Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Χρήστος Νταβέλης-Ιωάννης Μέγας. Μεγάλη φιλία-μεγάλο μίσος. Το κεφάλι του Νταβέλη.

 ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΒΕΛΗΣ-ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΓΑΣ 
ΜΕΓΑΛΗ ΦΙΛΙΑ-ΜΕΓΑΛΟ ΜΙΣΟΣ

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΝΤΑΒΕΛΗ


Α. ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ
Το έτος 2019 συμμετείχα στα γυρίσματα της ταινίας «Ζορμπάς» και τον Απρίλιο βρεθήκαμε, επικεφαλής τον ελληνοσουηδό σκηνοθέτη κ. Μπάμπη Τσόκα και την καλλιτεχνική ομάδα του, να κάνουμε το γύρισμα μιας εσωτερικής σκηνής στην Καλόγρια της Μάνης σε ένα σπίτι συγγενικού προσώπου της κ. Κατερίνας Εξαρχουλέα. Ένα όμορφο λιτό μανιάτικο σπίτι με μια ωραία ντιβανοκασέλα, επί της οποίας κάποια στιγμή κάθισα κατάκοπος από τα πολύωρα γυρίσματα. Πάνω από το έπιπλο αυτό κρεμόταν μια εικόνα. Πλησίασα και με έκπληξη μου είδα μια έγχρωμη λιθογραφία του αποσπασματάρχη υπολοχαγού της Φάλαγγας Ιωάννου Μέγα, από την Αράχωβα της Παρνασσίδος, ο οποίος το 1856 σκοτώθηκε, στην θρυλική μάχη του Ζεμενού, από την ληστρική παρέα του λήσταρχου Νταβέλη, τον οποίον, όπως λέγεται, πριν είχε σκοτώσει με το πιστόλι του, ορμώντας με απαράμιλλη ανδρεία μέσα στο οχυρό που ήταν οχυρωμένοι όλοι οι ληστές.


Ο Ιωάννης Μέγας στο μανιάτικο σπίτι σε ωραία παλιά κορνίζα που στο κάτω μέρος της εικόνας γράφει χειρόγραφα και καλλιτεχνικά: «Ιωάννης Μέγας, υπολοχαγός εξ Αραχώβης Λεβαδειάς, ο εξολοθρεύσας την Ληστοσυμμορίαν των Νταβελαίων 1858.

Ρώτησα την κ. Εξαρχουλέα ποίος από τους συγγενείς της να είχε τόσο θαυμασμό για τον ρουμελιώτη οροφύλακα Ιωάννη Μέγα, που σημειωτέον ποτέ δεν βρέθηκε στη Μάνη, και  αυτή δεν ήξερε ούτε μπορούσε να φανταστεί.
Έτσι προχωρώ στην αυθαίρετη υπόθεση πως κάποιος συγγενής υπήρξε χωροφύλακας την περίοδο 1870-1900 και θαυμάζοντας τον Μέγα για τα κατορθώματά του βρήκε την εικόνα του, την έβαλε σε ένα όμορφο κάδρο και στόλισε το σπίτι του.
Σημασία δεν έχει το πως βρέθηκε μια εικόνα του Μέγα σε μανιάτικο σπίτι, αλλά η επιβεβαίωση πως η γενναιότητα του αξιωματικού αυτού, συνάμα και οι μάχες που έδωσε για την καταπολέμηση της ληστείας τον έκαναν αντικείμενο θαυμασμού σε μανιάτικο σπίτι, καθώς γνωρίζομε πως οι περισσότεροι Μανιάτες στα σπίτια τους είχαν και έχουν εικόνες αγαπημένων συγγενών τους και δεν έβαζαν κορνιζαρισμένα άλλα πρόσωπα, εκτός των βασιλιάδων και πολιτικών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Κατερίνα Εξαρχουλέα με αφορμή το παρόν δημοσίευμα έψαξε, ρώτησε και βρήκε το πως βρέθηκε το κάδρο του Ιωάννη Μέγα σε σπίτι της Καλογριάς. Μου έστειλε λοιπόν στις 22/6/2021 την κάτωθι εξήγηση. "Χρήστο για το πορτρέτο του Μέγα ρώτησα τον Δημήτρη (Εξαρχουλέας που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην περιοχή της Στούπας) για το πως βρέθηκε στα χέρια του και μου είπε ότι το είχε για πέταμα η εγγονή του Μέγα και αυτός το μάζεψε. Η εγγονή του Μέγα, Άννα το όνομά της, συνταξιούχος τοπογράφος που δούλευε στον Οργανισμό σχολικών κτηρίων, ερχόταν πριν 40 χρόνια με τον άνδρα της και το γιό τους με ένα τροχόσπιτο στην Καλογριά. Έφτιαξαν ένα μεγάλο σπίτι στην Στούπα το οποίο αργότερα πούλησαν και δεν ξαναφάνηκαν στην περιοχή. Πιο αθυρόστομη γυναίκα δεν έχω ξανασυναντήσει στη ζωή μου".

Β. Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ
Η άνθιση της ληστείας την εποχή της Αντιβασιλείας του Όθωνα και μετά επί βασιλείας του, από το 1833 και μετά δηλαδή, είναι ένα φαινόμενο που άρχισε όταν οι αγωνιστές του 7ετούς Αγώνα του 1821 εκδιώχθηκαν και δεν διορίστηκαν στο νέο στρατό που ίδρυσαν οι Βαυαροί. Εκτός από αυτούς τους αδικημένους, η φτώχεια, η καταπίεση, η κοινωνική αδικία και πλήθος αφορμών έκαναν πολλούς «να βγουν στο κλαρί» και στην παρανομία. Για τον εκφοβισμό τους και σε θανατικές ποινές λειτούργησε η Καρμανιόλα, που έφεραν από την Γαλλία το 1833.
Όμως πριν οφείλω να καταθέσω πως στο περίφημο άρθρο «Η Ληστεία εν τη Ελληνική Ιστορία» στον περιοδικό τόμο «Ημερολόγιον Σκόκου» του 1889, ο εκ Στειρίου, καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Κρέμος (1839-1926), με καταγωγή από την Αράχωβα Βοιωτίας, αναφέρει επί λέξει τις αιτίες που οι ληστές έβγαιναν στα βουνά: «…Εν τοις κόλποις των πολυπληθών ληστρικών συμμοριών της ελευθέρας Ελλάδος, πλείστοι όσοι υπήρξαν άνδρες χρηστοί, οίτινες ουχί οικεία βουλήσει, αλλ’ ακουσίως εγένοντο λησταί. Όπως επί της ρωμαϊκής και τουρκικής δεσποτείας οι άρχοντες, οι στρατιωτικοί και πολιτικοί λειτουργοί του κράτους αδικούντες ηνάγκαζον χρηστοτάτους άνδρας εξ απελπισμού να τρέπωνται εις τον ληστρικόν βίον, ούτω και εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις. Πολλοί δήμαρχοι, αστυνόμοι, χωροφύλακες σκαιοί και βίαιοι, άδικοι και αισχροί και εν γένει λειτουργοί παράνομοι δημόσιοι, μάλιστα δε και δικαστικαί αποφάσεις αδικώταται, ηνάγκασαν ανθρώπους, απροστατεύτους και τη πολιτική διαφθορά, μη απολαύοντας των ευεργετημάτων των μη εφαρμοζομένων τοις πάσιν αδεκάστων νόμων της πολιτείας, να καταφύγωσιν υπό την προστασίαν των αγράφων νόμων των ορέων, των μέχρι κεραίας εφαρμοζομένων τοις πάσιν αδιακρίτως. Εντεύθεν δε οι εκ χρηστών γεννηθέντες και χρηστώς ζώντες υπό αισχρών και παρανόμων σκληρά παθόντες εν τη παρανόμω πολιτεία χρηστοί άνθρωποι, εξ ανάγκης λησταί γενόμενοι, απέθανον οικτρόν θάνατον φονευθέντες ή επί του ικριώματος ως θηριώδη τέκνα των ορέων καρατομηθέντες υπό τας αράς τών αυτούς αδικησάντων παρανόμων κατοίκων των πόλεων. Και ούτω συμβαίνει το παράδοξον εν τη ιστορία των εθνών ο μεν πρώτος αδικήσας απολαύει της προστασίας των νόμων εν τη πολιτεία και τιμώμενος εξακολουθεί αδικών, ο δε αδικηθείς καρατομείται!....».


Στη συνέχεια της μελέτης του ο καθηγητής Κρέμος περιγράφει κάποιους από τους ληστές που γνώρισε : «….Τις δεν ενθυμείται τον επιτηδειότατον Λύγκον, τον ατρόμητον Κακαράπην (Μπελούλιαν), τον στρατηγικώτατον Νταβέλην, ων επάρατος η μνήμη και μάλιστα τού τελευταίου παραμένει ανά πάσαν την Ελλάδα και εκτός αυτής και μάλιστα εν Γαλλία; Και όμως, εάν μάθη τις τα αίτια, ων ένεκα εγένοντο οι άνθρωποι ούτοι λησταί θα οικτείρη την ελληνικήν διοίκησιν και δικαιοσύνηνΑυτός εγώ εγνώρισα  παις ων τον μεγαλοκέφαλον, τον εκ ποιμενικής οικογενείας του επί του μουσολήπτου Ελικώνος χωρίου Κυριακίου καταγόμενον, τον ξανθόν μακροπώγωνα, τον ηράκλειον ρώμην έχοντα, τον τρομερώτατον λήσταρχον Μπελούλιαν. Επίσης εγνώρισα τον λεπτοφυά, τον ωραιοτάτης παρθένου πρόσωπον έχοντα, τον ευστροφώτατον, ωκυποδέστατον, στρατηγικώτατον Χρήστον Νταβέλην, ως ποιμένα εν τω χωρίω Στειρίω του Ελικώνος, εξ Αρβανιτοβλάχων έλκοντα το γένος, των και παρ` αυτάς τας Αθήνας ληστείας και φόνους διαπράξαντα και γαλλικόν στρατόν της κατοχής ενταύθα καταισχύναντα. Και οι δύο ούτοι ως λήσταρχοι υπό τας αράς σύμπαντος του ελληνικού κόσμου εφονεύθησαν υπό τε του στρατού και υπό των υπό τον εξ Αραχώβης του Παρνασσού καταγόμενον πρώην λήσταρχον Ιωάννην Μέγαν, άνδρα γενναιότατον, Αραχωβιτών και άλλων χωριτών, ως αιμοβόροι και μιαιφονώτατοι. Και όμως ο μεν πρώτος φιλησυχώτατος ων ένεκα της γυναικός αυτού ατιμασθείσης υπό οσιωτάτου μοναστού και μη τυχών δικαιοσύνης οπόθεν έδει, αλλά τουναντίον απηνώς καταδιωχθείς ετράπη εις τα  όρη και απέβη οίον γιγνώσκει η Ελλάς. Και αυτός ο Νταβέλης αδικώτατα καταδιωχθείς έπαθε τα αυτά εκείνω…».

Γ. Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΓΑΣ
Σχετικά με τον Ιωάννη Μέγα δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Τα παραφιλολογικά δημοσιεύματα και οι φανταστικές ληστρικές μυθιστορηματικές διηγήσεις αναφέρουν πως στα νεανικά του χρόνια υπήρξε ληστής. Εκτός από την κατάθεση του έγκυρου καθηγητού Κρέμου, ως ανωτέρω, ο οποίος τον γνώρισε ως συχωριανό του, δεν υπάρχει κάποια άλλη ιστορική πηγή. Να το δεχθούμε επειδή το αναφέρει ο Κρέμος. 
(Ο συγγραφέας τέτοιων μυθιστορηματικών  ο Αιμίλιος Αθηναίος «έπλασε» πολλούς μύθους με αποτέλεσμα πολλοί συγγραφείς να ανακατώνουν το μύθο με την ιστορία. Στο παρακάτω link ο ενδιαφερόμενος μπορεί να πάρει σχετικές πληροφορίες. https://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/oi-basileis-twn-orewn-2/).
Το ότι ο Μέγας υπήρξε ληστής δεν αποδεικνύεται ιστορικά. Από τις έρευνές μου τον συναντώ πρώτη φορά το έτος 1844, ως ανθυπολοχαγό της Οροφυλακής. Η Οροφυλακή ιδρύθηκε το 1838 στη Στερεά Ελλάδα ως σώμα διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας και της φρούρησης των συνόρων και αρχικώς συστάθηκε με 8 τάγματα. Κάθε τάγμα είχε 8 λόχους και κάθε λόχος απαρτιζόταν από 16 αξιωματικούς και 229 οπλίτες. Το 1844 λοιπόν ο Μέγας τιμάται με το παράσημο του Σταυρού των Ταξιαρχών του τάγματος του Σωτήρος με βάση το ΦΕΚ 29/5.9.1844.


Ο υπολοχαγος Ιωάννης Μέγας. Από το βιβλίο του Αθανασίου Ιατρίδη «Συλλογή δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων, Αθήναι 1859».

Σε σχετικό με την μάχη στο Ζεμενό δημοσίευμα του Δημήτρη Λάμπρου το 2017  (https://viotiaplus.gr/archives/16103) αναφέρεται πως «ο υπολοχαγός της Φάλαγγας Ιωάννης Μέγας (1804-1856), γεννήθηκε στην Αράχωβα Παρνασσίδος, συμμετείχε ως στασιαστής κατά του Όθωνα το 1848, και πως ο συγγραφέας Θύμιος Δάλκας τον αναφέρει ως αγωνιστή της Παλιγγενεσίας και προπάππο των Κονιτσαίων της Αράχωβας». 

Δ. Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΒΕΛΗΣ-ΝΤΑΒΕΛΗΣ

O Χρήστος Νταβέλης, ο πλέον γνωστός λήσταρχος του 19ου αιώνα, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1983-1988, γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας γύρω στα 1832. Στον «Ονομαστικόν Κατάλογον των κατά την 12 Ιουλίου ε.ε. Φονευθέντων και Ζωγρηθέντων Αρχιληστών και Λοιπών», που επισυνάπτει στην από 14 Ιουλίου 1856 πρώτη αναφορά του για τα γεγονότα στις 12 Ιουλίου 1856 ο μοίραρχος Βοιωτίας Πέτρος Βακάλογλου  ο «Χρήστος Δαβέλης» αναφέρεται ως «βλαχοποιμήν σκηνίτης». H wikipedia.org,  στην ελληνική έκδοσή της αναφέρει ότι το πραγματικό όνομα του Χρήστου Νταβέλη ήταν Νάτσος ενώ ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος ονομάζει τον γνωστό πίνακά του «Ο Λήσταρχος Χρήστος Νάτσιας-Νταβέλης το 1855».


Το έτος 1902 η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσίευε σε πολλές συνέχειες τα «Ανέκδοτα του βίου των ληστών», αναφερόμενη σε περιστατικά από παράδοση και τα οποία χρησιμοποίησαν πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς και δημιούργησαν την «Ληστρική μυθολογία» με πράξεις, σχέσεις και υποθέσεις, πολλές από τις οποίες ιστορικώς δεν αποδεικνύονται. Δεν θα αποφύγω όμως να χρησιμοποιήσω κάποια και να προσπαθήσω να τα ερμηνεύσω.
Στο φύλλο της εφημερίδος της 23/6/1902 αναφέρεται πως στο χάνι του Ζεμενού γνωρίστηκαν ο υπολοχαγός Μέγας κα ο ληστής Χρήστος Νταβέλης. (Ο ληστής είχε ήδη εκτελέσει τον πρόεδρο του χωριού της καταγωγής του-το οποίο δεν κατονομάζεται στο δημοσίευμα- διότι αυτός τον είχε αδικήσει και τον ανάγκασε να βγει στο βουνό ληστής διωκόμενος από την Οροφυλακή. Είχε βουίξει όλη η Ρούμελη, γράφει η εφημερίδα, διότι το φονικό έγινε σε τελετή γάμου και παρουσία όλων των κατοίκων και είχε διαδοθεί η είδηση παντού). «…Ο φόνος αυτός ο άγριος, ο διαπραχθείς υπό τας φοβερωτέρας των συνθηκών, υπό τα όμματα ολοκλήρου του χωρίου, κατέστησε τόσον διάσημον τον Νταβέλην με την νεοφανή συμμορίαν του,  ώστε ο υπολοχαγός Μέγας εζήτησε να τον γνωρίση. Πραγματικώς χωρίς να φοβηθή καμία παγίδα ο Νταβέλης συνηντήθη μια νύκτα στο χάνι του Ζεμενού με τον υπολοχαγόν. Γενναίοι καθώς ήσαν και οι δύο συνεδέθησαν αμέσως δια φιλίας τόσον ώστε την ιδίαν νύκτα αφηγήθησαν προς αλλήλους την ιστορίαν των. Εκεί ο λήσταρχος έμαθεν ότι ο υπολοχαγός ήτο τρελός από αγάπην προς μίαν εξόχου καλλονής Ιταλίδα την υποκόμισσαν Μπανκόλλη, ήτις τον απέκρουε διαρκώς.
-Αν το κάνεις (εννοεί την απαγωγήν της) είπε ο Μέγας, σκλάβος σου θα γίνω…».
‘Ετσι ξεκινάει ο μύθος για την φιλική αρχικώς σχέση των δύο ανδρών και τις συνεχείς αλληλοεξυπηρετήσεις, μέχρι που, υποτίθεται, πως ο Νταβέλης ερωτεύτηκε την απαχθείσα υπ’ αυτού κόμισσα, την κατέστησε ερωμένη του και η φιλία του με τον Μέγα μετατράπηκε σε μεγάλο μίσος. Ο μύθος συνεχίζει και διηγείται ανυπόστατα περιστατικά πως τάχατες η Μπανκόλι έστειλε πλοίο να πάρει τον Νταβέλη, να τον πάει στην Ιταλία για να πολεμήσει στο πλευρό του επαναστάτη Γαριβάλντι (μαχόταν κατά της Αυστρίας και την δημιουργία του βασιλείου της Ιταλίας) και παράλληλα να γλυτώσει τις διώξεις της Οροφυλακής.
Τίποτε από όλα αυτά δεν στοιχειοθετείται.


Μπορεί ο ληστής Νταβέλης να είχε τις δικαιολογίες του για τους λόγους που έγινε ληστής, να ήταν εμφανίσιμος, γενναιόδωρος, γενναίος, ριψοκίνδυνος, πανούργος και αγαπητός από τον λαό διότι απήγαγε, κατά τύχη, τον Γάλλο αξιωματικό Μπερτώ που ήταν το 1855 με τα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποκλεισμού του Πειραιά και της Αθήνας επειδή η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο της Κριμαίας, για την απελευθέρωση του οποίου πήρε λύτρα το υπέρογκο ποσό των 30.000 δραχμών σε χρυσό, από την Ελληνική τότε κυβέρνηση και όχι από τους ξενόφερτους κατακτητές, αλλά δεν έπαψε να είναι καταδιωκόμενος. Ο Νταβέλης το 1856 ληστεύει διαβάτες στην Αθήνα και κατά πληροφορίες της Κυβερνήσεως σκόπευσε να απαγάγει «επίσημο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο» για να διαπραγματευτεί την αμνηστία του. Δεν μπόρεσε όμως και τον Ιούνιο του 1856 πέρασε στη Βοιωτία ακολουθούμενος από καταδιωκτικά αποσπάσματα. Τελικώς περικυκλωμένος από παντού βρέθηκε στην περιοχή του Ζεμενού τον Ιούλιο του 1856 και στις 12 του μηνός έδωσε την τελική μάχη του.
Προσπάθησα εν συντομία να περιγράψω πως έφτασε στο Ζεμενό που στην μάχη των ληστών με τον στρατό και τα αποσπάσματα σκοτώθηκαν και ο υπολοχαγός Μέγας και ο Νταβέλης καθώς και όλη σχεδόν η ληστρική ομάδα του.
Και για αυτή την μάχη η μυθολογία οργιάζει πως τάχα μονομάχησαν ο Μέγας με τον Νταβέλη και σκοτώθηκαν παράλληλα, ενώ βάζουν στο στόμα τους λόγια και πέρα από τις επίσημες ανακοινώσεις των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών που βρέθηκαν στην μάχη.

Ε. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ-ΕΦΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΙΑ ΖΕΜΕΝΟΥ
Θα δώσω στο αναγνωστικό κοινό την εικόνα των στιγμών εκείνων του «αλληλοσκοτωμού» των Μέγα-Νταβέλη, μέσα από διάφορες πηγές :
1. Αναφορά την 18/7/1856 προς το Υπουργείο Στρατιωτικών του Μοίραρχου Βοιωτίας, Διοικητής του Μεταβατικού αυτού Πέτρου Βακάλογλου. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αθηνών «Αθηνά» στις 24//7/1856.
«Έκθεσις περί παντελούς εξοντώσεως των συμμοριών των λήσταρχων, Μπελούλια. Δαβέλη και λοιπών….».
…Οι λησταί, οίτινες είχον αποκλεισθή στενώς εκ μέρους των προρρηθέντων αποσπασμάτων και μέρους των κατοίκων Δαυλίας, αντέστησαν επί μικρόν και ακολούθως ήρχισαν να ρίπτωσι τα όπλα των, ότε οι ημέτεροι εισεπήδησαν εις τα οχυρώματά των (είτε διότι δεν είχον καιρόν να γεμίσωσιν, είτε δια να δοθώσιν οι ημέτεροι εις τα λάφυρα και λάβωσι καιρόν να διασωθώσι) καί να πυροβολώσι κατά των ημετέρων δια των πιστολιών των εκ των οχυρωμάτων των και μετ’ ου πολύ φονευθέντων και πληγωθέντων πολλών εξ αυτών, εδόθησαν οι επίλοιποι εις φυγήν ξιφήρεις, ρίπτοντες τας πιστόλας και πυριτοθήκας των προς τον αυτόν σκοπόν της διασώσεως των, και καταδιωκόμενοι εφονεύθησαν εντός τινός παρακειμένου ρεύματος.
Δύο δε εξ αυτών διασωθέντες αβλαβείς και προχωρήσαντες ικανόν διάστημα, συνελήφθησαν παρά των ιππέων χωροφυλάκων Ι. Κοχύλη και Αθ. Βούλγαρη. Εις δε έτερος πληγωθείς εις τους πόδας και προσποιηθείς τον φονευμένον εδόθη εις φυγήν από το αντίθετο μέρος του ρεύματος και συναντηθείς παρά τίνων κατοίκων Δαυλίας συνελήφθη και μετεφέρθη ενταύθα.
Εκ των ημετέρων εφονεύθη δυστυχώς άμα εισπηδήσας εις το οχύρωμα των ληστών παρά τινος εξ αυτών δια πιστολίου ο υπολοχαγός αποσπασματάρχης Αραχώβης και Χαιρωνείας Ιωάννης Μέγας, και επληγώθησαν δια πιστολίου ελαφρώς εντός των οχυρωμάτων ο Οδυσσεύς Μαυροδήμος οδηγός και δια ξίφους ο πολίτης Ευστ. Τομαράς εξ Αραχώβης…».
Εδώ δεν γίνεται καμία αναφορά περί μονομαχίας Μέγα-Νταβέλη. Είναι βέβαια επίσημο έγγραφο και λιτό στην περιγραφή του.

Μάχη με ληστές (σχέδιο Sahib, σκίτσο Belle 1874). Από τη μελέτη του Αριστείδη Ρουσσάρη
« Η ληστεία στη Λεβαδειά στα μέσα του 19ου αιώνα".


2. Η περιγραφή της μάχης του Ζεμενού από τον δήμαρχο Χαιρωνείας Ευστάθιο Νικολάου.

Επίσημη έκθεση προς τον έπαρχο Λεβαδείας  Δημητρακόπουλο υπέβαλε και ο δήμαρχος Χαιρωνείας Ευστ. Νικολάου στις 17/7/1856, όπου δίδει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα και η οποία είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και σε μερικά σημεία διαφορετική από εκείνη του Βακάλογλου.
Είναι δημοσιευμένη στη εφημερίδα Αθηνών «Αθηνά» στο φύλο της 31/7/1856.
«…Ο Μοίραρχος Π. Βακάλογλους, ξιφήρης, επετέθη έξωθεν των προμαχώνων με τους λοιπούς στρατιωτικούς, όπου απειράριθμοι σφαίραι των ληστών έπιπτον κατ’ αυτού. Τότε δε αρχίσαντος του ιδίου την έφοδον, ο αξιωματικός Ι. Μέγας, φιλοτιμηθείς από την παρουσίαν του Μοιράρχου, εισεπήδησε μόνος εις δύο προμαχώνας των ληστών, και αφού εφόνευσε ένα τούτων, έπεσε και αυτός ενδόξως πυροβοληθείς υπό του Νταβέλη δια πιστολιού, εις τον θώρακα.
Ο Μοίραρχος, ευθύς, εισεπήδησεν από το μεσημβρινόν μέρος, με τον στρατόν της Γραμμής. συγχρόνως με τους Δαυλιείς, Διστομίους και Αγιοβλασίτας, εις τους προμαχώνας, ως και οι εκ του δυτικού μέρους, έξωθεν των προμαχώνων ευρισκόμενοι, (ένθα δια του ξίφους των ληστών επληγώθη καιρίως ο εξ Αραχώβης παλαιός στρατιωτικός Ευστάθιος Τομαράς, ως είρηται) και εντός πέντε λεπτών της ώρας, εν ακαρεί άνωθεν – εις τους ηρωικούς εκείνους προμαχώνας και τα τρόπαια της εθνεγερσίας, όπου ομοίαν καταδίωξιν έλαβεν ο Δερβίς Παπάς κατά το έτος της Ελληνικής Επαναστάσεως και κατά το 1826 εις την καταστροφήν του Μουστάμπεη, ο Κεχαγιάμπεης – έπεσαν εν μεγίστω θριάμβω 14 κακούργοι, και εζωγρήθησαν δύο, δι’ εφόδου τοιαύτης, οία αναφαίνεται θαυμαστή και εξαίσια εις τους καθ’ ημάς χρόνους...».
Εδώ ο Δήμαρχος γράφει πως ο Μέγας σκότωσε έναν ληστή και μετά ο Νταβέλης σκότωσε τον Μέγα.

«Ωρή, τάμαθες ο Νταβέλης και ο Μέγας σκοτωθήκανε».
Από την έκδοση «Ο λήσταρχος Νταβέλης» του Κυριάκου Δ. Κάσση.

3. Στο φύλο της 17/7/1856 της εφημερίδος Αθηνών «Αθηνά» γράφτηκε:
«Γράφουν εξ Αραχώβης από 13 Ιουλίου τα ακόλουθα : «….. Εν τούτοις ο Μέγας μετά του αποσπάσματός του επετέθη κατά των ληστών εις θέσιν Ακρηνόν Νερόν του Παρνασσού, τους έφερεν εις φυγήν από της πρωίας και μετά την μεσημβρίαν κατόρθωσε να τους πολιορκήση εις την Κούλιαν του Ζεμενού, όπου οι λησταί ωχυρώθησαν εφ’ ενός υψώματος. Η πολιορκία διήρκεσε τρεις σχεδόν ώρας και κατά το χρονικόν τούτο διάστημα συνήχθησαν πλέον των τριακοσίων πολιτών εξ Αραχώβης, Διστόμου, Δαυλίδος και Αγίου Βλασσίου. Κατόπιν έφθασε και ο Μοίραχος κ. Βακάλογλος μετά του αξιωματικού της γραμμής και διέταξε προχώρησιν αλλά προ της ελεύσεως τούτων οι λησταί ήσαν τόσον στενώς πολιορκημένοι ώστε εμάχοντο δια πετρών. Ο Μέγας μετά των υπ’ αυτόν ώρμησε πρώτος κατά των οχυρωμάτων των ληστών και πρώτος επήδησεν εντός αυτών και δια του ξίφους του απέτεμε τας κεφαλάς δύο ληστών, πλην δυστυχώς εφονεύθη υπό τρίτου ληστού πυροβολήσαντος δια πιστολίου επί του στήθους του Μέγα. Αποπνέων δε ο γενναίος ούτος ανήρ «έσωσα την υπόληψιν του έθνους μου» είπε και έπεσε μεταξύ των θυμάτων του. Οι λοιποί λησταί ετράπησαν εις φυγήν προς το μέρος όπερ  κατείχον οι ‘Ραχωβίται και απαντήσαντες τον Ευστ. Τομαράν τον ετραυμάτισαν δια των ξιφών των εις διάφορα μέρη του σώματός του και ήδη ευρίσκεται εισέτι εκτός κινδύνου, πλην εφονεύθησαν άπαντες οι λησταί, εκτός έξ συλληφθέντων. Ο Μέγας εγένετο θύμα της γενναιότητός του και μόνη η απόφασίς του έφερε το ανωτέρω αποτέλεσμα. Πλην είμαι βέβαιος ότι θα παραμορφωθούν τα γεγονότα υπό των επιζησάντων οίτινες δεν αμφιβάλλω θα σφετερισθώσι τας δάφνας του Μέγα. Ήμην αυτόπτης της συμπλοκής και εγένετο όπως την περιγράφω…».

4. Στην εφημερίδα Αθηνών «Ο Φιλόπατρις» στο φύλο της 21/7/1856 δημοσιεύθηκε η από 13/7/1856 ανταπόκριση του Ι.Π. κατοίκου Λεβαδιάς:
«…Θρηνούμεν τον θάνατον του μόνου πεσόντος νεκρού κατά την μάχην ταύτην υπολοχαγού Ι. Μέγα. Ο γενναίος ούτος και φιλότιμος ανήρ επέπεσε πρώτος κατά των κακούργων ξιφήρης και τον μεν Δαβέλην εφόνευσε δια πιστολίου, τον δε Μπελούλην επήδησε να συλλάβη ζώντα ως είχε ομόσει, ότε και αντιπυροβοληθείς έπεσε πληγωμένος και εφονεύθη υπό των λυσσαλέως κατ’ αυτού, ως ασπονδοτάτου αυτών εχθρού, επιπεσόντων καούργων. Δεν απέθανες Ιωάννη Μέγα, ζης εις τας καρδίας όλων και η πατρίς σε οφείλει την ευγνωμοσύνην της. Σε κλαίει από χθες η ‘Ράχοβα, σε θρηνεί η Λεβαδία, σε λυπείται η Λοκρίς και γενικόν μνημόσυνον υπέρ της αναπαύσεώς σου οφείλεται, διότι ως μέγας και φοβερός ερρίφθης εις το οχύρωμα, ηλεκτρίσας δια του παραδείγματός Σου σύμπαντα τον στρατόν….».

5. Στην εφημερίδα Αθηνών «Η Ελπίς» στο φύλο της 21/7/1856 υπάρχει μια ανώνυμη ανταπόκριση από τη Λιβαδειά από την 13/7/1856, στην οποία δημοσιεύεται η φήμη περί συνεργασίας του Μέγα με ληστές και πως αυτός ήταν και ο λόγος που επιτέθηκε ακάλυπτος στο οχύρωμα των ληστών προκειμένου να αποσείσει  τις συκοφαντίες:
«…Αλλ’ ο γενναίος και όντως ενδόξως πεσών  Μέγας υπό το βάρος κατηγορίας ψευδούς ευρισκόμενος, ως δήθεν υποστηρίζων την ληστείαν, απεφάσισε ν’ αποτρέψη και δια της ζωής του αυτής τον μώμον. Μόνος αυτός δια τας σχέσεις του υδήνατο να διαπράξη το πλείστον. Συνεννοήθη λοιπόν μετά του επάρχου κ. Δημητρακοπούλου, όστις τον κατέπεισε περί του μέλλοντος το οποίον τον περιμένει, εδόθη ψυχή τε και σώματι υπέρ της υποθέσεως. Καταδοθέντας λοιπόν τους ληστάς τούς επήρε κατόπι και ακολουθών τα ίχνη των, εκυνήγησε  μέχρι της Φοντάνας αλλά και εκεί δεν ηδύναντο να μείνωσιν. Ωπισθοπόρησαν λοιπόν προς το Δίστομον, καταδιωκόμενοι υπό του Μέγα έχοντος μεθ’ εαυτόν τους Στρίμπερην και Τσίπουραν….. η μάχη διήρκεσε μέχρι πλησίον της δύσεως του ηλίου, ότε κατέφθασε ο Μοίραρχος Βακάλογλους μετά τεσσαράκοντα πέντε στρατιωτών της γραμμής υπό τον υπολοχαγόν Τσίρον, ιππέων τινών και άλλων. Σημειώσατε ότι όλα τα χωρία, μέχρι και των γυναικών αυτών μετέβησαν εκεί. Τότε ο μακαρίτης Μέγας βλέπων ότι επλησίασεν η νύξ, πολλή βοηθητική δια τους ληστάς, και πεποιθώς εις την έλλειψιν των πολεμοφοδίων των, ώρμησε με το ξίφος εις τας χείρας, και συν αυτώ και ο Οδυσσέας Μαυροδήμος, και επήδησεν εντός του οχυρώματος του κακούργου Μπελούλη δια να τον πιάση από τα μαλλιά, αλλά δυστυχώς ο κακούργος επεφύλαττε και έσχατον του τερατώδους βίου του κακούργημα, και τον επλήγωσε βαρέως. Έπεσε λοιπόν ο Μέγας και οι εν τω οχυρώματι λοιποί λησταί απεθανάτωσαν αυτόν. Αλλά το παράδειγμα του Μέγα ενεθάρρυνε τους λοιπούς και τότε ξιφήρεις και πεζοί ιππείς λυσσώντες επέπεσαν και κατέσφαξαν τους ληστάς άπαντας, εκτός τεσσάρων πληγωθέντων και παραδοθέντων. Ώστε δι΄ ενός κτύπο αποφασιστικού ηλευθερώθη το έθνος…».

6. Στην σπουδαία μελέτη του Γιάννη Κολιόπουλου «Ληστές», στην επανέκδοση του 1988 και στην σελ. 143 αναφέρεται πως ο Μέγας πήδηξε στο οχύρωμα του Μπελούλια (Κακαράπη).


Ο λήσταρχος παρόλο που ήταν βαριά πληγωμένος, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον αξιωματικό τον οποίον αποτελείωσαν οι άλλοι ληστές.

7. Ο Κυριάκος Δ. Κάσσης, ο μανιάτης συγγραφέας έχει εκδώσει από το έτος 2000 μια σημαντική μελέτη του με τίτλο «Αντιεξουσιαστές και Ληστές στα βουνά της Ελλάδος, Α΄ μέρος 1821-1871». 

                                             Κυριάκος Δ. Κάσσης. Εξώφυλλο

Ασχολείται με την μάχη στο Ζεμενό και υποστηρίζει πως οι δύο άνδρες μονομάχησαν γράφοντας στην σελ. 222 ότι «…όταν ο Νταβέλης είδε πως δεν γλυτώνει κυκλωμένος από 5.500 διώκτες του και πως ο φίλος του Κακαράπης (Μπελούλιας) και άλλοι είχαν σκοτωθεί έστειλε την κοπέλα που είχε δίπλα του στον πατέρα της που ήταν με τον στρατό. Μένοντας μόνος του και βλέποντας το μάταιο της παραπέρα αντίστασης προκάλεσε τον Μέγα σε μονομαχία. Ο Μέγας δέχτηκε την πρόκληση και πλησίασε το από παντού πολιορκημένο ταμπούρι του Νταβέλη. Σηκώθηκε ο Νταβέλης να χτυπηθούν αλλά εκείνη τη στιγμή κάποιοι τον πυροβόλησαν κι έπεσε βαριά πληγωμένος. Πλησίασε ο Μέγας να του πάρει το κεφάλι αλλά ο Νταβέλης είχε πέσει μπρούμυτα (αν και σε λαϊκή λιθογραφία του Χρηστίδη το 1913 εικονίζεται όρθιος) κρατώντας γεμάτη μπιστόλα. Λέει λοιπόν στον Μέγα :
-Σε σένα ορέ ταιριάζει να πάρεις το κεφάλι μου κι όχι σ’ άλλον.
Πάει κοντά να τον αποκεφαλίσει ο Μέγας με το σπαθί και τότε αστραπιαία ο Νταβέλης τον πυροβόλησε λέγοντας:
-Ούτ’ ο Νταβέλης στα βουνά ούτε κι ο Μέγας στα παλάτια.
Έπεσε δίπλα του κι ο Μέγας λαβωμένος άσχημα. Οι δύο μελλοθάνατοι τράβηξαν τα κοντομάχαιρα και συνέχισαν ν’ αλληλομαχαιρώνονται μέχρι που ξεψύχησαν κι οι δύο. Το κεφάλι του Νταβέλη καρφώθηκε χαρμόσυνα σ’ ένα κοντάρι που κράδαινε μεσούρανα ένας χωροφύλακας. Τόφεραν και τόστησαν στην πλατεία Συντάγματος…». Σε υποσημείωση στην σελ. 222 γράφει πως «τις διηγήσεις που αφορούν τα λόγια του Νταβέλη κατά την ώρα που πυροβολεί τον Μέγα και τα σχετικά με το σχέδιο του κομμένου κεφαλιού (διαβάστε παρακάτω στο κεφάλαιο ΣΤ. ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ) μου είπε το 1958 ο καπετάν Σερεβέτας, ληστής του Νταβέλη που ζούσε μέχρι το 1960 υπέργηρος. Πέθανε 137 χρονών!!!!».

8. Το τι ακριβώς έγινε και ποίος σκότωσε ποίον είναι καταγραμμένο μέσα από το παρακάτω δημοτικό τραγούδι το οποίο διέσωσε καταγράφοντάς το ο Αθανάσιος Ιατρίδης. Υπάρχει σε μια σπάνια έκδοση βιβλίου του 1859 (τρία χρόνια μετά τη μάχη στο Ζεμενό δηλαδή), με τίτλο «Συλλογή Δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων». Εκεί υπάρχει το τραγούδι του Ιωάννη Μέγα.

Μην ήθελ’ έρθ’  ο θεριστής μηδέ κι ο αλωνάρης
Μην ηθελ’ εβγ’ ντερβέναγας αυτός ο Γιάννη-Μέγας
Βάνει σφίγξι στους πιστικούς σ’ όλα τα μοναστήρια
Κλέφταις να μη διαβήκανε στης Λιάκουρας τα μέρη
Δεν σου ‘ίπα Κακαράπη μου και συ Χρήστο Νταβέλη
Στη Λιάκουρα να μη διαβής λημέρι να μη κάμης
Τι εύγαλ’ ο Μέγας τη χωσιά με τους Αραχωβίταις
Τους κυνηγ’ απ’ τα’ Ακρινό Νερό τους κλείει στο Ντερβένι
Και ο Φουντούκης φώναξε με το Ζαφύρ’ αντάμα
-Μέγα αν θέλεις πόλεμο και κλέφτικο ντουφέκι
Έβγα να πολεμήσωμεν αν είσαι παληκάρι
Κι ο Μέγας ωσάν τα’ άκουσε φωνάζει τους συντρόφους
-Συντρόφοι βγάλτε τα σπαθιά κι αφήστε τα ντουφέκια
Σήμερα ή θα ζήσωμεν ή όλοι θα χαθούμεν!
Κ’ εις τα ταμπούρια πήδησε με το σπαθί στο χέρι
Και τον Φουντούκην έκοψε και τον Χρήστο-Νταβέλη
Και ο Ζαφύρης το σκυλί χάμ’ ήταν λαβωμένος
Πικρό κουμπούρι σήκωσε με το ζερβί το χέρι
Μες στο στηθάκι τόριξε τούκαψε την καρδιά του
Ψηλή φωνήν εφώναξε τριγύρω στους συντρόφους
-Πού ‘σαι Ζυγούρη μου αδερφέ πού είσαι Μαυροδήμο;
Να ειπήτε της Ασήμως μου της μοναχής μου κόρης
Να μην αλλάξ’ της Παναγιάς μη βάλλη τα φλωργιά της
Τ’ εμένα με σκοτώσανε μες στου Δερβέν’ την Κούλια
Τον κλαίουν χώρες και χωριά και τον μοιρολογούνε
Τον κλαίει κι η γυναίκα του και χύνει μαύρα δάκρυα
Στο παραθύρι κάθεται την Παναγιά ‘γναντεύει
-Σηκώσ’ απάνω Γιάννη μου και μη βαρυκοιμάσαι
Τι σε γυρεύ’ η συντροφιά κι όλα τα παληκάρια
Να τους μοιράσεις τα φλουριά τα κλέφτικα τσαπράζια
Να πάρης και τον νταμπουρά πικρά να τραγουδήσεις
Τον σκοτωμό σου Μέγα μου να τον μοιρολογήσεις
-‘Γω τα τραγούδια μ’ τ’ άφησα μες στου Δερβέν’ την Κούλια
Και ‘λάτε να μ’ ακούσητε το πώς τα τραγουδάω
Εσείς πουλιά πετούμενα  εσείς πουλιά καϋμένα
Περάσ’ από τον Παρνασσό ψηλά στα βλαχοχώρια
Πάγετε κι απ’ τη ‘Ράχωβα στη μέση στο παζάρι
Εκεί να ακούστε κλάυματα δάκρυα και μοιρολόγια
Ν’ ακούσετε δυο ορφανές μάνα και θυγατέρα
Πώς κλαίουν πώς μοιρολογούν πώς θλίβονται για μένα.

Κρίνοντας το παραπάνω δημοτικό τραγούδι ο Δημήτρης Λάμπρου γράφει : «…Ο Ιωάννης Ζαφείρης, περιβόητος λήσταρχος από τη Μάνδρα Μεγαρίδας, πυροβόλησε και σκότωσε τον υπολοχαγό Ιωάννη Μέγα. Αυτή η τελευταία μαρτυρία έχει κατά τη γνώμη μας ιδιαίτερη αξία καθώς ο Αθανάσιος Ιατρίδης, ζωγράφος και λόγιος από το Καρπενήσι, κατοικούσε εκείνη την εποχή στην Αράχωβα ή στη Λιβαδειά και δημοσιεύει τη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών του το 1859, δηλαδή τρία μόλις χρόνια μετά τη συμπλοκή στο Ζεμενό. Επομένως ο Ιατρίδης είχε πιθανότατα σαφή εικόνα της μάχης και της  εξόντωσης των ληστών στο Ζεμενό και γνωρίζει τα ακριβή περιστατικά για τον θάνατο του Ιωάννη Μέγα -το ίδιο και οι άγνωστοι στιχουργοί του τραγουδιού. Επιπλέον τόσοι άνθρωποι οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη μάχη του Ζεμενού ζούσαν ακόμη στα γύρω χωριά και μερικοί ελάμβαναν με συνδρομή το βιβλίο Συλλογή Ασμάτων Παλαιών και Νέων, Αθήνα 1859 του Αθανάσιου Ιατρίδη, όπως και οι συγγενείς του Μέγα, οι οποίοι δύσκολα θα αποδέχονταν τέτοιο σημαντικό λάθος σε δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στον αδικοχαμένο άνθρωπό  τους».

9. Το κράτος δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια και αντάμειψε την οικογένεια του φονευθέντος αξιωματικού. Στην εφημερίδα Αθηνών «Ο Φιλόπατρις» στο φύλο της 28/7/1856 δημοσιεύθηκε η από 22/7/1856 απόφαση περί ενισχύσεως της οικογένειας του Ι. Μέγα.

                                             Μνημείο του Ιωάννη Μέγα στο στενό του Ζεμενού

Λεβαδία 22 Ιουλίου 1856
‘Εις την χήραν του Ι. Μέγα του πεσόντος κατά την μετά των ληστών συμπλοκήν της 12 Ιουλίου, ο Κύριος πρωθυπουργός απέτεινε την κάτωθιν επιστολήν του, δι’ ής ζωηρότατα παρηγορεί και περιθάλπει την χήραν, ήτις απήντησεν αποκριθείσα εις τα ευγενή και γενναία ταύτα αισθήματα. Τωόντι οφείλεται έπαινος εις τον Μέγαν, αλλ΄ ούχ ήττον είναι παντός επαίνου άξιος και ο ζήλος του τακτικού στρατού διοικουμένου από τον κ. Δ. Τσήρον υπολοχαγόν, όστις επίσης διεκρίθη κατά την συμπλοκήν εκείνην, ανταποκριθείς εις το πρόσταγμα του μοιράρχου.

Κυρία
Η επίμονος δραστηριότης και ευτολμία του πεσόντος συζύγου σας κατά την συμπλοκήν της 12 μεσούντος μηνός, συνετέλεσε τα μέγιστα εις την εντελή καταστροφήν των λυμαινόντων την χώραν της Αττικής και Βοιωτίας συμμοριών των ληστάρχων Μπελούλη, Δαβέλη, Φουντούκη και Ζαφείρη. Η αξία του κατορθώματος τούτου, απαλλάξαντος την πατρίδα ημών από της επονειδίστου μάστιγος της ληστείας, ας είναι δι΄ ημάς την τεθλιμμένην σύζυγον και τα τέκνα αυτού παραμυθία της ευλόγου λύπης, την οποίαν σας ενεποίησεν ο φόνος του ανδρείως πεσόντος συζύγου σας.
Την λύπην σας ταύτην συμμεριζόμενος και εγώ, Κυρία, και ως πολίτης και ως πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, θέλω σπεύσει να επικαλεσθώ την υπέρ ημών τε και των τέκνων σας πατρικήν φροντίδαν της Α. Μεγαλειότητος, ήτις πέποιθα ότι θέλει αναπληρώσει την απολεσθείσαν προστασίαν του συζύγου σας.
Επί του παρόντος δε σας πέμπω εσωκλείστως ένταλμα εκ δραχμών δύο χιλιάδων αριθ.2000, τας οποίας η Α. Μεγαλειότης ευαρεστήθη να διατάξη να σας χορηγηθώσιν ως πρόχειρος βοήθεια. Εν Αθήναις την 14 Ιουλίου 1856, ο πρόεδρος του υπουργ. Συμβουλίου υπουργός επί των εσωτερικών Δ.Γ. Βούλγαρης.

10. Στην εφημερίδα Αθηνών «Ο Φιλόπατρις» στο φύλο της 21/7/1856 δημοσιεύθηκε η λεπτομερής αναφορά για την τύχη των ληστών που συμμετείχαν στην συμπλοκή στο Ζεμενό.
Ονομαστικός Κατάλογος  των κατά τη 12 Ιουλίου ε.έ. φονευθέντων και ζωγρηθέντων αρχιληστών και λοιπών

1.      Λουκάς Μπελούλιας ή Κακαράπης από το Κυριάκι του Δήμου Λεβαδέων, επαρχίας Λεβαδείας, που εφονεύθη.

1.      Χρήστος Δαβέλης, βλαχοποιμήν, σκηνίτης, που εφονεύθη.

2.      Λουκάς Φουντούκης από τη Δεσφίνα, Δήμου Αντικύρας επαρχίας Παρνασσίδας, που εφονεύθη.

3.      Ιωάννης Ζαφείρης από τη Μάνδρα του Δήμου Ελευσίνας, επαρχίας Μεγαρίδας, που εφονεύθη.

4.      Ν. Τζώπας ή Δαφνής Κουκοβίνος, επαρχία Χαλκίδας, που συνελήφθη πληγωμένος.

5.      Κολιός Θηβαίος από το Αμπελοσάλεσι (σημερινό Αμπελοχώρι) Θηβών, επαρχίας Θηβών, που εφονεύθη.

6.      Κώστας Πλατανιάς, βλάχος σκηνίτης, που εφονεύθη.

7.      Χρήστος Πλατής, βλάχος, που εφονεύθη.

8.      Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Πελοποννήσιος, που εφονεύθη.

9.      Διονύσιος Μοναχός από το Κυριάκι Δήμου Λεβαδέων, επαρχίας Λεβαδείας, που εφονεύθη.

10.  Π. Φλώρος Θηβαίος  από τη Θήβα του Δήμου Θηβαίων, επαρχίας Θηβών, που εφονεύθη.

11.  Τάσος Βυλλιώτης από τα Βύλλια του Δήμου Ειδυλλίας, επαρχίας Μεγαρίδας, που εφονεύθη.

12.  Μήτρος Σκανδάλης, βλάχος, που εφονεύθη.

13.  Τάσος Δαβέλης, βλάχος σκηνίτης, που εφονεύθη.

14.  Γιώργος εκ του Οθωμανικού (πολλοί ληστές περνούσαν τα σύνορα Ελλάδας Τουρκίας που ήταν διάτρητα), αγνώστων λοιπών στοιχείων, που εφονεύθη.

15.  Σπύρος Δουδούμης, βλάχος σκηνίτης, που εφονεύθη.

16.  Μήτρος, άγνωστος, που εφονεύθη.

17.  Κώστας Τσέλιος, Χειμαρραίος (;) εκ του Οθωμανικού, που εφονεύθη

18.  Ν. Μπούκουρας, βλάχος εκ του Οθωμανικού, εφονεύθη

19.   Ιωάννης Τζιμπουκλάρας από το Στεβενίκο του Δήμου Πέτρας, επαρχίας Λεβαδείας, που συνελήφθη πληγωμένος.

20.  Ιωάννης Μωραϊτόπουλος από το Κυριάκι του Δήμου Λεβαδέων, επαρχίας Λεβαδείας, που συνελήφθη αιχμάλωτος.

21.  Βασίλειος Γεωργίου Τισκέας, βλάχος σκηνίτης, που συνελήφθη πληγωμένος

22.  Γ. Παλιούρας, βλάχος σκηνίτης, που συνελήφθη πληγωμένος.

 

Εφημερίδα «Αθηνά» 19/7/1856

ΣΤ. ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ
Ο προαναφερθείς συγγραφέας Κυριάκος Κάσσης γράφει στην ίδια σελίδα σχετικώς με το κομμένο κεφάλι του Νταβέλη : «Τότε το είδε ένας έφηβος -ο Γύζης κατά παράδοση-που ζωγράφιζε κι έκατσε και το σχεδίασε. Του ‘χε κάνει εντύπωση η ομορφιά και η έκφρασή του. Κράτησε το σχέδιο στο ντοσιέ του κι όταν την ίδια χρονιά πήγε στο Μόναχο να σπουδάσει ζωγραφική, ο δάσκαλός του ο Γερμανός που είδε το σχέδιο του ΄καμε τέτοια εντύπωση ο ρεαλισμός του που το ξεσήκωσε και το ‘βαλε σαν πρόσωπο του Χριστού στον πίνακά του «το Άγιον Μανδήλιον». Στις υποσημειώσεις της ίδιας σελίδας γράφει επεξηγώντας : «Δάσκαλος του Γκύζη ήταν ο Κάρλ Φον Πιλότυ και συμφοιτητής του ο Μαξ που ζωγράφισε το «Άγιο Μανδήλιο», με βάση το σχέδιο που του χάρισε ο Γύζης. Η διήγηση είναι προφορική παράδοση. Όλες οι γνώμες συμφωνούν ότι το ζωγράφισμα αυτό του Νταβέλη και η σχέση του με το «Άγιο Μανδήλιο» του Γερμανού έγινε πραγματικά».



Τα ίδια υποστηρίζονται και στο άρθρο  {ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΡΑΡΗΣ: «Το ποίημα – πορτρέτο» | Κώστας Φωτεινάκης: Ο Νικόλαος Γύζης, ο αποκεφαλισμένος λήσταρχος Νταβέλης και «Το Άγιον Μανδήλιον»} στον διαδικτυακό τόπο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΡΑΡΗΣ: Το ποίημα – πορτρέτο [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017]
Τέλος εποχής οι μέρες εκείνες
που οι ληστές στον Παρνασσό
ήταν περισσότεροι από τα χιόνια του
και τυμπανιστές ανύψωναν ηχηρά τείχη
στην ανοχύρωτη χώρα.
Τώρα στην πλατεία των ανακτόρων
απλώνουν τον τάπητα υφασμένο
με το νήμα της τάξεως.
Αφήνουν τα κομμένα κεφάλια των ληστών
πάνω στο κούτσουρο – μαξιλάρι
για το αίμα που έγινε γιατρικό τους.
Μαζεύτηκε κόσμος
να ξεπλύνει το κακό στο ρέμα των δακρύων.
Ένας από τους φρουρούς του βασιλιά Όθωνα
με τα μαύρα και την κόκκινη μπέρτα σαν δήμιος
κρατούσε από τη γενειάδα το κεφάλι του Νταβέλη
δείχνοντας πόσο έγινε πειθήνιο στα πλήθη.
Νέος τότε ο ζωγράφος Γύζης
κυνηγούσε κοντά στο βασιλικό κήπο
την άπιαστη σκόνη της πεταλούδας
που δίνει στα φτερά της ιριδισμούς.
Πήρε τα τελευταία χρώματα από την παλέτα
του ηλιοβασιλέματος
να ζωγραφίσει τη σκοτεινή οπτασία.
το ωραίο κεφάλι του αρχιληστή άνοιγε τα μάτια του
και ατένιζε πέρα από τα όρια της ζωής του.

Χρήστος Νικ. Ζερίτης
Καλαμάτα 18 Ιουνίου 2021



 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου