Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ-ΚΩΛΑΔΙΚΟ


ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ   Δήγματα

                                              ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ-ΚΩΛΑΔΙΚΟ

         Στο προηγούμενο σημείωμα «άσκησα κριτική» κατά τα λεγόμενα φίλου που μου τηλεφώνησε, στο σύγχρονο τρόπο διασκεδάσεως. Έγραψα για τον τρόπο που γλεντάνε οι νεοέλληνες. «Και που προτείνεις να πάμε αφού παντού γίνονται αυτά που περιγράφεις ;» με ρώτησε, και κατέληξε ρωτώντας, «στα σκυλάδικα ;»
         Όχι Βάγγο μου, δεν προτείνω τίποτε. Ο καθένας κανονίζει για λόγου του και σύμφωνα με τα γούστα του και το επίπεδό του το που θα πάει και πως θα γλεντήσει. Εξ άλλου η λέξη γλέντι έχει πολλές ερμηνείες. Άλλος γλεντάει σε ένα μπαρ να ακούει «Knockinon heavens door» από τους Guns nroses, άλλος γλεντάει με το λαϊκό (τρομάρα του) τραγούδι « θέλεις να βγάλω τα πατσάντερά μου, θέλεις» από τον Μάπ and Μύτος, άλλος γλεντάει σε μια παραλία με το κορίτσι του, την κιθάρα του και «μια θάλασσα μικρή» του Διονύση.
         Όμως Σκυλάδικο είναι σοβαρή και πρόσβαρη λέξη και κακώς την μεταχειριζόμαστε σήμερα όπως νάναι για κάποια μαγαζιά. Εκτός κι αν εννοείς σκυλάδικα τα κέντρα όπου παρουσιάζονται κακόφωνοι τραγουδιστές. Γιατί τα μαγαζιά που χαρακτηρίζονται σκυλάδικα έχουν την ιστορία τους και βέβαια είναι κάτι άλλο από εκείνο που εννοείς εσύ.
        Τα πρώτα Σκυλάδικα δημιουργηθήκανε γύρω στο 1949-50 γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Συνήθως ήταν ένα ξωμώνι, δηλαδή σπιτάκι μακριά από κατοικημένες περιοχές, στο κέντρο ενός χωραφιού ή στο τέλος ενός χτήματος. Εκεί πήγαιναν μόνο άντρες που δεν γουστάρανε τα πολύβουα κέντρα διασκεδάσεως, ούτε θέλανε παρτίδες με την αστυνομία και κυρίως με το «ευπρόσωπο» κοινωνικό στρώμα, αυτό δηλαδή που εμφανίστηκε μετά από10 χρόνια αιματηρών πολέμων, ατσάκιγο και  παχουλούτσικο, και πήγαινε στα  μαγαζιά. Το μενού στο σκυλάδικο είχε λίγο φαγάκι σερβιριζόμενο ή όχι, λαικά ποτά, μπουζουκάκι με τραγουδάκια της θλίψης, ναργιλεδάκια ή πονηρά τσιγάρα και όχι σπάνια καμιά γυναίκα ελεύθερου ήθους. Σ αυτά πηγαίνανε μόνο γνωστοί του μαγαζάτορα ή άγνωστοι συνοδευόμενοι όμως από τους γνωστούς του. Η τοποθεσία αυτών των μαγαζιών ήταν τέτοια που πήγαινες μόνο με αμάξι και που οποιοσδήποτε άγνωστος που ήθελε να πλησιάσει, από τον λασπωμένο συνήθως χωματόδρομο που συνέδεε τον κεντρικό δρόμο με το μαγαζί, έβρισκε ανυπέρβλητες δυσκολίες διότι :  τα σκυλιά που φύλαγαν απέξω, τσοπανόσκυλα φύλακες και όχι μαλλιά αγγέλου του καναπέ, γαυγίζανε, ο μαγαζής έπαιρνε χαμπάρι, έβγαινε έξω και έλεγχε το ποιος πλησιάζει. Άμα καρατάριζε ότι ήταν άγνωστος, έκρυβε στο τσάκα-τσάκα τα πονηρά εξαρτήματα και το μαγαζί γινόταν σπίτι με φιλική παρέα.
         Τα καθαρόαιμα σκυλάδικα διαδόθηκαν πρώτα κατά μήκος της εθνικής οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης και μετά σ’ όλη την Ελλάδα και μέχρι το 1965-70. Μετά αρχίζει η παρακμή. Άρχισαν να πηγαίνουν και σ’ αυτά  οι λεφτάδες, αρχίσανε οι φιγούρες, τα σπασίματα, οι σαμπάνιες, τα λουλούδια, όργανα με ορχήστρα και ηχητικά, τραγουδίστριες και γενικά το πράγμα ξεστράτισε.
         Η λέξη Σκυλάδικο λοιπόν βγήκε για δυο λόγους : α) γιατί εκεί πηγαίνανε «οι σκύλοι» δηλ. άντρες σκληροί, αδάμαστοι, παιδεμένοι απ’ τη ζωή, οι μονόχνωτοι, αυτοί που τη βγάζουνε σπαρτιάτικα και β) γιατί σε κάποια τέτοια μαγαζιά τα σκυλιά είχαν ρόλο φύλακα και προστάτη και ο ρόλος αυτός αξιολογείται σαν ουσιαστικός στην ύπαρξή τους.
         Η λέξη Κωλάδικο φτιάχτηκε από τους θαμώνες των σκυλάδικων, για να χαρακτηρίσουν εκείνα τα άνοστα κέντρα διασκεδάσεως (Γουναρέικα ελαφρά ή αρχοντερεμπέτικα), που η δημιουργία τους αρχίζει γύρω στο 1952, όπου διάφορες φίρμες τραβάνε τον κόσμο, είναι φτιαγμένα στα νεοελληνικά γούστα με βελούδινες καρέκλες για καλοαναθρεμένους μπουρζουάδες, με τραπεζομάντιλα λευκά της λίγδας ή όχι, με στόλισμα που επιμελούνται  ντεκορατέρηδες, με τραπέζια τόσο κοντά που νιώθεις την ανάσα του πισινού σου στο σβέρκο σου και με μαχαιροπίρουνα με στυλ, ας πούμε Λουδοβίκος 48ος. Εκεί πάνε να συζητήσουν, να επιδειχθούν, και να φωνα-σκάσουν αστοί απροβλημάτιστοι-ωχαδερφιστές, με λάιτ σιγαρέτα, χρυσές ταμπακιέρες, αναπτήρες με μονόγραμμα, σινιέ ρουχαλάκια και πατούμενο φιρμάτο, μαλλάκι μπριγιαντινίσο και με «ελληνάδικα»ν ή «βαρελάδικα» και λοιπά  …άδικα μουσικά γούστα. Μα κυρίως πάνε διάφορα άρτι απογαλακτισθέντα μειράκια-τσιφτετ-ελληνάκια, και επιδίδονται σε ευ-δαιμονιζόμενους λικνισμούς.
         Γράφει ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος, από κείμενο του οποίου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σχολιαστής το Μάιο 1987 άντλησα  ιδέες και σκέψεις. «Η αντιπαράθεση των δύο λέξεων σκυλάδικο-κωλάδικο μας παρέχει το κλειδί για την κατανόηση των αιτιών που οδήγησαν στη δημιουργία των σκυλάδικων…….η διαμάχη μεταξύ σκυλάδικου και κωλάδικου δόθηκε μέσα στο θλιβερό πλαίσιο της κατάπτωσης του ρεμπέτικου τραγουδιού και της εμπορικής δολοφονίας των πρωτεργατών του».
         Πέρυσι ο φίλος μου ο Γιάννης με πήγε σε ένα αυθεντικό σκυλάδικο που υπάρχει και σήμερα ακόμη στη Καλαμάτα. Με χαμηλόφωνους θαμώνες, ρεμπέτικη διακριτική μουσική, φαγάκι-μπουργκέτο που πήγε στη κουζίνα και μαγείρεψε ο φίλος μου και με την τύχη μαζί μου αφού εκείνο το βράδυ ήρθε κι ο κυρ-Αλέκος με την κιθάρα του και μας είπε όμορφα  λαικά τραγούδια. Δυστυχώς για μένα οι θαμώνες, που απ’ ότι έμαθα είναι τακτικοί, μούδειξαν με τον τρόπο τους ότι ήμουν ανεπιθύμητος, με θεώρησαν «κουλουράκι πορτοκαλιού» δηλ. καλοζωισμένο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γιάννη. Έτσι έκανα άπωσον και δεν ξαναπήγα για να μην τους χαλάσω τη μανέστρα.
         Δεν ξέρω αν υπάρχουν κι άλλα τέτοια στη πόλη μας. Ίσως. Αυτοί που θέλουν μπορούν να τα βρουν.-

Χρήστος Νικ. Ζερίτης  25.1.2001
                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου