Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ-ΓΕΡΟΝΤΟΚΤΟΝΙΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ
                           Γεροντοκτονία


         «Τα πολύ παλιά χρόνια στη Μάνη όταν οι γέροι ήταν ανήμποροι να εργαστούν και να προσφέρουν στην οικογένεια, τους έπαιρναν στους ώμους τα παιδιά τους, κυρίως ο πρωτότοκος γιος, τούς πήγαιναν και τους πετούσαν σε βάραθρα ή γκρεμούς και έτσι οικονομούσαν το φαγητό που έτρωγε. Αυτή η συνήθεια σταμάτησε όταν κάποιος γιος φορτώθηκε τον πατέρα του και ξεκίνησε να τον πετάξει, σύμφωνα με το έθιμο της κοινότητας. Όταν έφθασαν στο μέρος που ο γιος είχε διαλέξει και στεναχωρημένος ήταν έτοιμος να εκτελέσει το θλιβερό καθήκον, σκέφθηκε να μιλήσει λίγο με τον πατέρα του και το μόνο ερώτημα που σκέφθηκε εκείνη τη στιγμή ήταν το αν του άρεσε και κείνου το  μέρος. Ο πατέρας απάντησε αρνητικά και έτσι ο γιος  φορτώθηκε πάλι το γέρο πατέρα του και συνέχισε για ανεύρεση νέου τόπου. Αλλά κανένα από τα καινούργια σημεία δεν ήταν της αρεσκείας του πατέρα. Γυρίζανε 2-3 μέρες και εξαντλημένος ο γιός ρώτησε τον πατέρα του ΄΄και που θέλεις να σε πετάξω ρε πατέρα ;΄΄ και η απάντηση ήρθε συγκλονιστική ΄΄εκεί που θα σε πετάξει και σε σένα ο γιος σου΄΄.   Συναισθανόμενος και το δικό του μελλοντικό οικτρό τέλος μετάνιωσε και γύρισε πίσω με τον πατέρα του μαζί. Από τότε σταμάτησε αυτό το έθιμο και τους γέρους τους άφηναν και πεθαίνανε στο σπίτι που ζούσανε όλοι μαζί.»
         Τη διήγηση αυτή  άκουσα από τον ποιητή Κυριάκο Κάσση, από τη Μέσα Μάνη, μαζί με κάποιες άλλες παλιές ιστορίες που γνώριζε από την περιοχή καταγωγής του.
         Πριν λίγα χρόνια η τηλεόραση μετέδωσε τη Γιαπωνέζικη ταινία «η μπαλάντα του Ναραγιάμα». Εκεί λοιπόν παρουσιαζόταν μια οικογένεια που ζούσε σ’ ένα χωριό άγονο και δυστυχισμένο. Μεταξύ των μελών ζούσε ακόμη υπέργηρη η μητέρα του άντρα, ανίκανη για εργασία. Επειδή η γιαγιά δεν ήθελε να τρώει και να στερεί το λιγοστό φαγητό της οικογένειας, αφού διέθετε τα δόντια, πήρε μια πέτρα και άρχισε να χτυπά τα δόντια της με πρόθεση να τα σπάσει, να μην μπορεί να φάει και συντομεύσει το τέλος της.
         Η γεροντοκτονία σαν κοινωνικό φαινόμενο υπήρχε σε όλους τους λαούς. Ο αείμνηστος καθηγητής Λαογραφίας Γεώργιος Μέγας στον 25ο τόμο Λαογραφίας (1967) αναλύει το θέμα λεπτομερώς. Σε αυτή την εργασία του έχει συμπεριλάβει και σχετικές παραδόσεις. Αντιγράφω μία που του είπε ένας τσοπάνος σκηνίτης από την Πάρνηθα περί το 1930 και ο οποίος ήταν τότε 40 ετών. «Κείνο τον καιρό οι γέροι ζούσαν 150 έτη. Γι αυτό μόλις πάταγαν τα 60, τους έβαζαν σε ένα τσουβάλι, διάλεγαν ένα βράχο ψηλόν και τους γκρέμιζαν. Κοίταγαν αν είναι ψηλός για να πάει μια κάτου να μην αιστανθεί θάνατο. Ένας γέρος απ’ αυτούς τους εξηντάρηδες ήρθεν η μέρα του. ΄΄Πατέρα, του λέει το παιδί, είμαστε για καθάρισμα΄΄.-΄΄Για βάστα παιδί μ’, του λέει ο γέρος, να σου δώσω μια παραβολή και κατόπι είμαι για δρόμο. Αυτά, του λέει, που θα με φορέσεις εμένα σήμερο, θα το λάβεις ο ίδιος το αντίπαλον από τα παιδιά σου΄΄. Τότες το παιδί τον απόκρυψε το γέρο, τον τρύπωσε σε μια σπηλιά, για να μη μαθευτεί, ότι ο γέρος είναι ζωής. Ποιος ξέρει τι τιμωρία θα είχε, αν μαθεύουνταν. Αλλά κατόπιν ο γέρος έδωνε συμβουλές στο παιδί του, αυτό να κάνει, αυτό να μην κάνει. Τότες οι άλλοι είπαν : ΄΄Αυτό δεν είναι του μεταγενέστερου, είναι γέρος 60 ετών που τα  λέει΄΄, και τότες περιόρισαν το παιδί, για ν’ ανακαλύψουν το γέρο. Άμα τον ανακάλυβαν θα πήγαινε και το παιδί. Αυτά τα στρατηγήματα που έδωνεν ο γέρος ήταν όλα όφελος στους μεταγενέστερους. Με τη συμβουλή του γέρου αυτού απαγορεύτηκε το γκρέμισμα τελείως κι αποκεί και δεύτε δεν ξαναγκρεμίστηκαν πιά, έληξε.»
         Σήμερα υπάρχει μια άλλη μορφή γεροντοκτονίας. Αυτή της εγκατάλειψης. Ρήμαξαν τα χωριά μας και οι ηλικιωμένοι λιγοστοί κάτοικοι ζουν μονάχοι, χωρίς, πολλές φορές, ούτε ένα παιδί τους κοντά, ούτε για παρέα, ούτε για βοήθεια, ούτε για να τους κλείσει τα μάτια. Και τα παιδιά στις πόλεις ή στο εξωτερικό, πότε οι δουλειές πότε η αδιαφορία, αφήνουν τους γονείς να μαραζώνουν στη μοναξιά τους και να βρίσκουν υποκατάστατα της παρέας, ο ένας στη κολιτσίνα του καφενείου και η άλλη στα τούρκικα σήριαλ ή παρέα με τις τηλεπερσόνες και τους καλεσμένους τους σε ακατάσχετη μπουρδολογία. Πώς να καλύψουν την πίκρα της απουσίας 10-20 μέρες το χρόνο, Πάσχα και καλοκαίρι, που θα γεμίσουν ξανά τα σπίτια με φωνές παιδιών και εγγόνων. Τις υπόλοιπες 350 μέρες τι γίνεται ;
         Και στις μέρες μας η γεροντοκτονία έχει οικονομικούς λόγους κυρίως. Τα παιδιά σπούδασαν η παντρεύτηκαν ή βρήκαν δουλειά και έφυγαν. Πολλές φορές, ιδιαίτερα τα κορίτσια, «διώχθηκαν» από το πατρικό σπίτι για να μη μείνουν χωριάτισσες και κυνηγιούνται όλη μέρα με κότες και γίδες. Και τα αγόρια, εργάτες κι αστυνομικοί, υπάλληλοι και επαγγελματίες, έφυγαν μακριά από την εστία και «ρίχτηκαν»,εκούσια ή ακούσια, στη χαράδρα των πόλεων και «αυτοκτόνησαν» ανταλλάζοντας τη χωριάτικη ζωή με αυτή της πολυκοσμίας, του άγχους, του τσιμέντου, της κατά φαντασίαν αστικής ευδαιμονίας, του χρηματιστηρίου και των τζίπ. Και οι περισσότεροι ξέχασαν τα γεροντάκια. Κι αν, αυτή η κατηγορία γεροντοκτόνων, τους θυμάται καμιά φορά είναι για να ζητήσει πότε δανεικά, πότε κανά βετούλι, πότε  «τη μάνα στην Αθήνα να κρατήσει τα παιδιά».
         Η εγκατάλειψη ανθρώπων και χωριών σημαίνει διακοπή της παραδοσιακής ζωής και συνάμα του λαϊκού πολιτισμού. Ποιος μετά από αυτή τη γενιά γιαγιάδων και παππούδων θα λέει παραμύθια στα εγγόνια, ποιος θα θυμάται θρύλους και αινίγματα, τραγούδια και παροιμίες. Τι σημασία έχει αν όλα αυτά έχουν καταγραφεί από έρευνες. Τα  βιβλία δεν έχουν στόμα και καρδιά να τραγουδήσουν, να συμβουλέψουν, να χαϊδέψουν στοργικά, να κάνουν χατίρια στα εγγόνια
         Ποιος μετά από αυτή τη γενιά παππούδων και γιαγιάδων που αργοσβήνουν μονάχοι στα έρημα χωριά, θα έχει τη σοφία και τις γνώσεις του μπάρμπα-Γιάννη, τη καλοσύνη της κυρά-Κούλας, την υπομονή της κυρά-Αθηνάς, την τρυφερότητα του μπάρμπα-Νίκου, τη λογική του κυρ-Λεωνίδα, την εγκράτεια της κυρά-Κατερίνας, τη φυσιολατρία του κυρ-Μίμη και τις μαγειρικές γνώσεις της κυρά-Αντωνίας, της κυρά-Πότας και της θείας Όλγας.
         Ας ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας και στα γεροντάκια τους. Αρκεί να μας βλέπουν και θα παίρνουν δύναμη. Ας πιούμε τσίπουρο μαζί τους, ας τους ζητήσουμε να μας πουν παλιές ιστορίες, ας ρωτήσουμε για συνταγές μαγειρικής, για καλλιέργεια δέντρων, για φροντίδα ζώων. Ας τους χαρίσουμε μια ώρα συζήτησης, ας τους δείξουμε ότι τους έχουμε ανάγκη  στ’ αλήθεια, ότι μας ευχαριστεί η παρέα τους. Κερδισμένοι θα βγούμε από τη σοφία των ηλικιωμένων. Ας απορρίψουμε στη πράξη τη σύγχρονη γεροντοκτονία-             

Χρήστος Νικ. Ζερίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου