Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ ΣΤΗ ΜΑΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ ΣΤΗ ΜΑΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
(και στην οικογενειακή μου παράδοση)

-Να μη πάεις στη γούβα.
         Αυτή ήταν η συμβουλή-διαταγή της γιαγιά μου της Ευτυχίας, όταν έφευγα από το σπίτι της για να πάω στον πατέρα της, τον παππού Ηλία Δραγωνέα, στο σπίτι του κοντά στο κοιμητήριο της Πολιάνας. Θα ήμουν πάνω-κάτω 5-6 χρονού.
         Εκείνη γούβα με είχε φοβίσει πολύ. Απόπειρα για φτιάξιμο στέρνας ήταν, σαν κρατήρας ηφαιστείου, δίπλα στο σπίτι του παππού, είχε όμως καταλήξει σκουπιδότοπος (τι σκουπίδια να υπήρχαν το 1962, εξ’ άλλου η «κομποστοποίηση» ήταν ανύπαρκτη λέξη γιατί τότε τίποτε δεν πήγαινε χαμένο). Φοβόμουν τόσο πολύ που καλά-καλά δεν την κοίταγα. Πήγαινα στον παππού τον Λιά. Συνήθως τον εύρισκα να κάθεται στο λιακωτό, σα να με περίμενε. Ήμουν το πρώτο δισεγγόνι του.
         Δεν ξέρω αν είχε πει τραγούδια και παραμύθια στα παιδιά και τα εγγόνια του. Σε μένα όμως έλεγε. Από τα παραμύθια θυμάμαι «τον τρελό και τον φρόνιμο» και από τα τραγούδια τον «Τσακανίκα».
         Μου άρεσε πολύ αυτό το τραγούδι. Βέβαια τότε δεν ήξερα τίποτε για την μανιάτικη υπερηφάνεια, για τους ποικίλους αγώνες και την νοοτροπία των Μανιατών. Μου άρεσε όμως ο ρυθμός, που στα γόνατα του παππού μου ήταν έντονος, μου άρεσε που τόλεγε δυνατά και με καμάρι και ίσως μου άρεσε περισσότερο από τα παραμύθια του γιατί τούτη η τραγουδιστή ιστορία ένιωθα πως ήταν αληθινό περιστατικό.
        Τα χρόνια πέρασαν και το 1991 άκουσα τον εκλεκτό φίλο συγγραφέα-λαογράφο-ποιητή-ζωγράφο Κυριάκο Κάσση να το τραγουδά. Στο άκουσμα του τραγουδιού η παιδική μνήμη ξύπνησε από την αστική νάρκη και τράνταξε την ψυχή μου. «Το ξέρω αυτό το τραγούδι» σκέφτηκα κι ήρθε στο νου μου ο παππούς Λίας, στο λιακωτό του σπιτιού της Πολιάνας που τον θυμάμαι, όπως και στην αυλή του σπιτιού της κόρης του της Βούλας της Βεκρή στο Κατσιπόδι της Αθήνας όπου τον είδα και για τελευταία φορά.
         Θυμήθηκα πάλι λοιπόν το τραγούδι του Τσακανίκα και με την σειρά μου, ώριμος πια λάτρης κάθε τι παραδοσιακού, το δίδαξα και στα παιδιά μου. Σαν το τραγούδησα σε μια οικογενειακή σύναξη, η μάνα μου η κυρά Αθηνά συγκινήθηκε και μας μίλησε για τον παππού Ηλία, προσθέτοντας πως «ο Τσακανίκας ήταν το αγαπημένο τραγούδι του, αφού ήταν παλιός χωροφύλακας και πως στα πανηγύρια του άρεσε να το χορεύει».
         Τον Απρίλιο του 1999 ήρθε στο σπίτι μας στην Καλαμάτα η γιαγιά μου η Ευτυχία Κατσαρέα για να δεχτεί της φροντίδες της μητέρας μου. Ενενήντα χρόνων η γιαγιά μου τα είχε σχεδόν χαμένα. Δεν γνώριζε κανέναν και δεν θυμόταν τίποτε. Την δεύτερη μέρα του ερχομού της ήταν καθισμένη στον καναπέ και φανερά κακοδιάθετη. Προσπάθησα να την κάνω να χαμογελάσει χωρίς αποτέλεσμα. Σκέφτηκα να της τραγουδήσω ένα μανιάτικο τραγούδι:
«Κίνησε μωρέ κίνησε, κίνησε αποσπασματάρχης
κίνησε αποσπασματάρχης για να πάει στη Μέσα Μάνη..».
         Το θαύμα έγινε. Η γιαγιά άρχισε να τραγουδάει μαζί μου. Όχι ολόκληρο αλλά έλεγε τις χτυπητές λέξεις όπως «Τσακανίκα», «Μέσα Μάνη», «Κοίτα», «δεν περνάνε», «τους βαράνε», μέσα στο ρυθμό του τραγουδιού που της έλεγα, συνεπαρμένη και με ένταση φωνής. Βρήκα τότε το φάρμακο για την κυρα-Βαγγέλαινα. Όσα τραγούδια μού είχε μάθει και αυτή σαν ήμουνα μικρός, της τα έλεγα τώρα μαζί με τα παιδιά μου, τα δισεγγόνια της.
         Υποψιάζομαι ότι σε κάποιους αναγνώστες θα έγινα ήδη κουραστικός αναφέροντας περιστατικά αδιάφορα γι αυτούς, σχετικά όμως με ιστορικά πρόσωπα του χωριού μας, για τα οποία περήφανα αναφέρομαι σαν απόγονός τους : τον προπάππο μου Ηλία Δραγωνέα και την κόρη του και γιαγιά μου Ευτυχία χα Ευαγγέλου Κατσαρέα
         Θα μπω όμως στο κύριο θέμα και θα γράψω την ιστορία του Τσακανίκα με το σχετικό επεισόδιο, την ποιήτρια της τσάτιρας-τραγουδιού και την κυριότερη και αρτιότερη εκδοχή της. Όλα αυτά όχι από δική μου έρευνα, αλλά από το βιβλίο του Κυριάκου Δ. Κάσση με τίτλο «Τσάτιρες της Μ.Μάνης» σελ. 61-67.
         Ο Κ. Κάσσης παραπέμπει στη δημοσίευση της εφημερίδος «ΣΠΑΡΤΗ» στο φύλο της 15/2/1952, στο οποίο ο Παν. Ι. Δρακουλινάκος δημοσίευσε σχετικό, με την ιστορία του Τσακανίκα, άρθρο. Το ξαναδημοσιεύω:
        «Προ της καταργήσεως των επαρχιακών Δήμων στη Μέσα Μάνη, δήμαρχος του δήμου Μέσσης ήτο ο αείμνηστος Μιχαήλ Πετρ. Πατσιλινάκος, αγαπητός σε όλους γι αυτό και χαϊδευτικά τον λέγανε «Μιχαλάκη». Τότε στην Κοίτα (έδρα του δήμου Μέσσης) ήτο ο αστυνόμος Παπαχρήστου φερόμενος βάναυσα στους Μανιάτες. Έτσι τους ανάγκασε να διαμαρτυρηθούν στον Δήμαρχο… Γι αυτό ο «Μιχαλάκης» τους, φιλικότατα, τον παρακάλεσε να φέρεται καλύτερα.
         Έπειτα απ’ όλα αυτά αι μεταξύ των σχέσεις δεν ήσαν φιλικαί, ακόμη και στη συνεργασία τους και δια υπηρεσιακούς λόγους και ευρέθησαν αντιμέτωποι. Ζητούσε λοιπόν ο Αστυνόμος ευκαιρία να εκδικηθεί τον Δήμαρχο, μάλιστα άνευ λόγου και αιτίας κάθε τόσο καλούσε το απόσπασμα ευζώνων…για να πανικοβάλει τους Μεσσοδημότες.
         Στις 7 Ιουνίου 1909 πολύ πρωί ο Δήμαρχος ξεκίνησε για την Αρεόπολη-για μια ανάκριση-και εκτός από τον αγωγιάτη του τον ακολουθούσε και ο εξάδελφός του ο μακαρίτης Σπύρος Πατσιλινάκος. Όταν φτάσανε στο Αγκιαδάκι νάσου το απόσπασμα μπροστά τους!!! Ο λοχίας Τσακανίκας με 30 ευζώνους, μαζί με τον αστυνόμο Παπαχρήστου και 9 χωροφύλακες.
         Τότε ο Αστυνόμος, μόλις είδε τον Δήμαρχο, επειδή πίστευε πως οπλοφορούσε, ένευσε του Τσακανίκα να τον συλλάβουν. Άνευ αντιστάσεως ο Δήμαρχος και ο εξάδελφός του συνελήφθησαν και  μεταφέρθησαν στην Αρεόπολη.
         Η είδηση «πιάσανε το Δήμαρχο και πάνε να τον σκοτώσουν» αστραπιαία μεταδόθηκε σε όλη τη Μέσα Μάνη. Σ’ όλα τα χωριά χτύπησαν τις καμπάνες για να συγκεντρωθούν άνδρες και γυναίκες να πάνε στην Κοίτα και από κει στην Αρεόπολη για να σώσουν τον Δήμαρχο, τον Μιχαλάκη τους. Πνέοντες μένεα ξεκίνησαν να απελευθερώσουν τον Δήμαρχο. Οι άνδρες ένοπλοι και οι γυναίκες με ξύλα. Στο δρόμο η δύναμίς των ηυξήθη διότι τους ακολούθησαν και πολλοί από τα χωριά του Ξούμερου του δήμου Οιτύλου. Πληροφορηθέντες οι κάτοικοι της Αρεοπόλεως πως έρχονται Δημομεσσήτες, έκλεισαν τα μαγαζιά τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους.
         Οι Δημομεσσήτες σαν έφθασαν στην Αρεόπολη επολιόρκησαν το οίκημα της Αστυνομίας εντός του οποίου ευρίσκετο ολόκληρος η δύναμις της χωροφυλακής και των ευζώνων, «ζητούντες να αφεθή ελεύθερος ο Δήμαρχος με τον Σπύρο.»
         Προ της επικινδύνου πιέσεως, ο υπομοίραρχος Τσαμπούλας αφήκε ελεύθερους τους κρατουμένους, το δε πλήθος μόλις είδε τον Δήμαρχο ήρχισε να τον ζητωκραυγάζει. Καίτοι ο «Μιχαλάκης» τους παρακαλούσε να σταματήσουν τας βιαιοπραγίας και να λύσουν την πολιορκίαν, το μαινόμενο πλήθος επέμεινε να πάρη το δίκιο του. Ζητούσαν να τους δοθεί ο αποσπασματάρχης Τσακανίκας….
         Με πέτρες και με ξύλα, αφού έρριψαν την πόρτα μέσα, έκαναν έρευνα αναζητούντες τον λοχίαν, τον οποίον συνέλαβον (ως και πολλούς χωροφύλακας), τον μετέφεραν στην κεντρικήν πλατείαν και αφού πήραν το δίκιο τους…ικανοποιημένοι, με επικεφαλής τον Δήμαρχό τους, γυρίσανε πίσω στην Κοίτα και από κει στα χωριά τους».
         Θα αναφέρω μερικές πληροφορίες ακόμη: Στρατιωτικός διοικητής ήταν τότε κάποιος Τσαρουχάς. Όλοι αυτοί ήταν Ρουμελιώτες και εχθρεύονταν τους Μοραΐτες, ιδιαίτερα τους Μανιάτες. Οι εύζωνοι φορούσαν φουστανέλες, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τις βράκες  των Μανιατών. Η συμπεριφορά των οργάνων της τάξης ήταν αυστηρή με σκοπό την ταπείνωση των Μανιατών. Η αφορμή που δόθηκε με τη σύλληψη του Δημάρχου ξεχείλισε το ποτήρι της οργής τους. Τον Τσακανίκα τον πιάσανε κρυμμένον στα μαγειρεία του στρατοπέδου. Τον ξυλοκόπησαν άγρια μαζί με τον Τσαρουχά και κάψανε όλες τις φουστανέλες, αφού είχαν ξεβρακώσει τους ευζώνους.
         Συνθέτης του τσατιροτραγουδιού υπήρξε η Καλή Φωκαλάκου (Χαμόδρακα) η οποία ήταν από την Κοίτα και έζησε  1860-1942.
         Στους στίχους τώρα, οι οποίοι, όπως λέει ο Κ.Κάσσης «ήταν πολλοί και χορεύονταν σε γάμους και πανηγύρια και επειδή «κούραζε» (αναψοκοκκίνιζαν στο τέλους του χορού οι χορευτές-θυμάμαι σαν τώρα τις κοπέλες με ξαναμμένα τα μάγουλα- τόσο μεγάλο που ήταν το τραγούδι), γι αυτό συντομευόταν ανάλογα με την αντοχή των χορευτών και το πόσο ξεκούραστοι ήταν.»
Αναπαράσταση του περιστατικού του Τσακανίκα
                                Ο ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ
Κίνησε αποσπασματάρχης για να πάει στη Μέσα Μάνη
για να δέσει τους Δημάρχους τους επέρασε για βλάχους.
Όντ’ εμπήκε στο στρατό σα βρεκόλακας ριχτός
τσόπανος από το γρέκι ξαφνικό να ντόνε βρέσκει.
Φουστανέλα με γαζί Τσακανίκας τη φορεί
τη φορεί και τη τινάζει Τσακανίκας με το νάζι.
Φουστανέλα με κομπάκια τη φορούν τα ευζωνάκια.
Του τηλεγραφάει η Κοίτα : Κάτσε κάτω Τσακανίκα
τι στη Μάνη δεν περνάνε τους ευζώνους τους βαράνε
τα γαλούνια τους πετάνε.
Δεν ακούει Τσακανίκας κι έφυγε να πάει στη Κοίτα.
Μεσ’ το δρόμο που πηγαίνει και το Δήμαρχο απανταίνει.
φουστανέλα με γαζί Τσακανίκας τη φορεί.
Κι άλλοι δεκαπέντε ευζώνοι και το Δήμαρχο τσακώνει.
Παρευθείς τον κατεβάζει και στα σίδερα τον βάζει
έπχιασε και τονε δένει με τον βούρδουλα τον δέρνει:
-Τράβα δήμαρχε μπροστά θα ζε πάου στο Τζαρουχά
τι επαρέβηκες το νόμο κι έδειρες τον αστυνόμο.
-Εβαρήθη ο αστυνόμος εγώ δεν το ξέρω όμως.
-Ήρθε είδηση γνωστή τι τους έβαλες εσύ.
-Φύγε πέρα Τσακανίκα θα ζε βγάλομε τα νύχια.
Και στον Τσαρουχά τον πάνε στο μπουντρούμι τον πετάνε.
Το μαθαίνουν οι Κοιτιάτες κι αρματώνονται οι Μανιάτες
τάκουσαν Μεσσοδημότες κι όλοι μαζωχτήκαν τότες.
Τρέχουν για τον Τσακανίκα που επρόσβαλε τη Κοίτα.
Και στη Τζίμοβα που πάνε για τον Τσαρουχά ρωτάνε:
-Πόναι κείνο το γαϊδούρι να ντου τρίψομε τη μούρη;
Μεσ’ το μαγειρειό εκλείστη και επρόδωσε την πίστη.
Τότε ο Τζαρουχάς φωνάζει και το Δήμαρχο αγκαλιάζει:
-Δήμαρχε συμπάθησέ με τη ζωή μου χάρισέ με.
Τότε ο Δήμαρχος σιμώνει και το Τζαρουχά γλυτώνει.
-Πόναι τ’ άλλο το γαϊδούρι να ντου τρίψουμε τη μούρη;
-Στο στρατώνα μέσα εκλείστη κι εμαγάρησε τη πίστη.
Ηύρανε το Τσακανίκα ήτανε σπασμένη βίκα
και αιχμάλωτο τον πιάνουν στην πλατεία τόνε βγάνουν.
Τον γυρίζουν στη πλατέα δίχως νάχει φουστανέλα.
Φουστανέλα σα φλιτζάνι του τη κάψανε στη Μάνη.
Πέντε λυάρδες φουστανέλα του τη κάψαν στον αέρα
κι άλλες πέντε με την δίπλα του τη κάψανε στη Κοίτα
Του ξεσκίσαν τα γαλούνια για να βόσκει τα γουρούνια.
Τον γυρίζαν στα σοκάκια χωρίς νάχει γαλονάκια.
Του τη βγάλαν τη κορώνα σαν το βόδι με τα κόρνα.
Του φορέσανε σαμάρι και τον πήγαν στο παζάρι
Τσακανίκας στη πλατέα σα γουρούνι στη κοπρέα
Και στο Δήμαρχο τον πάνε για το ψυχικό ρωτάνε.
-Δήμαρχε συμπάθησέ με τη ζωή μου χάρισέ με
-Φύγε από δω σκυλί γίνηκο προσκυνητής.
Γίνεται προσκυνητής και τους πόδας του φιλεί.
-Φύγε από δω γαϊδούρι, τον χτυπάει μεσ’ τη μούρη.
Και ο Δήμαρχος φωνάζει την ιδέα του εκφράζει.
-Ζήτω στους Μεσσοδημότες γιούχα στους ψωροκαπότες.

Σημείωση: η πιο πάνω φωτογραφία που παραθέτω είναι από αναπαράσταση του περιστατικού. Δυστυχώς δε έχω κρατήσει στοιχεία για το που την βρήκα και για το που γινόταν η αναπαράσταση. Την έχω κρατήσει μάλλον από μανιάτικο περιοδικό χωρίς καμιά σημείωση. Πιθανολογώ όμως ότι υπήρχε σε παλιό τεύχος της «Αδούλωτης Μάνης».-

Χρήστος Νικ. Ζερίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου