την ισπανική γρίπη. https://www.apela.gr/article/120287/i-aiguptiotiki-oikogeneia-kupriadi---apo-ti-mani-se-mia-zoi-san-paramuthi.

 [23] Εφημερίδα Αθηνών «Άστυ», φύλο 22/7/1903.

[24] Εφημερίδα Αθηνών «Εμπρός», φύλλο της 29/8/1905.

[25] Ό.π. φύλλο της 6/11/1905.

[26] Γ.Α.Κ.-Τμήμα Μεσσηνίας-Εκ του σχετικού φακέλου.

[27] Γ.Α.Κ.-Τμήμα Μεσσηνίας. Εκ του σχετικού φακέλου.

[28] Γ.Α.Κ.-Τμήμα Μεσσηνίας. Εκ του σχετικού φακέλου.

[29] Γ.Α.Κ.-Τμήμα Μεσσηνίας. Εκ του σχετικού φακέλου.

[30] Γ.Α.Κ.-Τμήμα Μεσσηνίας. Εκ του σχετικού φακέλου.

[31] Γ.Α.Κ.-Τμήμα Μεσσηνίας. Εκ του σχετικού φακέλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου