ΑΕΡΟΣΤΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
«Προάγγελους
της Ανοίξεως και της Αποκριάς» χαρακτηρίζει ο αείμνηστος λαογράφος Δημήτριος
Λουκάτος τα δύο αυτά έθιμα. Αυτή η χαρούμενη και φυσική ενασχόληση μικρών και
μεγάλων αποτελεί μια ελεύθερη και τεχνική
«παιδιά», με τις κινήσεις του κορμιού και των χεριών προς τα πάνω, με τα
μάτια και τα στόματα ανοικτά προς τον ουρανό, με την ψυχή και το πνεύμα
προσηλωμένα ψηλά, ως εκεί που χάνεται ο κυρτός σπάγκος ή σε εκείνο το
δυσθεώρητο ύψος που θα φτάσει η φλόγα από την «μαλαστούπα» του αερόστατου, προς
το άπειρο και στο διαστημικό χάος, ως εκεί δηλαδή που θέλει, κι έχει την δύναμη
να φτάσει ο άνθρωπος και να «κοιτάξει».
Στις προηγούμενες φάσεις της
πολιτιστικής μας ζωής οι άνθρωποι είχαν μεγάλη σχέση με την ύπαιθρο, είτε σαν
εργασία είτε σαν ψυχαγωγία. Ο χειμώνας ήταν μια εποχή που ο κόσμος κλεινόταν
σπίτι του, αλλά και να έβγαινε έξω ήταν βαριά ντυμένος «μπαμπουλωμένος». Οι
κοινωνικές εκδηλώσεις περιορίζονταν μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο ουρανός
σχεδόν πάντα ήταν αποκλεισμένος από τα
μαύρα σύννεφα και οι άνθρωποι ήταν σκυφτοί και
με το βλέμμα στη γη για να αποφεύγουν τις λάσπες. Η παραδοσιακή
κοινωνική ζωή όμως επανερχόταν σε περίοδο χαράς και ευφροσύνης όταν ο καιρός
καλυτέρευε και ο ήλιος λαμπύριζε το καθαρό γαλάζιο του ουρανού, «προσκαλώντας»
έτσι τους ανθρώπους να ξανακοιτάξουν προς τα πάνω, να βγουν στη φύση, που
αναγεννιόταν, και να χαρούν. Παρόλο που αυτή η σχέση με την Φύση μετατράπηκε
στις μέρες μας, τα έθιμα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Παλιά το αερόστατο άντε
να’ πεφτε σε κανά χωράφι και ο χαρταετός να σε κάποιο ψηλό δέντρο. Τώρα το
αερόστατο μπορεί να πέσει σε κεραμίδια ή ταράτσα, ενώ ο χαρταετός θα
περδουκλωθεί σε σύρματα της Δεη.
Και τα δύο αυτά έθιμα της
ανύψωσης του αερόστατου και του χαρταετού προϋπόθεταν την κατασκευή τους.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν τα υλικά, δηλαδή χαρτιά (κόλες ή εφημερίδες),
κολλητική ουσία (αλεύρι με νερό), ελαφριά καλάμια (μεγάλα και όχι γερασμένα), στουπιά
(παλιό ρούχο ή κάτι συναφές), σπάγκους, πετρέλαιο κλπ. Έπρεπε στο αερόστατο να
κολληθούν μαστορικά οι κόλες (όχι χοντροκολλήματα), να έχει «αεροδυναμικό»
σχεδιασμό, να φτιαχτεί το καλαμένιο στεφάνι ξυμένο και λεπτό, να κεντραριστεί σε
σύρμα το στουπί, να ανάψεις φωτιά και να περιμένεις να «πέσει» για φουντώσεις
το στουπί, να πάρει αρκετή «πύρα» πριν αφεθεί να ταξιδέψει και γίνει φαναράκι
στον νυκτερινό ουρανό. Διότι τα αερόστατα τα αμπολάνε σούρουπο ή νύχτα ενώ τους
χαρταετούς ημέρα. Έπρεπε στον χαρταετό να κεντράρεις τέλεια τα τρία καλάμια, να
φτιάξεις τέλειες υποδοχές για το δέσιμό τους με τον σπάγκο, να βάλεις
χρωματιστές όμορφες και ταιριαστές κόλες (να μην έχει ένα χρώμα μόνο), να
φτιάξεις σχέδια (ομάδων συνήθως, ή ελληνική σημαία), να φτιάξεις ουρά
εντυπωσιακή και ανάλογη με το μέγεθος του χαρταετού, τα φτιάξεις τέλεια τα
ζύγια, πάνω και κάτω, να του βάλεις βασιλικά αυτιά, να κερώσεις τον
σπάγκο-καλούμπα για να μην κοπεί να..να..να…
Ύστερα στα πλαίσια του ανοιξιάτικου ανταγωνισμού να τα «αμπολήκεις». Να πάνε ψηλά και τα δύο, στον μεν χαρταετό να βρεις καλό αέρα και να σου μείνει πολύ ώρα και πιο ψηλά από όλους, στο δε αερόστατο να ξέρεις από αέρηδες και να υπολογίσεις περίπου που θα πέσει, να έχεις αποφασισμένους στην παρέα σου μήπως χρειαστεί να μαλώσεις αν το πιάσουν πρώτα τα παιδιά στην άλλη συνοικία, να έχεις και ποδηλατάδες αν χρειαστεί, να έχεις αναρριχητές άμα πέσει σε δέντρο ή σε σκεπή, αλλά και να προλάβεις να μην προσγειωθεί και δεν είσαι εκεί γιατί θα σου φουντώσει και τότε «πάμε για φρέσκα» και που να βρεις νέα υλικά. Γιατί το αερόστατο είναι ομαδικό παιχνίδι, της γειτονιάς, της συνοικίας, του συλλόγου, ενώ ο χαρταετός είναι ατομικό και μοναχικό. Και πάνω από όλα να σε «δει» ή να «μάθει» για τα κατορθώματά σου το κορίτσι που ντρεπόσουν να του μιλήσεις. Πόσο μάλλον όταν «κατάφερνες» να στείλεις το αερόστατο προς την περιοχή της αγαπημένης (εμείς οι κατωΡαχιώτες τα «στέλναμε» προς αγιοδημητριώτισσες ή αγιοτριαδίτισσες) και νάχεις και τ’ όνομά της απάνω (Ράνια, Πέγκυ, Σούλα ή κάτι παρεμφερές). Τα παλιότερα λοιπόν χρόνια, χωρίς internet και TV όλοι ασχολιόντουσαν με αυτά τα έθιμα. Έθιμα ωραία και αγνά που ο ανταγωνισμός, που κυριαρχεί στο «αρσενικό» τώρα την άνοιξη, οδηγούσε σε απεγνωσμένες προσπάθειες να διακριθούμε και να ξεχωρίσουμε στην παρέα ή στα μάτια των κοριτσιών, τα οποία βέβαια δεν συμμετείχαν σε αυτά τα παιχνίδια (ούτε και στον πετροπόλεμο, ανοιξιάτικο έθιμο και αυτό). Για τα κορίτσια την άνοιξη ήταν κυρίως οι Κούνιες και τα Κρεμάσματα.
Ύστερα στα πλαίσια του ανοιξιάτικου ανταγωνισμού να τα «αμπολήκεις». Να πάνε ψηλά και τα δύο, στον μεν χαρταετό να βρεις καλό αέρα και να σου μείνει πολύ ώρα και πιο ψηλά από όλους, στο δε αερόστατο να ξέρεις από αέρηδες και να υπολογίσεις περίπου που θα πέσει, να έχεις αποφασισμένους στην παρέα σου μήπως χρειαστεί να μαλώσεις αν το πιάσουν πρώτα τα παιδιά στην άλλη συνοικία, να έχεις και ποδηλατάδες αν χρειαστεί, να έχεις αναρριχητές άμα πέσει σε δέντρο ή σε σκεπή, αλλά και να προλάβεις να μην προσγειωθεί και δεν είσαι εκεί γιατί θα σου φουντώσει και τότε «πάμε για φρέσκα» και που να βρεις νέα υλικά. Γιατί το αερόστατο είναι ομαδικό παιχνίδι, της γειτονιάς, της συνοικίας, του συλλόγου, ενώ ο χαρταετός είναι ατομικό και μοναχικό. Και πάνω από όλα να σε «δει» ή να «μάθει» για τα κατορθώματά σου το κορίτσι που ντρεπόσουν να του μιλήσεις. Πόσο μάλλον όταν «κατάφερνες» να στείλεις το αερόστατο προς την περιοχή της αγαπημένης (εμείς οι κατωΡαχιώτες τα «στέλναμε» προς αγιοδημητριώτισσες ή αγιοτριαδίτισσες) και νάχεις και τ’ όνομά της απάνω (Ράνια, Πέγκυ, Σούλα ή κάτι παρεμφερές). Τα παλιότερα λοιπόν χρόνια, χωρίς internet και TV όλοι ασχολιόντουσαν με αυτά τα έθιμα. Έθιμα ωραία και αγνά που ο ανταγωνισμός, που κυριαρχεί στο «αρσενικό» τώρα την άνοιξη, οδηγούσε σε απεγνωσμένες προσπάθειες να διακριθούμε και να ξεχωρίσουμε στην παρέα ή στα μάτια των κοριτσιών, τα οποία βέβαια δεν συμμετείχαν σε αυτά τα παιχνίδια (ούτε και στον πετροπόλεμο, ανοιξιάτικο έθιμο και αυτό). Για τα κορίτσια την άνοιξη ήταν κυρίως οι Κούνιες και τα Κρεμάσματα.
Τις εποχές που ζούμε τώρα όλα
είναι εύκολα. Εύκολα βρίσκεις χαρτόκολλες, κόλες ειδικές, καλαμάκια και ξυλάκια
πανάλαφρα, σπάγκους πλαστικούς που δεν κόβονται. Δύσκολο να φτιάξεις καλά ζύγια
ή μαστορικό στεφάνι. Και αυτό διότι η τέχνη ξεχνιέται άμα δεν την κάνεις
τακτικά. Τώρα οι βιοτεχνίες σου προσφέρουν έτοιμα τα πάντα και τα κορίτσια δεν
θέλουν τέτοιες τσιριμόνιες για να σε εκτιμήσουν. Έθιμα ωραία και αγνά, που
παραμένουν αγνά σαν συμμετέχεις, δρας και μαθαίνεις από τους «σπουδαγμένους»..
Γράφει ο Δημήτριος Λουκάτος
(Πασχαλινά και της Άνοιξης, Αθήνα 1988, εκδόσεις Φιλιππότης, σελ.17). «….είναι πρόγονοι των σημερινών πυραύλων,
μικρογραφία της μεγάλης προσοχής του ανθρώπου προς τον πέρα από την επιφάνεια
της γης χώρο, όπου ζήτησε να στείλει κάτι δικό του, έναν χάρτινο εκπρόσωπό του,
αφού δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος. Κλασική είναι η θεωρία πως οι κατασκευές
αυτές είναι επινοήσεις των ανατολικών λαών, κι είναι αλήθεια πως εκείνοι τους
εσυστηματοποίησαν σε ποικιλίες και τους
έδωσαν ζώσες μορφές (ψάρια, πουλιά, δράκοντες, δαίμονες, μάσκες, τοτέμ), τους
εχρησιμοποίησαν σε μαγικές ώρες, σε εξορκιστικές ενέργειες και σε θρησκευτικές
εκδηλώσεις. Άλλοι έβαζαν πάνω τους, σε χαρτί γραμμένες, τις αρρώστιες και τις
συμφορές, και τις άφηναν να φύγουν μακριά, άλλοι έστελναν προς τα πάνω τις
ευχές και τις επιθυμίες τους, κι άλλοι προσάρμοζαν μικρές φλογέρες, κυρίως
στους χαρταετούς, για να σφυρίζουν ψηλά και να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Αλλά
το περίεργο είναι ότι και η ελληνική αρχαιότητα δεν έλειψε από την πρωτοβουλία
της αεροτεχνικής αυτής του χαρταετού. Παραδίδεται ότι ο αρχιμηχανικός Αρχύτας
του Τάραντος (4ο π.Χ αιώνα) εχρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του
χαρταετό-η καλύτερα παπυροαετό-, έχουμε δε επίσης και ελληνικό αγγείο της
κλασσικής εποχής, παράσταση κόρης που κρατεί στα χέρια της μικρή λευκή σαΐτα
(είδος μικρού χαρταετού) με το νήμα της και έτοιμη να την πετάξει.»
Φράσεις που δίναμε διαταγές
και οδηγίες, κάναμε κρίσεις και σχολιάζαμε την σωστή πτήση των «ουράνιων
σωμάτων», αυτών που «κυβερνούσαμε» μένουν αναλλοίωτες στο μυαλό μου : αμόλα
καλούμπα, βάστα κεφάλι, μάζωχ’ την κοιλιά, πιάσ’ τον ήλιο, βάλε φουνταρία,
κοτσάρισε τη μαλαστούπα, δώσε πύρα, αμπόλα το, αγγελόστειλες, ωραίο άστρι, ωραίο
αερόστρατο, κι ένα σωρό άλλες που ξέχασα, είναι σήμερα οριστικά λησμονημένες.
Ευτυχώς που στην αστική μας κοινωνία ζουν ακόμη παιδιά και «παιδιά», που ο
Τσιφόρος θα τα έλεγε «τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα», τα οποία πάνε κόντρα στους
καιρούς που ισοπεδώνουν τις λαϊκές μνήμες και συνεχίζουν να κρατούν και να
διδάσκουν το έθιμο στους αμύητους.
Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του με
αερόστατα και χαρταετούς την ανοιξιάτικη περίοδο, δεν κοίταξε όσο χρειάζεται
ψηλά. Όποιος δεν ένιωσε την ευθύνη της κατασκευής, του σηκώματος και του
κυνηγιού του αερόστρατου δεν κατάλαβε ποτέ πως τα παιδάκια σφυρηλατούσαν τον
υπεύθυνο χαρακτήρα τους και μεγάλωναν έγκαιρα. Όποιος δεν ένιωσε την αντίσταση
του μεγάλου σπάγκου, δεν κατάλαβε την δύναμη του αέρα στα μικρά μπράτσα του,
δεν κατάλαβε ποτέ πως τα παλιότερα παιδιά γίνονταν γρήγορα άντρες. Όποιος δεν
εφώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού που βλέπει να κινδυνεύει
το ψηλό μετεώρισμά του, δεν ένιωσε την χαρά του να τα βγάζεις πέρα μόνος σου με
την Φύση. Χαρές, που δείχνουν αντίστοιχα την πλατιά παιδαγωγική αξία του
αερόστατου και του χαρταετού για τ’ αγόρια, αλλά και για τα σύγχρονα κορίτσια.-
Χρήστος Νικ. Ζερίτης Καλαμάτα
27.2.2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου