Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΩΝ-ΠΟΛΙΑΝΑ- ΜΑΝΗΣ. ΓΙΟΡΤΗ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ

 Η ΓΙΟΡΤΗ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΑΝΑΣ
Η κορυφή του όρους Άγιος Νίκων και τα σημερινά κτίσματα.
            Μια σημαντική γιορτή για το χωριό Άγιος Νίκων (Πολιάνα) της Μάνης. Ο εορτασμός των Πέτρου και Παύλου στο εκκλησάκι επί της κορυφής του βουνού Άγιος Νίκων κάθε 29 Ιουνίου. Οι μνήμες του γράφοντος είναι στενά δεμένες με την γιορτή αυτή, τα χρόνια που η πορεία από το παλιό μονοπάτι διαρκούσε 4-5 ώρες. Η αείμνηστη γιαγιά μου Ευτυχία μάς μύησε στη πίστη της στον Άγιο Νίκω. Η μητέρα μου και οι θείες μου συνέχισαν την μύηση. Οι μπαρμπάδες μου, τα ξαδέρφια μου  και η οικογένειά μου συνεχίσαμε την παράδοση της οικογένειας Κατσαρέα.  Ξεκινούσαμε πολύ νωρις το πρωϊ της 28ης φορτωμένοι με τα απαραίτητα. Συναντούσαμε τη Χαλικούρα και φοβόμασταν μην ξυπνήσουμε τα φίδια. Στην Καμινόπετρα η πρώτη στάση και εκεί ιστορίες για τους παλιούς που καίγανε τα καμίνια από τα δέντρα που φύτρωναν στην πλαγιά και έτσι βρίσκανε ασβέστη για τα σπίτια και τα χτισίματα.  Ακόμη ιστορίες για την Αριά, το δέντρο που χειμώνα-καλοκαίρι ήταν το «ρολόι» των συγχωριανών μας αφού ο ήλιος την χτυπούσε ακριβώς στις 12, μα και ιστορίες για την σπηλιά στο απόκρημνο βράχο  του βουνού, εκεί που μόνασε ο Άγιός μας. Δεύτερη στάση στη Ράχη, εκεί που αντικρίζαμε τα λουριά που έβαζαν το στάρι. Ο Τρισκωνός απέναντι μάς έγνεφε συνήθως στεφανωμένος με τα σύννεφά του. Συνεχίζαμε περνώντας από τις Καρυδιές και ιστορίες για τα καλοκαιρινά camp στο βουνό και στις δροσιές. Μετά η κουραστική ανηφόρα και στην κορυφή της η θεσπέσια ώριμη ρίγανη. Αχ!!!!! Η ρίγανη του χωριού μας. Ούτε θυμάμαι πόσα ματσάκια έκοβε ο καθένας μας. Θαυμάζαμε το μεγάλο πετρομαντρωμένο κτήμα, τον Πέτρινο Τζάρκο (Τζάρκος, ζάρκος=τὸ περίφραγμα, ἐν ᾧ τὸ ἑσπέρας μένουσιν αἱ αἶγες· τοῦτο καὶ τσάρκος καλεῖται. Ἐκ τοῦ ἕρκος τροπῇ δωρικῇ τοῦ ε εἰς α καὶ προσθέσει τοῦ ζ δίκην συριστικοῦ πνευματισμοῦ=Λευκαδιτικο λεξικό), και ανεβαίνοντας την τελευταία ανηφόρα μας έλεγαν ιστορίες για τους άντρες που σπάζανε πέτρες και χτίζανε μάντρες. Η τελική διαδρομή και αμέσως μετά την Λακίτσα φαινόταν το εκκλησάκι. Φτάναμε και αμέσως φορτωμένοι όπως είμασταν πηγαίναμε να προσκυνήσουμε την εικόνα του Αγίου που, 
Με την θειά Λιού Πατουχέα (μαστόρισσα στην κατασκευή του χόντρου) το 1993.
όπως μας έλεγαν, την είχε μεταφέρει από την Πολιάνα στην κορφή του βουνού, στην πλάτη της, η λιπόσαρκη άγια παλιά γυναίκα η Ποτίτσα η Αρκουδέα, αδελφή του τέως  αρχηγού της Αστυνομίας Νίκωνα Αρκουδέα.
Οι γυναίκες των χωριών μας το 1997. Αναγνωρίζω την Μαρίκα Σπανέα αριστερά.
Πιάναμε θέση στη χωμάτινη Καμάρα, που φιλότιμοι και θρησκευόμενοι συντοπίτες μας είχαν χρηματοδοτήσει την συντήρησή της και είχαν προσφέρει προσωπική εργασία, και απλώναμε τα σλήπινγκ μπάγκς και τις κουβέρτες μας. Πίναμε νερό από τη στέρνα και κάναμε το σταυρό μας διότι οι παλιότεροι μας έλεγαν πως κάποιοι, ακόμη παλιότεροι από αυτούς, είχαν κατέβει στην στέρνα για να την καθαρίσουν και είχαν δει τις αγιογραφίες της. Κόβαμε τις φτέρες μας και τις βάζαμε στο χωμάτινο πάτωμα της Καμάρας για να προστατεύσουμε τα σκέπαστρά μας από τη σκόνη. Αμέσως μετά πηγαίναμε στο Κάθισμα, στην άκρη του γκρεμού, να θαυμάσουμε το χωριό μας και τα γειτονικά χωριά. Ιστορίες από τους παλιούς, που μας λέγανε πως τα παλιά χρόνια μπορούσαν και έβλεπαν το Ταίναρο. Από το μεσημέρι και μετά να βοηθήσουμε τις φιλότιμες παλιές γυναίκες να ετοιμάσουν το βραδινό φαγητό.
Οι γυναίκες στο μαγειρείο το 1990. Αναγνωρίζω από αριστερά την Βάσω Κισκήρα από τη Λαγκάδα, δίπλα της η Μητροδώρα Δραγωνέα από Πολιάνα, μπροστα η Πόπη Σαξιώνη από Πολιάνα, δίπλα της η Λιού Πατουχέα από Χοτάσια, δίπλα της ηΤασία Κατσαρέα-Πετεινάρη (μάλλον) από Πολιάνα. Δεξιά πίσω η Γιώτα Σουρή από την Καλαμάτα.
Καφέ στο υποτυπώδες καφενείο και να βοηθήσουμε να μπει η τέντα του. Τα γαϊδουράκια φωνάζανε ξεδιψώντας στη στέρνα και μεις, φιλόζωοι από τότε, τους βγάζαμε νερό με τον παλιό σίγκλο και τα ποτίζαμε. Οι παλιότεροι μας έδειχναν την τεχνική του βυθίσματος του σίγκλου. Μεσημεριανές ξάπλες αποκάτω από την κορφή, στη σκιά των άγριων δέντρων. Ο εσπερινός ήταν μαγεία με τον παπά μας, τον παπά Παύλο Νικολαρέα.
Ο παπά Παύλος Νικολαρέας στις 28/6/1997
Όσοι είχαν πάει από νωρίς βοηθούσαν τις γυναίκες στον καθαρισμό της εκκλησίας, να βγει η εικόνα του Αγίου έξω στο προαύλιο, να στολιστεί με λιγοστά μανιάτικα λουλούδια, να περιζώσουμε την εκκλησία με το κέρινο σχοινί του τάματος. Σπαρμένες λαξευμένες πέτρες παντού φυτρώνουν από το παλιό μοναστήρι του 990 μ.Χ. «Ανάγεται στους μεταβυζαντινούς χρόνους» γράφει η ο χαρακτηρισμός του ως  «Ιστορικού Διατηρητέου Μνημείου». Μετά τον εσπερινό και τις αρτοκλασίες, μοιραζόταν  η μακαρονάδα με ντόπια αρμυρή μυζήθρα και με κομμάτια μοσχάρι (εκείνα τα χρόνια όλοι έτρωγαν κρέας) ήταν το κάτι άλλο. Όλοι στη σειρά να πάρουμε και να καθίσουμε να φάμε.
Το φαγητό μετά τον εσπερινό το 1997. Η οικογένειά μας Κατσαρέα σε παράταξη. Αλέξης Η. Κατσαρέας, Νίκος Χρ. Ζερίτης, Γιώτα Σουρή, Ηλίας Ε. Κατσαρέας, Παναγιώτης Ε. Κατσαρέας και Ευάγγελος Π. Κατσαρέας.
 Και το βράδυ, αχ εκείνα τα βράδια στο πρόχειρο καφενείο, κουβέντες και ιστορίες και κρασί και φρέσκια μυζήθρα από τον τσοπάνο Καρβουνίδη και τους Κρυονερίτες. Στο Κάθισμα πάλι μέχρι αργά, αστεία και σοβαρά, ιστορίες με παλιούς Πολιανίτες και ιστορίες με ευφάνταστους αλαφροΐσκιωτους. Αγνά φλερτάκια με τις κοπέλες. Και μετά στην Κάμαρα για ύπνο. Ποιόν ύπνο; πουθενά ύπνος που όλοι λέγανε και κάνανε καλαμπούρια και γελάγανε μέχρι σκασμού, κυρίως με τις παλιές γιαγιάδες, τις καλύτερες πλακατζούδες που συνάντησα ποτέ. Και το πρωί αχάραγα στην εκκλησία να μας ξυπνάνε οι μανάδες μας. Λειτουργία με ήθος και πάθος από τον παπά Παύλο και αρτοκλασίες πολλές και γέμιζε θρησκευτικότητα το μικρό προαύλιο. Το Λείο και Χόντρος ήταν το αναμενόμενο. Αν περίσσευε, ποτέ δεν περίσσευε δηλαδή επειδή ανήμερα ερχόντουσαν πολλοί, παίρναμε λίγο και στο σπίτι. Η ίδια πορεία αντίστροφα αλλά τρέχοντας. Οι μανάδες μας μάς φώναζαν να προσέχουμε μην σκοτωθούμε. Τα ματσάκια με τη ρίγανη χοροπηδούσανε στην πλάτη μας τρέχοντας. Αντικρίζαμε το χωριό μας και τρέχαμε περισσότερο. Στην πλατεία μόλις φτάναμε μπαίναμε στα καφενεία μας, του Γιώργου και της Αγλαΐας
Στα Κατσαρέϊκα το 1990 μόλις επιστρέψαμε από τον Άγιο. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου Γιώργος Κατσαρέας στο βάθος, ο γράφων με την Λιού Πατουχέα, όρθια με αδελφή του ιδιοκτήτη Κούλα Στρατέα. Τα δυο αγόρια είναι ο Ανδρέας Γ. Κατσαρέας και μπροστά ο Ανδρέας Γατέας εγγονός της θειάς Λιούς από τη Χοτάσια. Τα κορίτσια δεν ξέρω ποίες είναι.
ή στου μπάρμπα Τέλη. Καφέ πίναμε, νερό ρουφούσαμε και τρώγαμε κανά λουκουμάκι. Στο σπίτι της γιαγιάς μας για μπάνιο με νερό από τη στέρνα και μετά ραντεβού με τα παιδιά στην πλατεία να βρούμε τρόπο να πάμε στην Τσίπα για μπάνιο. Τότε δεν πηγαίναμε στη Σελίνιτσα ή στην  Καλόγρια. Τους θεωρούσαμε Μεσσήνιους. Εμείς νιώθαμε Λάκωνες, δεν αντέχαμε τους  Αποδώ διότι τους θεωρούσαμε μαμμόθρεφτους. Νιώθαμε συγγένεια με  τους Αποκεί και προτιμούσαμε τα ανάβαθα νερά της Τσίπας, με τις ιστορίες για τους πειρατές και την Χουρμαδιά, που φύτρωσε από το κουκούτσι που πέταξε ο αρχιπειρατής. Άσε που μερικές όμορφες Πολιανίτισσες έμεναν στο σπίτι μιας φίλης τους στην άκρη της Τσίπας.
Μανιάτικο ταπεινό Χωριό μου, πόσο σε αγαπώ…. Μου λείπεις, καθώς μου λείπουν όλα όσα έζησα στην αγκαλιά σου… αλλά και όσοι ζούσανε τότε μαζί μας.-








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου