Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ Ή ΠΑΛΑΜΙΡΤΑΣ Ή ΠΑΛΑΙΟΠΟΥΤΣΟΣ



          Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΠΑΝΟΣ
           Ή ΠΑΛΑΜΙΡΤΑΣ  Ή ΠΑΛΑΙΟΠΟΥΤΣΟΣ

ΑΠΟ ΑΓΡΙΜΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΠΑΛΑΜΗΔΙ
        Ένα μικρό σημείωμα για τον διάσημο λήσταρχο της 2ης πεντηκονταετίας του 19ου αιώνα, του οποίου η ζωή, αλλά η κατάληξη κυρίως, συνεπαίρνει όποιον έχει ασχοληθεί με τα ληστρικά θέματα αλλά και επειδή έκανε μεγάλη εντύπωση στον σπουδαίο Έλληνα λογοτέχνη Ανδρέα Καρκαβίτσα όταν τον συνάντησε. 
 Φανταστική απεικόνιση του Βαγγέλη Σπανού στο Παλαμήδι (από το δημοσίευμα του Θ.  Δράκου στην εφημ. «Εμπρός» 31/8/1963).

       Μέσα από διάφορα δημοσιεύματα έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί η ιστορία του, η οποία για τους γνώστες των θεμάτων των «ηρωικών» χρόνων της ληστοκρατίας αγγίζει τα όρια του θρύλου. Είναι γεγονός πως για τους λήσταρχους λεπτομερείς ειδήσεις δεν ελλείπουν και πως συνήθως από τους συγγραφείς  γίνεται απόπειρα να συνδεθούν αναφορές των καταδιωκτικών αρχών, εισηγήσεις δημοσίων υπηρεσιών, αναφορές ελληνικών προξενικών αρχών από τις υπό τουρκική κατοχή παραμεθόριες περιοχές και διάφορες ειδήσεις και δημοσιεύματα σε εφημερίδες, προκειμένου να υπάρξει ένα ενιαίο κείμενο, αντιπροσωπευτικό της δράσης του κάθε λήσταρχου. Το ίδιο έπραξα και εδώ. Στα γενικότερα πλαίσια μελέτης μου για τους Δήμιους και τις καρατομήσεις της περιόδου 1833-1913, συνάντησα πολλά στοιχεία για θανατοποινίτες ληστές και ετοίμασα κάποιες βιογραφίες τους. Αυτή του Σπανού είναι η πρώτη που παρουσιάζεται.

      Ο πατέρας του Γιώργης Παλαμίρτας ήταν συγγενής του Κατσαντώνη και η οικογένειά του ήταν απλωμένη κατά τα μέρη του Σουλίου, στην Κιάφα και στο Κόθρι. Οι διαφορές που είχε ο Κατσαντώνης και άλλοι συντοπίτες του με τον Αλή Πασά, ανάγκασε πολλές οικογένειες Σαρακατσάνων να κατέβουν προς τα Άγραφα και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Καστανιά.
    Ο Βαγγέλης Παλαμίρτας γεννήθηκε στο Βελεστίνο και είχε έξι αδέλφια, τον Γιάννη, τον Δημήτρη, την Αγορίτσα, τον Κωνσταντίνο, τον Γρηγόρη και την Ελένη. Τα βουνά των Αγράφων ήταν σχεδόν απάτητα από τον Αλή και ο πατέρας τους ξαναμετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στο Συρράκο Ηπείρου. Εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά και ο Βαγγέλης 15χρονος έβοσκε τα πρόβατά του στους άγριους λόγγους. Είχε έφεση στην μάθηση και συχνά κατηφόριζε σε κοντινό μοναστήρι και μάθαινε γράμματα από τον παπά, μαζί με ψαλμούς διότι ήταν και εξαιρετικά καλλίφωνος. Ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στο νονό του από το Κυριάκι Βοιωτίας, που ήταν μεγαλοτσέλιγκας, προκειμένου να μορφωθεί και να προκόψει.
       Έφτασε στο Κυριάκι ο Βαγγέλης και τις πρώτες μέρες φιλοξενήθηκε από το νονό του αλλά μετά τον διέταξαν να βοσκήσει τα πρόβατα του πλούσιου Σαρακατσάνου νονού του και αργότερα θα τον έστελναν σχολείο. Δυστυχώς όμως ο γέρο-νονός του ήταν σκληρός, γκρινιάρης και τσιγκούνης. Το παιδί δούλευε συνέχεια και χάθηκε από την εκκλησία και το εορτολόγιο, χάθηκε από την κοινωνία, τις γιορτές και τις σχόλες και το χειρότερο ήταν πως «μετρούσαν τις μπουκιές του» και συνήθως έμενε νηστικός.
      Πέρασαν τα χρόνια και το μικρό παιδί έγινε ένας λυγερόκορμος άνδρας που πιστός στις εντολές του πατέρα του έμενε κοντά στον σκληρό νονό του απομονωμένος από τον κόσμο και τις γιορτές του. Κάποια στιγμή ντύθηκε, αρματώθηκε και πήγε σε κάποιο σαρακατσάνικο πανηγύρι. Ο νονός του το έμαθε, πήγε εκεί και τον πρόσβαλε χτυπώντας τον με την γκλίτσα του μπροστά σε όλους τους πανηγυριστές.  Ο Βαγγέλης τότε έβγαλε το γιαταγάνι του και πήρε το κεφάλι του νονού του. Έφυγε μακριά από το Κυριάκι κυνηγημένος από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Κάποια στιγμή έπεσε πάνω στα καραούλια του φημισμένου ληστή Κακαράπη. Τον πήραν και τον πήγαν στον λήσταρχο και αυτός δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει πως είχε μπροστά του ένα παλικάρι που σύντομα θα πλαισίωνε το μπουλούκι του. Η συνάντησή του στο Δίστομο με τον άλλο φημισμένο λήσταρχο της εποχής, τον Ζαρκάδη, θα ήταν καθοριστική, αφού ενθουσιάστηκε από τους τρόπους του και τον ακολούθησε. Ο Ζαρκάδης είχε προηγούμενα με έναν πρώην κουμπάρο του στο Κυριάκι που τον είχε προδώσει στα αποσπάσματα και του σκότωσαν τέσσερεις συντρόφους. Πήγε λοιπόν στο Κυριάκι, μαζί με τον Βαγγέλη και άλλους και ξεκλήρισε όλη την οικογένεια του προδότη κουμπάρου. Φύγανε καταδιωκόμενοι από τα αποσπάσματα και όταν περικυκλώθηκαν η πονηριά του Βαγγέλη έσωσε τον Ζαρκάδη και τους 30 ληστές του. Αυτή του η πονηράδα τον ανέβασε στον ληστρικό κύκλο και αναγνωρίστηκε από όλους. Τότε του έδωσαν το παρατσούκλι Σπανός, ως σπανόθριξ, και με αυτό έγινε γνωστός του έμεινε δε ως επώνυμό του.
        «Για 25 χρόνια ο Σπανός δεν άφησε σε χλωρό κλαδί του τούρκους αγάδες και αιμοσταγείς μπέηδες που βασάνιζαν τους ανυπεράσπιστους Έλληνες στους κάμπους της τούρκικης τότε Θεσσαλίας. Γι αυτή του την εθνική δράση τιμήθηκε με το ανώτερο παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος», γράφει ο ερευνητής Θ. Δράκος.
         Αργότερα συνεργάστηκε με τον λήσταρχο Καλαμπαλίκη. 
       Τα χρόνια της ληστοκρατίας άρχισαν να αποτελούν παρελθόν την δεκαετία του 1850 και μετά. Πολλοί ληστές σκοτώθηκαν, άλλοι παραδόθηκαν, άλλοι αμνηστεύτηκαν και ακολούθησαν ήρεμο βίο και άλλοι παρέμειναν στο βουνά ως τελευταία λείψανα μιας εποχής που είχε περάσει ανεπιστρεπτί. «Το 1858 ο υπουργός στρατιωτικών δήλωσε με περηφάνια σε ξένο περιηγητή πως από το 1854  είχαν φονευθεί σε συμπλοκές ή είχαν συλληφθεί και καρατομηθεί 493 ληστές» γράφει ο Γιάννης Κολιόπουλος στη μνημειώδη μελέτη του «Ληστές» που εκδόθηκε το 1979. Στο Εφετείο Αθηνών  το 1857 οι καταδίκες των ληστών σε θάνατο αντιπροσώπευαν το 76,5% του συνόλου των θανατικών καταδικών.

Τους  λήσταρχους θαύμαζαν πάντα οι λαϊκοί καλλιτέχνες. 
Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος απεικόνισε σε πίνακά του τον φημισμένο λήσταρχο Νταβέλη (Χρήστος Νάτσιος 1832-1856).

        Διασωθέντες αυτής της δύσκολης εποχής υπήρξαν ο «Βαγγέλης Σπανός ή Παλαιοπούτσος, ποιμένας από το Συρράκο, 20 ετών, σπανόθριξ, καστανόθριξ και υψηλός» που ανήκε τότε στη συμμορία του λήσταρχου Καινούριου. Ένας άλλος που διασώθηκε τότε ήταν και ο Τάκος Αρβανιτάκης, ήρωας του επεισοδίου στο Δήλεσι το 1870 που συγκλόνισε την Ελλάδα. Αυτός ήταν στη συμμορία του Καλαμπαλίκη, «25 ετών, μετριόσωμος, καστανόθριξ και μικρομύσταξ», μαζί με τον αδελφό του Ντίνο και ήταν γνωστοί στους ληστρικούς κύκλους ως «Αρβανιτάκια».

      Μέχρι το 1862 η ληστεία παρουσίασε ύφεση αλλά μετά την έξωση του Όθωνα και την πολιτική ανωμαλία που ακολούθησε τα χρόνια της Μεσοβασιλείας 1862-1864 άνθισε πάλι. (Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος -Οκτώβριος του '62  Φεβρουάριος του '63- ήταν η επαναστατική κυβέρνηση που ανέλαβε προσωρινά την εξουσία μετά την Έξωση του Όθωνα και την απομάκρυνση της Κυβέρνησης Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Στις 10 Οκτωβρίου 1862, τέθηκε σε ισχύ το «Ψήφισμα του Έθνους» που καταργούσε την βασιλεία του Όθωνα καθώς και την Αντιβασιλεία της Αμαλίας, και αποφάσιζε για την δημιουργία προσωρινής Κυβέρνησης και την σύγκληση Εθνικής Συντακτικής Συνελεύσεως με σκοπό την δημιουργία συντάγματος και την εκλογή νέου ηγεμόνα).

      «Ιδιαίτερη έξαρση της ληστείας παρατηρήθηκε στις παραμεθόριες περιοχές της Στερεάς μετά το 1865, σε σχέση με την οργάνωση των αντάρτικων σωμάτων στα μεθόρια με σκοπό την εισβολή στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. … οι πρώτες μεταεπαναστατικές ελληνικές κυβερνήσεις κατέφυγαν στο δοκιμασμένο μέτρο της επικήρυξης των ληστών και από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1865 επικηρύχθηκαν τουλάχιστον 40 ληστές, οι περισσότεροι διαβόητοι λήσταρχοι , μεταξύ τους δε και ο «Ευαγγέλης Σπανός», γράφει ο Γ. Κολιόπουλος.
ΦΕΚ Α43 ΕΤΟΥΣ 1865, επικήρυξη του Ευαγγέλη Σπανού


             Ο Σπανός δεν ήταν πια το παιδάκι που φοβόταν τη φωνή του νονού του. Είχε σκληρύνει μετά από τόσα χρόνια παρέα με ληστές. Είχε πεθυμήσει να κοιμηθεί σε κρεβάτι διότι για πολλά χρόνια στρώμα του είχε τις πέτρες , τις φτέρες και τις πευκοβελόνες. Γι αυτό μια νύχτα μπήκε μόνος του στο Δίστομο και χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού για να κοιμηθεί σε κρεβάτι. Ο χωρικός που δεν κατάλαβε ποίος ήταν δεν του άνοιξε. Ο Σπανός έσπασε την πόρτα, έκοψε το κεφάλι του χωρικού και κοιμήθηκε στο κρεβάτι του σκοτωμένου. Το πρωί ξαναπήρε τα βουνά.
      Στο σημαντικό βιβλίο του Γ. Κολιόπουλου δημοσιεύεται μια σύντομη «βιογραφία» του Σπανού: «Ληστής το 1854 αναφέρεται ότι βγήκε και ο διαβόητος λήσταρχος μεταγενέστερης εποχής, ο Ευάγγελος Σπανός, 16 ή 17 ετών τότε, ποιμένας από τη Μούχα της Ευρυτανίας. Σύμφωνα με μια πληροφορία, κάποια συμμορία είχε απαγάγει τον αδερφό του και για να τον απελευθερώσει η οικογένειά του είχε αναγκαστεί να πουλήσει τα αιγοπρόβατά της. Ζητώντας εκδίκηση, ο Σπανός εντάχτηκε σε άλλη συμμορία και άρχισε έτσι την πολυετή ληστρική σταδιοδρομία του. Η ταραγμένη περίοδος του ακολούθησε τα επαναστατικά γεγονότα του 1854 ευνόησε την διάκριση του. Το 1857-1858 ήταν μέλος της συμμορίας του Καλαμπαλίκη. Έδρασε για πολλά χρόνια και στις δύο επικράτειες, ώσπου τελικά προσήλθε στις τούρκικες αρχές της Λάρισας το 1874, με την μεσολάβηση των ελληνικών αρχών, όπως υποστηρίχθηκε στην δίκη του, για να απαλλαγεί η Στερεά από τις επιδρομές του. Εκεί δικάστηκε και καταδικάστηκε  για διάφορες ληστείες στην τότε τούρκικη επικράτεια και αφού εξέτισε μέρος της ποινής του αμνηστεύτηκε με σουλτανικό φιρμάνι και βγήκε από τη φυλακή. Στη συνέχεια αγόρασε κτήματα στη νότια Θεσσαλία και αιγοπρόβατα και ζούσε με την οικογένειά του απολαμβάνοντας τους καρπούς των επιχειρήσεών του, ώσπου συνελήφθη από ελληνικό απόσπασμα τον Ιούλιο του 1879  κοντά στην οροθετική γραμμή και μέσα στο τούρκικο έδαφος. Δικάστηκε στο κακουργιοδικείο Αθηνών το Δεκέμβριο του ίδιο χρόνου και καταδικάστηκε σε θάνατο».

       Ο Ανδρέας Μοσχονήσιος, ανθυπολοχαγός του πεζικού,  έγραψε το 1869 ένα βιβλίο με τίτλο «το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας» και εκεί καταθέτει την εμπειρία του. Οι κυριότεροι σύμμαχοι των ληστών υπήρξαν οι νομάδες κτηνοτρόφοι. Κάτι το οποίο αναφέρει και ο Κολιόπουλος, ο οποίος δίνει και περισσότερες πληροφορίες.  Η κάθε συμμορία όσο ισχυρή και αν ήταν είχε ανάγκη από τρόφιμα και ρούχα, λησταποδόχους για ρευστοποίηση της λείας, πληροφοριοδότες και προστάτες κάθε μορφής. Για τον Σπανό γράφει πως : «ο Σπανός ως μέλος της συμμορίας Καλαμπαλίκη όταν ήταν έφηβος, συναγωνιζόταν τον παλιό μπουλουκτσή του σε αριθμό συνεργατών στα διάφορα τσελιγκάτα στην κεντρική Ελλάδα, όταν απέκτησε δική του συμμορία. Στην περιοχή Ασπροποτάμου οι περισσότεροι τσελιγκάδες ήταν φίλοι του. Φίλους τσελιγκάδες είχε επίσης και στην Πάρνηθα. Στην Ευρυτανία ο τσέλιγκας Μαλαμούλης ήταν αναδεξιμιός του και ο Διπλαλέξης γαμπρός του από αδελφή. Στην Ευρυτανία τον υποστήριζε και ο Τσακανίκας καθώς και ο Κολοβός. Στον Παρνασσό φίλος του Σπανού ήταν ο τσέλιγκας Φαρμάκης και στην περιοχή Αλμυρού Βόλου ο Πεπόνας».
 Διάσημοι λήσταρχοι. Μεταξύ τους και ο Σπανός. Διαφημιστικό του 1910 για την έκδοση του σπάνιου σήμερα βιβλίου.  Από την εφ. "Εμπρός".

       Τα επίσημα στοιχεία λένε λοιπόν πως συνελήφθη τον Ιούλιο του 1879, δικάστηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, καταδικάστηκε σε θάνατο και κλείστηκε στις φυλακές του Παλαμηδίου τον Ιανουάριο του 1880 περιμένοντας την εκτέλεσή του. Δέος και σεβασμό προκαλούμε  στους συγκρατούμενούς του. Ήταν διάσημος για την δράση του και δημοφιλής για τον χαρακτήρα του. Πολλές φορές σαν είχε διάθεση διηγούνταν πως : «… ήμουν, έλεγε, δέκα οκτώ χρονών όταν σήκωσα αρματολίκι …  1854 είχε ανάψει πια η φωτιά. Ο Κακαράπης βρισκόταν στην Λειβαδιά και στην Θήβα. Ο Νταβέλης στην Αττική. Ο Ντελής στα Μέγαρα. Ο Λύγκος στην Κορινθία. Ο Ζαφείρης και ο Καλαμπαλίκης στην Βοιωτία. Κι ένα βράδυ στο Δερβένι βαρέσαμε  τέσσερις χιλιάδες Αρβανίτες τακτικό στρατό και τον σκορπίσαμε με τα γιαταγάνια. Ύστερα στο χωριό Καραχασάη (σημ. γράφοντος. Το σημερινό Μαντασιά Δομοκού) πατήσαμε το τσιφλίκι ενός σκληρού μπέη που βασάνιζε τους Ρωμιούς. Τον τραβήξαμε στις ραχούλες της Γκούρας και τον κόψαμε…».

               Γράφει ο Κολιόπουλος πως στην δίκη του Σπανού το 1879 εμφανίστηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας πολλά από τα θύματα του λήσταρχου με φανερά τα σημάδια των κακώσεων που ο χρόνος δεν είχε καλύψει. Κάποιος έλεγε για τα ψυχολογικά βασανιστήρια που του έκαναν στην διάρκεια της αιχμαλωσίας του καθώς ο Σπανός κραδαίνοντας το γιαταγάνι του έλεγε σε ληστή της συμμορίας του «κόφτου το κεφάλι ρε Γιάννουλα εσύ πού ‘χεις πάρει τόσα πολλά». Άλλος μάρτυρας που ήταν όμηρος έλεγε πως ο Σπανός τον μαχαίρωσε στην πλάτη  και πως όταν τον πήρανε τα αίματα ο Σπανός του έλεγε πως δεν έχει ανάγκη γιατί έχει πολλά ξύγκια. Ένας άλλος όμηρος και αυτός του λήσταρχου μαρτυρούσε πως είδε να συλλαμβάνουν αιχμαλώτους και να τους χτυπούν με τσεκούρια τα πόδια για να μην δραπετεύσουν. Άλλος παθών ομολογούσε πως «με ένα λάζο τρακ μου έκοψε την μύτη». Όμοια  τιμωρία, έλεγε ο ίδιος μάρτυρας, επιφύλαξε ο Σπανός και σε έναν άλλο συγκρατούμενό του όμηρο, διότι και οι δύο είχαν σκοτώσει παλαιότερα άλλον ληστή και ο Σπανός ήταν υποχρεωμένος από το ληστρικό νόμο να εκδικηθεί τον  θάνατό του, παρόλο που ο φονευθείς ληστής δεν ήταν ποτέ την συμμορία του Σπανού.
               Ο Θ. Δράκος γράφει πως  ο Σπανός συνέχιζε την δράση του μέχρι και τα 63 χρόνια του. Άφησε όνομα στον λόγγο και στα χωριά. Οι Τούρκοι τον έτρεμαν. Τα αποσπάσματα τον κυνηγούσαν. Τέλος κάποτε τον έπιασαν. Τον πέρασαν από δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Μα δεν μπόρεσαν να τον « κόψουν». Διαπιστώθηκε πως ο ήρωας Ευάγγελος Παλαμίρτας που είχε παρασημοφορηθεί με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον αιμοβόρο αρχιληστή Βαγγέλη Σπανό. Αφού είχε παρασημοφορηθεί δεν μπορούσαν να τον «κόψουν» στην λαιμητόμο, γράφει ο Θ. Δράκος στο άρθρο του «τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα».
             Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης, επισκέφθηκε τις φυλακές Παλαμηδίου ως στρατιωτικός αρχίατρος και είχε την ευκαιρία να δει από κοντά την άθλια διαβίωση των φυλακισμένων και *πιζωητών (φυλακίσεις πολλών ετών) και *θανατηφόρων (υποψήφιοι για καρατόμηση). Τις εντυπώσεις του κατέγραψε και δημοσίευσε στο περιοδικό «Εστία» το 1892. Εκεί συνάντησε και τον Σπανό. Μεταφέρω εδώ τα σχετικά : «Επήγα ίσα εις την γέφυρα, έσκυψα κ’ είδα δια πρώτην φοράν τους φυλακισμένους… κάποιος εσήκωσε το κεφάλι του και μ’ είδε… κι ευθύς άρχισαν να τρέχουν εις τα δωμάτια και να ετοιμάζουν τα εργόχειρά τους. 
Φυλακές Παλαμηδίου 1928. Φωτογραφία του Μπουασονά. Η σκηνή που περιγράφεται με τις πωλήσεις χειροτεχνημάτων κρατουμένων.
          Βλέπω έναν και μου σηκώνει εις ψηλό κοντάρι το κουτάκι του γεμάτο από κεντητούς σουγιάδες και πίπες… άλλος στο κοντάρι του είχε πόμολα, σουγιάδες και χιλάλια (αχιβάδες)… άλλος είχε βούρδουλα ομορφοπλεγμένον (σημ. γράφοντος: οι κατάδικοι τα πουλούσαν στους επισκέπτες για να βγάζουν χαρτζιλίκι)… ο συνοδός μου καλός αξιωματικός μου τους έδειχνε έναν-έναν.    

-Να εκείνος είναι ο Σπανός ο ληστής, εκείνος ο Ρεντίφης από τη Χίο.

          Πήρα την δύσκολη απόφαση να τους δω από κοντά, διατί τάχα να μην μιλήσω και με τον Σπανό και με τον Ντερβίση και με τους άλλους κακούργους, να μην ιδώ πως ζουν, τι τρώγουν, πως κοιμούνται;…. πήγα στην τάπια του Μιλτιάδη (σημ. γράφοντος: εκεί εκρατούνταν οι βαρυποινίτες και υποψήφιοι για καρατόμηση. Εκεί φυλακίστηκε και ο Κολοκοτρώνης). Ο Μιλτιάδης είναι η φοβερότερη Λάμια. Δεν τους μαρμαρώνει  εκείνους που πέσουν εις τα βρόχια του. Τους ρουφά αργά αργά το αίμα, τους σκάφτει σαν επίβουλο σαράκι τα κόκκαλα, τους λύνει έναν-έναν τους αρμού, τους παίρνει τα νειάτα, την υγεία και εις το τέλος ή τους δίνει εις τα χέρια του Αμοιραδάκη (σημ. γράφοντος: ο Αμοιραδάκης υπήρξε διάσημος δήμιος, την βιογραφία του οποίου αλλά και άλλων δημίων θα παρουσιάσω εν καιρώ) είτε τους ρίχνει  πάλιν εις τον κόσμον, άνοστα πλέον κουφάρια… ωστόσο άνοιξε η θύρα κι  εμπήκα στην φυλακή κι εβγήκα έξω στην αυλή… με όλην μου την απάθεια κοίταξα γύρω μου, όλοι μου φαίνονταν σωστοί άνθρωποι όπως  εμείς… κάπου μακριά μαλλιά, κάπου μεγάλα μουστάκια και γένεια… ούτε άγρια πρόσωπα, ούτε ματωμένα χέρια, ούτε κόκκινα μάτια… και όμως όλοι  είχαν κάμει ληστείες, σκοτωμούς, μύρια κακά, ερήμαξαν σπίτια, ωρφάνεψαν παιδιά, έντυσαν γυναίκες εις τα μαύρα…

-Γειά σου, είπα εις τον πρώτο που  ευρέθηκε κοντά μου και του άπλωσα το χέρι.
-Πως σε λέν;
-Βαγγέλη, και μου χαμογέλασεν. 
-Γειά σου, μου είπε κι αυτός κ’ έπιασε το χέρι μου ανόρεξα.
Από το όνομα και το ταπεινόν εξωτερικό του σχημάτισα αμέσως την ιδέαν  ότι  θα ήτο κανένας απ΄ εκείνους οι οποίοι από στραβού διαβόλου σκοτώνουν και φυλακίζονται κ’ ήμουν έτοιμος ν’ αναζητήσω άλλον.
-Ειν’ ο Σπανός, μου εσφύριξεν άξαφνα εις το αυτί άλλος φυλακισμένος.

          Και τω όντι ήταν αυτός ο Σπανός, ο οποίος από το ΄54 άρχισε τις ληστείες του, πρώτα με άλλους έπειτα με τον Νταβέλη κ’ ύστερα έκαμε δικό του μπουλούκι κ’ έπραξε τόσα εις όλην την Ρούμελη και άλλα τόσα μολογούνται εις όλην την Ελλάδα. Όμως άλλον τον φαντάζεται κανείς και άλλον  τον βλέπει. Φαίνεται από το ’74  όταν αμνηστεύθη από τους τούρκους εφρονίμεψε, υπανδρεύθη και ησύχασεν, όπως και όλοι οι άλλοι. Αλλά και αυτόν και τους άλλους μίαν ημέραν, άδικα και παράλογα τους συνέλαβαν αι αρχαί μας και τους έκλεισαν εκεί και ωρφάνεψαν πάλι τα νέας οικογενείας των, έτσι δίχως καμμίαν αιτία, παρά όπως χαλούν τες φωλιές των αγριμιών, από φόβο μήπως ξαναγυρίσουν.

         Ο Σπανός μ’  έμπασεν εις το κελί του, εις έν’  από τα πέντε δωμάτια που έχει η αυλή και εις τα οποία κοιτάζονται από εικοσιπέντε τριάντα φυλακισμένοι ….οι κατάδικοι μου έφεραν καφέ.
-Σαν ήρθες πρώτη φορά ‘ς το κελί μας, είπαν, κάτι να σε φιλέψουμε.
Μου έβαλαν ένα σκαμνί κ’ εκάθισα. Εμαζεύτηκαν  πολλοί, άλλοι γονατιστοί άλλο όρθιοι, γύρω μου. Άρχισαν τα παράπονά τους. Πόσα μου είπαν και τι άκουσα δεν λέγεται….
-Ε ωρέ παιδιά, αφίστε τ’ αυτά τα  μοιρολόγια….. ποιός παίζει καλλίτερο μπουζούκι;
-Να το βαρέσομε;  μου είπε ο Σπανός.
-Αμ τι, θα σκάσουμε; Είπε άλλος.
Έστειλε κ’  εφώναξεν έναν απ’ έξω πως τον ήθελεν ο μπάρμπα Βαγγέλης. Ήταν ένα ψηλός Λιδωρικιώτης, πριν λοχίας των Ευζώνων. Άμα του είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης επήρε από μέσα το μπουζούκι του κ’ ήλθε κ’ εκάθισε εις το πεζούλι της θύρας και άρχισε να το κουρδίζη.
-Να ειπής ένα της φυλακής, του είπα.
-Θα ‘πω τον κατάδικο, μου απάντησε με χαμόγελο. Και άρχισε σύνωρα να παίζη το μπουζούκι  και να τραγουδή:
Όποιος με βλέπει και γελώ λέει πίκρα δεν έχω.
Μα εγώ έχω πίκρα  ‘ς την καρδιά και πίκρα μεσ’  ‘ς τα χείλη.
Δεν έχω φίλο να το πω και να το μολογήσω.
Να σας το ειπώ ψηλά βουνά φοβούμαι η ραγίστε.
Εμένα μ’ εδικάσανε  ‘ς τα σίδερα να λυώσω.
Δε με δικάσαν ξάμηνο δε με δικάσαν χρόνο.
Μόν με δικάσαν ‘πιζωής ‘ς τα έρημα μπουντρούμια.
Παρακαλώ την Παναγιά και το Θεό δοξάζω.
Να γιάνη το κορμάκι μου και το δεξί μου χέρι.
Να κάνω τρία γράμματα πικρά, φαρμακωμένα,
τώνα να πάη  ‘ς μάνας μου, τάλλο στην αδερφή μου,
το τρίτο το πικρότερο  ‘ς τη δόλια μου γυναίκα.
Να μην αλλάξη τη Λαμπρή και βγή  ‘ς το μισοχώρι. 
γιατ’ έχω εχθρούς και χαίρονται και φίλους και λυπούνται.

        Κατέθεσα ολόκληρο το τραγούδι διότι πιστεύω πως θα ήταν το αγαπημένο όχι μόνο των κρατούμενων αλλά κυρίως του μπάρμπα Βαγγέλη Σπανού ή Παλαμίρτα ή Παλαιοπούτσου.
           Αν ο Σπανός ήταν 63 χρονών το 1874-όπως γράφει ο Θ. Δράκος- τότε θα είχε γεννηθεί το 1811 και τον ληστρικό βίο του θα τον άρχισε το 1827. Αν όμως ήταν το 1854 χρόνων 17, όπως γράφει ο Κολιόπουλος, τότε θα είχε γεννηθεί περί  στα 1838-1840 και το 1880 που φυλακίστηκε στο Παλαμήδι θα ήταν σαραντάρης . Για την ηλικία του μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Πιστεύω πως εγκυρότερες είναι οι πληροφορίες του Κολιόπουλου. Στο Παλαμήδι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του. Ο Θ. Δράκος γράφει πως έζησε φυλακισμένος για 32 ακόμη χρόνια.-


Βοηθήματα
1. Κολιόπουλος Γιάννης. Ληστές. Εκδόσεις Ερμής. Αθήνα 1988.
2. Εφημ. «Εμπρός». Το αγρίμι που έγινε στοιχειό. Φύλο 31/8/1963 σελ.5.
3. Καρκαβίτσας Ανδρέας. Οι φυλακές του Ναυπλίου. Εκδόσεις Ροές. Αθήνα 2009.
4. Κάσσης Δ. Κυριάκος. Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά της Ελλάδας 1821-1871. Εκδόσεις Ιχώρ. Αθήνα 2000.
5. ΦΕΚ διαφόρων ετών.
6. Κάσσης Δ. Κυριάκος. Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1940. Εκδόσεις Ιχώρ. Αθήνα 1983.
7. Διάφορα δημοσιεύματα σχετικώς με το θέμα ληστές και ληστεία, από ιστοσελίδες χωριών της Φθιώτιδος.
8. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



2 σχόλια:

  1. Εγγυρότερες πληροφορίες, δίνει ό Εύριπίδης Μακρής, άπ εύθείας άπό συγγενείς τού Σπανοβαγγελη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για την πληροφορία. Σε ποίο όμως βιβλίο του δεν μου λέτε????

      Διαγραφή