Μήνυμα

Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος. Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου. ( Ι. Π. Κουτσοχέρας)

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ-ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

-->
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ-ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΣΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΚΑΝΑΡΩ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΕΒΑΣΩ ΤΑ ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΤΟΜΩΝ ΤΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Ο ΛΟΓΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΑΚΛΗ. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΤΕΤΟΙΟ ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ ΙΣΩΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΦΑΝΕΙ ΧΡΗΣΙΜΟ.

ΚΑΝΩ ΑΡΧΗ ΜΕ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΟΥΚΑΤΟΥ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΥΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜ. "ΒΗΜΑ" ΣΤΙΣ 9.9.1971.ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΙΣΤΟΡΙΟΔΙΦΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ κ. ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΗΣ.

"ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ"

Του ΔΗΜ. ΛΟΥΚΑΤΟΥ
            Δεν θα πρέπει οι εορτασμοί των πολιτικών επετείων να καλύπτουν όλον τον χώρο των πολιτιστικών αναμνήσεων, αφού χωρίς κι' αυτές δεν θα είχαμε καν ιστορία. Σωστό βέβαια το προβάδισμα των γεγονότων, πού εδώ κι' εκατόν πενήντα χρόνια μάς έδωσαν την ελληνική κρατική υπόσταση και τη νεώτερη εθνική ζωή, και δικαιολογημένη η φιλοδοξία του κάθε τόπου και χωριού να τιμήση τους άδολους ήρωες και αγωνιστές του. Μέσα όμως στο 1971 πολλές θα ήταν οι «μη τυχερές» περιπτώσεις προσώπων και γεγονότων, πού ίσως ξεχάστηκαν, ενώ θα χαίρονταν ένα φωτεινόν εορτασμό, αν οι βδομάδας κι' οι μέρες ήταν αναπασχόλητες.
         Συμπληρώθηκαν φέτος πενήντα χρόνια από το θάνατο του Νικολάου Πολίτη, του γνωστού οργανωτή και δασκάλου της λαογραφίας στην Ελλάδα. Δεν ήταν ο πρώτος βέβαια που πρόσεξε της ελληνικές λαϊκές παραδόσεις-του λόγου, της τέχνης και του νου-ούτε ο πρώτος που καταπιάστηκε με την εθνική εθιμολογία. (Το θέμα των προδρόμων του Πολίτη, καθώς και των επιδράσεων που αναμφισβήτητα είχε πάνω στην ελληνική Λαογραφία το ευρωπαϊκό folklore και γενικότερα η διεθνής Εθνολογία μένει πάντα ν' αποτελέσει μια διαφωτιστική διατριβή). Είναι όμως ό Ν. Γ. Πολίτης  ο μεγάλος συντονιστής των ποικίλων παραδοσιακών αναζητήσεων, που τις συμπλήρωσε, τις μεθόδευσε και τις συγκρότησε σ’ ενιαία ερευνητική επιστήμη, με μια ενότητα που δύσκολα μπορούμε να βρούμε και σήμερα σε άλλους λαούς. Δικός του είναι άλλωστε και ο όρος   «Λαογραφία»,  που ως το 1884 παρουσιαζόταν με σκόρπιες    μορφές:  «Γλωσσική Ύλη», «Νεοελληνικά  Ανάλεκτα»,  «Έθιμα και Παραδόσεις» ή   και «Εθνογραφία» (Καμπούρογλου). Με το διάγραμμα λαογραφικών θεμάτων, που δημοσίευσε επίτηδες για την έρευνα, στον Α' τόμο του περιοδικού «Λαογραφία» το 1909, ο Πολίτης έδωσε σαφή πορεία και πληρότητα για την «καταγραφή» των «μνημείων του λόγου» και για την «περιγραφή» των «κατά παράδοσιν πράξεων και ενεργειών» του λαού, δηλ. για την φιλολογική, όπως θα λέγαμε, λαογραφία και για την εθιμολογική.  Ο ίδιος ακολούθησε σ’ όλο το έργο του το διάγραμμα αυτό, το καθιέρωσε στο Αρχείο που ίδρυσε (1918) και το άφησε σαν έτοιμο πλάνο εργασίας στους διαδόχους του.
     Στον   Ζ΄ τόμο της «Λαογραφίας», που αφιερώθηκε το 1923 στη μνήμη του Ν.Γ. Πολίτη, ο μαθητής και άμεσος διάδοχός του Στίλπων Κυριακίδης έδωσε με στοργή και γνώση την πνευματική βιογραφία του (γενέτειρα η Καλαμάτα) και μαζί μια πλήρη βιβλιογραφία των εργασιών του, από το 1865 (την καταπληκτική ηλικία των 13 ετών) ως το 1920. Κι' ακολούθησε στα 1929 μια άλλη βασική «βιογραφία» του Πολίτη από τον Γιάννη Αποστολάκη («Τα δημοτ. Τραγούδια», σελ. 274— 325), που ήταν περισσότερο μια αναλυτική κριτική, με αγάπη επίσης αλλά και με συζητητικό στοχασμό, για το έργο και την εποχή, για τη «λαογραφικότητα» και για την πανεπιστημιακή παρουσία του Δασκάλου.
         Δε θα πούμε ότι τα φετινά πενήντα χρόνιο από τον θάνατο του Πολίτη ξεχάστηκαν. Τον Φεβρουάριο σημειώθηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» (ίσως και αλλού) η επέτειος, όπου σωστά ό κ. Φ. Κλεάνθης επρόσθεσε και τα εκατό χρόνια από τη δημοσίευση (1871) του πρώτου βιβλίου του. Αλλά η επίσημη θύμηση έγινε στην Ακαδημία Αθηνών, όπου ο επίσης μαθητής του Πολίτη Γεώργιος Μέγας είχε τη λαμπρή σκέψη ν' αφιερώση τον επίσημο λόγο της υποδοχής του στην Ακαδημία (18 Ιαν. 1971) στον μεγάλο σοφό. Ο ακαδημαϊκός κ. Μέγας επεσήμανε εκεί την προδρομική γενικότερη σύλληψη από τον Πολίτη και την ένταξη στους, κόλπους της «Λαογραφίας» του, των σημερινών πολλαπλών κατευθύνσεων της Ανθρωπολογίας, Εθνολογίας, Κοινωνιολογίας.
         Κρίνω απαραίτητο, στην σειρά των συνεργασιών μου στο «Βήμα», να τιμήσω κι εγώ τη μνήμη του μεγάλου μας Λαογράφου, πολύ περισσότερο που οι τέτοιες πνευματικές ενασχολήσεις κι η προσοχή μας στους πραγματικά πολιτιστικούς πρωτοπόρους χρειάζονται για να απαλύνουν τη σκληρότητα των μηχανοκρατικών μας καιρών. Πρόκειται άλλωστε για τον σοφό μιας ακατάδεχτης και «λογιωτατικής» εποχής, που από το ύψος της κλασσικής πανεπιστημιακής έδρας του έσκυψε ν' ακούση τους αληθινούς παλμούς του έθνους, να γνωρίση τους απλούς τρόπους της ζωής του και ν’ αφιερώση το έργο και τη διδασκαλία του στα λαϊκά βιώματα και στις αδέσμευτες παραδόσεις.
         Είναι αλήθεια, ότι ή γενική τότε εθνογραφική συνείδηση αναζητούσε ακόμα επιχειρήματα για την «επάρατη» θεωρία του Φαλλμεράγερ. Η επιστημονική άμυνα είχε βρή από νωρίς τα στηρίγματά της στη γλωσσική και λαογραφική έρευνα των συγκινητικών πάντα λογίων τής εποχής. Ο Φαλλμεράγερ, χωρίς να το θέλη, επέσπευσε την ανάπτυξη της λαογραφίας στην Ελλάδα. Την ανάγκασε μάλιστα ν' αρχίση με συγκριτικό δρόμο την έρευνα από την αρχαία ζωή στη νέα, πράγμα που έδωσε στην Ελληνική  Λαογραφική  Επιστήμη το εφόδιο μιας πλούσιας πολιτιστικής ενημέρωσης για την αντίστοιχη ζωή των αρχαίων. Τα περιοδικά της εποχής (από το 1850 κι' εδώ: Πανδώρα, Χρυσαλλίς, Εφημερίς Φιλομαθών) δέχονταν στις σελίδες τους το λαογραφικό υλικό, όπως θα δέχονταν σε πλούσια σαλόνια φτωχότερους αλλά χρήσιμους συγγενείς. Κι' όσο κι' αν καταλογίζουμε στον Επτανήσιο Σπύρο Ζαμπέλιο άλλες φιλολογικές αμαρτίες, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την ενθαρρυντική- και περισσότερο νεοελληνική- φωνή του (το 1856) για τη γνήσια συλλογή  λαογραφικού υλικού.
         Να μην ξεχνούμε όμως την αρχική συμβολή του Γάλλου Fauriel, που σε ανύποπτο ως προς τον Φαλλμεράγερ χρόνο (αυτός όμως για την επιτυχία του Εικοσιένα) μας έδωσε, στο μακρό Εισαγωγικό Λόγο των «Δημοτικών Τραγουδιών» του (1824) τα πρώτα στοιχεία για την άμεση μελέτη της ζωής και τον χαρακτήρα του νεοελληνικού λαού.
         Ο Πολίτης βγήκε από την ατμόσφαιρα αυτή, ωραίο επιστημονικό άνθος, με το φύλλωμά του ριζωμένο στην τέτοια παράδοση. Αλλά τον αποφασιστικό ρόλο, στο πλούσιο και συνθετικό έργο του, τον έπαιξε στο δικό του ταλέντο. Όλα αυτά τα κληρονομημένα στοιχεία ο Πολίτης τα επεξέτεινε σε ποιότητα και ποικιλία. Το παραμικρό θέμα τον εντυπωσίαζε και το χαιρόταν στην ανάπτυξη. Όπως γράφει σωστά ό Αποστολάκης, «στις μελέτες του Πολίτη για το βίο του ελληνικού λαού μπορεί να πη κανείς πως έχουμε ζωντανεμένους τους ίδιους τους πόθους της ψυχής του». Κι οι πόθοι αυτοί, πηγαίοι και συχνοί, τον έκαμαν πολυγραφότατο, ώστε να μας αφήση περί τους 450 τίτλους εργασιών και βιβλίων του, με το γνωστό κύρος. Άρχισε από τους μύθους (αρχαίους και νέους, που τους έβλεπε ενιαίους, σαν να έκανε και την αρχαία λαογραφία), έπειτα έγραψε για παραμύθια και θρύλους, προχώρησε με πλουσιότατη έρευνα στα βασικά οικογενειακά έθιμα της γέννησης, του γάμου και του θανάτου, έγραψε για τη μαγεία και τις εκδηλώσεις της, για τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, που τις είδε με ανθρωπολογικό σεβασμό, για τα λατρευτικά έθιμα με τις γραφικές αρχαιοελληνικές ρίζες, για τις παροιμίες, τις παραδόσεις και τα τραγούδια του ελληνικού λαού, που μας έδωσε σε   υποδειγματικούς τόμους.
         Θαυμάζει κανείς την γεωγραφική ενημέρωση του Πολίτη, που μοιάζει σαν να είχε ο ίδιος ταξιδέψει, γωνιά προς γωνιά, την απέραντη (λαογραφικά) ελληνική μας γη. Δεν ήταν πάντα αυτό. Τα «παραγεμισμένα και ψιλογραμμένα τετράδια του, με το κάθε λογής υλικό» στηρίζονταν και στην ανεπιφύλακτη προθυμία και προσφορά των πνευματικών ανθρώπων της επαρχίας, που του έστελναν ό, τι ζητούσε και του εμπιστεύονταν τα χειρόγραφα των συλλογών τους (δεν παρέλειψε ποτέ το όνομα κανενός). Με τις οδηγίες του οι άνθρωποι αυτοί είδαν ξαφνικά ένα καινούργιο φώς στις απασχολήσεις τους, μια δυνατότητα χαρούμενης έρευνας σε ζωντανά πεδία. Οι εκπαιδευτικοί ιδιαίτερα ανακάλυψαν πώς τα δυο στέρεα πόδια του έθνους ήταν η νεολαία πρώτα, αυτή που είχαν στα χέρια τους, κι' ύστερα ό λαός, εκείνος ο αδιάφθορος λαός των χωριών και της γειτονιάς, που ανυποψίαστος φύλαγε την ψυχή και την γλώσσα του έθνους, για τα οποία άλλοι ρητόρευαν.
         Όλοι αυτοί οι προσήλυτοι, και μαζί τους-αυτό είναι το μεγάλο πνευματικό γεγονός- οι προοδευτικοί επιστήμονες και λογοτέχνες της εποχής, επύκνωσαν αμέσως τις τάξεις της λαογραφικής εξόρμησης του Πολίτη και σχημάτισαν το πρώτο  επιτελείο  ή  σώμα  της πανελλήνιας Λαογραφικής Επιστήμης.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου