Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΧΤΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΑΝΑΓYΡΙΣΑ ΣΤΟΝ ΤΑΥΓΕΤΟ


ΧΤΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΑΝΑΓYΡΙΣΑ
ΣΤΟΝ ΤΑΥΓΕΤΟ

Του Νικηφόρου Βρεττάκου
Αριστερά πάνω απ' την όχθη, εκεί, που όταν νυχτώνει
ο έσπερος βγαίνει σαν πουλί και κάθεται στον δεξιόν ώμο σου,
πότε φορείς στραβά τη σκούφια σου-ένα τριανταφυλλένιο σύννεφο,
πότε οι κορφές σου στη σειρά χαραδρώνουν τη θύελλα.
Εκεί, λοιπόν, στην πιο υψηλή κορφή σου, κάποτε,
ονειρεύτηκα ν' ανοίγουνε τα χέρια μου
σαν δυο μακριές προβλήτες
και να κλείνουνε μέσα τους όλα τ' αστέρια.
Τώρα μπορώ να σε θυμάμαι και να κλαίω,
όπως κλαίει στα τσακισμένα σου πλευρά μια μικρή βρύση
στάζοντας μετά τα μεσάνυχτα.
Δεν έγινε ό, τι οραματίστηκα, δε μπόρεσα.
Σε ψάχνω, σε αναζητάω μέσα στη νύχτα.
Θέλω ν' ακουμπήσω τα χείλη μου πάνω στην πέτρα σου
να μη μ' ακούσει κανείς άλλος, αγαθέ μου γέροντα !
Κανείς άλλος!
Δεν πρέπει την αλήθεια να την λέει κανένας όπου τύχει.
Άλλωστε εγώ δεν έχω φίλους, εξαντλήθηκαν οι μέρες
της εμπιστοσύνης κι η ευτυχία του κόσμου είναι μαχαίρι δίκοπο για κείνον που την ονειρεύεται.
Μούσκεψε το πουκάμισο μου στο αίμα, μ' έπνιξε η σιωπή! Πάρε με κάτω από τον γκρίζο σου μαντύα,
Κάτω απ'  το σύννεφο που σε χωρίζει απ' το Θεό.
Θέλω να σου μιλήσω!
Έριξες την αστροφεγγιά μέσα μου να με βασανίζει.
Έριξες τον αγέρα των δασών σου μέσα μου.
Μέσα μου τρικυμίζει ο άνεμος απέραντες εκτάσεις σιωπής!
Που να σταθώ μ' αυτό το βάρος, πώς να περπατήσω!
Πότε θα προφτάσω λοιπόν να ξεχωρίσω το νερό απ' το χώμα!
Κι όμως, όχι, περίμενε και την αποστολή που με φόρτωσες δε θα στη γυρίσω πίσω ! Θα βρω όσα δάκρυα μου χρειάζονται να σου πλάσω ένα πρόσωπο αληθινό με το χώμα μου,
όσο αίμα μου χρειάζεται, όση αγάπη-τί ήθελες; Τί;
Πες μου, γέροντα, τι; Δεν ονειρεύτης λοιπόν να με δεις να περπατώ ζωντανό μες στο θάνατο;
Δεν βλέπεις κάτω εδώ βαθιά; Δε μ' ακούς πια; Δεν είσαι πάνω μου;
Τότε τί έμεινε πάνω μου;
Μην ξεχάσεις τουλάχιστο, να κάμεις τόπο ανάμεσα στις
 τρύπες των γερακιών σου,
να φτιάξεις μια μικρή ρωγμή να με φυλάξεις στη μνήμη σου!
Όμως, αν ήμουν πετρωμένος σ' ένα σου πλευρό,
 μ' ένα ταγάρι ανάμεσα στις πλάτες μου,
 μ' ένα κλωνί βασιλικό στ' αυτί μου, μ' ένα χαμόγελο ολοστρόγγυλο σαν συντριμμένη λύπη φεγγαριού,
έτσι που να με σέρνεις πάντοτε μαζί σου,
έτσι που να με κουβαλάς μαζί σου στην αιωνιότητα,
μ' ένα ματάκι σπουργιτιού. . .—
Ώ, τώρα το καταλαβαίνω!
Άν είχα χαθεί σε μια σου ρεματιά θάχα γεννηθεί για πάντα!
Στάθηκες για μένα ένα μεγάλο πρόβλημα καλοσύνης ! Αγαθέ μου γέροντα, τί την έκαμα την ψυχή μου;
Μήπως άφησα τίποτα εκεί; Γύρισε! Ψάξε! Φώναξε σε όλες
τις ρεματιές σου! Ρώτησε αυτό το αστροπελέκι που χορεύοντας σε φέγγει απ'  όλες τις μεριές ! Από που πέρασαν οι κλέφτες! Πάρε με στο σπίτι σου !
Χτές νύχτα είδα στον ύπνο μου πως περπατούσα πλάι σου, πως εγώ κοίταζα τη γης και πως εσύ με σκεφτόσουνα.
Χτές νύχτα είδα στον ύπνο μου τ' άστρα και το φεγγάρι σου. Στων αστραπών σου τ' άλογα εφτά όμορφοι Αι - Γιώργηδες,
αλώνισαν τον ουρανό κι ύστερα χαμηλώσανε.
Ξεπέζεψαν στην πόρτα μου να με πάρουν μαζί τους.
Μ' είδαν πού σηκωνόμουνα, μ' είδαν. . . Μα γιατί βιάστηκαν;
Δεν θα με πάρουνε λοιπόν; Ποτέ δεν θα ξαναρθούνε;

Πέτρινο ανάγλυφο του Θεού, ζωντανή παρουσία! Νομίζεις πώς δεν άκουα τη βαθειά σου ανάσα; Πώς δεν ήξερα ότι έχεις μέσα σου καρδιά;
Μέσα στη φτέρη του γυμνού σου στήθους βοσκάνε πρόβατα,
ανάβανε πυγολαμπίδες. Στην τρίχινη κάπα του βοσκού,
 κρεμότανε ξεμεινεμένη την αυγή μια τούφα ομίχλης.
Το φως πηδούσε απ' το ένα σου ελατάκι στο άλλο κι άναβαν σαν πολυέλαιοι
πράσινων κεριών όλες οι ράχες σου.
Θυμάμαι τώρα τις ψηλές πέτρες σου, όπως θυμάται
κανείς στον κόσμο τους παλιούς φίλους του — να καθίσω
πάνω τους να ξανασκεφτώ, γέροντα.
Σα να φοβάμαι μήπως έκαμα λάθος, είμαι περίεργος
να ξαναϊδώ στο βάθος την ανατολή ! Είχα κατεβεί
καλά, το ξίφος μου ήταν ήλιος. Είχα κατεβεί
μ' ένα κρίνο στο χέρι να ημερώσω τα κύματα.
Τώρα γυρίζω πίσω τρομαγμένος!
Θέλω να κρεμαστώ απ' τους ώμους σου!
Ν' ακουμπήσω το μέτωπο μου στο στήθος σου!
Να σου ειπώ ! Να σου ειπώ ! Να σου ειπώ !
Μέσα μου μια σειρά κολώνες από αγάπη και ήλιο
γέρνουνε! Πρόλαβε τες, αγαθέ μου γέροντα !
Μη μ' αφήσεις, γιατί είμαι το άνθος σου !
Είμαι τ' άνθος που φύτρωσε μέσα στη μοίρα σου !
Εμένα πάντοτε θα βρίσκουνε να κάθουμαι χάμω στα πόδια σου,
 εγώ θάμαι το αιώνιο σου λιοντάρι που θα σε φυλάει!
Μα εσύ, δε με θυμήθηκες ποτέ; Δεν ξαναρώτησες; Δεν σου είπανε πώς τραγουδώ; Ποτέ δεν άκουσες χάμω στη ρίζα σου χτυπιές; Δεν υποψιάστηκες; Άνοιξα μια πηγή στα πόδια σου ! Πολλοί θα περάσουν.
 Στις πέτρινές σου φούχτες θα κάθουνται τα πουλιά, θα ξεδιψάνε οι άνθρωποι κι όπως θα σε κοιτάζουν, με των δασών σου τον ατέλειωτο ψίθυρο, θα τους εξηγάς:
«Αυτό τό νερό το λένε αγάπη...»
 «Αυτό το νερό το λένε αγάπη...»
Θάρθει καιρός λοιπόν που θα θυμάσαι
πως εδώ είχες χαϊδέψει τ' αγρίμι σου!
Τ' αγρίμι σου, τ' άγριμάκι σου, καλέ μου γέροντα, πού είσαι!
Γύρισε τώρα το πλατύ σου στήθος κατά πάνω μου,
πλησίασε τώρα το χιόνι σου ν' ακουμπήσω το μάγουλο μου!
Χτες νύχτα είδα στον ύπνο μου — θέλω να σου μιλήσω
 θέλω να σκίσω αυτόν τον πέπλο της κομματιασμένης μου
καρδιάς 'Ω, γιατί να μην είμαι ένα νούφαρο
στην επιφάνεια μιας λίμνης;
Γιατί να μην είμαι ένα άλογο; Γιατί να μην ήμουν τουλάχιστο
 το τελευταίο λουλούδι του αίματος
καρφιτσωμένο στις πλαγιές σου!
Με βλέπει ο ήλιος και σκεπάζω με τα χέρια το πρόσωπο μου. Προστάτεψέ με, αγαθέ γέροντα, βοήθησέ με!
Σέρνω την καταματωμένη περηφάνεια μου να την κρύψω στα δάση σου!
Λέω πως με καταλαβαίνεις, γέρο - παππού !         
  Σε ποιόν άλλο να μιλήσω μ' αυτή μου τη σκοτωμένη φωνή,
σε ποιόν άλλον που η θάλασσα είναι μητέρα του Ιωσήφ Κόνραντ,
σε ποιόν άλλον, που τα κύματα της δεν γνωρίζουν τίποτε
απ' τη γλώσσα των κεραυνωμένων ελατιών,
σε ποιόν άλλον, αγαθέ μου γέροντα σε ποιόν άλλον !
 έχω αρρωστήσει απ' τον αντίλαλο της ανανταπόδοτης φωνής μου!
Να μαλώσεις τον άνεμο ! Να μαλώσεις τη νύχτα!
 Εγώ δεν είμαι να τους πεις ένα παιχνίδι, για καμιά δύναμη!
Εγώ δεν είμαι ένα τυχαίο περιστατικό να τους παραδοθώ !
Σάλεψε τα μεγάλα φρύδια σου! Σήκωσε το ραβδί σου, που σαλαγάει το γαλαξία !
όχι, πες τους, δε γίνεται!
Κάμε τους να το καταλάβουνε πως είμαι παιδί σου !
Ποιός; Ποιός; Ποιός; Ο άνεμος ή η νύχτα;
Είσαι συ, που γυρίζεις τις πλάτες σου με το χέρι στ' αυτί σου; Είσαι συ; συ; συ; Επιτέλους! Παίρνω το σήμα σου !
Νοιώθω τα πέτρινα σου μπράτσα κάτω από το σώμα μου
Πες τους ν' ανοίξουνε την πόρτα !
Πες τους ν' ανοίξουνε την πόρτα !
Την πόρτα!
Την πόρτα!
Την πόρτα!
Το γνώριζα πως θα με σώσεις!
Να ιδείς τι χαρές που έκανε το πρόσωπο του φεγγαριού !
Γνωριστήκαμε ! Γνωριστήκαμε ! Γνωριστήκαμε !
Μόλις που μ' είδε φώτισε τ' άνοιγμα μιας χαράδρας!
Κρύφτηκα τώρα ! Είμαι καλά ! Ήρθα! Πιάσε τα χέρια μου !
Και τώρα, πες μου ένα τραγούδι, αγαθέ  γέροντα!
Άνοιξε όλες τις κρουσταλλένιες σου πηγές,
να κουνηθεί η μεγάλη αστροφεγγιά και να ξυπνήσουν
όλα τα τριζόνια σου !
Κάμε να ιδρώσουνε τα χρώματα τους,
οι γυμνές πέτρες σου να σαλέψουν
σαν κρίνα τ' άσπρα χιόνια σου !
 Κάμε να ξαναϊδώ
πίσω απ' τις όρθιες πλάτες σου ν' ανατέλλει και πάλι
το λαμπρό εκείνο όραμα της παγκόσμιας αγάπης!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου