Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ-Η ΑΛΛΗ ΗΡΩΪΔΑ

                                       Για την ιστορία της Ψωροκώσταινας.
Κυκλοφορούν διάφορα κείμενα στο διαδίκτυο με θέμα την ιστορία της Ψωροκώσταινας και κανείς από αυτούς δεν αναφέρει σαν βασική πηγή του την πρωτότυπη έρευνα του Πέτρου Μοραϊτη, την οποίαν παρακάτω αναρτώ. Δυστυχώς η εποχή μας έχει όλα αυτές τις "ατιμίες". Σε ένδειξη τιμής και μνήμης στους πρωτοπόρους ερευνητές, καλώ τον καλόπιστο αναγνώστη να διαβάσει την πιο κάτω μελέτη και ας συγκρίνει παρόμοια κείμενα που υπάρχον αναρτημένα, για να καταλάβει το μέγεθος της λογοκλοπής.

ΠΕΤΡΟΥ ΜΟΡΑΪΤΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑΣ»*
(Η ζητιάνα του  Ναυπλίου )
*Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1962, σελ. 133-4.
          Ακόμη και  σήμερα, που η Ελλάδα δεν είναι το κρατίδιο του 1897 και όπου ο αθηναϊκός κήπος της πλατείας του Κλαυθμώνος,  δεν  δικαιολογεί πια  τ' όνομά του, γιατί έπαψε να ’ναι τόπος σιωπηλού οδυρμού των παυσανιών υπαλλήλων που καθόντουσαν στα παγκάκια του τριγυρίζοντας  τ' απέναντι υπουργεία με την ελπίδα να ξαναδιοριστούν και κλαίγοντας τη μοίρα τους-ακόμα και σήμερα μπορεί ν’ ακούση κανένας- ιδίως στην επαρχία, ιδιαίτερα στον απάνω  Μοριά-να γίνεται μνεία της «Ψωροκώσταινας» για να υποδηλώση τον... Ελληνικό προϋπολογισμό, κατ' επέκταση το Ελληνικό Κράτος και  γενικότερα την Ελλάδα. «Πήγε εδώ, πήγε κει, αλλά στην Ψωροκώσταινα γύρισε πάλι». - «Όλοι κοιτάνε να βολευτούνε στην Ψωροκώσταινα» —«Πού θα βρούμε καλύτερα από την Ψωροκώσταινα ;» ή : «Τί περιμένεις από την Ψωροκώσταινα;» Σε κάτι τέτοιες  και πλήθος άλλες εκφράσεις που οι περισσότερες έχουν συμπαθητική διάθεση και  οι  λιγότερες  πνεύμα ειρωνείας ή ελεεινολογίας, χρησιμοποιείται η λέξη πού η μοραΐτικη θυμοσοφία έδωσε στην Ελλάδα-της  Επανάστασης του ΄21 και  την κατοπινή της  Απελευθέρωσης, τη ρημαγμένη , τη ρακένδυτη, ωστόσο τη φτωχομάνα Ελλάδα...
         Πώς όμως γεννήθηκε η κωμικοτραγική αυτή λέξη;  Λίγοι ξέρουνε πως αρχικά χρησιμοποιήθηκε σαν παρατσούκλι μιας δυστυχισμένης πρόσφυγας, μιας ζητιάνας. Και  λιγότεροι  ξέρουνε τη συγκινητική ιστορία  της Πανώριας Χατζή - Κώστα, που άρχισε στις Κυδωνιές-το Αϊβαλή-της  Μ. Ασίας και τέλειωσε στο Ναύπλιο λίγο μετά το τέλος της Επανάστασης. Ιστορία τραγική και συνηθισμένη αλλά τυλιγμένη με την ηθική ομορφιά που τόσο συχνά απαντάει κανείς σε άθλιους και καταφρονεμένους.
         Η Πανώρια Χατζή - Κώστα τον καιρό της Επανάστασης ζούσε στις Κυδωνιές  που ήταν τότε μια από τις μεγάλες και ανθούσες πόλεις του Ελληνισμού της Μ. Ασίας. Παντρεμένη μ’ ένα νοικοκύρη, είχε αποχτήσει τέσσερα παιδιά, ίσως αγόρια και κορίτσια, και όπως όλες οι μανάδες θα ‘κανε όνειρα γι’ αυτά. Δόξα τω Θεώ, ο άντρας της τα κατάφερνε, τ’ αγόρια μάθαιναν γράμματα, τα κορίτσια θα παντρεύονταν. Αυτά θα συλλογιζόταν, αυτά θα έλπιζε η Πανώρια, γι'  αυτά θα παρακάλαγε το Θεό στην προσευχή της. Αλλά το γραφτό ήταν άλλο, απρόσμενο και τρομερό. Και τόνιωσε αόριστα να πλησιάζη απειλητικό, όταν άκουσε κάτι παράξενες κουβέντες, κάτι μουρμουρίσματα γεμάτα φόβο και προσδοκία, τρεμούλα κι ελπίδα. Έλεγαν για ξεσήκωμα των ραγιάδων, για πόλεμο με την Τουρκιά. Θεέ και Κύριε ! Πώς μπορούσανε να γίνουν αυτά; Έκανε λόγο στον άντρα της, αυτός όμως την καθησύχασε με κάπως απότομο τρόπο : «Λωλάδες ! Άμα ακούς κάτι τέτοια να μη μιλάς καθόλου. Να σφαλάς το στόμα σου και να κάνης τη δουλειά σου !» Μα το κακό δεν άργησε να ξεσπάση. Τον άλλο χρόνο, αρχές της άνοιξης ήρθανε τα μαντάτα: Ο Υψηλάντης μπήκε στη Βλαχιά και ξεσήκωσε τους Χριστιανούς όλους ! Και σε λίγες εβδομάδες η φωτιά είχε απλωθή : Ο Μοριάς κι η Ρούμελη, η Μακεδονία και τα νησιά είχαν αρπάξει τα όπλα, οι Τούρκοι είχαν κλειστή στα κάστρα και οι Έλληνες τούς πολιορκούσαν ! Τα καράβια του Ελληνικού στόλου άρχισαν να βυθίζουν τα τούρκικα σχεδόν έξω απ’ τ’ Αϊβαλή και μέσα στην ίδια την πόλη επικρατούσε κούφιος αναβρασμός. Τί θα γινότανε ; Ο Θεός  να ‘βαζε το χέρι του.
           Οι Κυδωνιές, πράγματι, βρίσκονταν σ’ επαναστατική ατμόσφαιρα κι ας μη φαινότανε τίποτα. Είχε διαβαστή ο αφορισμός του Πατριάρχη κατά της επανάστασης, αλλά εκατοντάδες φιλικοί έλεγαν πώς είναι για τα μάτια των Τούρκων. Και πίσω απ’ όλ’ αυτά ήταν ο Μόσκοβος που θα κατέβαινε σε λίγο και οι Τούρκοι θα σαρώνονταν.
         Αλλά ο Μόσκοβος δεν κατέβηκε, οι Τούρκοι κατάλαβαν πως στις Κυδωνιές κάτι ετοιμάζεται και άρχισαν να στέλνουν στρατό που έπιανε επίκαιρα σημεία έξω απ’ την πόλη . Τότε έγινε φανερό πως όχι μόνο ήταν αδύνατο το ξεσήκωμα αλλά πως η καταστροφή ερχόταν καλπάζοντας. Άλλη σωτηρία απ’ τη φυγή δεν υπήρχε. Και οι χιλιάδες ο κόσμος άρχισε όπως-όπως να φεύγη στ’ απέναντι νησιά, παίρνοντας ό,τι μπορούσε μαζί του. Και στο μεταξύ οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη όπου άρχισε η σφαγή, το διαγούμισμα και η αιχμαλωσία. Στις 3 Ιουνίου ο Ελληνικός στόλος κατόρθωσε ν’ αποβιβάση ένα σώμα που άνοιξε μάχη και κατάφερε να διώξη προσωρινά τους Τούρκους για να προλάβη ο πληθυσμός να μπει σ’ εκατοντάδες πλοιαράκια που είχαν μαζευτή για να σώσουν τον κόσμο. Οι Κυδωνιές όμως καιγόντανε.
           Στα Ψαρά, ανάμεσα στο πλή0ος των προσφύγων, γύριζε και μια γυναίκα αναμαλλιασμένη, με χαμένο το βλέμμα και τα χείλη τρεμάμενα, μιλώντας μονάχη της. Ήταν η Πανώρια Χατζή -Κώστα. Είχε δη να σφάζουν τον άντρα της μπροστά στα μάτια της και τα τέσσερα παιδιά της


να τα παίρνει μαζί του ένας άγριος Τούρκος. Έπειτα Θυμόταν πως βρέθηκε στο δρόμο μαζί με άλλους, χωρίς να ξέρη που πάει, ώσπου κάποιος- ένας Ψαριανός ναύτης-την άρπαξε και την έριξε σε μία βάρκα. Και τώρα παντέρημη και τρισδυστυχισμένη στα Ψαρά, δεν είχε πια ούτε φωνή για να θρηνήση.
            Και μια ημέρα συνάντησε έναν που ήξερε απ’  τ’ Αϊβαλή, το δάσκαλο Βενιαμίν.
Βενιαμίν ο Λέσβιος, Πλωμάρι Λέσβου 1759-1824,
σκίτσο που υπάρχει στο διαδίκτυο


 Ήταν ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο φυσικομαθηματικός και φιλόσοφος, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, που είχε διδάξει στην περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών, στο Βουκουρέστι και , την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και τώρα, πρόσφυγας και αυτός, ετοιμαζόταν να κατέβη στο Μοριά, να προσφέρη τις υπηρεσίες του στον Αγώνα. Συμπόνεσε τη δυστυχισμένη Πανώρια, τη βοήθησε όσο μπορούσε κι όταν έφυγε για την Πελοπόννησο την πήρε μαζί του να τον υπηρετή. Έτσι πήγε με το Βενιαμίν στην Πελοπόννησο κι αργότερα στο απελευθερωμένο Ναύπλιο. Συντριμμένη τελείως, συγκέντρωσε όλη τη στοργή της στο μόνο στήριγμα της, στο γερο-δάσκαλο. Αλλά ο κατατρεγμός της μοίρας δεν είχε σταματήσει. Ένας φοβερός τύφος μάστιζε τότε την πόλη απ’  τον καιρό της πολιορκίας κι ο εξαιρετικός εκείνος Έλληνας αρρώστησε και πέθανε. Η Πανώρια πάλι ολομόναχη, χωρίς καμιά προστασία, γύριζε μέσα στο Ναύπλιο, που ήταν τότε έδρα της Κυβέρνησης και γεμάτο κόσμο, δουλεύοντας όποτε έβρισκε να δουλέψη, διακονεύοντας  όταν δεν υπήρχε δουλειά. Ποιός να την προσέξη και ποιός να ενδιαφερ0ή γι' αυτήν, την ξένη κι άγνωστη, τον καιρό που χιλιάδες ντόπιοι λίμαζαν και το ψωμί ; Κι άρχισαν να περνάνε οι μέρες οι μήνες, τα χρόνια  κι η Πανώρια έσερνε την άθλια ύπαρξή της στα στενά του Ναυπλίου, ποιός ξέρει, ίσως με την ελπίδα να τέλειωνε κάποτε ο πόλεμος, να ξεσκλαβώνονταν όλη η Ελλάδα και να γύριζε  στην πατρίδα. Μπορεί να ‘βρισκε-μεγάλος ο Θεός- κανένα από τα παιδιά της.
            Ξαφνικά τα σύννεφα της συμφοράς σκέπασαν το Μοριά. Ο  Ιμπραήμ Πασάς είχε βάλει πόδι με τα μαύρα ασκέρια του, προχωρούσε ακράτητος, ρημάζοντας και σκοτώνοντας. Καινούρια κύματα προσφυγιάς άρχισαν να μπαίνουν στο Ναύπλιο. Γέμισε η Πόλη απ’ ορφανά, που δεν είχαν πια ούτε πατέρα ούτε μάνα. Όσοι μπορούσαν έπαιρναν στα σπίτια τους απ’ αυτά τα παιδιά. Κι ανάμεσά τους ήταν η πιο έσχατη κι η πιο άθλια η Πανώρια. Πήρε στην τρώγλη της δυο τρία και κά0ε μέρα γύριζε στα σπίτια και ζητιάνευε λίγο φαί, κανένα ρούχο για τα ορφανά της. Αυτή τρεφότανε με ένα ξεροκόμματο. Και ήτανε τόσο κουρελιασμένη, τόσο ξεχώριζε από τους άλλους συφοριασμένους, ώστε τ’ αλάνια που την ήξεραν της έβγαλαν παρατσούκλι : Ψωροκώσταινα! Και το παρατσούκλι αυτό, μόλις διαδό0ηκε- όπως συμβαίνει σε παρόμοιες ψυχολογικές στιγμές- ο κόσμος τ' άρπαξε και τόδωσε στην Ελληνική Κυβέρνηση που ο πόλεμος κι ο εμφύλιος σπαραγμός είχε αδειάσει τα ταμεία της..
Γεώργιος Γεννάδιος 1786-1854
          Την Κυριακή της 8 Ιουνίου 1826 επρόκειτο να γίνη έρανος για τις ανάγκες της αγωνιζόμενης Ελλάδας και οι ιεροκήρυκες στις εκκλησίες κάλεσαν το λαό να συνεισφέρη ό,τι μπορούσε. Μια επιτροπή συστήθηκε, η «Επιτροπή της αυτοπροαιρέτου εισφοράς» που εγκαταστάθηκε κάτω απ’ τον πλάτανο της πλατείας του Βενετσιάνικου στρατώνα (τη σημερινή πλατεία Συντάγματος), κι ο κόσμος που σκόλαγε από τις εκκλησίες τράβαγε κατά κει για να δώση ο καθένας τη συνδρομή του. Μίλησε τότε στο συγκεντρωμένο κόσμο ο μέγας του Γένους διδάσκαλος, ο Γεώργιος Γεννάδιος,

 με τέτοια έξαρση που έφερε δάκρυα στα μάτια των ακροατών του. Από μιαν άκρη της πλατείας άκουγε κ' η φτωχιά Πανώρια, που δε μπόρεσε κι αυτή να συγκρατηθή.  Ανοίγοντας δρόμο με δυσκολία ανάμεσα στο πλήθος, πήγε μπροστά στα μέλη της επιτροπής κι έβαλε απάνω στο τραπέζι των εισφορών ένα ασημένιο δαχτυλίδι που φόραγε -ποιός ξέρει τι θυμητάρι να ήταν και δεν τόχε πουλήσει- κι ένα γρόσι που είχε κρυμμένο στον κόρφο της. Κι ο κόσμος πού την είδε συγκινήθηκε τόσο που τη χειροκρότησε. 

      Η Πανώρια είδε την Απελευθέρωση. Ένα από τα μέτρα του Καποδίστρια ήταν να ιδρύση ορφανοτροφείο για την περίθαλψη των ορφανών του πολέμου. Αλλά τότε η κακομοίρα η Πανώρια είδε πως κινδύνευε να χάση τα παιδάκια που φρόντιζε και που στη μητρική καρδιά της είχανε  πάρει τον τόπο των χαμένων δικών της. Και για να μη γίνη αυτό έκανε αίτηση να την πάρουν στην υπηρεσία του ορφανοτροφείου, χωρίς μισθό, κι εκεί καταστάλαξε, πλένοντας τα ρούχα των αγαπημένων ορφανών της.
         Οι Αϊβαλιώτες, που χιλιάδες απ' αυτούς είχαν πολεμήσει γενναία στον αγώνα, γύριζαν τώρα στις Κυδωνιές, να ξαναχτίσουν τα καμένα σπίτια τους. Αλλά η θλιβερή Πανώρια ούτε ήταν σε θέση, ούτε είχε τον καιρό να γυρίση στην πατρίδα. Λίγους μήνες μετά την έναρξη της λειτουργίας  του ορφανοτροφείου, αρρώστησε κι εξαντλημένη από τόσες στερήσεις και ταλαιπωρίες, πέθανε. Τα ορφανά που την αγαπούσαν, ακολούθησαν το ξόδι της με πραγματική θλίψη. Πολλά απ’ αυτά που μεγάλωσαν, έλεγαν με συγκίνηση την Ιστορία της Πανώριας της Αϊβαλιώτισσας, της ζητιάνας του Αναπλιού, της Ψωροκώσταινας, που μέσα στη σπαραγμένη καρδιά της έμενε ο θησαυρός της ευγένειας τού λαού μας.- 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου