Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ ΙΖΑΜΠΩ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ


Σχόλιο 10.3.2013. Γιά όσους θέλουν να μάθουν την ιστορία της "Ντάμας Ζαμπέα του χρονικού και της πριγκηπέσας Ιζαμπώ του Τερζάκη", ας βρουν τη μελέτη του Άγγελου Φουριώτη στην "Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά έτους 1960 σελ 221-236. (κυρίως αυτοί που καρναβαλίζουνε στην Καλαμάτα).

ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ  ΙΖΑΜΠΩ
ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
 (παρουσιάστηκε σε θεατρική μορφή στις 8 και 9 Ιουλίου 2006 στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας σε σκηνοθεσία Κώστα Κατσουλάκη και  μουσική Μιχάλη Τούμπουρου).

Άγγελος Τερζάκης και χειρόγραφο που βασίστηκε στην παρακάτω πραγματική ιστορία.


-Άνοιξε στόμα μου πικρό και γλώσσα μου φαρμακερή
της πριγκηπέσας Ιζαμπώ να εξιστορήσεις τη ζωή.

Εφτά αιώνες πέρασαν και σήμερα γυρίζει
στο τόπο που γεννήθηκε, που έζησε παιδούλα,
μέσα στο Κάστρο έτρεχε μέλισσες κυνηγώντας,
μαζί με την παρέα της τής γριάς νταντάς το γιο.
-«Ντάμα Ζαμπέα» λέγονταν ή του «Μοριά Κυρά»,
μα Ισαβέλλα ήτανε στ΄ αλήθεια τ΄ όνομά της
κι ήταν η τύχη της κακή σαν όλες τις γυναίκες
που υποταγμένες στέκονται στη μοίρα, στους καιρούς.

-Ήτανε εκείνοι οι καιροί στα χίλια διακόσια πέντε
που η Φραγκιά ξεπέζεψε σ΄ αυτόν εδώ το τόπο,
νέους αφέντες είχαμε μα κι οι παλιοί υπήρχαν
σε κάστρα διαφεντεύανε τις τύχες ολωνών μας.
Και οι γυναίκες ζούσανε σα τις φυλακισμένες
χωρίς φωνή, χωρίς ψυχή, σα νεκραναστημένες.
ΙΖΑΜΠΩ-«Γουλιέλμος ελεγότανε ο Βιλλαρδουίνος
του πριγκιπάτου στο Μοριά όλου αφέντης ήταν.
Ιππότης Φράγκος άρχοντας στη Καλαμάτα ζούσε
μαζί με την Κυρούλα μου Άννα τη Κομνηνή,
γυναίκα Ηπειρώτισσα, κόρη του Μιχαήλ.

Αυτοί ήταν οι γονήδες μου που μ’  έφεραν στο κόσμο
χίλια διακόσια εξήντα η χρονιά που είδα το φως το πρώτο,
τη Καλαμάτα αντίκρισα σε κλίνη πορφυρένια
και ξέρω πως στον Κύρη μου μεγάλη έδωσα πίκρα,
αρσενικό περίμενε για διάδοχο κι αφέντη
κοράσι εγεννήθηκα, όπως κι η αδερφή μου,
και στο κυνήγι, στο ποτό, σε μάχες θάταν μόνος
το πριγκιπάτο θάπρεπε σ’ άλλον να παραδώσει.»

(Και ο θεός ουδέν έδωκεν υιόν δια κληρονόμον
να αφήσει εις τον τόπον του αφέντη γαρ δικαίον του
όταν του έλθει θάνατος, την ώρα της θανής του,
μόνι και θηλυκά παιδιά έχει δια κληρονόμους).
Χρονικόν του Μορέως στ. 6281-6286

-Συμπεθεριό του γένηκε απ΄ τους Παλαιολόγους,
κύριους της Βασιλεύουσας με πρώτο το Μιχάλη
τον γιο του τον Ανδρόνικο ήθελε να της δώσει
κι όλη τη χώρα του Μοριά στην Πόλη να ενώσει.


Φράγκοι βαρώνοι αρνήθηκαν την ένωση ετούτη
μη χάσουν τα προνόμια, μ’ αλλόθρησκους μη μπλέξουν,
κι ο γάμος δεν εγένηκε, κι η Ιζαμπώ στο κάστρο
δεν ήξερε τη μοίρα της, γι’  αλλού τη προορίζαν.
Κι ευρέθη άλλος πρίγκιπας, δεύτερος του Καρόλου
που βασιλιάς καμάρωνε στη Νάπολης τα μέρη.
Από τον οίκο των Ντ’  Ανζού, σπουδαίοι αρχοντάδες,
που γύρευαν τρόπο στο Μοριά το πόδι να πατήσουν.

ΙΖΑΜΠΩ.- Ήτανε βράδυ  κι ήμασταν μες τη μεγάλη σάλα
οι λυχνοστάτες φέγγιζαν κι απ’  τ’ ανοικτό μπαλκόνι
φύσαε αεράκι δροσερό από το Μπουρολίβα,
κι ο Κύρης μου με φώναξε, με τρυφεράδα μου είπε :

Μεγάλωσες πριγκίπισσα και πρέπει να μισέψεις
σε άλλη χώρα ένδοξη, και άντρα σου να πάρεις
του βασιλιά του Κάρολου το δεύτερο το γιο
τον λένε Φίλιππο ντ’  Ανζού, σπουδαίο παλληκάρι.

Έσκυψα το κεφάλι μου από ντροπή και μόνο
και στη Κυρά μου έπεσα βαθιά στην αγκαλιά της
ΕΝΤΕΚΑ χρόνων ήμουνα και μια ζωή σε κάστρο.
Αλίμονο στη μοίρα μου τόσο μικρή νυφούλα

Πως θα ξενιτευόμουνα μακριά από τη Κυρά μου
τη Μαργαρίτα πίσω μου μονάχη της στο σπίτι,
τις μυρωδιές πως θ’  άφηνα απ’  τις πορτοκαλιές μου
αλήθεια πως μυρίζουνε στα ξένα τα λουλούδια ;;;

-Τέσσερις τη πηγαίναμε κι ο παιδικός της φίλος,
τα δάκρια τα έκρυψε στα γαλανά της μάτια
τον ποταμό σα πέρασε γύρισε να κοιτάξει,
στο Κάστρο που μεγάλωσε άραγε θα γυρνούσε ;;;

Δέκα γαλέρες φτάσανε στρωσίδια φορτωμένες
μεταξωτά της έστελναν βενέτικα στολίδια.
Αγκάλιασε τη μάνα της, τη Μαργαρώ φιλούσε,
τα δάκρυα ξεχειλίσανε, Νέδοντας φουσκωμένος.

Πέντε μερόνυχτα σιωπή, βουβό ήτανε το κλάιμα
την έκτη μέρα αντίκρισε της ξενιτιάς τη κόστα.

(Ο Ρήγας γαρ ως το ήκουσεν κι ως το επληροφορήθη
ότι έρχεται ο πρίγκιπας εκεί πλησίον της χώρας
ατός του εκαβαλλίκεψεν  εξέβη εις απαντήν του
από το χέρι τον κρατεί, ωδεύασιν κι οι δύο…….
Και δια τιμήν του πρίγκιπος εκάλεσεν τους πάντας
Κούρτην μεγάλην έποικεν, χαρές μεγάλες ήσαν.) 
 Χ. Μ. στιχ 6428…….




ΙΖΑΜΠΩ.- Καινούργιο κόσμο αντίκρισα μ’  αρχόντους και κυράδες
με μάλιες ατσαλόπλεχτες και φλάμπουρα κι ερμίνες
και μες την παραζάλη μου βλέπω το βασιλιά μας
στα γόνατά μου έπεσα για να τον προσκυνήσω.

Το χέρι του ακούμπησε απάνω στο κεφάλι
και με φωνή επίσημη μου’ δείξε παραδίπλα,
παιδάκι εστεκότανε, «ο αρραβωνιαστικός σου»,
ξανθούλικο, αδύναμο, ΕΝΝΙΑ χρονών αγόρι.

-Χρονών ΕΝΤΕΚΑ ήτανε η Ντάμα Ιζαμπέα
ΕΝΝΙΑ χρονών ο Φίλιππος κι ο γάμος ετελέστη
μέσα στο κάστρο του Αβγού ζήσανε χρόνια ΠΕΝΤΕ
και μόλις στα ΔΕΚΑΞΙ ΤΗΣ γραφτό να μείνει χήρα.

Το τόξο λέει τέντωσε ο άντρα της ο πρώτος
τόσο πολύ κι αδύναμος υπερκοπώθει τόσο
που’  πεσε άρρωστος βαριά κι ούτε ποτέ σηκώθει
ώσπου τα μάτια σφάλησαν και κλείσανε για πάντα.

Μόνη της μένει η Ιζαμπώ σκληρά τιμωρημένη
δεν έφτανε η χηρεία της ήρθε και η ορφάνια,
σαν πέθανε ο πατέρας της, χωρίς προστάτη μένει
να κλάψει άλλο δε μπορεί δάκρυα δε περισσεύουν.

Θρηνεί μόνο τη μοίρα της στη φυλακή της μέσα
κι ενώ βαίλοι κυβερνούν το τόπο το δικό της,
μονάχα να πλουτίσουνε τους νοιάζει, τίποτα άλλο,
το λατρεμένο της Μοριά θυμάται και δακρύζει.

-Μια μέρα στη Νεάπολη σε ιπποτικό τορνέο
άρχοντας νίκησε λαμπρός, τα γαλανά του μάτια
σήκωσε και τη κοίταξε κι αφιέρωσε τη νίκη,
και η καρδιά της σκίρτησε και ένιωσε πως ζούσε.

Το προξενιό δεν άργησε μ’  αρχόντους μοραίτες
να της προτείνουν του Αινώ τον κόντε, τον Φλωρέντιο.
Ξαναπαντρεύτει η Ιζαμπώ στα ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΝΙΑ ΤΗΣ
μα ο βασιλιάς κουνιάδος της σκληρά εφέρθει πάλι.

Όρους βαριούς  τους έβαλε για να το επιτρέψει,
πάλι απογυμνώθηκε τη πατρική τη γη της
για χάρη του Φλωρέντιου το δέχτηκε και τούτο
και μες τη Νάπολη ξανά ντύνεται τώρα νύφη.

ΙΖΑΜΠΩ.- Στην ασημογαλέρα του μ’ έβαλε να με φέρει
στα γονηκά μου χώματα στης Αχαγιάς τα μέρη,
όλοι τους μας δεχτήκανε στο κάστρο της Γλαρέντζας
και ο Φλωρέντιος ντ’  Αινώ όρκο ηγεμόνα δίνει.



Ήταν μαζί μου τρυφερός και φίλος της ειρήνης
και κυβερνήσαμε καλά χρόνους γεμάτους δέκα,
μα έπεσε το θανατικό και έμεινα πάλι χήρα
μ’  ένα παιδί στην αγκαλιά, και κόρη, τη Ματθίλδη.

Το πριγκιπάτο έμελλε εγώ να κυβερνήσω
μα τη ζωή τη παιδική πώς να τη λησμονήσω
στη πόλη που γεννήθηκα, ξανά στη Καλαμάτα
έφερε τη Ματθίλδη μου στη ξενιτιά μη ζήσει.

-Σαν όλες τις αρχόντισσες τις Βιλλαρδουίνες, άτυχη ήτανε κι αυτή
παιδί δεκαπεντάχρονο παντρεύτηκε η Ματθίλδη
και χήρα έμεινε σύντομα, μα σε έξι μήνες πάλι
αρραβωνιάζεται έναν Κάρολο, πρώτο γιο του Φιλίππου,
γάμος ποτέ δεν έγινε γιατί ο γαμπρός σκοτώθει.
Μα η μοίρα της τής έδωσε γαμπρό νέον, μα και με δόξα,
και με το ένδοξο όνομα αυτό του Λουδοβίκου, της Βουργουνδίας κόντε.
Σε λίγους μήνες πέθανε και τρίτη φορά χήρα,
τις μέρες της τελείωσε κλεισμένη σ΄  ένα κάστρο
που κλείστηκε κι η Ιζαμπώ, καστέλι ντελ Ουόβο.

ΙΖΑΜΠΩ.- Βαίλο διόρισα σκληρό, Νικόλαο Σαιντομέρ
κι έφυγα προσκυνήτρια στη παπική εκκλησία,
εξόρισα το σώμα μου και η ψυχή μου μόνη
έψαχνε νάβρει συντροφιά αλλά και μια πατρίδα.

Αντί  να τα’ βρω όλα αυτά ταράχτει η μοναξιά μου
φέρανε κι άλλο προξενιό από τη Σαβοία,
Φίλιππος ΕΙΚΟΣΙ χρονών κι εγώ κοντά ΣΑΡΑΝΤΑ
στη μοίρα μου υποτάχτηκα κι οι γάμοι μου τριτώσαν.

-Πάλι δεν ήτανε γραφτό ο γάμος να στεργιώσει
γιατί ο νέος άντρας της φοβήθει το βαίλο
κι έφυγε στη πατρίδα του κι έμεινε μοναχή της
με θυγατέρα συντροφιά, την είπαν Μαργαρίτα.

Πενήντα χρόνια έζησε για να χαθεί στα ξένα
μακριά από τη πατρίδα μας που αγαπούσε τόσο
κι αν έκλαψε κι αν θρήνησε τη τύχη τη δική της,
διπλά θα κλαίει θα θρηνεί την τύχη των παιδιών της.

ΙΖΑΜΠΩ.- Πριγκίπισσα ήμουνα εγώ, πριγκίπισσες κι εκείνες
και κόσμο εξουσιάζαμε και χώρες και χωρία
τη δύναμή μας τρέμανε και λαϊκοί κι αφέντες
στα χέρια μας η τύχη τους, ακόμα κι η ζωή τους.

Μία κουβέντα, μια γραφή ήτανε αρκετή μας
τα πάνω κάτω να βρεθούν και ν’ αλλαχτούνε όλα.
Μ’ αυτό που δε μπορέσαμε να κάνουμε για μας
ν’ αλλάξουμε για το καλό και τη δική μας μοίρα.


Το ξέρω πως δεν πρόκειται ποτέ ότι θα γίνει
τη Μοίρα μας ν’  αλλάξουμε, μιλώ για τις γυναίκες,
Νικλιάνισσες, Φαμέγισσες, την ίδια μοίρα πάντα,
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΕΣ ΟΙ ΨΥΧΕΣ,  ΣΩΜΑΤΑ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΑ.

Καλαμάτα 8,9/7/2006
Χ.Ν. Ζερίτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου